Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

ΑΡΘΡΟ: Η οικονομική κρίση ως πολιτική ευκαιρία για τη νέα άκρα δεξιά

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Η
ενίσχυση της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς συνέπεσε χρονικά με την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ‘70, τους μετασχηματισμούς στην παραγωγή και τη δομή των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κοινωνιών, αλλά και την αδυναμία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να ανταποκριθούν στη νέα συνθήκη[1].....
Η οικονομική κρίση δεν εξηγεί βεβαίως μονοσήμαντα την άνοδο της άκρας δεξιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, τα ακροδεξιά κόμματα που συμμετείχαν στα εθνικά κοινοβούλια ή το Ευρωκοινοβούλιο ανέρχονταν σε 6 και το μέσο ποσοστό τους ήταν κάτω του 5%. Στα μέσα του ’90, τα κόμματα αυτά είχαν γίνει 15, ενώ στο τέλος της δεκαετίας η μέση εκλογική τους δύναμη έφτανε πια το 9.73%. Επρόκειτο για έναν διπλασιασμό που σημειωνόταν σε εποχές οικονομικής μεγέθυνσης.

Από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, λοιπόν, η άκρα δεξιά ευνοείται από τη μετατροπή των κομμάτων, από διαμεσολαβητές κοινωνικών συμφερόντων στο κράτος, σε κόμματα-καρτέλ, με όλο και πιο δυσδιάκριτες διαφορές και ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση από το κράτος και τα ΜΜΕ[2]. Η άκρα δεξιά, έτσι, καρπώνεται οφέλη από τις συνέπειες της σύγκλισης των κυρίαρχων δυνάμεων, και ταυτόχρονα αποκτά ευκολότερη πρόσβαση στο κράτος και τους μηχανισμούς του (ιδεολογικούς και, δευτερευόντως, κατασταλτικούς), επωφελούμενη των κανόνων του πολιτικού ανταγωνισμού που εισάγει η «καρτελοποίηση»[3].

Καθώς η παρούσα καπιταλιστική κρίση συναντά και επιτείνει προϋπάρχουσες κρίσεις πολιτικής εκπροσώπησης που έχουν διαπιστωμένα ενθαρρύνει την εμφάνιση και την ανάπτυξη ακροδεξιών σχηματισμών, η σχέση άκρας δεξιάς και οικονομικής κρίσης επανέρχεται εύλογα στο δημόσιο διάλογο σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Το πλαίσιο για τη σχετική συζήτηση στην Ελλάδα είναι, βεβαίως, το πολυδιαφημισμένο «τέλος της Μεταπολίτευσης». Ενώ μετά το 1974 οι διάφορες οργανώσεις της ελληνικής ακροδεξιάς περιορίζονταν σε εκλογικά ποσοστά κάτω του 1%[4], ο ΛΑ.Ο.Σ καταγράφει πλέον δημοσκοπικά ως και το πρωτοφανές 9%, καθώς και μια εξαιρετικά υψηλή δημοφιλία του αρχηγού του[5]. Τα ευρήματα αυτά αντιστοιχούν σε σοβαρές μετατοπίσεις του πολιτικού συστήματος και, συνδυαζόμενα με την ικανότητα του ΛΑ.Ο.Σ, αφ’ενός να επιβάλλει θέσεις και ρητορική στα κυρίαρχα κόμματα, αφ’ετέρου να επιβάλλεται στο τοπίο των ΜΜΕ, υποχρεώνουν ακόμα και εκείνους που έβλεπαν την απήχηση της ακροδεξιάς ως «παροδική», να αναθεωρήσουν.

Στο σημείωμα αυτό θα επιχειρήσω να δείξω:

α) γιατί, παρά την επίμονη άρνηση της «ετικέτας», τον πολιτικό καιροσκοπισμό και τις διαρκείς αναδιπλώσεις του εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο ΛΑ.Ο.Σ εντάσσεται αντικειμενικά στην πολιτική οικογένεια της άκρας δεξιάς·

β) με ποιον τρόπο επιδρά η οικονομική κρίση στις θέσεις του κόμματος και τέλος,

γ) πώς διαμορφώνεται, εν μέσω κρίσης, η σχέση του ΛΑ.Ο.Σ με τα άλλα κόμματα και ειδικότερα με τη Νέα Δημοκρατία.

Το κεντρικό μου επιχείρημα έχει ως εξής: Την ίδια στιγμή που ο ΛΑ.Ο.Σ διατηρεί στο ακέραιο φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που τον τοποθετούν στην άκρα δεξιά, στην παρούσα συγκυρία επιχειρεί να καταστήσει την πολιτική και οικονομική κρίση ευκαιρία αποστιγματισμού και περαιτέρω νομιμοποίησής του, θέτοντας τον πήχυ μέχρι τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Ως εξ αυτής της στρατηγικής, προσεταιρίζεται συστηματικά τον εκάστοτε ισχυρότερο πόλο του πολιτικού συστήματος, τροποποιώντας τις θέσεις του ώστε, αφ’ενός μεν να διατηρείται μέσα στο κυβερνητικό παιχνίδι, αφ’ετέρου να μην απεμπολεί τις παραδοασιακές-«ταυτοτικές», για κόμμα της άκρας δεξιάς, εκπροσωπήσεις. Με αυτή την έννοια, το κόμμα υποστηρίζει θέσεις που το εντάσσουν στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος και με οικονομικούς όρους, ταυτόχρονα όμως φροντίζει να τηρεί αποστάσεις από εξαιρετικά αντιδημοφιλή νομοθετήματα ή την «εφαρμογή» του Μνημονίου που το ίδιο υπερψήφισε, φροντίζοντας εκ περιτροπής για τους δεσμούς με ψηφοφόρους της ΝΔ και τους «αντισυστημικούς» εκλογείς του. Στην ίδια λογική, προσκολλάται στην (εκάστοτε) κυβέρνηση στα οικονομικά ζητήματα και πλειοδοτεί απέναντί της στα ζητήματα «ταυτότητας» και «νόμου-τάξης», την καταγγέλλει δε εφ’όλης της ύλης όταν η νομιμοποίηση της τελευταίας φθίνει εμφανώς. Τέλος, την ίδια στιγμή που οξύνει την αντιπαράθεση με τις πολιτικές δυνάμεις και απαξιώνει το κοινοβούλιο, επιχειρεί ταυτόχρονα να αυτοπαρουσιάζεται ως δύναμη «εθνικής πολιτικής ευθύνης» και «κοινής λογικής».

1. Γιατί ο ΛΑ.Ο.Σ ανήκει στην άκρα δεξιά

Όσο κι αν οι διαρκείς μεταμορφώσεις του ΛΑ.Ο.Σ εξακολουθούν να ξαφνιάζουν πολλούς, η αμφισημία, ο τακτικισμός, η διάσταση μεταξύ του επίσημου κομματικού λόγου (πρόγραμμα και διακηρύξεις) και της καθημερινής παρουσίας του (πολιτικές παρεμβάσεις, συμμαχίες, δηλώσεις και αρθρογραφία στον ακροδεξιό Τύπο και το Ίντερνετ)[6] αποτελούν διαπιστωμένη σταθερά της πανσυλλεκτικής στρατηγικής που υλοποιούν τα κόμματα της άκρας δεξιάς ανά την Ευρώπη. Ο Δημήτρης Ψαρράς έχει επισημάνει τη χαρακτηριστική διγλωσσία του ΛΑ.Ο.Σ, που συνδυάζει μια «πολιτική της χολής» (απευθυνόμενος στους οπαδούς μέσω των κομματικών διαύλων) και την τακτική του «Δούρειου Ίππου» (αυτοπαρουσιαζόμενος στο «εθνικό ακροατήριο» ως υποστηρικτής απόψεων του κυρίαρχου ρεύματος[7]).

Οι μεταμορφώσεις της άκρας δεξιάς δεν αναιρούν βεβαίως τη δυνατότητα ανάλυσης του φαινομένου. Στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν επισημανθεί 58 διαφορετικά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων ένα κόμμα μπορεί να ταξινομηθεί στην άκρα δεξιά. Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η απόρριψη της δημορατίας και το αίτημα για ισχυρό κράτος είναι τα πιο κοινά από αυτά[8] -και εμφανίζονται όλα στην περίπτωση του ΛΑ.Ο.Σ. Συχνά αυτό λανθάνει της προσοχής, ιδίως αν παραγνωρίζεται η μεταβλητότητα και η πολυσημία των προαναφερθέντων γνωρισμάτων. Αν αγνοείται, δηλαδή, ότι:

α) μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της άκρας δεξιάς η πολιτισμική διαφορά υποκατέστησε εν μέρει τη φυλετική ανωτερότητα, ο ρατσισμός δηλαδή αναδιατυπώθηκε με διαφοριστικούς και πολιτισμικούς όρους[9]. Στα καθ’ημάς, μετά το ’90 και τις τότε απόπειρες υπέρβασης της πολιτικής κρίσης, η υπόθεση της διάσωσης της «εθνικής ιδιοπροσωπίας» προτάχθηκε συστηματικά από την Εκκλησία και την άκρα δεξιά ως αντίδοτο στην «εθνοκτόνο παγκοσμιοποίηση» και το «θρησκευτικό αποχρωματισμό»·

β) η εθνικιστική ιδεολογία είναι εξ ορισμού πολύσημη και μεταβαλλόμενη ιστορικά. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, μαζί με την κατάρρευση της Χούντας και των προδικτατορικών εξωκοινοβουλευτικών μηχανισμών εξουσίας (παλάτι, στρατός, παρακρατικές οργανώσεις), κατέρρεε και η ιδεολογία που εκπονούσαν οι τελευταίοι - ένας πρωτόγονα αντικομμουνιστικός εθνικισμός. Έκτοτε, τόσο η δεξιά όσο και οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις που κατά τη δεκαετία του ’90 συνέκλιναν προς το κέντρο, στράφηκαν προς έναν αναπτυξιακό εθνικισμό, προσανατολισμένο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο ΛΑ.Ο.Σ συγκροτήθηκε όταν αυτή τη στροφή ήταν ήδη εμπεδωμένη, συνεπώς δεν θα μπορούσε παρά να την παρακολουθεί. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το έμβλημα του κόμματος με τα τέσσερα βέλη συμβολίζει, κατά τον ίδιο τον πρόεδρό του, τις εδαφικές βλέψεις της χώρας προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα[10]·

γ) η ακροδεξιά που επιδιώκει την κοινοβουλευτική παρουσία δεν εμφανίζεται τόσο ακραία ώστε να θεωρείται ευθέως αντιδημοκρατική. Στην Ελλάδα, ο ΛΑ.Ο.Σ συνήθως περιορίζεται σε έναν αντικομματικό-αντιπολιτικό λόγο, η δε «πίστη» του στο Σύνταγμα αφορά συγκεκριμένες πτυχές ή δικές της ερμηνείες επ’αυτού[11]. Ενώ όμως δεν συγκροτείται με άξονα το πολιτειακό, όπως η παραδοσιακή άκρα δεξιά, ο ίδιος φροντίζει να υπενθυμίζει στους οπαδούς της τη συνέχεια με τα αυταρχικά καθεστώτα του παρελθόντος: είτε διατηρώντας στις τάξεις του και προβάλλοντας εμβληματικά τους στελέχη (π.χ. Πλεύρης), είτε συνεργαζόμενος με προσωπικότητες από ναζιστικές οργανώσεις (εκλογικά το 2002, αλλά και «κινηματικά», σε αντιμεταναστευτικές συγκεντρώσεις), είτε τέλος «εξετάζοντας», όπως συνέβη πρόσφατα, ενδεχόμενη αποχώρησή του από τη Βουλή –αρνούμενος, δηλαδή, σε αυτήν να εκφράζει τις πολιτικές και κοινωνικές διαιρέσεις·

δ) το αίτημα για ισχυρό κράτος, τέλος, άλλοτε αφορά μόνο την «υπεράσπιση του νόμου και της τάξης», και άλλοτε σχετίζεται με ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, έστω και εθνικά-πολιτισμικά οριοθετημένο. Στη δική μας περίπτωση, ο ΛΑ.Ο.Σ έχει υποστηρίξει κατά καιρούς και τις δύο εκδοχές, συν τοις άλλοις ανταγωνιζόμενος τη Χρυσή Αυγή για τους δεσμούς με τα σώματα ασφαλείας (δωρεές αλεξίσφαιρων σε αστυνομικούς, ρητορική περί «γενιάς των 700 ευρώ», δικαιολόγηση εκτροπών της Αστυνομίας στο όνομα της δημοκρατίας).

Τα γνωρίσματα αυτά αποδίδουν εναργέστερα τη φυσιογνωμία του ΛΑ.Ο.Σ σε σχέση με το ερμηνετικό πασπαρτού του «λαϊκισμού», που συχνά χρησιμοποιείται για το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη με την ίδια ευκολία που «χρησιμεύει», συνήθως, στην (επιδερμική) ανάλυση πλήθους πολιτικών φαινομένων[12].


2. Ευθυγράμμιση με το Κράτος στο όνομα του Έθνους: Η μετατόπιση στο δεξιό άκρο του οικονομικού φιλελευθερισμού ως όχημα για τον αποστιγματισμό της ελληνικής ακροδεξιάς

Τι σημαίνουν, όμως, τα παραπάνω για τη γραμμή του ΛΑ.Ο.Σ εν μέσω οικονομικής κρίσης; Προδιαγράφει, άραγε η τοποθέτηση ενός κόμματος στην άκρα δεξιά την πολιτική του απέναντι στην τρέχουσα συγκυρία;

Η απάντηση είναι, βεβαίως, αρνητική. Η ευρωπαϊκή άκρα δεξιά δεν αντιμετωπίζει με ενιαίο τρόπο την οικονομική κρίση: από τη μια η «αντικαπιταλιστική» και αντιερωπαϊκή στροφή του γαλλικού Εθνικού Μετώπου και, από την άλλη, η αταλάντευτη στάση υπέρ των «εργατικών πλουσίων» που επιδεικνύει στην Ιταλία η συγκεβερνώσα Λίγκα του Βορρά διαγράφουν το εύρος των τοποθετήσεων της «οικογένειας».

Στην περίπτωση του ΛΑ.Ο.Σ, η συγκυρία της οικονομικής κρίσης σηματοδοτεί μια οιονεί μετάβαση από τη «διαμαρτυρία» προς την «υπευθυνότητα». Η μετάβαση αυτή, ωστόσο, μάλλον ξεκινά νωρίτερα από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης ως κρίσης χρέους· αφορά δε κυρίως τα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, αφού στα «εθνικά», το μεταναστευτικό, τα ζητήματα ταυτότητας και «νόμου-τάξης», η ανάδειξη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και η συνολική διάταξη του πολιτικού συστήματος, υποχρεώνουν τον ΛΑ.Ο.Σ να ενισχύσει τα χαρακτηριστικά της διαμαρτυρίας[13].

Το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη, λοιπόν, μιλά ως ισότιμος διαχειριστής των κρατικών υποθέσεων τόσο συχνά, όσο εμφανέστερη γίνεται η απονομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού και η πολιτική κρίση –ήδη δηλαδή από το 2007-, και για όσα ζητήματα αναδεικνύουν η συγκυρία και οι ιεραρχήσεις των ΜΜΕ. Ορόσημο, από αυτή την άποψη, είναι η περίοδος ανασυγκρότησης του κράτους μετά την εξέγερση του 2008, μια περίοδος δηλαδή που η Νέα Δημοκρατία δείχνει να έχει αποτύχει ως κόμμα του κράτους. Στο διάστημα αυτό ο ΛΑ.Ο.Σ επιλέγει το δρόμο της «εθνικής συνεννόησης», ταυτιζόμενος με τις βασικές κυβερνητικές επιλογές στην οικονομία –στο έδαφος αυτό, λοιπόν, πυκνώνουν και τα σενάρια περί συγκυβέρνησης ΛΑ.Ο.Σ-Ν.Δ, που στελέχη της ΝΔ (και βεβαίως ο ΛΑ.Ο.Σ) αναπαράγουν, εν ονόματι της «δεξιάς πολυκατοικίας».

Η μετατόπιση σε πιο «υπεύθυνες» θέσεις, που εκείνη την περίοδο ολοκληρώνεται (αν και αποκρούεται από την ηγεσία της ΝΔ), δεν σημαίνει βεβαίως εγκατάλειψη του τακτικισμού. Μολονότι υλοποιείται εν μέσω τεχνασμάτων, όμως, η πολιτική στροφή του ΛΑ.Ο.Σ, με την οποία επιχειρεί το ίδιο να επωφεληθεί ενός ολοένα και πιο ρευστού πολιτικού τοπίου, δεν αποτελεί τέχνασμα. Αντιγράφοντας τον Λεπέν, ο Γ. Καρατζαφέρης συνήθιζε να λέει ότι στα «εθνικά» είναι δεξιός, όμως στα κοινωνικά και τα οικονομικά ζητήματα είναι μάλλον αριστερός. Με τον τρόπο αυτό επιχειρούσε να διεμβολίσει από τα δεξιά τη Νέα Δημοκρατία, επιτιθέμενος ταυτόχρονα εναντίον του ΠΑΣΟΚ από τα αριστερά. Στη συγκυρία που διανύουμε, ωστόσο, ο ΛΑ.Ο.Σ έχει πια μετακομίσει στο δεξιό άκρο και με όρους οικονομικού φιλελευθερισμού. Κι αυτό, ακόμα κι αν ο σαφής προσανατολισμός του προς τις δυνάμεις της αγοράς συνοδεύεται κατά καιρούς από επιθέσεις κατά των τραπεζιτών και των καρτέλ.

Ας δούμε ένα παράδειγμα: «Κάθε κινητοποίηση που πλήττει τον μικροεπιχειρηματία, οδηγεί στην ανεργία χιλιάδες ακόμα εργαζομένους, ενώ τα πολυκαταστήματα του κεφαλαίου θα συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα εις βάρος των πλατιών λαϊκών στρωμάτων», αναφέρει ανακοίνωση του κόμματος το Δεκέμβριο του 2008. Επιχειρώντας να εκπροσωπήσει τη μικρή ιδιοκτησία, ο ΛΑ.Ο.Σ εναντιωνόταν τότε στη νεανική εξέγερση και τις κινητοποιήσεις ενάντια στην κατάργηση της αργίας της Κυριακής, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων την περιστολή των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας. Η υποστήριξη μιας τέτοιας ατζέντας –ας την πούμε «μικροαστικού αντικαπιταλισμού»- είχε (και έχει) ως προϋπόθεση μια «υπεύθυνη» πανσυλλεκτική στρατηγική, στο πλαίσιο της οποίας ο Γ. Καρατζαφέρης θα προτείνει, όλο και πιο συστηματικά έκτοτε, τη συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή τεχνοκρατών και επικεφαλής …τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (2009). Από την ίδια θέση δε, ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ θα διαφημίζει την επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του, Νίκη Τζαβέλλα, ως εκλεκτή των εγχώριων επιχειρηματικών κύκλων…

Στο όνομα πάντα της «εθνικής ευθύνης», και επαναλαμβάνοντας τη γραμμή του 2009, ο ΛΑ.Ο.Σ θα προσκολληθεί και πάλι στο κυβερνών κόμμα και την οικονομική πολιτική του: όποια κι αν είναι αυτή η πολιτική, οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να τη στηρίξουν στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος».

Μια αναπάντεχη όψη αυτής της τακτικής είναι η αποδοχή, από ένα σεσημασμένο αντισημιτικό κόμμα, της οικονομικής και γεωπολιτικής προσέγγισης Ελλάδας-Ισραήλ. Δεν είναι όμως η μόνη. Από τις αρχές του 2009, ο πάλαι ποτέ κοινωνικά ευαίσθητος Καρατζαφέρης θα περάσει οριστικά στο νεοφιλελευθερισμό: «νομιμοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων, φοροαπαλλαγή για τα αυτοκίνητα πολυτελείας, κατάργηση της φορολογίας των επιχειρήσεων, νομιμοποίηση του μαύρου χρήματος, κατάργηση του πόθεν έσχες, θεσμοποίηση της παραοικονομίας, εκποίηση δημόσιων οργανισμών και κτιρίων, κατάργηση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων και ιδιωτικοποίηση δασών, αποτελούν μερικά από τα μέτρα που το κόμμα έχει προτείνει πριν από την επιβολή του Μνημονίου, και στο όνομα της έκτακτης συνθήκης της κρίσης. Σε άλλη συνέντευξή του, ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ θα διατυπώσει προτάσεις για επέκταση των ωρών εργασίας κατά μία ώρα, επιμήκυνση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης κατά 2 χρόνια, νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, νέα κίνητρα στις επιχειρήσεις ως και για άνοιγμα καζίνο (!).

Μάλλον εύλογα, η συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης οδηγεί στην υπερψήφιση του Μνημονίου: «Ψηφίζουμε για το αν θα έχουμε να πληρώσουμε συντάξεις και μισθούς την 1η του επόμενου μήνα», θα είναι τα λόγια του Γ. Καρατζαφέρη στη Βουλή. Τόσο δε η επιλογή αυτή, όσο και η συστηματική τοποθέτηση εναντίον των απεργιακών κινητοποιήσεων (άλλοτε γιατί οι χαμένες εργατοώρες σημαίνουν «επιπλέον φόρους», άλλοτε γιατί οι απεργίες αποδίδονται σε «συντεχνίες» και άλλοτε διότι οι ίδιες βάλλουν «κατά του τουρισμού» και γενικά της ανάπτυξης) θα ολοκληρώσουν την πλήρη ταύτιση του ΛΑ.Ο.Σ με το αίτημα για (κρατική) «αποτελεσματικότητα» - αίτημα που, ιδίως εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης, προβάλλει ως η αποκλειστική οδηγητική αρχή για την πολιτική.

Η μομφή περί «αναποτελεσματικότητας», εξάλλου, είναι αυτή που τελικά θα υποστηρίξει την απομάκρυνση του ΛΑ.Ο.Σ από το ΠΑΣΟΚ, όταν το ίδιο θα έχει πλέον χάσει το κοινωνικό του έρεισμα και η Νέα Δημοκρατία θα εμφανίζεται, δημοσκοπικά τουλάχιστον, ως υπερέχουσα. Η κριτική αυτή –ότι δηλαδή η εφαρμογή του Μνημονίου από το ΠΑΣΟΚ υπήρξε αναποτελεσματική- «εξηγεί» και την απόφαση του ΛΑ.Ο.Σ να καταψηφίσει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και τον Εφαρμοστικό Νόμο, μολονότι κατά δήλωση του προέδρου του, το κόμμα «δεν διαφωνεί σε όλα»[14].

3. Ρυμουλκώντας τα κόμματα του κυρίαρχου ρεύματος

Παρά τις κατά καιρούς υψηλές δημοσκοπικές καταγραφές, η νεοφιλελεύθερη «στροφή» και η αποδοχή του Μνημονίου κόστισαν πολιτικά και εκλογικά στον ΛΑ.Ο.Σ, καθώς προκάλεσαν ρήξη στις σχέσεις του με τη ΝΔ και απομάκρυναν στελέχη και οπαδούς του. Το γεγονός αυτό, αλλά και η αποτυχία της πολιτικής του Μνημονίου, υποχρέωσαν τον ΛΑ.Ο.Σ να διαπιστώσει ότι «το Μνημόνιο σημαίνει εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας». Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι εκπρόσωποί του δεν έπαψαν να δηλώνουν ότι «δεν μετανιώνουν».

Η «αμφίθυμη» αυτή στάση είχε βεβαίως δύο στόχους: αφ’ενός το κόμμα να συνεχίσει να επικοινωνεί με τη «λαϊκή Δεξιά» εντός και εκτός ΛΑ.Ο.Σ, αφ’ετέρου να αυτοπαρουσιάζεται ως μια δύναμη όχι των άκρων, αλλά ενδιάμεση. Για την ακρίβεια, ως τρίτος πόλος μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ –όπως, δηλαδή, συνέβαινε με την (μη ακροδεξιά) «Πολιτική Άνοιξη», το κόμμα του σημερινού προέδρου της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά. Παραδόξως, αυτό ακριβώς του επέτρεπε η κριτική της ΝΔ ότι αποτελεί «δεκανίκι του ΠΑΣΟΚ» - κριτική που επαναλαμβάνεται σε οξύτερους τόνους, όσο σαφέστερο γίνεται το δημοσκοπικό προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των σχέσεων εντός της «δεξιάς πολυκατοικίας».

Στη στάση αυτή της Νέας Δημοκρατίας υπάρχουν δύο στοιχεία ειρωνείας. Το πρώτο είναι ότι αυτή ακριβώς την ενδιάμεση θέση μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ διεκδικούσε η Πολιτική Άνοιξη λίγο πριν διαλυθεί. Το δεύτερο είναι ότι, αναβαθμίζοντας τη διαφωνία για το Μνημόνιο, η Νέα Δημοκρατία υιοθετεί ταυτόχρονα σημαντικό μέρος της πολιτικής ατζέντας του ΛΑ.Ο.Σ, πράγμα που διευκολύνει τη μείωση της διαφοράς που τη χωρίζει από το ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις.

Πρόσφατα, για παράδειγμα, η ίδια κατέθετε πρόταση νόμου για την κατάργηση του ασύλου, ενώ συστηματικά ασκεί κριτική από τα δεξιά στη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης. Στελέχη της με επιρροή στον εθνικιστικό χώρο, μάλιστα, φαίνεται να υλοποιούν μια παραλλαγή του εγχειρήματος της «Νέας Ελπίδας», με το οποίο στα μέσα του ’90 ο Καρατζαφέρης επιχειρούσε να αποκαταστήσει του δεσμούς της ΝΔ με την άκρα δεξιά, ώστε η πρώτη να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ. Το μεταναστευτικό μοιάζει να είναι το πλέον προνομιακό πεδίο, καθώς ειδικά μετά το Δεκέμβριο του 2008, το πολιτικό σύστημα ενοποιείται στο εγχείρημα «μεταμφίεσης» του κοινωνικού ζητήματος σε ζήτημα ηθικής, νόμου-τάξης και εθνικό-πολιτισμικό, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής.

Η συμβολή του ΛΑ.Ο.Σ στη τάση αυτή υπήρξε εξαιρετικής σημασίας. Τόσο στ’αριστερά του κόμματος (ΝΔ και Δημοκρατική Συμμαχία), όσο και στα δεξιά του (Χρυσή Αυγή), όλοι πλέον θεωρούν αυτονόητο τον «κίνδυνο» που εκπροσωπούν οι «λαθρομετανάστες», ενώ αντιμεταναστευτικές θέσεις έχουν πρόσφατα διατυπώσει τόσο η Δημοκρατική Αριστερά, με αφορμή την απεργία πείνας των 300 μεταναστών, όσο και προσωπικότητες όπως ο Δ. Σαββόπουλος και η Α. Βαγενά[15]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αποκορύφωμα της πολιτικής κρίσης, τον Ιούνιο του 2011, ενώ ο πρωθυπουργός φαινόταν να κάνει αποδεκτό το ενδεχόμενο παραίτησής του για να συγκροτηθεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η αλλαγή επί το αυταρχικότερο της μεταναστευτικής πολιτικής υπήρξε βασικός όρος της Νέας Δημοκρατίας για τη συμμετοχή της σε κυβερνητικό σχήμα. Μάλλον φυσιολογικά λοιπόν, στο ερώτημα αν προτίθεται να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ, ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ απαντά θετικά, «υπό τον όρο η κυβέρνηση αυτή να διώξει τους μετανάστες».

Στη συνθήκη αυτή, λοιπόν, με τη Νέα Δημοκρατία σαφώς μετατοπισμένη προς τα δεξιά και το ΠΑΣΟΚ να έχει βρει στον ΛΑ.Ο.Σ έναν πολιτικό εταίρο αν μη τι άλλο πιο «υπεύθυνο» από τη Νέα Δημοκρατία, ολοένα και περισσότεροι, όχι μόνο δεν ενοχλούνται πλέον από την ακροδεξιά φυσιογνωμία του Γ. Καρατζαφέρη, αλλά αντίθετα τον συγχαίρουν για την αίσθηση πολιτικής ευθύνης[16] και τον συμπεριλαμβάνουν όλο και συχνότερα στα συμφραζόμενα περί «κεντροδεξιάς». Κάπως έτσι, η δεξιά μετατόπιση συνολικά του πολιτικού συστήματος και η προσκόλληση στο νεοφιλελευθερισμό του ΠΑΣΟΚ έχουν δώσει στον ΛΑ.Ο.Σ την ευκαιρία να αποστιγματιστεί και να αυτοπροβάλλεται ως σώφρων δύναμη του πολιτικού κέντρου. Σήμερα του δίνουν ακόμα και τη δυνατότητα να απειλεί ότι θα κυβερνήσει…

______________________________

Σημειώσεις

[1] Βασιλική Γεωργιάδου (2008), Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία, Καστανιώτης: Αθήνα

[2] Richard Katz / Peter Mair (1995), «Changing Models of Party Organization and Party Democracy: The Emergence of the Cartel Party», Party Politics 1, No. 1

[3] Γεωργιάδου, ό.π.

[4] Με εξαίρεση το 6.72% της φιλοβασιλικής-φιλοδικτατορικής ΕΠΕΝ το 1977.

[5] Σε έρευνα της εταιρείας Public Issue (Μάρτιος 2011), το 9% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προτίθεται να ψηφίσει τον ΛΑ.Ο.Σ, ενώ ανέδειξε τον Γιώργο Καρατζαφέρη ως το δημοφιλέστερο αρχηγό κοινοβουλευτικού κόμματος, http://www.publicissue.gr/1670/varometro-mar-2011.

[6] Γεωργιάδου (2008), ό.π.

[7] Δημήτρης Ψαρράς (2010), Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη. Η τηλεοπτική αναγέννηση της άκρας δεξιάς, Αλεξάνδρεια: Αθήνα

[8] Hainsworth, Peter (2004), Η ακροδεξιά. Ιδεολογία, Πολιτική, Κόμματα (μετάφραση: Θανάσης Αθανασίου), Παπαζήση: Αθήνα· Eatwell, Rοger/ Mudde, Cas (επιμ.) (2004), Western democracies and the new extreme right challenge, Routledge: London, σ. 8-9.

[9] Πιερ-Αντρέ Ταγκύεφ (2009), «Ο ερευνητής, η άκρα δεξιά και οι κοινωνικές επιστήμες» (μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος), Νέα Εστία τ. 1827

[10] Ψαρράς, ό.π., σ. 175

[11] Γεωργιάδου, ό.π.

[12] Η υπαγωγή των ακροδεξιών σχηματισμών στο «λαϊκισμό» ουσιαστικά καταργεί τη διακριτότητα λαϊκισμού και δεξιού εξτρεμισμού, συχνά δε, εξαντλείται στο στυλ των εκπροσώπων της άκρας δεξιάς, με αποτέλεσμα η πολιτική να απομειώνεται σε πολιτισμικό ζήτημα. Βλ. σχετικά: Μουζέλης, Νίκος / Λίποβατς, Θάνος / Σπουρδαλάκης, Μιχάλης (1989), Λαϊκισμός και πολιτική (εισαγωγή: Κώστας Σημίτης), Γνώση: Αθήνα

[13] Αυτό δείχνουν η κινητοποίηση εναντίον της Θάλειας Δραγώνα και η όξυνση της στάσης εναντίον της «λαθρομετανάστευσης», που κατά την περίοδο του νομοσχεδίου για την πολιτογράφηση μεταναστών πήρε, για τον ΛΑ.Ο.Σ, το χαρακτήρα υπαρξιακής μάχης.

[14] Συμφωνεί, για παράδειγμα, στην εκποίηση δημοσίων κτιρίων, όχι όμως και κοινωφελών υπηρεσιών. Γ. Καρατζαφέρης, 24.5.2011

[15] Συνηθίζοντας να αξιοποιεί τις δηλώσεις προσωπικοτήτων που ταιριάζουν στις αντιλήψεις του, ο ΛΑ.Ο.Σ θα συστήσει πρόσφατα να ακούσουμε με προσοχή το Διονύση Σαββόπουλο και την Άννα Βαγενά, οι οποίοι προτείνουν να μεταφερθούν οι «λαθρομετανάστες» σε ερημωμένα νησιά.

[16] Αλέξης Παπαχελάς, «Γιατί ανεβαίνει ο ΛΑΟΣ», Καθημερινή, 11.3.2011

transform

Δεν υπάρχουν σχόλια: