Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

ΑΡΘΡΟ - «Δεν μπορούν αυτοί; Μπορούμε εμείς»

(έξι ερωτήσεις και απαντήσεις για τις άμεσες οικονομικές παρεμβάσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς)

Του Δημήτρη Κατσορίδα*

Σχετικά με τη συζήτηση που αναπτύσσεται για το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, για την υπέρβαση της κρίσης της ελληνικής οικονομίας, καθώς επίσης για το θέμα της...
οικονομικής ανάπτυξης και των μισθών, αναπτύσσεται ένας ενδιαφέρον διάλογος μέσω του οποίου προκύπτουν, φυσικά, και διαφορετικές προσεγγίσεις. Μια από αυτές προκρίνει την «άμεση σταθεροποίηση των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα…»[1] ως βασική συντεταγμένη, μεταξύ άλλων, για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, και άρα, η αύξηση του ΑΕΠ τίθεται ως προϋπόθεση για την αύξηση των μισθών και το ξεπέρασμα της κρίσης και όχι το αντίθετο.

Καταρχήν, όσον αφορά την οικονομική κρίση, να διευκρινίσουμε ότι δεν υπάρχει κρίση γενικά. Υπό αυτή την έννοια είναι άλλο πράγμα η κρίση για τους μισθωτούς, άλλο η κρίση των οικονομικών του κράτους και άλλο πράγμα η κρίση για το κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, και τα μέτρα για την υπέρβαση της κρίσης είναι άλλα για τους μισθωτούς και αλλά για το κεφάλαιο. Έτσι, ανάλογα με το ποιος σχεδιάζει το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα, τους στόχους και υλοποιεί την κυβερνητική πολιτική και ανάλογα με το ποιες κοινωνικές δυνάμεις εκπροσωπεί, εφαρμόζει και τα ανάλογα μέτρα, τα οποία πρωτίστως εκφράζουν κάποια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες (είτε το κεφάλαιο είτε την εργασία).

Τα μέτρα που προτείνουν οι κρατούντες (χαμηλοί μισθοί, εργασιακή πειθαρχία, περικοπές κοινωνικών δαπανών, φορολογικές ελαφρύνσεις για το κεφάλαιο κλπ.) μπορεί βέβαια να αυξάνουν τα κέρδη ορισμένων μερίδων του κεφαλαίου, όμως δεν συνεισφέρουν στην συνολική αύξηση της απασχόλησης του κεφαλαίου και των επενδύσεων, εφόσον η ζήτηση παραμένει χαμηλή.

Κατά συνέπεια, οι καπιταλιστές, παρά το γεγονός ότι ιδιοποιούνται, διαμέσου των δημόσιων πολιτικών, τους πόρους από την λιτότητα και από την περικοπή των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, εντούτοις, για να προβούν σε επενδύσεις, θα το κάνουν μόνο με την προϋπόθεση και την προσδοκία ότι η αναμενόμενη μελλοντική ζήτηση και τα αναμενόμενα μελλοντικά κέρδη θα είναι υψηλά. Και αυτό δεν θα γίνει, βέβαια, ως συνέπεια των κρατικών επιδοτήσεων, των φορολογικών ελαφρύνσεων και των χαμηλών μισθών. Διότι, ούτε το κράτος, λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μπορεί να κάνει αντικυκλική πολιτική ούτε οι καπιταλιστές θα προβούν σε αύξηση των επενδύσεων εφόσον η ζήτηση παραμένει χαμηλή [2]. Επιπρόσθετα, η αποκατάσταση του περιθωρίου κέρδους, το οποίο τείνει να αποκατασταθεί σε επίπεδο Ε.Ε., δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη επενδύσεις εφόσον συμπιέζεται η ζήτηση [3]. Έτσι, διατηρείται το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα (τόκοι, πρόσοδοι, κέρδη) σε υψηλά επίπεδα σε βάρος του καθαρού κοινωνικού πλεονάσματος (απασχόληση, εισόδημα, κράτος πρόνοιας) που συνεχώς συρρικνώνεται και αποδομείται.

Ας απαντήσουμε, όμως, εν τάχει στα ερωτήματα που τίθενται ένθεν κακείθεν σχετικά με το ποια μπορεί να είναι τα βήματα επανεκκίνησης μιας αριστερής οικονομικής πολιτικής.

1η Ερώτηση: Η επανεκκίνηση της οικονομίας θα γίνει αφού πρώτα εξασφαλίσουμε την οικονομική ανάπτυξη και προβούμε κατόπιν στην αύξηση των μισθών ή το αντίθετο, δηλαδή αφού πρώτα προβούμε σε αυξήσεις στους μισθούς οι οποίες θα συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη;

Απάντηση: Αν δεχτούμε ότι τα μέχρι τώρα μέτρα δεν οδηγούν στην αύξηση της απασχόλησης και άρα στη μείωση της ανεργίας και δεν συνεισφέρουν στην αύξηση του βαθμού απασχόλησης του κεφαλαίου και των επενδύσεων, αλλά οδηγούν σε περαιτέρω ύφεση εξαιτίας του ότι η ζήτηση είναι χαμηλή και γι’ αυτό οι καπιταλιστές δεν αυξάνουν τις επενδύσεις τους, τότε η λύση είναι η ακριβώς αντίθετη: να υπάρξει μια τόνωση της ζήτησης μέσα από την αύξηση των μισθών, η οποία θα προέλθει μέσα από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες για να γίνουν πρέπει να υπάρξουν νομοθετικές παρεμβάσεις στην εργατική νομοθεσία, από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, η οποία θα καταργήσει όλους τους αντεργατικούς νόμους, προσφέροντας έτσι θεσμική, συνδικαλιστική και ιδεολογική κάλυψη στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.

Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση, η οποία θα ενθαρρύνει τη σταδιακή άνοδο των μισθών, θα τονώσει την ζήτηση και θα επιτρέψει στο αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό να λειτουργήσει. Αυτό με τη σειρά του, εφόσον θα αρχίσει να κινείται η παραγωγή, θα προκαλέσει περαιτέρω αύξηση και της παραγωγής και της εσωτερικής ζήτησης και της απασχόλησης και άρα μείωση της ανεργίας.

Επομένως, η αύξηση των μισθών τίθεται ως προϋπόθεση για την αύξηση του ΑΕΠ και όχι η ανάπτυξη ως προϋπόθεση για την αύξηση των μισθών [4].

2η Ερώτηση: Δεν θα μπορούσε, επίσης, να υπάρξει αύξηση της ζήτησης και από δημόσιες δαπάνες π.χ. για δημόσια έργα (σχολεία, δρόμοι, νοσοκομεία κλπ.);

Απάντηση: Επειδή δεν θα υπάρχουν πολλά περιθώρια για δημόσιες επενδύσεις, κατά τα πρώτα έτη, εξαιτίας του γεγονότος ότι το κράτος δεν έχει έσοδα ούτως ώστε να κάνει αντικυκλική πολιτική προβαίνοντας το ίδιο σε επενδύσεις, τότε, μέχρι να αποδώσει η αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών (με τη φορολόγηση του πλούτου, των υψηλών εισοδημάτων, την αναδιανομή δαπανών κλπ.), που θα επιφέρουν έσοδα στο κράτος, χρειάζεται να βασιστούμε αρχικά στις αυξήσεις των μισθών που αυξάνουν την ζήτηση. Οι αυξήσεις στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και η χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού θα ενθαρρύνουν την αύξηση των εσόδων του δημοσίου, όχι μόνο με είσπραξη φόρων και εισφορών, αλλά και με μείωση των δαπανών όσον αφορά τις πληρωμές σε ανέργους, εφόσον η ανεργία θα αρχίσει να μειώνεται. Όσον αφορά τους μισθούς του δημόσιου τομέα, επειδή, όπως γνωρίζουμε, εξαρτώνται από τα έσοδα του δημοσίου, τα οποία σήμερα είναι προβληματικά, μέχρις ότου δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα, πράγμα που δεν θα αργήσει όταν ξεκινήσει η ανάπτυξη, οι αυξήσεις δεν θα γίνουν άμεσα.

3η Ερώτηση: Πως θα μπορέσει να προέλθει αύξηση της ζήτησης από αύξηση των μισθών όταν οι επιχειρήσεις δεν έχουν ρευστό, ιδιαίτερα οι πιο μικρές;

Απάντηση: Καταρχήν, να πούμε ότι δεν έχουν πρόβλημα ρευστότητας όλες οι επιχειρήσεις. Όμως, για όσες έχουν θα χρειαστεί στο σημείο αυτό να βοηθήσουν οι τράπεζες, παρέχοντας για παράδειγμα κεφάλαιο κίνησης. Χρειάζεται επομένως και μια παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα. Από εκεί πηγάζει το σκεπτικό και η θέση για εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος κάτω από εργατικό-κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση.

4η Ερώτηση: Οι θεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, μέσω της επαναφοράς της εργατικής νομοθεσίας, θα μπορούσαν να αυξήσουν τους μισθούς άμεσα ή αυτό θα γινόταν, έτσι και αλλιώς, σταδιακά, εφόσον έχουμε μια κατεστραμμένη οικονομία; Για παράδειγμα, μια επιχείρηση που υπολειτουργεί και που έχει έλλειψη ρευστότητας, πως θα μπορούσε να επαναφέρει, άμεσα, τους μισθούς στην προηγούμενη κατάσταση; Μήπως αυτό την οδηγούσε σε κλείσιμο;

Απάντηση: Η νομοθεσία για τον κατώτατο μισθό, όπως αυτός ήταν τουλάχιστον προ Μνημονίων, θα πρέπει να είναι ένα από τα πρώτα μέτρα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ώστε ταυτόχρονα να «αποτελέσει σήμα προς όλη την κοινωνία, αλλά και τους δανειστές, ότι αυτή η κυβέρνηση θέτει ως απόλυτη προτεραιότητα τη βιωσιμότητα των χαμηλών στρωμάτων και των ανέργων» [5]. Όμως, ενώ η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι άμεση, εντούτοις η αύξηση του μέσου μισθού θα είναι σταδιακή, διότι θα πάρει χρόνο να υπερβούμε τις αντιστάσεις των εργοδοτών, αλλά και να γίνει αναπροσαρμογή ολόκληρης της μισθολογικής κλίμακας μέσα από τις διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις.

5η Ερώτηση: Που θα βρεθούν τα λεφτά για να υπάρξουν συνοδευτικά μέτρα, όπως η αύξηση της ρευστότητας; Από την φορολογία του κεφαλαίου και από τις παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας υπέρ της εργατικής τάξης; Και αν αντιδράσει το κεφάλαιο στα φιλεργατικά μέτρα;

Απάντηση: Εννοείται ότι θα υπάρξουν αντιστάσεις από τους εργοδότες. Η λύση είναι μέσα από κινηματικές και συνδικαλιστικές παρεμβάσεις, που θα στηρίζουν μια κυβέρνηση της Αριστεράς, να επανέλθει και να βελτιωθεί η εργατική νομοθεσία, να θεσπιστεί νομοθετικά ο εργατικός και διαχειριστικός έλεγχος στις επιχειρήσεις, να επανιδρυθεί η Επιθεώρηση Εργασίας και ο Οργανισμός Μεσολάβησης-Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και έτσι να αποτρέπονται οι παράνομες πρακτικές των εργοδοτών.

Όσον αφορά την ρευστότητα, το τραπεζικό σύστημα, όπως ήδη είπαμε, θα πρέπει να την αυξήσει, προκειμένου να διευκολύνει τη λειτουργία της παραγωγής.

Εάν, παρ’ όλες αυτές τις παρεμβάσεις, οι εργοδότες δεν θέλουν ή δεν μπορούν, τότε θα πρέπει να προτάξουμε το σύνθημα των εργατών της ΒΙΟΜΕ: «Δεν μπορείτε εσείς; Μπορούμε εμείς!!!». Καταρχήν, μέσω δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων των αφεντικών, εφόσον χρωστούν υπέρογκα ποσά στο κράτος, αλλά και ως ελάχιστο αντίτιμο που πρέπει να πληρώσουν για τα κέρδη που απεκόμισαν όλα τα προηγούμενα χρόνια από τη στυγνή εκμετάλλευση της εργασίας. Κατά δεύτερον, κάθε επιχείρηση που εγκαταλείπεται από τους εργοδότες πρέπει να περνάει στα χέρια των εργαζομένων και να την στηρίζουμε με κεφάλαιο κίνησης και γνώσεις που μπορεί να λείπουν. Για αυτό το λόγο, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να αλλάξει την νομοθεσία, ώστε οι επιχειρήσεις να περνάνε στα χέρια των εργαζομένων όταν οι εργοδότες τις εγκαταλείπουν, όπως προσπαθούν σε αντίξοες συνθήκες να κάνουν οι εργαζόμενοι της ΒΙΟΜΕ. Η νομοθετική καθιέρωση συνεταιριστικών μορφών οργάνωσης της παραγωγής είναι επιβεβλημένη από τα πράγματα, όπως δείχνει και η προσπάθεια της «Εφημερίδας των Συντακτών» [6].

6η Ερώτηση: Εφόσον το περιβάλλον θα είναι εχθρικό, για μια αριστερή κυβέρνηση, πως είμαστε σίγουροι ότι το κεφάλαιο δεν θα κάνει επενδυτική αποχή, όπως έκανε την περίοδο 1982-85, την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ ή δεν θα προβεί σε φυγή κεφαλαίων; Σε μια τέτοια περίπτωση τι πρέπει να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς;

Απάντηση: Όσον αφορά την περίοδο 1982-85, πρέπει να πούμε ότι οι σημερινές συνθήκες δεν είναι όμοιες με τότε. Τότε είχαν εξαντληθεί οι δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, λόγω της κρίσης υπερσυσσώρευσης που ξέσπασε το 1973. Σήμερα δεν είναι έτσι, επειδή δεν έχουμε κρίση κερδοφορίας κλασικού τύπου. Όποιος επενδύσει μπορεί να κερδίσει, αρκεί να υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα του.
Σχετικά, με τα προβλήματα κόστους των επιχειρήσεων αυτά σχετίζονται με τον χαμηλό όγκο πωλήσεων που αναγκάζει τον καπιταλιστή να μοιράζει τα σταθερά του έξοδα σε μικρό όγκο προϊόντων.

Παρόλα αυτά, ενδέχεται να υπάρξει και επενδυτική αποχή. Σε μια τέτοια περίπτωση η απάντηση θα πρέπει να είναι άμεση.

Κατά συνέπεια, και προκειμένου να αποφευχθεί η φυγή κεφαλαίων, ως πρώτο μέτρο θα μπορούσε να είναι η απαγόρευση εξόδου των αποταμιεύσεων από τη χώρα, προκειμένου να υπάρχει ρευστότητα, η οποία θα αξιοποιηθεί προς όφελος της κοινωνίας. Επιπρόσθετα, επειδή οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, σήμερα, είναι προδιατεθειμένοι ευνοϊκά να ακούσουν και να δεχτούν τις θέσεις της Αριστεράς είναι αναγκαίο να προβάλλουμε την πρόταση ότι οι εργάτες πρέπει να παίρνουν στα χέρια τους τις επιχειρήσεις που οι ιδιοκτήτες τους εγκαταλείπουν και πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα ευνοήσει τέτοιου τύπου συνεργατικά σχήματα είτε σε επιχειρήσεις που κλείνουν είτε σε νέες που θα δημιουργηθούν ή ότι θα εθνικοποιήσει-κοινωνικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα, τότε τι θα πρέπει να προτείνουν, από σήμερα, οι αριστεροί οικονομολόγοι;

Εάν πρόκειται για τους φορείς της σημερινής οικονομικής πολιτικής σαφώς και δεν μπορούν να προτείνουν τίποτα, επειδή δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές οι προτάσεις των αριστερών οικονομολόγων.

Η μόνη απάντηση που πρέπει να δώσουν οι αριστεροί οικονομολόγοι ενόψει της οικονομικής κρίσης ή σε περίπτωση επενδυτικής αποχής είναι μία: Εάν δεν μπορούν τα αφεντικά, μπορούμε εμείς. Στα χέρια, λοιπόν, των εργαζομένων όλες οι επιχειρήσεις που εγκαταλείπονται από τους ιδιοκτήτες τους.

Το ερώτημα που θα τεθεί, από την πρώτη στιγμή, σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι, ποιος οργανώνει και ποιος διευθύνει την παραγωγή. Με άλλα λόγια, τα μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων, το σταμάτημα της καταστροφής και η ανάπτυξη της οικονομίας, πρέπει να στοχεύουν στην μετατροπή των ταξικών συσχετισμών υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και να αποτελούν, όχι ένα ξεχωριστό στάδιο, αλλά, το συστατικό στοιχείο της στρατηγικής και της διαδικασίας μετάβασης [7].

Η δουλειά, συνεπώς, της Αριστεράς είναι βέβαια να προτείνει μέτρα για την απάλυνση των επιπτώσεων της κρίσης, όχι τόσο επειδή θα τα λάβουν υπόψη τους αυτοί που κυβερνούν, αλλά για να αποκαλυφθεί ακριβώς πως η μόνη πρόταση ριζικής ανατροπής είναι η εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, ως η μόνη η οποία θα μπορούσε να εφαρμόσει τα μέτρα που προτείνουν οι αριστεροί οικονομολόγοι και η Αριστερά.

Και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει, από σήμερα, να δώσουμε θετικές απαντήσεις υπέρ του κόσμου της εργασίας με την προώθηση ενός σχεδιασμένου οικονομικού και κοινωνικού προγραμματισμού.

Σημειώσεις


* Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Ηλία Ιωακείμογλου για τις παρατηρήσεις του, προκειμένου να διαμορφώσω αυτό το κείμενο. Εννοείται ότι οι απόψεις που διατυπώνονται βαρύνουν μόνο εμένα.

[1] Την εν λόγω άποψη εκφράζει ο Γ. Σταθάκης σε άρθρο του, με τίτλο: «Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομική ανάπτυξη», Η Αυγή, 17-2-2013, σελ. 17.

[2] Για περισσότερα δες Γ. Σταμάτης, «Η κρατική διαχείριση της οικονομικής κρίσης», που υπάρχει στο βιβλίο Οικονομική κρίση και κρατική πολιτική, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1990. Το εν λόγω κείμενο έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό, «Μαρξιστική Επιθεώρηση PRAXIS», Δεκέμβρης 2012, δεύτερο τεύχος, σελ. 185-194.

[3] Δες το άρθρο του Μισέλ Ισόν, «Μύθοι και αλήθειες για την ‘’εσωτερική υποτίμηση’’. Μισθοί, τιμές και ανταγωνιστικότητα», Η Εποχή, 3-3-2013, σελ. 30-31.

[4] Για περισσότερα σχετικά με αυτό δες τα άρθρα του Η. Ιωακείμογλου: 1) «Φαντασιακές επιτυχίες μιας καταστροφικής πολιτικής», Η Εποχή, 10-2-2013, 2) «Τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τους μισθούς;», Η Εποχή, 24-2-2013, 3) «Και πάλι για τους μισθούς και τον ΣΥΡΙΖΑ», Η Εποχή, 3-3-2013.

[5] Σ. Παπακωνσταντίνου και Γ. Σακελλαρίδη, «Η σημασία της επαναφοράς του κατώτατου μισθού», Η Αυγή, 3-3-2013.

[6] Δες Γ. Μηλιού, «Αξιοποίηση του αργούντος παραγωγικού δυναμικού: Ένας από τους πυλώνες για τη διάσωση της κοινωνίας», Η Αυγή, 17-2-2013.

[7] Δες Δ. Κατσορίδας, Η Αντι-Ηγεμονία. Ζητήματα σχετικά με τη στρατηγική της μετάβασης, εκδόσεις Καμπύλη/Ρωγμή, Αθήνα 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: