του Σίμου Ανδρονίδη* |
Το κείμενο αφιερώνεται στον ποιητή Ηλία Τσέχο. Ποιητή,
«ζωγράφισε» εις το διηνεκές τις όψεις της ανθρώπινης πράξης. Φτάσε τις λέξεις
σου ως τον βαθύ ωκεανό, ώστε να ανασύρεις από τα βάθη το χώμα και το αίμα που συγκροτούν τον άνθρωπο.
Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος ανήκει στην κατηγορία των
ποιητών που συνδέουν την βαθιά ανθρώπινη πράξη με την ποιητική γραφή.
Εκκινώντας από τις Κροκεές Λακωνίας, έγειρε το πρόσωπο του στο φως της ποίησης
και της ζωής, «χαρίζοντας» μας μικρά ποιητικά διαμάντια που αποτυπώνουν το
ανθρώπινο βίωμα. Περνώντας μέσα από την...
«ταραγμένη φωτιά» του καιρού του,
στάθηκε ολόρθος, «ζωντανός» και καίριος, διαθέτοντας ως «όπλο» την ποίηση, την
δική του «κατάθεση ψυχής». Τα «ματωμένα σύνορα» του καιρού του, δεν λύγισαν τον
ποιητή. Αντλώντας δύναμη και έμπνευση από τον επιβλητικό Ταΰγετο, μετασχημάτισε
σε ποίηση την πέτρα, τα λουλούδια, το φως του δικού του τόπου, ενός τόπου
«χαραγμένου» από την μνήμη και την βροχή, από την οδύνη και το φως.
Η «ζώσα» ποιητική αποτύπωση του Νικηφόρου Βρεττάκου
ενσωματώνει χαρακτηριστικά μίας έντονης «τοπικότητας», μία «τοπικότητα» η οποία
όμως ανάγεται στον πάντα οικουμενικό λόγο της ποίησης, της ποίησης ως πράξης
και βιώματος, ως «ανάσας» και ως «φωτιάς».
«Μοιάζουνε οι στίχοι μου με τη χρυσή επαφή του ήλιου πάνω
στο χιόνι μοιάζουνε με την καλοσύνη του βλέμματος των αλόγων μοιάζουνε με το
βάρος της βροχής πάνω στις μαργαρίτες μοιάζουνε με το βάρος της ελπίδας πάνω
στην καρδιά μοιάζουνε με την ήσυχη βροχή πάνω απ’ τα αφοσιωμένα πρόβατα».[1]
Και οι στίχοι του ποιητή «μοιάζουνε» με τον αγέρα που
μεταφέρει τις μνήμες, τους καημούς και τους πόθους των ανθρώπων. Ο ποιητής
είναι πάντα εκεί για να αφουγκραστεί τους μύχιους πόθους των απλών ανθρώπων,
είναι εκεί, παρόν στον «χώρο» και στον «χρόνο» για να άδει το νερό της βροχής,
το φως, τον αγέρα και την ελπίδα, την δική του ελπίδα που μας δίνει και το
πλούσιο «ποιοτικό» εύρος της ποιητικής του πράξης. Οι στίχοι του «μοιάζουνε με
την καλοσύνη του βλέμματος των αλόγων, μοιάζουνε με το βάρος της βροχής πάνω
στις μαργαρίτες, μοιάζουνε με το βάρος της ελπίδας πάνω στην καρδιά». Οι στίχοι
του περικλείουν «οργανικά» την ίδια την
ζωή, «καμώνονται» από λέξεις και πράξεις, από την βροχή και την όμορφη
ευωδιαστή μαργαρίτα.
Οι στίχοι του
Νικηφόρου Βρεττάκου δίνουν το περίγραμμα του ανθρώπινου ύψους, στέκουν ως
«μνημείο» υπενθύμισης της απλότητας, της λιτότητας[2] και της
ομορφιάς, μιας ομορφιάς που γίνεται «ορατή» και αντιληπτή γύρω μας, μιας
ομορφιάς που αποτυπώνεται στην «καλοσύνη του βλέμματος των αλόγων» και στα
«αφοσιωμένα πρόβατα. Η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου είναι μία καθημερινή
σπουδή και ωδή στην απλότητα, μία απλότητα που νοείται και ορίζεται ως
αποτέλεσμα της σύνδεσης φύσης και ανθρώπου.
«Οι ζαφειρένιες αλλαγές, εορτή της παντοδυναμίας! Μια
μουσική με χρώματα – νερά ζωγραφισμένη κι όποιος μετράει τα χρώματα χάνει τα
δάχτυλα του και ξαναρχίζει απ’ την αρχή και μες στο θαύμα κλαίει! Κι ανοίγουνε
τα χείλη μου και φως βγάζει η ψυχή μου!».[3]
Η ποίηση, η ομορφιά αποκαλύπτονται μπροστά μας. Μουσική,
νερό, χρώματα και φως συνθέτουν, ψηφίδα-ψηφίδα, το ποιητικό παλίμψηστο του
Νικηφόρου Βρεττάκου. Η ποίηση «τραγουδά» τις αντανακλάσεις του φωτός. Του φωτός
που «καλύπτει» την ανθρώπινη ζωή. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος προσδίδει στη φύση τα
χαρακτηριστικά ενός «πανηγυριού», ενός «πανηγυριού» χρωμάτων, μουσικής και
αντανακλάσεων του φωτός. Η φύση «πεταρίζει» και μαζί της «πεταρίζει» και η
καρδιά του ποιητή, ο οποίος νιώθει την ανάγκη να «συλλάβει» το ύψιστο κάλεσμα
της ζωής και της φύσης. Και «χτίζει» με τον δικό του μοναδικό τρόπο ένα
ποιητικό σύμπαν, ένα ποιητικό καλειδοσκόπιο όπου η κάθε μικρή λεξούλα αντανακλά
την λιτότητα και την ομορφιά, το ύψος και το θαύμα.
Η ποίηση του
«εγγίζει» τον ρυθμό και την ποίηση της μουσικής. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι
η μουσική, εκτός από ρυθμική ποίηση οργανώνει την πρωτόλεια κίνηση του κόσμου; Η ποιητική κίνηση του Νικηφόρου Βρεττάκου,
περνά μέσα από τις «συμπληγάδες» της ζωής, περνά μέσα από μνήμες και «μουσική»
για να «αγγίξει» την ποίηση του σπουδαίου Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ
Νταρουίς.
Ο ποιητικός λόγος του Μαχμούντ Νταρουίς «σκέφτεται του
άλλους». «Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους. Μην ξεχνάς
να ταΐζεις τα περιστέρια. Όταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους. Μην
ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη. Όταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους
άλλους. Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν. Όταν γυρνάς στο
σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους».[4]
Μία ποίηση που «καμώνεται» στο λόγο και την πράξη, στον πόνο
και στο φως πάντα «σκέφτεται τους άλλους». Και η ποιητική αποτύπωση του
Νικηφόρου Βρεττάκου, «σκέφτεται», το φως και τα αστέρια, τον Ταΰγετο και την
βροχή, το λουλούδι και το χρώμα του, την μουσική και τον άνθρωπο, τον άνθρωπο
που πονά και κλαίει, τον άνθρωπο που «λυτρώνεται» μέσω της ποίησης.
Έτσι, «συναντά» τον
Μαχμούντ Νταρουίς και την ηρωική και όμορφη Παλαιστίνη, εκεί που οι λέξεις των
ποιητών γίνονται «σφαίρες» που στρέφονται ενάντια στα τανκς και την αδικία. Η
υπέρβαση του τοπικού «χώρου» και «χρόνου» ενώνει την Μεσόγειο Θάλασσα, η οποία
και μετατρέπεται σε θάλασσα εντός της οποίας ανθεί το φως και η ποίηση. Γιατί η
ποίηση, πέρα και πάνω από όλα, συνθέτει τα αντίθετα, διαπερνά σαν ηλεκτρικό
ρεύμα την βασική ανθρώπινη αντίφαση μιας ζωής που καμώνεται στον πόνο και στο
φως. Η ποίηση συγκροτεί και ανασυγκροτεί την ζωή, ανασυγκροτεί την ίδια την
ανθρώπινη αντίφαση συνθέτοντας και «συλλαμβάνοντας» την πολλαπλότητα και την
πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ζωής.
Και ο Νικηφόρος
Βρεττάκος έκανε τις βουνοκορφές του Ταΰγετου, την ίδια την ανάσα του, ποίηση:
«Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος της μητέρας μου. Με πότισε γαλάζιο,
αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του ως να
χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του να σχηματίσει μες στη ζωή μου
δώδεκα κορφές να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο. Με δίψα μου
μοναδική τον ήλιο. Δίψα βαθιά σαν ωκεανός, ψηλότερη ως το φεγγάρι. Δίψα που να
τη λυπηθεί ο Θεός!».[5]
Η ποιητική λιτότητα του φωτός διαχέει τους «χυμούς» της εις
το διηνεκές. Και με αυτόν τον τρόπο η λιτότητα του Νικηφόρου Βρεττάκου,
«εγγίζει» το «έναστρο ύψος», για να θυμηθούμε και τον σπουδαίο Χιλιανό ποιητή Pablo
Neruda. Πρόκειται για μοναδική «κατάθεση ψυχής» που έχει ως «μοναδική δίψα» το
ξερό φως του ήλιου που κατακαίει τις «λυπημένες γωνίες» της ανθρώπινης ζωής.
[1] Βλ.σχετικά, Βρεττάκος Νικηφόρος, ‘Μοιάζουνε οι στίχοι
μου’, Ποιητική συλλογή ‘Η εκλογή μου’, Ποιήματα 1933-1991, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2008, σελ.57.
[2]
Η αναφορά στην ποιητική απλότητα και λιτότητα
ουδεμία σχέση έχει με την περιώνυμη πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας, η οποία
με «χειρουργική ακρίβεια» επικαθορίζει επί τα χείρω την ζωή του κόσμου της
μισθωτής εργασίας. Η λιτότητα στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου προσδιορίζει
νοήματα και αξίες, δίνει το ακριβές ύψος του ανθρώπου, του ανθρώπου που μπορεί
να πορευθεί στη ζωή του έχοντας ως εφόδιο το φως και το νερό, την ίδια την
ποίηση που ανατέμνει και συγκροτεί την μνήμη. Η ‘λιτότητα’ του Νικηφόρου
Βρεττάκου είναι η αρχή και το τέλος, η εκκίνηση και η αφετηρία μίας πλέριας
ζωής. Η ποιητική λιτότητα δύναται να
«μουντζώνει τα μνημόνια» κατά την ποιητική εκφορά του Ηλία Τσέχου.
[3]
Βλ.σχετικά, Βρεττάκος Νικηφόρος, ‘Ηλιοβασίλεμα…ό.π, σελ. 58.
[4]
Βλ.σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Να σκέφτεσαι
τους άλλους’, 12 ποιήματα του Παλαιστίνιου ποιητή, Μετάφραση από τα Αραβικά:
Καραβίτη Τζένη, Νήσος, Αθήνα, 2009, σελ. 9. Ας σημειωθεί εδώ ότι η μεταφράστρια
αποδίδει με εξαιρετική ακρίβεια στα Ελληνικά όλους τους «χυμούς» της Αραβικής
γλώσσας.
[5]
Βλ.σχετικά, Βρεττάκος Νικηφόρος, ‘Έτσι μου
στάθηκε ο Ταΰγετος…ο.π, σελ. 73.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου