του Μπ. Κουρουνδή |
Σταδιακός
εκδημοκρατισμός ή ριζική ανατροπή; Ένα ιστορικό δίλημμα που παραμένει
επίκαιρο, όπως υποστηρίζει ο Μπάμπης Κουρουνδής.
Η συζήτηση για τη
στρατηγική της αριστεράς απέναντι στο κράτος ήταν ξεχασμένη για πολλές
δεκαετίες. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, και ιδιαίτερα μετά την
κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού θεωρήθηκε ως
το τέλος της Ιστορίας. Τα κράτη έδιναν τη θέση τους στην παγκοσμιοποίηση, η
οποία θα....
έλυνε όλα τα προβλήματα εξαπλώνοντας την ειρήνη και τη δημοκρατία. Η
αριστερά υποτάχθηκε πλήρως στην κυρίαρχη αφήγηση, επικαλούμενη τους «αρνητικούς
συσχετισμούς». Το νέο ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2007 περιγέλασε τις
βεβαιότητες των απολογητών του συστήματος και ξαναζωντάνεψε τη συζήτηση στους
κόλπους της αριστεράς, ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου το κίνημα των τελευταίων
πέντε χρόνων έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στα πρόθυρα της κυβέρνησης. Η νέα αναζήτηση πρέπει
να γίνει με μια φρέσκια ματιά, χωρίς όμως να αγνοήσει τα διδάγματα 150 χρόνων
ιστορίας του εργατικού κινήματος. Η έφοδος στον ουρανό τον 21ο αιώνα θα είναι
σίγουρα ιστορικά πρωτότυπη, αλλά δεν θα είναι νικηφόρα αν ακολουθήσει συνταγές
που παρουσιάζονται ως καινούριες και ρηξικέλευθες ενώ έχουν διατυπωθεί,
δοκιμαστεί και αποτύχει επανειλημμένα.
Το καπιταλιστικό
κράτος
Η ιστορία του
καπιταλισμού είναι δεμένη με την ιστορία των εθνών-κρατών. Το σύγχρονο κράτος
εμφανίστηκε με τη μορφή του απολυταρχικού κράτους στην εποχή της μετάβασης από
τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, μέσα από μια συμμαχία των αστών με τη μοναρχία
ενάντια στην παλιά φεουδαλική άρχουσα τάξη.1 Το απολυταρχικό κράτος διέλυσε τα
κατακερματισμένα φέουδα συγκροτώντας μια ενιαία, απαραίτητη για την
καπιταλιστική συσσώρευση, εθνική αγορά και έστησε την αναγκαία για την
κυκλοφορία του κεφαλαίου διοικητική μηχανή. Η οριστική επικράτηση του
καπιταλισμού σηματοδότησε στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου το πέρασμα
από τις (απόλυτες ή συνταγματικές) μοναρχίες στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Αυτή η εξέλιξη, που έγινε χάρη σε αγώνες, εξεγέρσεις και επαναστάσεις,
μετέβαλλε τη νομιμοποιητική βάση του κράτους: οι «ελέω Θεού» βασιλιάδες έδωσαν
τη θέση τους στα «ελέω λαού» Κοινοβούλια, από τα οποία αναδεικνύονται οι
κυβερνήσεις. Σ’ αυτό το δεδομένο στηρίζονται οι απολογητές του συστήματος για
να παρουσιάσουν το κράτος ως υπερταξικό, αφού εκφράζει τη λαϊκή βούληση και
προστατεύει το γενικό συμφέρον. Ταυτόχρονα, προβάλλουν την αρχή της διάκρισης
των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική ως τρόπο αμοιβαίας εξισορρόπησης
της εξουσίας, ώστε να αποφεύγεται η κατάχρησή της.
Απέναντι σ’ αυτήν τη
θεωρία ο Μαρξ απάντησε ότι το κράτος υπάρχει για να προστατεύει το γενικό
συμφέρον της κυρίαρχης τάξης, εξασφαλίζοντας ότι καμία δύναμη (πχ οι εργάτες με
τις εξεγέρσεις και τις απεργίες τους) δεν θα ταράξει την ομαλότητα των
καπιταλιστών να συσσωρεύουν πλούτη και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η
αντιμετώπιση του κράτους ως οργάνου ταξικής κυριαρχίας αποτελεί την αφετηρία
της μαρξιστικής ανάλυσης για το αστικό κράτος. Σε αντίθεση με το μύθο της
διάκρισης των εξουσιών, η μαρξιστική θεωρία αντιμετωπίζει την κρατική εξουσία
ως μια σύνθετη ενότητα. Για την προστασία του γενικού συμφέροντος της άρχουσας
τάξης χρειάζονται κατασταλτικοί μηχανισμοί που επιβάλλουν την υποταγή των
κυριαρχούμενων τάξεων (αστυνομία, φυλακές, δικαστήρια, στρατός κλπ).
Ταυτόχρονα, χρειάζονται μηχανισμοί ενσωμάτωσης των κυριαρχούμενων τάξεων ώστε η
διαμαρτυρία τους να εκτονώνεται πριν μεταβληθεί σε σύγκρουση με το ίδιο το
σύστημα (σχολείο, Εκκλησία, κόμματα κλπ). Η κατασταλτική και η ιδεολογική
λειτουργία του κράτους αλληλοσυμπληρώνονται. Όσο πιο αποτελεσματικό είναι το
βελούδινο πέπλο της ιδεολογικής χειραγώγησης, τόσο πιο αχρείαστη είναι η
σιδερένια γροθιά της καταστολής. Στο αστικό κράτος κρίσιμος είναι και ο ρόλος
της γραφειοκρατίας. Οι κορυφές της διοικητικής ιεραρχίας εξασφαλίζουν τους
όρους συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και γι’ αυτό τα συμφέροντά
τους δεν είναι διαφορετικά από εκείνα των καπιταλιστών. Η γραφειοκρατία έχει
βέβαια την ευχέρεια να επιλέξει τους τρόπους υλοποίησης της εθνικής συσσώρευσης
κεφαλαίου, όχι όμως και να την αμφισβητήσει. Η εξουσία επιβάλλει μια ορισμένη
τεχνική και τον ανάλογο λόγο για να μπορέσει να υλοποιήσει καλύτερα τα
συμφέροντά της. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το αστικό κράτος έχει
ταξικό πρόσημο δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται πλήρως με το κεφάλαιο, ούτε ότι δεν
μπορεί να θίξει τα συμφέροντα κάποιων καπιταλιστών ή μιας μερίδας του
κεφαλαίου. Αυτή η σχετική αυτονομία όμως έχει όρια: το αστικό κράτος σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πυρήνα του συστήματος, δηλαδή την ίδια
τη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Αυτά τα γενικά
χαρακτηριστικά του αστικού κράτους διαφοροποιούνται ανάλογα με τις περιόδους
και τις συνθήκες, όπως ανέλυσε ο Μαρξ στο αξεπέραστο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ
του Λουδοβίκου Βοναπάρτη». Η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν αποτέλεσε τη μόνη
μορφή αστικού κράτους. Αντίθετα, πολλές φορές το αστικό κράτος πήρε τη μορφή
κράτους έκτακτης ανάγκης, δηλαδή φασισμού, δικτατορίας ή βοναπαρτισμού.2 Παρά
τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, το κράτος παραμένει σ’ όλες αυτές τις
περιπτώσεις όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης. Με τα λόγια του Λένιν στο
Κράτος και επανάσταση: «Οι μορφές του αστικού κράτους είναι πολλές και διάφορες
αλλά η ουσία τους είναι μία: σε τελική ανάλυση όλα αυτά τα κράτη αποτελούν
αναγκαστικά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μια δικτατορία της αστικής τάξης. Το
πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό δεν μπορεί, προφανώς, να μην
παρουσιάσει μια μεγάλη αφθονία και μια πλατειά πολυμορφία πολιτικών μορφών,
αλλά η ουσία του θα είναι αναγκαστικά μία: η δικτατορία του προλεταριάτου». Η
εργατική εξουσία θα καταργήσει όχι μόνο τους καταπιεστικούς μηχανισμούς, αλλά
και τη διοικητική γραφειοκρατία που συγκεντρώνει την εκτελεστική εξουσία, τους
κοινοβουλευτικούς θεσμούς που νομιμοποιούν αυτή τη συγκέντρωση και την
ακαδημαϊκή ιεραρχία που επιβλέπει τη στελέχωσή τους.
Η επαναστατική
και η ρεφορμιστική παράδοση για το κράτος
Η πρώτη φορά που το
εργατικό κίνημα αναμετρήθηκε με το ζήτημα της κρατικής εξουσίας ήταν η Κομμούνα
του Παρισιού το 1871. Οι αντιπρόσωποι της Κομμούνας εκλέγονταν άμεσα, μπορούσαν
να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή και αμείβονταν με μισθό εργάτη. Το πρώτο
διάταγμα που ψήφισαν επέβαλλε την κατάργηση του στρατού και την αντικατάστασή
του από τον ένοπλο λαό. Η Κομμούνα ήταν ταυτόχρονα νομοθετικό και εκτελεστικό
σώμα ώστε οι εργάτες να διατηρούν τον έλεγχο στην εφαρμογή των νόμων τους
οποίους ψήφιζαν. Η εμπειρία της Κομμούνας ήταν σύντομη (μόλις 70 μέρες),
απέδειξε όμως, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Μαρξ, ότι «η εργατική τάξη δεν
μπορεί απλά να κατακτήσει την κρατική εξουσία και να τη βάλει σε κίνηση για
τους δικούς της σκοπούς». Ο Έγκελς συμπλήρωσε απαντώντας σ’ όλους τους τότε
επικριτές του μαρξισμού «δείτε την Κομμούνα του Παρισιού: αυτή είναι η
δικτατορία του προλεταριάτου».
Η επόμενη
ολοκληρωμένη εμπειρία ήρθε το 1917. Η Οκτωβριανή επανάσταση σήμανε το πέρασμα
της εξουσίας στα χέρια των Σοβιέτ. Τα συμβούλια των εργατών, αγροτών και
στρατιωτών με αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους ανέλαβαν την ευθύνη του
κράτους. Οι παλιοί δικαστές αντικαταστάθηκαν με νέους που εκλέγονταν από τα
Σοβιέτ ή άμεσα με τη λαϊκή ψήφο. Οι νόμοι που ήταν αντίθετοι με τις αποφάσεις
των Σοβιέτ και το μίνιμουμ πρόγραμμα των επαναστατικών κομμάτων κηρύχθηκαν
άκυροι. Η αστυνομία καταργήθηκε και τη θέση της πήραν οι ένοπλες εργατικές
πολιτοφυλακές. Η εργατική εξουσία έδωσε νόημα στα θεμελιώδη δικαιώματα,
εξασφαλίζοντας τους υλικούς όρους άσκησής τους από τον απλό κόσμο.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ελευθερίας του Τύπου, η οποία
κατοχυρώθηκε πραγματικά μέσα από το ότι δόθηκε το δικαίωμα στις συλλογικότητες
των εργατών να χρησιμοποιούν τα δημόσια τυπογραφεία και τα αποθέματα χαρτιού.
Γενικά, η εργατική τάξη με την Οκτωβριανή επανάσταση ξεσκέπασε τα
«γραφειοκρατικά μυστικά» του κράτους και τα «επιστημονικά μυστικά» της
παραγωγής ανοίγοντας το δρόμο για ένα κράτος στο οποίο, σύμφωνα με την
εμβληματική φράση του Λένιν, «κάθε μαγείρισσα μπορεί να κυβερνάει».
Από τα τέλη της
δεκαετίας του ’20, η επικράτηση της σταλινικής αντεπανάστασης στη Ρωσία είχε ως
αποτέλεσμα μια μεγάλη οπισθοχώρηση διεθνώς. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα υιοθέτησαν
μια στρατηγική σταδίων, σύμφωνα με την οποία η κατάληψη της εξουσίας από την
εργατική τάξη δεν ήταν πια στην ημερήσια διάταξη. Σ’ αυτήν την αντίληψη
συναντήθηκαν με τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία είχε ήδη προσανατολιστεί στην
κατάληψη θέσεων μέσα στο αστικό κράτος. Η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής σήμανε
ότι και όταν μέσα σε επαναστατικές καταστάσεις δημιουργήθηκαν όργανα ή
εμβρυακές μορφές εργατικής εξουσίας, όπως στην Ισπανία του 1936, στη Χιλή το
1972-1973 και στην Πορτογαλία το 1974-1975, τα σοσιαλιστικά και τα
κομμουνιστικά κόμματα δεν τα στήριξαν, προτιμώντας τη συμμετοχή στις αστικές
κυβερνήσεις. Το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα μάλιστα χρησιμοποίησε την εμπειρία της
Χιλής για να κάνει μια στροφή ακόμα δεξιότερα: επειδή μια ριζοσπαστική πολιτική
ακόμα και στο έδαφος του καπιταλισμού κινδυνεύει να αποξενώσει τα μεσαία
στρώματα, ο εκδημοκρατισμός του κράτους θα πρέπει να γίνει με πιο αργούς
ρυθμούς και με συνεννόηση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, ο «ιστορικός
συμβιβασμός», όπως ονομάστηκε η προσέγγιση του ιταλικού ΚΚ με τη
χριστιανοδημοκρατική δεξιά, δεν σηματοδότησε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Αντίθετα, το ΚΚ στήριξε την κυβέρνηση Αντρεότι η οποία κλιμάκωσε τον αυταρχισμό
απέναντι στο κίνημα και ψήφισε την «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία που γέμισε τις
ιταλικές φυλακές με χιλιάδες αριστερούς πολιτικούς κρατούμενους, ακόμα και
χωρίς δίκη.
Το κράτος στην εποχή
των Μνημονίων και η στρατηγική του εκδημοκρατισμού
Το ελληνικό κράτος
έχει τη δική του αντιδημοκρατική παράδοση στην οποία έχει αναφερθεί αυτό το
περιοδικό.3 Την περίοδο που διανύουμε, η κυρίαρχη τάξη έχει ενεργοποιήσει κάθε
τομέα της κρατικής εξουσίας για να προωθήσει τα Μνημόνια. Η Βουλή άσκησε το
νομοθετικό της έργο ψηφίζοντας νομοθετήματα χιλιάδων σελίδων με τη διαδικασία
του κατεπείγοντος. Η κυβέρνηση άσκησε την εκτελεστική εξουσία υπογράφοντας
δανειακές συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα για δεκαετίες. Η δικαστική εξουσία
στάθηκε κι αυτή στο ύψος της: το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι
ρυθμίσεις των Μνημονίων δεν παρέβαιναν το Σύνταγμα, την ίδια στιγμή που έκρινε
ως αντισυνταγματικό το νόμο για την ιθαγένεια και τις περικοπές των αποδοχών
των ένστολων. Όλες αυτές οι εξελίξεις δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς τη
βοήθεια της αστυνομίας, που κατέστειλε με πρωτοφανή βαρβαρότητα τις κινητοποιήσεις
από τις πανεργατικές απεργίες μέχρι τις Σκουριές. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι
αυτοί οι θεσμοί βοήθησαν, με την ανοχή ή την ανοιχτή συνεργασία τους, την
ανάδειξη της νεοναζιστικής δολοφονικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής. Παράλληλα
όμως, οι αντιστάσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας ξεδιπλώθηκαν μ’ έναν
πρωτοφανή τρόπο. Πανεργατικές και κλαδικές απεργίες, συλλαλητήρια, «πλατείες»,
καταλήψεις συνέθεσαν ένα μωσαϊκό κινητοποιήσεων που ήρθαν σε αντιπαράθεση με
την κρατική εξουσία. Αυτές οι εξελίξεις καθόρισαν την κατάρρευση του
μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος και έθεσαν επιτακτικά το ζήτημα μιας
εναλλακτικής λύσης απέναντι στην ανάπηρη δημοκρατία των Μνημονίων. Σύμφωνα με
μια άποψη, στην εποχή των Μνημονίων έχει διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο «κράτος έκτακτης
ανάγκης».4 Έτσι, συνήθως προβάλλεται, είτε ως ενδιάμεσος είτε ως τελικός
στόχος, η αποκατάσταση ενός «κανονικού» κράτους χωρίς τις υπερβολές των
τελευταίων χρόνων η οποία θα ανοίξει το δρόμο για βαθύτερες δημοκρατικές
μεταρρυθμίσεις σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Γενικότερα, η ραγδαία άνοδος του
ΣΥΡΙΖΑ, οι καταβολές του οποίου ανάγονται κατά κύριο λόγο στο ΚΚΕ εσωτερικού,
έχουν επαναφέρει στην επικαιρότητα τις επεξεργασίες του θεωρητικού του
αριστερού ευρωκομμουνισμού Νίκου Πουλαντζά.
Ο Ν. Πουλαντζάς, στο
έργο του «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» που εκδόθηκε το 1978,
υποστηρίζει ότι η αντίληψη πως το κράτος αποτελεί μηχανισμό ταξικής κυριαρχίας
είναι «εργαλειακή»: το κράτος αποτελεί συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων
ανάμεσα στις τάξεις τον οποίο οι κυριαρχούμενες τάξεις μπορούν να μεταβάλλουν,
κατακτώντας «θέσεις» στο εσωτερικό του και πραγματοποιώντας «δομικές» αλλαγές.
Αντίθετα, το «να αρκεστούμε μόνο στην άμεση δημοκρατία στη βάση ή στο
αυτοδιαχειριστικό κίνημα οδηγεί αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, σ’ έναν
κρατικιστικό δεσποτισμό ή σε μια δικτατορία των εμπειρογνωμόνων»,5 όπως ο
λενινισμός οδήγησε στο σταλινισμό. Η δυναμική του «αυταρχικού κρατισμού» μπορεί
να ανακοπεί μόνο από μια κοινοβουλευτική αλλαγή με κατεύθυνση ένα «δημοκρατικό
σοσιαλισμό», βασισμένο στην εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης που θα λειτουργεί
στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών θεσμών και θα συνεργάζεται με τα κινήματα
βάσης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ν. Πουλαντζάς όχι μόνο τάχθηκε υπέρ
του «Κοινού Προγράμματος» σοσιαλιστών – κομμουνιστών στη Γαλλία, αλλά και
πρότεινε τη συνεργασία του ΚΚΕ εσωτερικού με το ΠΑΣΟΚ σε μια παρόμοια κοινή
βάση.6 Η συνεργασία σοσιαλιστών – κομμουνιστών κέρδισε τις εκλογές στη Γαλλία
το 1981, όπως και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα (με στήριξη τόσο του ΚΚΕ εσ, όσο και του
ΚΚΕ), αλλά οι «ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις με σοσιαλιστική προοπτική» δεν
υλοποιήθηκαν. Ο εκδημοκρατισμός του κράτους περιορίστηκε σε αλλαγές στην ηγεσία
του στρατού και της αστυνομίας και σε νομοθετικές ρυθμίσεις, ενώ οι υποσχέσεις
που έθιγαν πραγματικά την αυταρχική θωράκιση του κράτους, όπως η κατάργηση των
ΜΑΤ (ή των CRS), δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Η αντικαπιταλιστική
προοπτική
Οι επανειλημμένες
αποτυχίες ουσιαστικού εκδημοκρατισμού του αστικού κράτους δεν οφείλονται στην
ηθική ανεπάρκεια όσων τον υποσχέθηκαν. Άλλωστε, υπάρχουν παραδείγματα
ρεφορμιστών ηγετών, όπως του Αλιέντε στη Χιλή, που πλήρωσαν με το αίμα τους
αυτή τη στρατηγική. Ούτε είναι λανθασμένη η άποψη ότι το κράτος έχει αντιφάσεις
(ιδιαίτερα σε μια περίοδο καπιταλιστικής κρίσης και ταξικής πόλωσης όπως η
σημερινή) και ότι υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης των επαναστατών μέσα στους
θεσμούς του. Αντίθετα μάλιστα, ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε;» τόνισε ότι το
επαναστατικό κόμμα πρέπει να παρεμβαίνει σε θεσμούς όπως η τσαρική Δούμα (είδος
κοινοβουλίου), λειτουργώντας ως λαϊκός κήρυκας ενάντια σε κάθε μορφής
καταπίεση. Η εκμετάλλευση των αντιφάσεων στο εσωτερικό του αστικού κράτους όμως
έχει συγκεκριμένα όρια. Η κυρίαρχη τάξη ελέγχει τα στρατηγικά σημεία του
κράτους, ενώ η εργατική τάξη μπορεί να καταλάβει μόνο δευτερεύουσας σημασίας
θέσεις. Ακόμα και στην περίπτωση ανάδειξης μιας αριστερής κυβέρνησης, η
οικονομική δύναμη δεν παύει να βρίσκεται στα χέρια της αστικής τάξης, η οποία
δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τα προνόμιά της μετά τις εκλογές επειδή οι
πολίτες έριξαν σ’ ένα κουτί ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα. Εάν μάλιστα
νιώσει ότι η κυριαρχία της απειλείται μπορεί να χρησιμοποιήσει την οικονομική
της δύναμη για να κλείσει βιομηχανικούς τομείς προκαλώντας ανεργία, να
αποκρύψει τα αποθέματα ή να βγάλει τα χρήματά της στο εξωτερικό προκαλώντας
κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών. Στην περίπτωση που η κυβέρνηση ή το κίνημα δεν
υποκύψουν πλήρως σ’ αυτήν την πίεση, ο στρατός, η αστυνομία, το δικαστικό σώμα,
η ανώτατη διοίκηση δεν θα διστάσουν να εγκαταλείψουν τα φιλελεύθερα και
δημοκρατικά προσχήματα και να καταφύγουν την ωμή βία, όπως ακριβώς έγινε στην
περίπτωση της Χιλής.
Το κράτος δεν μπορεί
να μετασχηματιστεί ποιοτικά χωρίς να διαρραγεί, ακριβώς επειδή δεν είναι
ουδέτερο, ούτε «εργαλείο» ώστε να μπορεί οποιαδήποτε αριστερή κυβέρνηση να το
χρησιμοποιήσει όπως θέλει. Γι’ αυτό το λόγο η αναγκαία ρήξη με το κράτος δεν
μπορεί να γίνει «από τα μέσα», αλλά από έξω και εναντίον του. Η συνειδητή
κινητοποίηση των μαζών σε σύγκρουση με την αστική τάξη μπορεί να μετατρέψει την
οικονομική και πολιτική κρίση σε επαναστατική κατάσταση. Σε μια επαναστατική
περίοδο, η προηγούμενη διαδικασία αγώνων και συγκρούσεων αποκρυσταλλώνεται σε
μορφές εργατικού ελέγχου, που έχουν τη δυναμική να συγκροτήσουν όργανα εργατικής
εξουσίας. Η δυαδική εξουσία, η συνύπαρξη δηλαδή των θεσμών του αστικού κράτους
με τους εργατικούς αντιθεσμούς, δεν είναι δυνατό να διαρκέσει για πολύ. Θα
λήξει με τη βίαιη επικράτηση της μίας ή της άλλης πλευράς. Χαρακτηριστικό είναι
το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης, όπου η «αριστερή» κυβέρνηση του
Κερένσκι δεν ήταν σύμμαχος αλλά το τελευταίο εμπόδιο της εργατικής τάξης πριν
κατακτήσει την εξουσία.
Η προσήλωση στην
επαναστατική προοπτική της ανατροπής του αστικού κράτους δεν σημαίνει σε καμία
περίπτωση ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά αδιαφορεί ή φυγομαχεί μπροστά στα
συγκεκριμένα καθήκοντα της συγκυρίας στην οποία ζούμε. Γι’ αυτό το λόγο,
απαιτούμε από τώρα (και ακόμα περισσότερο από μια μελλοντική κυβέρνηση του
ΣΥΡΙΖΑ) να διαλυθούν οι σφηκοφωλιές ΜΑΤ-ΔΙΑΣ-ΔΕΛΤΑ, να αφοπλιστεί η αστυνομία,
να καταργηθεί όλο το αυταρχικό νομοθετικό οπλοστάσιο των τελευταίων χρόνων
(τρομονόμοι, κουκουλονόμοι κλπ) και οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ και την ΕΕ που
συνθέτουν ένα ευρύ πλέγμα κατασταλτικών μηχανισμών. Διεκδικούμε να διευρυνθούν
και όχι να περιοριστούν οι δημοκρατικές ελευθερίες που βοηθούν το κίνημα να
ξεδιπλώσει τους αγώνες του.
Για να δώσουμε αυτή
τη μάχη νικηφόρα, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ότι ο αυταρχισμός των μνημονιακών
κυβερνήσεων δεν είναι απόδειξη δύναμης αλλά αδυναμίας. Στο Μεγάλο Ναπολέοντα
αποδίδεται η φράση «με τις ξιφολόγχες μπορείς να κάνεις τα πάντα εκτός από το
να καθίσεις πάνω τους», η οποία περιγράφει γλαφυρά την αδυναμία οποιουδήποτε
καθεστώτος να στηριχτεί μακροπρόθεσμα στην καταστολή. Η «μηδενική ανοχή» των
μνημονιακών κυβερνήσεων απέναντι σε απεργούς και διαδηλωτές δεν σκόρπισε το
φόβο αλλά την οργή και φανέρωσε στα μάτια πολύ περισσότερων ανθρώπων το ρόλο
των δυνάμεων καταστολής. Το γεγονός ότι η καταστολή δεν στρέφεται πια μόνο
απέναντι στη νεολαία ή στην αντικαπιταλιστική αριστερά και τον αντεξουσιαστικό
χώρο αλλά πλήττει την ίδια την εργατική τάξη, βάζει στο παιχνίδι την πιο ισχυρή
κοινωνική δύναμη. Η υπόθεση του Νίκου Ρωμανού έδειξε τα όρια του αυταρχισμού: ο
Σαμαράς και ο Αθανασίου μέχρι την τελευταία στιγμή διακήρυσσαν ότι το κράτος
δεν θα εκβιαστεί από έναν «τρομοκράτη ληστή με καλάσνικωφ». Κι όμως, η πιο
δεξιά κυβέρνηση της μεταπολίτευσης αναγκάστηκε τελικά να νομοθετήσει κάτω από
τον «εκβιασμό» του κινήματος, ακριβώς επειδή απομονωμένος δεν ήταν ο Ρωμανός
αλλά ο Σαμαράς. Αυτός είναι ο δρόμος για τη συνέχεια: θέλουμε κάθε κυβέρνηση να
νομοθετεί κάτω από την καυτή ανάσα της εργατικής τάξης μέχρι να φτάσουμε στο
σημείο να νομοθετεί η ίδια η εργατική τάξη.
Σημειώσεις
1. Κ. Χάρμαν, Καπιταλισμός
Ζόμπι, 2011, σελ. 142.
2. Θ.
Καμπαγιάννη, «Δημοκρατία, δικτατορία και φασισμός», Σοσιαλισμός
από τα κάτω, τχ. 101, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2013.
3. Θ.
Καμπαγιάννη, «Η δημοκρατία τον καιρό του Μνημονίου»,
Σοσιαλισμός από τα κάτω, τχ. 91, Μάρτης-Απρίλης 2012.
4. Ενδεικτικά: Δ.
Μπελαντή, «Κυβέρνηση της αριστεράς και κράτος έκτακτης ανάγκης» στο
συλλογικό τόμο Κυβέρνηση της Αριστεράς, εκδ. Τόπος, 2013, σελ.
129-162.
5. Ν.
Πουλαντζά, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, γ’΄εκδ.,
Θεμέλιο, 1991, σελ. 364.
6. Ν.
Πουλαντζά, «Μπορεί να γίνει η ενότητα των δυνάμεων της αλλαγής;», εφημ. Τα
Νέα, Φεβρουάριος 1978.
*Δικηγόρος, μέλος του ΣΕΚ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ
πηγή: ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ από τα ΚΑΤΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου