του Σίμου Ανδρονίδη* |
«Για
ένα σύντροφο, που έπεσε στα χέρια των Χιτλερικών, διηγιότανε οι δικοί μας: Τον
είδανε στη φυλακή. Φαινόταν παλικάρι και λεβέντης κι είχε ακόμα Κατάμαυρα
μαλλιά». (Mπέρτλοχτ Μπρεχτ, Μια ιστορία (1933) [1992]).
Η
κοινωνική, πολιτική και εκλογική άνοδος της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής έχει
θέσει επί τάπητος την αναγκαιότητα της κατανόησης της ταξικής φύσης και
«διάρθρωσης» του φασισμού-ναζισμού, ιδιαίτερα μετά τις «αρχικές» προσπάθειες
κάποιων ιδεολογικών μηχανισμού του κράτους (ΜΜΕ) να «αποπολιτικοποιήσουν» και
να....
«αποϊδεολογικοποιήσουν» τον φασισμό-ναζισμό εστιάζοντας στην περίπτωση της
Χρυσής Αυγής και εμφανίζοντας την ως «φιλανθρωπική» οργάνωση που βοηθά
ηλικιωμένους. Ποιος δεν θυμάται την φωτογραφία γνωστής εφημερίδας που έδειχνε
ένα μέλος της Χρυσής Αυγής να συνοδεύει μία ηλικιωμένη γυναίκα στο ATM
τράπεζας;
Φωτογραφία
που ήταν «σκηνοθετημένη» και εντασσόταν στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνικής και
πολιτικής νομιμοποίησης ενός νεοναζιστικού μορφώματος υπό το «οπτικό περίβλημα»
μίας «σκηνοθετημένης» φωτογραφίας. Μία φωτογραφία, που την ίδια στιγμή,
«επιζητούσε» την νομιμοποίηση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, «επικαλούμενη» το
κινέζικο ρητό: «Μία εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις». Αυτό που προσπάθησαν να
αποκρύψουν οι ιδεολογικοί «ιμάντες» και «διαβιβαστές» του αστικού κράτους, το
κατέδειξε με ενάργεια η ίδια η «ζώσα» κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητα.
Έτσι
τα νεοναζιστικά στοιχεία και χαρακτηριστικά που ορίζουν και προσδιορίζουν
ταυτόχρονα το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής διαρθρώνονται σε τρεις
άξονες: 1. Στην καθημερινή «δράση» και «δραστηριοποίηση» των ταγμάτων εφόδου τα
οποία ασκούν λεκτική και σωματική βία εναντίον μεταναστών και μελών αριστερών
και αντιφασιστικών συλλογικοτήτων, «δραστηριοποίηση» που συντείνει στην
«σωματικοποίηση» της πολιτικής διάστασης και λειτουργίας του νεοναζιστικού
μορφώματος, καθώς και στην επιδίωξη «εκμηδένισης» ανθρώπων που κινούνται στον
αστικό «χώρο» και εκφράζουν το «διαφορετικό» και το «άλλο». (φυλετικό, πολιτικό-ιδεολογικό,
σεξουαλικό, κ.α). 2. Στην πολιτική και ιεραρχική δομή του κόμματος-οργάνωσης,
ιδιαίτερα όπως αποκαλύφθηκε μετά από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον
Σεπτέμβριο του 2013, από μέλος της Χρυσής Αυγής. Η ιεραρχική δομή του
νεοναζιστικού μορφώματος εκκινεί από τα «πάνω» (κομματική «κορυφή») και
καταλήγει στην κομματική βάση, διαχέοντας ουσιαστικό την πλήρη παντοδυναμία του
αρχηγού σε όλο το κομματικό εποικοδόμημα. Η λογική και η αρχή του «Φύρερ
πριντς», (εξουσία του αρχηγού), διαπνέουν το όλο κομματικό εποικοδόμημα, σε μία
άμεση και ευθεία ευθυγράμμιση με το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ. 3. Η
οργανική της σύμφυση και η στρατηγική της ταύτιση με μερίδες του κυρίαρχης
αστικής τάξης, (εφοπλιστικό κεφάλαιο), κάτι που αποδεικνύεται από την κατάθεση
επερωτήσεων στο κοινοβούλιο που ουσιαστικά τείνουν να ευθυγραμμίζονται με την
υπεράσπιση και έκφραση συγκεκριμένων ταξικών-αστικών συμφερόντων. Η
«εργαλειοποίηση» της κοινοβουλευτικής παρουσίας της Χρυσής Αυγής, προς όφελος
μερίδων της άρχουσας τάξης σκιαγραφεί όχι απλώς την λειτουργική και οργανική
σύμφυση αστικής τάξης-Χρυσής Αυγής, αλλά και την συμβολή της στη δομική
μετατόπιση ισχύος, εξουσίας και πλούτου προς την πλευρά του άρχοντος
συνασπισμού εξουσίας.
Αυτό
το έμπρακτο ενδιαφέρον για συγκεκριμένα αστικά συμφέροντα καταρρίπτει και το
ιδεολόγημα του περιβόητου «αντισυστημισμού» της Χρυσής Αυγής, καθότι, την, ίδια
«χρονική και χωρική» στιγμή», το νεοναζιστικό μόρφωμα, εντασσόμενο στις νόρμες
του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μετασχηματίζεται σε εξόχως «συστημικό»
κόμμα υπεράσπισης όχι απλώς συγκεκριμένων ταξικών-αστικών συμφερόντων, αλλά, σε
ένα ευρύτερο πλαίσιο, του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Υπάρχει
μία δομική απόκλιση μεταξύ νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής και εργατικής «σφαίρας»,
κάτι που το νεοναζιστικό μόρφωμα επιδιώκει να καλύψει μέσω της χρησιμοποίησης
και της επίκλησης του «-εθνικού-ελληνικού συμφέροντος».
Την
ίδια οργανική σύμφυση με τα μονοπώλια είχε και το Εθνικοσοσιαλιστικό
(ναζιστικό) κόμμα του Χίτλερ, χωρίς να «χάνει» τις συγκεκριμένες και
«εστιασμένες» κοινωνικές του αναφορές (μικροαστική τάξη).
Η
λειτουργία και η πρακτική του φασισμού-ναζισμού προσομοιάζει στις ίδιες τις
νόρμες ενσωμάτωσης και υπεράσπισης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, με
«οδοδείκτη» την άσκηση λεκτικής και σωματικής βίας. Οι μετασχηματισμοί της βίας
εγγράφονται στα χαρακτηριστικά του φασισμού-ναζισμού, με αποτέλεσμα την «βίαιη»
αποκρυστάλλωση τους στα «γυμνά σώματα» των μεταναστών και των αριστερών
εργαζομένων.
Όπως
επισημαίνει και ο Σάββας Μιχαήλ, «ο Εβραίος-Υπάνθρωπος είναι σήμερα,
ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, ή εθνικής καταγωγής, και ο κάθε μετανάστης, ο
Πακιστανός ή Αφγανός ή Αλβανός, ο αλλόφυλος, ο αλλόθρησκος, ο ομοφυλόφιλος, ο
τοξικομανής, ο ψυχικά πάσχων που κατά τη «Χ.Α» συχνά είναι προϊόν της
«μιγαδοποίησης με μετανάστες», ο «εκφυλισμένος καλλιτέχνης», ο κάθε «μη
κανονικός» κατ’ αυτούς, και φυσικά-φυσικότατα ο κάθε αριστερός, κομμουνιστής,
αναρχικός και μπολσεβίκος που, όπως κραυγάζουν βαδίζοντας στρατιωτικά οι
χρυσαυγίτες, «δεν του ανήκει αυτή η γη». [1]
Με
αυτόν τον τρόπο το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής ασκεί λεκτική και
σωματική βία, μία βία που μετασχηματίζεται σε δομική, σε βία που τείνει να
ενσωματώσει και την διάσταση της φυσικής εξόντωσης. Τα «διαφορετικά υποκείμενα»
(φυλετικά, ιδεολογικά, σεξουαλικά) καθίστανται στόχοι αυτής της δομικά
ασκούμενης βίας. Στο ευρύτερο κοινωνικό και «κρισιακό» περιβάλλον, η βία που
ασκεί το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής «εγγίζει» τις προσίδιες μορφές
της κρατικής-κατασταλτικής βίας, κάτι που έχει ως συνέπεια την αποκρυστάλλωση
μίας μορφής «ολικής» και «δομικής» βίας στο πεδίο του κοινωνικού, στο πεδίο της
αναπαραγωγής των όρων συγκρότησης των «ατομικών-συλλογικών» υποκειμένων.
Και
η «βίαιη» παρέμβαση της Χρυσής Αυγής αποσκοπεί ακριβώς σε αυτό: στην άρση των
δομικών και βασικών όρων συγκρότησης του περιώνυμου «άλλου» και «διαφορετικού».
Στο παραπάνω πλαίσιο, μέσω της άσκησης λεκτικής και σωματικής βίας, μέσω της
«διάχυσης» της ιδεολογίας του μίσους, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει την «αποκοπή» του
«όλου» πλαισίου ύπαρξης και παρουσίας των «άλλων» από το «υγιές», εθνικά και
κοινωνικά, «σώμα». Έτσι, δύναται να επιτευχθεί μία αναδιαμόρφωση του κοινωνικού
αλλά και πολιτικού γίγνεσθαι προς την κατεύθυνση της συγκρότησης και ταυτόχρονης
ανασυγκρότησης της «εθνικής-κοινωνικής» δομής.
Η
οργανική συσχέτιση (organic correlation) και σύγκλιση της
κρατικής-κατασταλτικής με την νεοναζιστική βία, παράγουν τους όρους και τις
προϋποθέσεις για την περαιτέρω και δομική προσκόλληση της Χρυσής Αυγής στο
«πεδίο» των κρατικών μηχανισμών και ιδίως στο «πεδίο» των κατασταλτικών
μηχανισμών του κράτους. (σώματα ασφαλείας & ένοπλες δυνάμεις). Η κοινωνική
αναπαραγωγή της (βλ. εκλογική επιρροή) είναι και «κρατική» (κατασταλτικοί
μηχανισμοί), καθότι ο «χώρος» των κατασταλτικών μηχανισμών συντείνει προς μία
κατεύθυνση «εδαφικοποίησης» του κοινωνικού χώρου προς όφελος του άρχοντος
αστικού συγκροτήματος εξουσίας. «Όλοι οι μηχανισμοί του κράτους λειτουργούν
συγχρόνως και με καταπίεση και με ιδεολογία, με τη διαφορά πως ο
(καταπιεστικός) μηχανισμός του κράτους λειτουργεί με κυρίαρχο στοιχείο τη βία,
ενώ οι ΙΜΚ (σ.σ: Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους) λειτουργούν με κυριαρχικό
στοιχείο την ιδεολογία».[2] Και στο κοινωνικό «κρισιακό» περιβάλλον,
συντελείται η ώσμωση και η αλληλεπίδραση βίας και ιδεολογίας, παράγοντας με
αυτόν τον τρόπο ένα αμάλγαμα «δράσης» που «εγγίζει» το νόημα και την ουσία της
παρέμβασης των καταπιεστικών και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.
Έτσι,
η ναζιστική ιδεολογία προσκολλάται, με «συμπληρωματικούς» όρους, στο ευρύτερο
πλαίσιο της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, γινόμενη οργανικό «υποσύνολο» της,
καθότι επενεργεί και εγγράφεται στα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν και
προσδιορίζουν την συγκεκριμένη (και ταξική) διαχείριση των «ενεργών ροών» της
βαθιάς οικονομικής κρίσης. Και ως τέτοιο ιδεολογικό (ναζιστικό) οργανικό
υποσύνολο, «διαχέεται» και στον «χώρο» κύρια των καταπιεστικών μηχανισμών του
κράτους, κάτι που συμβάλλει στην ανάδυση και διαμόρφωση μίας «βίαιης» και
αυταρχικής «προμετωπίδας».
Η
Αφροδίτη Κουκουτσάκη αναφέρει πως, «αν συνδέσουμε δε αυτές τις πρακτικές (σ.σ:
τις βίαιες κατασταλτικές πρακτικές) με τη δράση της ΧΑ, θα μπορούσαμε να
διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η βία της ΧΑ συντελεί στην κανονικοποίηση της
θεσμικής βίας, καθώς εμφανίζει το ωμό πρόσωπο της άμεσης, φυσικής εξόντωσης. Με
άλλα λόγια, συντελεί στο να αμβλύνεται ή να ανασημαίνεται ως κανονικότητα η βία
που ασκείται από θεσμικούς φορείς, καθώς αναπροσδιορίζονται συνεχώς τα όρια
μεταξύ σύννομης και παράνομης δράσης, με βάση το υπό διακινδύνευση έννομο
αγαθό».[3]
Τώρα,
η σύμφυση του φασισμού-ναζισμού με το άρχον συγκρότημα εξουσίας, δεν εμποδίζει
την ευρύτερη κοινωνική του απεύθυνση, ιδιαίτερα προς τα εργατικά στρώματα και
την μικροαστική τάξη που «ελκύονται» από την φασιστική ρητορική και δημαγωγία
περί εθνικής «ανάτασης» και ταυτόχρονης ανάκτησης του εθνικού «μεγαλείου». Και
αυτή ακριβώς είναι η «παγίδα» για την εργατική τάξη. Η λαϊκή βάση που απέκτησε
ο φασισμός-ναζισμός συνέτεινε στην αφενός μεν στην περαιτέρω κοινωνική,
πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση του, αφετέρου δε στην «εμβάθυνση» των
σχέσεων του με τμήματα των λαϊκών-εργατικών μαζών.
«Ωστόσο,
ο σταθεροποιημένος φασισμός υποχρεώνεται συχνά να επιβάλλει στο συνασπισμό
εξουσίας ορισμένες παραχωρήσεις στις λαϊκές μάζες (παραχωρήσεις που η Διεθνής
υποτίμησε), για να μην σπάσουν ποτέ ολοκληρωτικά οι δεσμοί του
μ’αυτές».[4]
Και
αυτή η ιδιαίτερα σημαντική διάσταση της «προσκόλλησης» τμήματος των λαϊκών
μαζών στο φασιστικό-ναζιστικό κόμμα (ή κόμματα) δεν πρέπει να διαφεύγει της
προσοχής των αριστερών ριζοσπαστικών κομμάτων, διότι η περαιτέρω νομιμοποίηση
και πολιτική αποκρυστάλλωση του φασισμού-ναζισμού συντελείται αφενός μεν πάνω
στο έδαφος της προσίδιας «κινητοποίησης» λαϊκών στρωμάτων, αφετέρου δε πάνω στο
έδαφος της ανάγκης του άρχοντος συγκροτήματος εξουσίας να συγκροτήσει ευρύτερες
κοινωνικές συμμαχίες.
Χρειάζεται
συστηματική και καθημερινή προσπάθεια για την εξάλειψη του
φασιστικού-ναζιστικού φαινομένου. Η διαπάλη ενάντια στη Χρυσή Αυγή αποτελεί
υπόθεση του λαϊκού-εργατικού ταξικού κινήματος καθώς και των αντιφασιστικών
οργανώσεων που δραστηριοποιούνται «από τα κάτω». Γιατί, σε τελική ανάλυση, «η
πολιτική του φασισμού για την καθιέρωση της ηγεμονίας του μεγάλου μονοπωλιακού
κεφαλαίου στερεώνεται, αλλά με υπόγειο τρόπο, απέναντι στις άλλες τάξεις και
τμήματα της εξουσίας».[5]
Σημειώσεις:
[1]
Βλ.σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η φρίκη μιας Παρωδίας. Τρεις ομιλίες για τη «Χρυσή
Αυγή»’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2013, σελ.20.
[2]
Βλ. σχετικά, Αλτουσέρ Λουί, ‘Θέσεις’, (Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του
Κράτους), Μετάφραση: Γιαταγάνας Ξενοφών, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σελ.88.
[3]
Βλ.σχετικά, Κουκουτσάκη Αφροδίτη, ‘Από το κοινωνικό στο «ποινικό» κράτος. Η
Χρυσή Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών’, στο,
Εμμανουηλίδης Μάριος & Κουκουτσάκη Αφροδίτη, (επιμ.), ‘Χρυσή Αυγή και
στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης’, Εκδόσεις Futura, Αθήνα, 2013, σελ.
128.
[4]
Βλ.σχετικά., Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής
απέναντι στο Φασισμό’. Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Ινστιτούτο Νίκος
Πουλαντζάς/Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ.97.
[5]
Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και Δικτατορία…ό.π, σελ.96.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου