Στο ερώτημα, ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώ ότι πρέπει να θέσουμε τα ζητήματα σε μια βάση συζήτησης που να πατάει στην πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώνεται α) μετά τις συνεχείς μετατοπίσεις του σε συνεχώς δεξιότερες θέσεις και β) τις ελπίδες που καλλιεργούνται, όχι από στελέχη του ή από την ηγεσία του αλλά από μια προσμονή και ελπίδα του κόσμου για το...
«τέλος των μνημονίων».
Κατ' αρχάς υπάρχει ένα ερώτημα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι (ακόμα και τώρα), μια κυβερνητική λύση για το σύστημα, αν δηλαδή θα μπορούσε να επιλεγεί για την διακυβέρνηση της χώρας από την αστική τάξη σαν συνέχεια της συγκυβέρνησης, για την διαχείριση της κρίσης και την εκτόνωση της κατάστασης. Αν είναι η πολιτική έκφραση δηλαδή, κάποιων συμφερόντων (μικροαστικών ή αστικών κομματιών), που πιστεύουν ότι με την επαναφορά πχ του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα τονωθεί η ζήτηση και άρα θα ανακάμψουν τόσο αυτοί σαν ξεχωριστοί επιχειρηματίες όσο και η αγορά.
Σε αυτό πρέπει να γίνει σοβαρή συζήτηση γιατί είναι ένα ερώτημα στο οποίο οι διαφορετικές πιθανές απαντήσεις θα μας οδηγήσουν σε διαφορετικές εκτιμήσεις για την πορεία των πολιτικών εξελίξεων τους επόμενους μήνες.
Μια απάντηση σε αυτό (η σωστή κατά τη γνώμη μου) είναι ότι σε περιόδους κρίσης και με εμφανή την απουσία ενός ισχυρού εργατικού-λαϊκού κινήματος (όπως συμβαίνει τώρα), μόνη απάντηση στην κρίση για το κεφάλαιο είναι η ένταση της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα. Και είναι απόλυτα φυσικό αυτό γιατί οι «μεγάλες», ιμπεριαλιστικές χώρες ζητάνε πίσω τα δανεικά, για να χρηματοδοτήσουν τις εταιρείες τους, έτσι ώστε με την μεγέθυνση και την επέκταση τους στις υπό ανάπτυξη χώρες να ετοιμάζονται για την ανάκαμψη της κερδοφορίας τους, περιμένοντας το επόμενο κύμα άνθισης του καπιταλισμού. Κερδίζοντας δηλαδή, ουσιαστικά, χρόνο. Αυτή η μεταβίβαση κεφαλαίων από τις χρεωμένες στις ιμπεριαλιστικές χώρες θα είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της κερδοφορίας των ντόπιων εταιρειών αλλά θα έμπαινε ζήτημα συνέχισης της ύπαρξης της αστικής τάξης σαν «ηγέτιδας τάξης του έθνους». Εννοώ δηλαδή, ότι μια αστική τάξη που συμπιέζεται «απ' έξω», αν δεν μεταθέσει τον ταξικό (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό), συσχετισμό δυνάμεων, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, ώστε να μπορεί να «αναπνεύσει», βάζει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της.
Μόνη λύση για το κεφάλαιο, είναι να πάρει ένα μεγάλο μέρος από τα λεφτά που αναγκάζεται να δώσει έξω, από τα λαϊκά στρώματα. Γι' αυτό έχει απόλυτο δίκιο ο Σαμαράς όταν λέει ότι αυτή η πολιτική είναι μονόδρομος. Εκφράζοντας τα συμφέροντα της τάξης του, ορίζει τα ιδιοτελή συμφέροντα των αστών και την ανάγκη συνέχισης του ρόλου τους, σαν ανάγκη της κοινωνίας.
Επομένως η συνέχιση αυτής της πολιτικής είναι μονόδρομος για το κεφάλαιο.
Ας πάμε όμως στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν μπορεί να εφαρμόσει αυτή την πολιτική; Γιατί παρ' όλες τις δεξιές στροφές που κάνει τα ΜΜΕ τον αντιμετωπίζουν σαν ακραία επαναστατική δύναμη; Γιατί ενώ ο Τσίπρας γυρίζει σαν σβούρα από το Άγιο Όρος, στο Κόμο και από 'κει στο Βατικανό, ομνύοντας στο όνομα της ΕΕ, δεν τον πιστεύει κανείς; Γιατί σε κάθε μέτρο που αναφέρει (και μιλάμε για συσσίτια!!), πρέπει να αναφέρει ότι αυτά τα είπε και στον Ντράγκι, ο οποίος δεν διαφώνησε;
Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι όλα αυτά είναι υπερβολές της κυβέρνησης η οποία χρησιμοποιώντας μια ακροδεξιά ρητορική προσπαθεί να μείνει στην εξουσία. Είναι δυνατόν να ισχύει κάτι τέτοιο; Είναι δηλαδή λογικό να πιστέψουμε ότι ολόκληρη αστική τάξη φέρεται με τέτοια «σκληρότητα» στην αξιωματική αντιπολίτευση για να μείνει στην εξουσία ο Σαμαράς;
Από το παραπάνω ερώτημα προκύπτει αβίαστα η απάντηση ότι η αστική τάξη δεν φέρεται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σαν στο κόμμα -ή στο κύριο κόμμα- της αυριανής κυβέρνησης, γιατί ξέρει ότι δεν θα είναι μια ομαλή αστική διακυβέρνηση. Ο λόγος για αυτό είναι ότι δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως έχουμε συνηθίσει τα αστικά κόμματα μέχρι τώρα.
Οι λόγοι γι' αυτό είναι δύο.
Α) Δεν έχει σύνδεση με την κοινωνία δεν την «ελέγχει», με γείωση σε τοπικές οργανώσεις.
Β) Η ηγετική ομάδα του δεν μπορεί να περάσει οτιδήποτε θελήσει, από της τοπικές και κλαδικές οργανώσεις «αναίμακτα». Δεν έχει δηλαδή η ηγετική ομάδα το ειδικό βάρος του Ανδ. Παπανδρέου που στα τέλη της δεκαετίας του '70 διέγραφε όποιον ήθελε, ακόμα και οργανώσεις ολόκληρες χωρίς να κουνιέται φύλλο. Εδώ να τονίσω ότι ο πόλεμος που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ από τα ΜΜΕ τον αναγκάζει αντικειμενικά, να στραφεί στις οργανώσεις και τους φίλους για βοήθεια. Δεν θα είναι τόσο εύκολο να τους «αδειάσει» μετά.
Σε αυτόν το διπλό «μη έλεγχο» της κοινωνίας και του κόμματος, από την ηγετική ομάδα, εδράζεται (και όχι άδικα), ο φόβος της αστικής τάξης για μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα παράδειγμα για το τι εννοώ, μας δίνει η ιστορία με το γήπεδο στη Ν. Φιλαδέλφεια. Τα «βρίσκουν» η ηγετική ομάδα και ο Μελισσανίδης, δεν αποδέχεται τη συμφωνία ο τοπικός ΣΥΡΙΖΑ, «κλωτσάει» ενάντια στην κεντρική απόφαση ο εκλεγμένος, επόμενος δήμαρχος, μπαίνει στη μέση και η επιτροπή κατοίκων, γίνεται η πορεία και δε συμμαζεύεται. Αν αυτή τη μικρή εικόνα την επεκτείνουμε σε όλη τη χώρα, με επίδικο όχι μόνο ένα γήπεδο αλλά ένα σωρό εργατικά, δημοκρατικά, κοινωνικά δικαιώματα βλέπουμε ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάτι δεδομένο για την αστική τάξη. Το παραπάνω συμπέρασμα δεν έχει καμία σχέση με την απάντηση στο ερώτημα «μα καλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει για καμιά αναδιανεμητική πολιτική, για συσσίτια μιλάει. Είναι δυνατόν από τα συσσίτια να καταλήξουμε στην εικόνα που περιγράφεις παραπάνω;», γιατί η προσδοκίες μιας κοινωνίας που εδώ και τέσσερα χρόνια το μόνο που έχει γνωρίσει είναι απολύσεις, μειώσεις μισθών και άγρια φορολόγηση - με φυσικό επακόλουθο μια μεγάλη ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου υπέρ του κεφαλαίου- δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είναι μικρές.
Αυτό σε τελική ανάλυση είναι και το μεγάλο ζητούμενο της ταξικής πάλης (των αιτημάτων που θα μπούν και θα κερδηθούν, αν τελικά κερδηθούν) του αμέσως επόμενου διαστήματος. Η πάλη για να μην περάσουν τα μέτρα της κυβέρνησης και ακόμα περισσότερο με αφορμή αυτό, η πάλη για να πέσει η κυβέρνηση, έχουν ένα προαπαιτούμενο και θα έχουν ένα αποτέλεσμα. Ένα ισχυρό κίνημα που θα φέρει τα «πάνω κάτω» στην πολιτική σκηνή. Η ενοποίηση όλων των σκόρπιων και κατακερματισμένων αντιστάσεων σε ένα μέτωπο που θα στριμώξει την κυβέρνηση, πρέπει να είναι ο στόχος μας για τους επόμενους μήνες. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν και τα δημοτικά και περιφερειακά μας σχήματα. Αλλά αυτό είναι το θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Εν κατακλείδι, μόνο ένα κίνημα, ανδρωμένο στις μάχες του αμέσως επόμενου διαστήματος (ενάντια στις αξιολογήσεις και τις απολύσεις στο Δημόσιο, τα νέα χαράτσια στην κατοικία, ενάντια στην επερχόμενη γενοκτονία του λαού με τις περικοπές στα φάρμακα και στο σύστημα υγείας), δεν θα «μασήσει» στις αυριανές προεκλογικές «δεσμεύσεις» του ΣΥΡΙΖΑ που σαφώς θα κινούνται σε ακόμα δεξιότερη κατεύθυνση από τα συσσίτια της ΔΕΘ.
Μόνο ένα κίνημα που θα ζητάει αλλαγή των ταξικών συσχετισμών, στη σχέση κεφάλαιο/ εργασία, ένα κίνημα δηλαδή που θα παλεύει για να χάσει πλούτο και εξουσία το κεφάλαιο για να τα κερδίσει η εργασία, μπορεί να επιβάλει και στην αυριανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ένα «μονόδρομο» αριστερής πολιτικής.
Και μόνο μέσα από ένα τέτοιο κίνημα και σαν συνέπεια τέτοιων αγώνων και σαν «παραπροϊόν» μιας τέτοιας διαδικασίας μπορούν να αναδειχτούν σε κυβέρνηση αλλά δεν το 'χουν πάρει χαμπάρι στην Κουμουνδούρου.
«τέλος των μνημονίων».
Κατ' αρχάς υπάρχει ένα ερώτημα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι (ακόμα και τώρα), μια κυβερνητική λύση για το σύστημα, αν δηλαδή θα μπορούσε να επιλεγεί για την διακυβέρνηση της χώρας από την αστική τάξη σαν συνέχεια της συγκυβέρνησης, για την διαχείριση της κρίσης και την εκτόνωση της κατάστασης. Αν είναι η πολιτική έκφραση δηλαδή, κάποιων συμφερόντων (μικροαστικών ή αστικών κομματιών), που πιστεύουν ότι με την επαναφορά πχ του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα τονωθεί η ζήτηση και άρα θα ανακάμψουν τόσο αυτοί σαν ξεχωριστοί επιχειρηματίες όσο και η αγορά.
Σε αυτό πρέπει να γίνει σοβαρή συζήτηση γιατί είναι ένα ερώτημα στο οποίο οι διαφορετικές πιθανές απαντήσεις θα μας οδηγήσουν σε διαφορετικές εκτιμήσεις για την πορεία των πολιτικών εξελίξεων τους επόμενους μήνες.
Μια απάντηση σε αυτό (η σωστή κατά τη γνώμη μου) είναι ότι σε περιόδους κρίσης και με εμφανή την απουσία ενός ισχυρού εργατικού-λαϊκού κινήματος (όπως συμβαίνει τώρα), μόνη απάντηση στην κρίση για το κεφάλαιο είναι η ένταση της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα. Και είναι απόλυτα φυσικό αυτό γιατί οι «μεγάλες», ιμπεριαλιστικές χώρες ζητάνε πίσω τα δανεικά, για να χρηματοδοτήσουν τις εταιρείες τους, έτσι ώστε με την μεγέθυνση και την επέκταση τους στις υπό ανάπτυξη χώρες να ετοιμάζονται για την ανάκαμψη της κερδοφορίας τους, περιμένοντας το επόμενο κύμα άνθισης του καπιταλισμού. Κερδίζοντας δηλαδή, ουσιαστικά, χρόνο. Αυτή η μεταβίβαση κεφαλαίων από τις χρεωμένες στις ιμπεριαλιστικές χώρες θα είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της κερδοφορίας των ντόπιων εταιρειών αλλά θα έμπαινε ζήτημα συνέχισης της ύπαρξης της αστικής τάξης σαν «ηγέτιδας τάξης του έθνους». Εννοώ δηλαδή, ότι μια αστική τάξη που συμπιέζεται «απ' έξω», αν δεν μεταθέσει τον ταξικό (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό), συσχετισμό δυνάμεων, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, ώστε να μπορεί να «αναπνεύσει», βάζει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της.
Μόνη λύση για το κεφάλαιο, είναι να πάρει ένα μεγάλο μέρος από τα λεφτά που αναγκάζεται να δώσει έξω, από τα λαϊκά στρώματα. Γι' αυτό έχει απόλυτο δίκιο ο Σαμαράς όταν λέει ότι αυτή η πολιτική είναι μονόδρομος. Εκφράζοντας τα συμφέροντα της τάξης του, ορίζει τα ιδιοτελή συμφέροντα των αστών και την ανάγκη συνέχισης του ρόλου τους, σαν ανάγκη της κοινωνίας.
Επομένως η συνέχιση αυτής της πολιτικής είναι μονόδρομος για το κεφάλαιο.
Ας πάμε όμως στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν μπορεί να εφαρμόσει αυτή την πολιτική; Γιατί παρ' όλες τις δεξιές στροφές που κάνει τα ΜΜΕ τον αντιμετωπίζουν σαν ακραία επαναστατική δύναμη; Γιατί ενώ ο Τσίπρας γυρίζει σαν σβούρα από το Άγιο Όρος, στο Κόμο και από 'κει στο Βατικανό, ομνύοντας στο όνομα της ΕΕ, δεν τον πιστεύει κανείς; Γιατί σε κάθε μέτρο που αναφέρει (και μιλάμε για συσσίτια!!), πρέπει να αναφέρει ότι αυτά τα είπε και στον Ντράγκι, ο οποίος δεν διαφώνησε;
Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι όλα αυτά είναι υπερβολές της κυβέρνησης η οποία χρησιμοποιώντας μια ακροδεξιά ρητορική προσπαθεί να μείνει στην εξουσία. Είναι δυνατόν να ισχύει κάτι τέτοιο; Είναι δηλαδή λογικό να πιστέψουμε ότι ολόκληρη αστική τάξη φέρεται με τέτοια «σκληρότητα» στην αξιωματική αντιπολίτευση για να μείνει στην εξουσία ο Σαμαράς;
Από το παραπάνω ερώτημα προκύπτει αβίαστα η απάντηση ότι η αστική τάξη δεν φέρεται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σαν στο κόμμα -ή στο κύριο κόμμα- της αυριανής κυβέρνησης, γιατί ξέρει ότι δεν θα είναι μια ομαλή αστική διακυβέρνηση. Ο λόγος για αυτό είναι ότι δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως έχουμε συνηθίσει τα αστικά κόμματα μέχρι τώρα.
Οι λόγοι γι' αυτό είναι δύο.
Α) Δεν έχει σύνδεση με την κοινωνία δεν την «ελέγχει», με γείωση σε τοπικές οργανώσεις.
Β) Η ηγετική ομάδα του δεν μπορεί να περάσει οτιδήποτε θελήσει, από της τοπικές και κλαδικές οργανώσεις «αναίμακτα». Δεν έχει δηλαδή η ηγετική ομάδα το ειδικό βάρος του Ανδ. Παπανδρέου που στα τέλη της δεκαετίας του '70 διέγραφε όποιον ήθελε, ακόμα και οργανώσεις ολόκληρες χωρίς να κουνιέται φύλλο. Εδώ να τονίσω ότι ο πόλεμος που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ από τα ΜΜΕ τον αναγκάζει αντικειμενικά, να στραφεί στις οργανώσεις και τους φίλους για βοήθεια. Δεν θα είναι τόσο εύκολο να τους «αδειάσει» μετά.
Σε αυτόν το διπλό «μη έλεγχο» της κοινωνίας και του κόμματος, από την ηγετική ομάδα, εδράζεται (και όχι άδικα), ο φόβος της αστικής τάξης για μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα παράδειγμα για το τι εννοώ, μας δίνει η ιστορία με το γήπεδο στη Ν. Φιλαδέλφεια. Τα «βρίσκουν» η ηγετική ομάδα και ο Μελισσανίδης, δεν αποδέχεται τη συμφωνία ο τοπικός ΣΥΡΙΖΑ, «κλωτσάει» ενάντια στην κεντρική απόφαση ο εκλεγμένος, επόμενος δήμαρχος, μπαίνει στη μέση και η επιτροπή κατοίκων, γίνεται η πορεία και δε συμμαζεύεται. Αν αυτή τη μικρή εικόνα την επεκτείνουμε σε όλη τη χώρα, με επίδικο όχι μόνο ένα γήπεδο αλλά ένα σωρό εργατικά, δημοκρατικά, κοινωνικά δικαιώματα βλέπουμε ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάτι δεδομένο για την αστική τάξη. Το παραπάνω συμπέρασμα δεν έχει καμία σχέση με την απάντηση στο ερώτημα «μα καλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει για καμιά αναδιανεμητική πολιτική, για συσσίτια μιλάει. Είναι δυνατόν από τα συσσίτια να καταλήξουμε στην εικόνα που περιγράφεις παραπάνω;», γιατί η προσδοκίες μιας κοινωνίας που εδώ και τέσσερα χρόνια το μόνο που έχει γνωρίσει είναι απολύσεις, μειώσεις μισθών και άγρια φορολόγηση - με φυσικό επακόλουθο μια μεγάλη ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου υπέρ του κεφαλαίου- δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είναι μικρές.
Αυτό σε τελική ανάλυση είναι και το μεγάλο ζητούμενο της ταξικής πάλης (των αιτημάτων που θα μπούν και θα κερδηθούν, αν τελικά κερδηθούν) του αμέσως επόμενου διαστήματος. Η πάλη για να μην περάσουν τα μέτρα της κυβέρνησης και ακόμα περισσότερο με αφορμή αυτό, η πάλη για να πέσει η κυβέρνηση, έχουν ένα προαπαιτούμενο και θα έχουν ένα αποτέλεσμα. Ένα ισχυρό κίνημα που θα φέρει τα «πάνω κάτω» στην πολιτική σκηνή. Η ενοποίηση όλων των σκόρπιων και κατακερματισμένων αντιστάσεων σε ένα μέτωπο που θα στριμώξει την κυβέρνηση, πρέπει να είναι ο στόχος μας για τους επόμενους μήνες. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν και τα δημοτικά και περιφερειακά μας σχήματα. Αλλά αυτό είναι το θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Εν κατακλείδι, μόνο ένα κίνημα, ανδρωμένο στις μάχες του αμέσως επόμενου διαστήματος (ενάντια στις αξιολογήσεις και τις απολύσεις στο Δημόσιο, τα νέα χαράτσια στην κατοικία, ενάντια στην επερχόμενη γενοκτονία του λαού με τις περικοπές στα φάρμακα και στο σύστημα υγείας), δεν θα «μασήσει» στις αυριανές προεκλογικές «δεσμεύσεις» του ΣΥΡΙΖΑ που σαφώς θα κινούνται σε ακόμα δεξιότερη κατεύθυνση από τα συσσίτια της ΔΕΘ.
Μόνο ένα κίνημα που θα ζητάει αλλαγή των ταξικών συσχετισμών, στη σχέση κεφάλαιο/ εργασία, ένα κίνημα δηλαδή που θα παλεύει για να χάσει πλούτο και εξουσία το κεφάλαιο για να τα κερδίσει η εργασία, μπορεί να επιβάλει και στην αυριανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ένα «μονόδρομο» αριστερής πολιτικής.
Και μόνο μέσα από ένα τέτοιο κίνημα και σαν συνέπεια τέτοιων αγώνων και σαν «παραπροϊόν» μιας τέτοιας διαδικασίας μπορούν να αναδειχτούν σε κυβέρνηση αλλά δεν το 'χουν πάρει χαμπάρι στην Κουμουνδούρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου