του Άρη Χατζηστεφάνου
Μιλώντας πριν από σχεδόν πέντε χρόνια στα Επίκαιρα, ο Αντίτια Τσακραμπόρτι, επικεφαλής οικονομικού ρεπορτάζ της εφημερίδας Guardian, είχε συμβουλεύσει την Ελλάδα να «ακολουθήσει το δρόμο των Βίκινγκς». Η απόφαση της ισλανδικής κυβέρνησης να μην....
διασώσει τις τράπεζες με χρήματα των φορολογούμενων και μάλιστα να προχωρήσει σε έμμεση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με παράλληλη υποτίμηση του νομίσματος και προσωρινούς περιορισμούς στη ροή κεφαλαίων θεωρούνταν ακόμη ως μια κίνηση ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου – παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αποδώσει θετικούς καρπούς. Η Ισλανδία βέβαια δικαιώθηκε, όπως και το σύνολο των χωρών που αμφισβήτησαν τις συνταγές λιτότητας του ΔΝΤ, αναγκάζοντας ακόμη και το διεθνή οικονομικό οργανισμό να αποδεχθεί δημοσίως ότι ο πιο «ατίθασος» μαθητής ήταν ο μόνος που θριάμβευσε, σε μια Ευρώπη που βυθίζεται ακόμη στην ύφεση, την ανεργία και την απόγνωση.
Οι «Βίκινγκς» όμως φαίνεται ότι δεν αρκούνται στην οικονομική ανταρσία και αποφάσισαν να λύσουν κάβους και να σαλπάρουν ακόμη πιο μακριά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Ζίγκμουντ Γκούνλαγκσον, ετοιμάζεται νομοσχέδιο το οποίο θα ακυρώνει την αίτηση ένταξης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο και αν επιχείρησαν τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης να υποβαθμίσουν την πληροφορία, η είδηση αποτέλεσε ράπισμα για τις Βρυξέλλες αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η λάμψη των ευρωπαϊκών θεσμών, που μαγνήτιζε τις μικρές χώρες της Ευρώπης όπως μια λάμπα τα έντομα, έχει αρχίσει να θαμπώνει επικίνδυνα.
Οι σχετικές διαδικασίες ένταξης είχαν παγώσει ήδη από τον Απρίλιο του 2013 όταν το συντηρητικό κόμμα της Ανεξαρτησίας και το Κεντρώο κόμμα της Προόδου σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού. Το νομοσχέδιο μάλιστα είχε κατατεθεί πριν από το καλοκαίρι για ψήφιση αλλά η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε καθώς η αντιπολίτευση ζητούσε να παραπεμφθεί σε δημοψήφισμα.
Παρά το γεγονός ότι οι πρωτεργάτες της ακύρωσης προέρχονται από τις συντηρητικές παρατάξεις της χώρας, ο ευρωσκεπτικισμός τους δεν έχει καμία σχέση με τα ακροδεξιά, ξενόφοβα και ρατσιστικά κόμματα της Ευρώπης, όπως το βρετανικό UKIP, τα οποία ζητούν διακοπή των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο και αν προσπάθησε μάλιστα ο ηγέτης του UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ, να παρουσιάσει την στάση της ισλανδικής κυβέρνησης σαν σύμπλευση με τη δικές του θέσεις, η απόφαση των Βίκινγκς διέπεται από εντελώς διαφορετική λογική.
Η σύγκρουση με την ΕΕ ξεκίνησε από την προσπάθεια των Βρυξελλών να επιβάλλουν ποσοστώσεις στον τομέα της αλιείας, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Στη χώρα των ψαράδων όμως μια τέτοια κίνηση ισοδυναμεί με ολομέτωπη επίθεση στη «βαριά βιομηχανία» της Ισλανδίας. Σύντομα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των Ισλανδών συνειδητοποιούσε ότι η Ε.Ε έχει φτάσει να εκπροσωπεί το αντίθετο από όσα κατάφερε τόσα χρόνια η χώρα τους, αμφισβητώντας την οικονομική ορθοδοξία των αγορών. Με ρυθμούς ανάπτυξης που από το 2013 ξεπερνούν το 5%, η ισλανδική οικονομία εντάσσεται στους πρωταθλητές κόσμου αφήνοντας πίσω της ακόμη και τη Γερμανία – τον μεγάλο ωφελημένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Πολύ σημαντικότερες όμως είναι οι διαφορές στην κοινωνική πολιτική αλλά και τη δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας. Όπως εξηγούσε παλαιότερα στα Επίκαιρα ο Γιώργος Νικολαϊδης, διευθυντής Ψυχικής Υγείας και κοινωνικής Πρόνοιας στον Ινστιτούτο Υγείας του παιδιού, όταν το ΔΝΤ και η ΕΕ ζητούσαν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να περικόψουν τις δαπάνες για την υγεία έως και κατά 30%, η Ισλανδία αποφάσισε να τις αυξήσει. Οι υπηρεσίες υγείας μάλιστα κάλεσαν ερευνητές από τη Φινλανδία και τη Σουηδία, που είχαν αντιμετωπίσει παρόμοιες οικονομικές κρίσεις, και τελικά αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αυξήσεις δαπανών στην υγεία, κυρίως για τα παιδιά. Παράλληλα το σύνολο των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας αυξήθηκε από τις 280 εκατομμύρια κορόνες (περίπου 2. εκ ευρώ) στα 379. Η λογική του Ισλανδού υπουργού Υγείας ήταν ότι σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ο πληθυσμός έχει αυξημένες ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τα αποτελέσματα ήταν τόσο θεαματικά ώστε η χώρα έγινε αντικείμενο μελέτης από επιστήμονες από όλο τον κόσμο που παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία μια τραπεζική κρίση δεν ακολουθούνταν από αυξήσεις αυτοκτονιών και καρδιαγγειακών παθήσεων.
Οι ατίθασοι Ισλανδοί όμως βρέθηκαν στον αντίποδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε ότι αφορά τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας. Καθώς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατηγορούνταν όλο και συχνότερα για αντιδημοκρατικές διαδικασίες και εκχώρηση εξουσιών σε τραπεζίτες και εκπροσώπους ισχυρών λόμπι, η Ισλανδία πραγματοποιούσε συνεχή δημοψηφίσματα. Θέματα, που μέχρι σήμερα αποτελούσαν αδιαπραγμάτευτη αρμοδιότητα των υπουργείων οικονομικών και των κατ’ όνομα ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, πέρασαν στη δικαιοδοσία των ίδιων των πολιτών θέτοντας ένα δημοκρατικό προηγούμενο το οποίο δεκάδες κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να αποκρύψουν από τους δικούς τους ψηφοφόρους.
Προφανώς, η απόφαση της ισλανδικής κυβέρνησης να διακόψει οριστικά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε δεν θα έχει άμεσες οικονομικές ή πολιτικές επιπτώσεις για τη λειτουργία της Ένωσης. Όταν ακόμη και η Ελλάδα θεωρείται ασήμαντο μέγεθος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, είναι προφανές ότι μια χώρα 325.000 κατοίκων, δεν υπάρχει καν στον χάρτη των Ευρωπαίων κομισάριων. Σε αντίθεση μάλιστα με την περίπτωση της Ουκρανίας, όπου η μερική μόνο διακοπή διαπραγματεύσεων με την ΕΕ οδήγησε στην πραξικοπηματική ανατροπή της Κυβέρνησης στο Κίεβο, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο δεν έχουν κανένα λόγο να αντιδράσουν τόσο βίαια απέναντι στους Ισλανδούς ψαράδες. Σε επίπεδο εντυπώσεων όμως, πρόκειται ίσως για το ισχυρότερο πλήγμα που έχει δεχθεί το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη δημιουργία της. Μια υγιής (για την ακρίβεια σχεδόν η μοναδική υγιής) οικονομία της περιοχής αρνείται να έχει οποιαδήποτε σχέση με μια ένωση που δυσκολεύεται πλέον να κρύψει την αποτυχία της.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα Ιανουάριος 2015
Μιλώντας πριν από σχεδόν πέντε χρόνια στα Επίκαιρα, ο Αντίτια Τσακραμπόρτι, επικεφαλής οικονομικού ρεπορτάζ της εφημερίδας Guardian, είχε συμβουλεύσει την Ελλάδα να «ακολουθήσει το δρόμο των Βίκινγκς». Η απόφαση της ισλανδικής κυβέρνησης να μην....
διασώσει τις τράπεζες με χρήματα των φορολογούμενων και μάλιστα να προχωρήσει σε έμμεση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με παράλληλη υποτίμηση του νομίσματος και προσωρινούς περιορισμούς στη ροή κεφαλαίων θεωρούνταν ακόμη ως μια κίνηση ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου – παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αποδώσει θετικούς καρπούς. Η Ισλανδία βέβαια δικαιώθηκε, όπως και το σύνολο των χωρών που αμφισβήτησαν τις συνταγές λιτότητας του ΔΝΤ, αναγκάζοντας ακόμη και το διεθνή οικονομικό οργανισμό να αποδεχθεί δημοσίως ότι ο πιο «ατίθασος» μαθητής ήταν ο μόνος που θριάμβευσε, σε μια Ευρώπη που βυθίζεται ακόμη στην ύφεση, την ανεργία και την απόγνωση.
Οι «Βίκινγκς» όμως φαίνεται ότι δεν αρκούνται στην οικονομική ανταρσία και αποφάσισαν να λύσουν κάβους και να σαλπάρουν ακόμη πιο μακριά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Ζίγκμουντ Γκούνλαγκσον, ετοιμάζεται νομοσχέδιο το οποίο θα ακυρώνει την αίτηση ένταξης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο και αν επιχείρησαν τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης να υποβαθμίσουν την πληροφορία, η είδηση αποτέλεσε ράπισμα για τις Βρυξέλλες αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η λάμψη των ευρωπαϊκών θεσμών, που μαγνήτιζε τις μικρές χώρες της Ευρώπης όπως μια λάμπα τα έντομα, έχει αρχίσει να θαμπώνει επικίνδυνα.
Οι σχετικές διαδικασίες ένταξης είχαν παγώσει ήδη από τον Απρίλιο του 2013 όταν το συντηρητικό κόμμα της Ανεξαρτησίας και το Κεντρώο κόμμα της Προόδου σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού. Το νομοσχέδιο μάλιστα είχε κατατεθεί πριν από το καλοκαίρι για ψήφιση αλλά η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε καθώς η αντιπολίτευση ζητούσε να παραπεμφθεί σε δημοψήφισμα.
Παρά το γεγονός ότι οι πρωτεργάτες της ακύρωσης προέρχονται από τις συντηρητικές παρατάξεις της χώρας, ο ευρωσκεπτικισμός τους δεν έχει καμία σχέση με τα ακροδεξιά, ξενόφοβα και ρατσιστικά κόμματα της Ευρώπης, όπως το βρετανικό UKIP, τα οποία ζητούν διακοπή των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο και αν προσπάθησε μάλιστα ο ηγέτης του UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ, να παρουσιάσει την στάση της ισλανδικής κυβέρνησης σαν σύμπλευση με τη δικές του θέσεις, η απόφαση των Βίκινγκς διέπεται από εντελώς διαφορετική λογική.
Η σύγκρουση με την ΕΕ ξεκίνησε από την προσπάθεια των Βρυξελλών να επιβάλλουν ποσοστώσεις στον τομέα της αλιείας, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Στη χώρα των ψαράδων όμως μια τέτοια κίνηση ισοδυναμεί με ολομέτωπη επίθεση στη «βαριά βιομηχανία» της Ισλανδίας. Σύντομα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των Ισλανδών συνειδητοποιούσε ότι η Ε.Ε έχει φτάσει να εκπροσωπεί το αντίθετο από όσα κατάφερε τόσα χρόνια η χώρα τους, αμφισβητώντας την οικονομική ορθοδοξία των αγορών. Με ρυθμούς ανάπτυξης που από το 2013 ξεπερνούν το 5%, η ισλανδική οικονομία εντάσσεται στους πρωταθλητές κόσμου αφήνοντας πίσω της ακόμη και τη Γερμανία – τον μεγάλο ωφελημένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Πολύ σημαντικότερες όμως είναι οι διαφορές στην κοινωνική πολιτική αλλά και τη δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας. Όπως εξηγούσε παλαιότερα στα Επίκαιρα ο Γιώργος Νικολαϊδης, διευθυντής Ψυχικής Υγείας και κοινωνικής Πρόνοιας στον Ινστιτούτο Υγείας του παιδιού, όταν το ΔΝΤ και η ΕΕ ζητούσαν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να περικόψουν τις δαπάνες για την υγεία έως και κατά 30%, η Ισλανδία αποφάσισε να τις αυξήσει. Οι υπηρεσίες υγείας μάλιστα κάλεσαν ερευνητές από τη Φινλανδία και τη Σουηδία, που είχαν αντιμετωπίσει παρόμοιες οικονομικές κρίσεις, και τελικά αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αυξήσεις δαπανών στην υγεία, κυρίως για τα παιδιά. Παράλληλα το σύνολο των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας αυξήθηκε από τις 280 εκατομμύρια κορόνες (περίπου 2. εκ ευρώ) στα 379. Η λογική του Ισλανδού υπουργού Υγείας ήταν ότι σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ο πληθυσμός έχει αυξημένες ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τα αποτελέσματα ήταν τόσο θεαματικά ώστε η χώρα έγινε αντικείμενο μελέτης από επιστήμονες από όλο τον κόσμο που παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία μια τραπεζική κρίση δεν ακολουθούνταν από αυξήσεις αυτοκτονιών και καρδιαγγειακών παθήσεων.
Οι ατίθασοι Ισλανδοί όμως βρέθηκαν στον αντίποδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε ότι αφορά τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας. Καθώς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατηγορούνταν όλο και συχνότερα για αντιδημοκρατικές διαδικασίες και εκχώρηση εξουσιών σε τραπεζίτες και εκπροσώπους ισχυρών λόμπι, η Ισλανδία πραγματοποιούσε συνεχή δημοψηφίσματα. Θέματα, που μέχρι σήμερα αποτελούσαν αδιαπραγμάτευτη αρμοδιότητα των υπουργείων οικονομικών και των κατ’ όνομα ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, πέρασαν στη δικαιοδοσία των ίδιων των πολιτών θέτοντας ένα δημοκρατικό προηγούμενο το οποίο δεκάδες κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να αποκρύψουν από τους δικούς τους ψηφοφόρους.
Προφανώς, η απόφαση της ισλανδικής κυβέρνησης να διακόψει οριστικά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε δεν θα έχει άμεσες οικονομικές ή πολιτικές επιπτώσεις για τη λειτουργία της Ένωσης. Όταν ακόμη και η Ελλάδα θεωρείται ασήμαντο μέγεθος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, είναι προφανές ότι μια χώρα 325.000 κατοίκων, δεν υπάρχει καν στον χάρτη των Ευρωπαίων κομισάριων. Σε αντίθεση μάλιστα με την περίπτωση της Ουκρανίας, όπου η μερική μόνο διακοπή διαπραγματεύσεων με την ΕΕ οδήγησε στην πραξικοπηματική ανατροπή της Κυβέρνησης στο Κίεβο, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο δεν έχουν κανένα λόγο να αντιδράσουν τόσο βίαια απέναντι στους Ισλανδούς ψαράδες. Σε επίπεδο εντυπώσεων όμως, πρόκειται ίσως για το ισχυρότερο πλήγμα που έχει δεχθεί το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη δημιουργία της. Μια υγιής (για την ακρίβεια σχεδόν η μοναδική υγιής) οικονομία της περιοχής αρνείται να έχει οποιαδήποτε σχέση με μια ένωση που δυσκολεύεται πλέον να κρύψει την αποτυχία της.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα Ιανουάριος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου