του Σίμου Ανδρονίδη* |
Σχεδόν έναν χρόνο μετά την δολοφονία του αντιφασίστα
μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι, (17 Σεπτεμβρίου 2013), η ρατσιστική βία
έχει μετασχηματιστεί ‘δομικά’ στρεφόμενη εναντίον ατόμων με διαφορετικό
σεξουαλικό προσανατολισμό. Είναι η λεγόμενη ομοφοβική ή τρανςφοβική βία, η
οποία νοείται και ασκείται ως λεκτική και σωματική βία. Ήδη, κατά την διάρκεια
του καλοκαιριού παρατηρήθηκαν φαινόμενα άσκησης ομοφοβικής ή και...
τρανςφοβικής
βίας, καταδεικνύοντας την μορφή και τον «τύπο» που μπορεί να λάβει η ρατσιστική
βία την εποχή της βαθιάς και πολυεπίπεδης οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης.
Μάλιστα, σε μία περίπτωση ομοφοβικής λεκτικής βίας εμπλέκονται και αστυνομικοί,
κάτι που δείχνει ότι οι ρατσιστικές προκαταλήψεις έχουν διαπεράσει ένα
σημαντικό κομμάτι των καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους.
Και όπως έχει επισημάνει ο Λουί Αλτουσέρ, «ο (καταπιεστικός)
μηχανισμός του κράτους λειτουργεί με κυρίαρχο στοιχείο τη βία (και τη φυσική
βία) και δευτερευόντως με ιδεολογία. (Δεν υπάρχει αμιγής καταπιεστικός
μηχανισμός). Παραδείγματα: ο στρατός και η αστυνομία λειτουργούν επίσης και με
ιδεολογία, για να εξασφαλίσουν τη δικιά τους συνοχή και αναπαραγωγή, καθώς και
με τις «αξίες» που προβάλλουν προς τα έξω».[1]
Και ένας βασικός καταπιεστικός μηχανισμός του κράτους
(σώματα ασφαλείας), επιφορτισμένος με ιδιαίτερα καθήκοντα που τείνουν να
προσεγγίζουν την διασφάλισης της απρόσκοπτης αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής, «φιλτράρει»,
ενσωματώνει και διαμεσολαβεί την δική του ιδεολογία, που είναι
απαραίτητη για την «εσωτερική» του θωράκιση και την εμπέδωση μίας «ενιαίας» και
συμπαγούς «εικόνας». Η ιδεολογία που διαπερνά ένα μεγάλο «κομμάτι» των σωμάτων
ασφαλείας, πλέον, την εποχή της διαχείρισης της οικονομικής-καπιταλιστικής
κρίσης, συμφύεται οργανικά με τον ρατσιστικό και μισαλλόδοξο λόγο, με την
ρατσιστική και μισαλλόδοξη ιδεολογία η οποία έχει ως βασικό πολιτικό εκφραστή
και «εκπρόσωπο» το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Το ιδεολογικό περίβλημα της «ουδέτερης» αστυνομίας που
πατάσσει το έγκλημα σε όλες τις εκφάνσεις του, δεν δύναται να αποκρύψει την
αποφορά ενός ιδεολογικού λόγου και μίας κατασταλτικής πράξης και πρακτικής,
που, την ίδια στιγμή, «συνενώνονται» και διαχέονται αφενός μεν ως «λόγος» στο
«εσωτερικό» των σωμάτων ασφαλείας, αφετέρου δε ως σύμφυση
ιδεολογικού-ρατσιστικού λόγου και κατασταλτικής πράξης στο πεδίο του
κοινωνικού.
Η παραπάνω κλιμάκωση
της ρατσιστικής βίας ισούται και με την προσίδια «κλιμάκωση» του ρατσιστικού
λόγου, που συνυπάρχει οργανικά και αρμονικά με την άσκηση ρατσιστικής-σωματικής
βίας που πλέον στρέφεται ανοιχτά εναντίον των ατόμων που έχουν διαφορετικό
σεξουαλικό προσανατολισμό και τα οποία πρέπει να «τιμωρηθούν» δια του λόγου και
της πράξης.
Έτσι, σε αυτό το
πλαίσιο, έχουμε μία «κυβερνολογική» της βίας η οποία δύναται να ασκείται και
λεκτικά («από τα πάνω» ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους) και σωματικά («από
τα κάτω», στο πεδίο του δρόμου). Αυτή η «κυβερνολογική» τείνει να «τιμωρεί» και
να «πειθαρχεί» τα σώματα των «παραβατών», οι οποίοι νοούνται, εννοιολογούνται
και κατηγοριοποιούνται ως «εχθροί», καθότι «διαφορετικοί», εφόσον δεν ανήκουν
στο «υγιές» εθνικό «σώμα». Ο ρατσισμός και η ρατσιστική βία τείνουν να
«οργανικοποιηθούν» και να «κανονικοποιηθούν» συναντώνται ως έναν βαθμό την
κοινωνική «αδράνεια» και «αποδοχή» και, ακόμη πιο σημαντικό, πολιτικό «χώρο»
έκφρασης.
Το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, έχοντας
ενσωματωθεί οργανικά στο ευρύτερο πλαίσιο ενός περιώνυμου «αυταρχικού
κρατισμού» «εξωτερικεύει» την βία, την πολύσημη βία και τις κάθε λογής
μεταλλάξεις και «μεταμορφώσεις» της. «Συνοπτικά, είναι εξόφθαλμη η απαίτηση για
την ενίσχυση της κυριαρχικότητας (sovereignty) σύμφωνα με το φουκωικό τρίγωνο
της εξουσιαστικής τροπικότητας. Αυτή η
αναδιάταξη της εξουσιαστικής τροπικότητας κατέστησε δυνατή την ένταξη της
Χρυσής Αυγής στο δίκτυο εξουσιών, ως στοιχείο του εξουσιαστικού διαγράμματος
της κρίσης».[2]
Η «υλικότητα» της βίας της Χρυσής Αυγής ως αποτύπωμα
ενσωματώνεται αρμονικά και συμφύεται οργανικά με την τρέχουσα και κυρίαρχη
«εξουσιαστική τροπικότητα», μετασχηματιζόμενη κάθε στιγμή και συμπλεκομένη με
τον κυρίαρχο «αυταρχικό κρατισμό». Έτσι, την δεδομένη χρονική στιγμή,
παρατηρείται μία προσίδια κλιμάκωση της λεκτικής και σωματικής βίας, στο
«έδαφος» της οικονομικής κρίσης και στρεφόμενη ενάντια στα άτομα που έχουν
διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Διάφοροι δημοσιολόγοι, κάνουν λόγο για
υποχώρηση του «κύματος» ρατσιστικής βίας μετά από την δολοφονία του Παύλου
Φύσσα από μέλος της Χρυσής Αυγής στο Κερατσίνι. Και εστιάζουν ιδιαίτερα στην
υποχώρηση της «δράσης» των ταγμάτων-εφόδου καταστολής του νεοναζιστικού
μορφώματος. Δεν συμφωνούμε με την παραπάνω άποψη. Παρατηρείται μία δομική
μετατόπιση των πράξεων «ισχύος» και βίας. Η ανάγκη να φανεί η Χρυσή Αυγή «αθώα
του αίματος», ισχυριζόμενη ότι διώκεται για πολιτικούς λόγους και κατόπιν
απαίτησης των «ξένων τοκογλύφων», την ωθεί να αποστασιοποιηθεί από τις βίαιες
πράξεις των ταγμάτων εφόδου που διατηρεί. Με αυτόν τον τρόπο, και πολλοί
δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες ισχυρίζονται ότι μετά την δολοφονία του
Παύλου Φύσσα και την προφυλάκιση ηγετικών στελεχών της νεοναζιστικής οργάνωσης
τα τάγματα εφόδου έχουν «υποστείλει την «σημαία» της ρατσιστικής-φασιστικής
δράσης του.
Πλέον, παρατηρείται μία προσίδια μετατόπιση των πράξεων βίας,
και εμπέδωσης ενός πλέγματος αυταρχικής «κανονικότητας». Οι επιθέσεις ενάντια
σε άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό συμπληρώνουν οργανικά τις
επιθέσεις εναντίον μεταναστών και μελών αριστερών και αντιφασιστικών οργανώσεων
που παρατηρήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα, και όχι μόνο. Απλώς αυτή η
προσίδια «επανοικειοποίηση» της ρατσιστικής βίας λαμβάνει τα χαρακτηριστικά των
πράξεων ατομικής βίας ή μεμονωμένων επιθέσεων, και όχι τα χαρακτηριστικά των
μαζικών αντιμεταναστευτικών πογκρόμ.
Η «διαλεκτική» της βίας συνδιαλέγεται με διάφορες μορφές
περιθωριοποίησης, στιγματισμού και κοινωνικού αποκλεισμού. Επ’ουδενί δεν
υπάρχει «αναστολή» της δράσης των φασιστικών ταγμάτων εφόδου πουν δρουν με
γνώμονα την επαναχάραξη των ορίων ενός δεδομένου αστικού «χώρου» προς
λειτουργικό όφελος της εδαφικής «επανοικειοποίησης» του αστικού «χώρου» από το
άρχον αστικό συγκρότημα εξουσίας.
Και την ίδια στιγμή, η ρατσιστική-ομοφοβική πρακτική συναντά
το ιδεολογικό «αντίστοιχο» της μέσω της λειτουργίας και της λεκτικής ομοφοβικής
βίας που ασκούν διάφοροι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (Εκκλησία). «Πραγματικά,
το πρώτο στοιχείο που πρέπει να υπογραμμιστεί, είναι ότι ο ρόλος της φυσικής
καταπίεσης συνοδεύεται απαραίτητα από μια ιδιαίτερη παρέμβαση της ιδεολογίας που
τη νομιμοποιεί».[3]Η εργατική τάξη, τα
ταξικά-εργατικά συνδικάτα πρέπει να παρέμβουν με στόχο την αποτροπή της περαιτέρω διάχυσης του
ρατσιστικού-φασιστικού «δηλητηρίου» στο πεδίο του κοινωνικού, ενσωματώνοντας
και την διάσταση των ατόμων που έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό.
[1]Βλ.σχετικά, Αλτουσέρ Λουί, ‘Θέσεις’, (Ιδεολογία και
Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους), Μετάφραση: Γιαταγάνας Ξενοφών, Εκδόσεις
Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σελ. 85.
[2]Βλ. σχετικά, Εμμανουηλίδης Μάριος, ‘Οικονομία και
κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του
ρατσιστικού συστήματος’, στο Εμμανουηλίδης Μάριος & Κουκουτσάκη Αφροδίτη,
(επιμ.), ‘Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης’, Πρόλογος: Ψαρράς
Δημήτρης, Εκδόσεις Futura, Αθήνα, 2013, σελ.23.
[3]Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και
Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό’. Μετάφραση: Αγριαντώνη
Χριστίνα, Θεώρηση-Επιμέλεια: Ελεφάντης Άγγελος, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006,
σελ. 352.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου