Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Η μαύρη τρύπα της 6ης Μάη: η ανάδυση του νεοφασιστικού ρεύματος στην Ελλάδα

του
Χρήστου Ρέππα

«Μόνο όταν καταλάβουμε ότι ο φασισμός είναι μια λαμπρή, συναρπαστική δράση για την ευρεία κοινωνική μάζα που έχει ήδη χάσει σήμερα την προηγούμενη σιγουριά της ασφάλειας και κατά συνέπεια και την πίστη στην τάξη, θα είμαστε σε θέση να τον πολεμήσουμε».
Κλάρα Τσέτκιν, Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό

Η πολιτική εμφάνιση μια σκληρής φασιστικής δεξιάς με αναφορά στη ναζιστική ιδεολογία...
και καταγραμμένες αντιδημοκρατικές πρακτικές υπήρξε ένα από τα βασικά αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης της 6ης Μάη. Οι εκλογές αυτές ήταν οι πρώτες που έγιναν ύστερα από την επιβολή του Μνημονίων και των Δανειακών Συμβάσεων και τη μεγάλη ταξική και πολιτική σύγκρουση που ακολούθησε την προσπάθεια εφαρμογής τους στα επόμενα δυόμιση χρόνια, χρόνια πρωτοφανούς κοινωνικής βαρβαρότητας. Οι δύο εκλογικές διαδικασίες, τόσο αυτή της 6ης Μάη όσο και της 17ης Ιούνη, αποτύπωσαν ως ένα βαθμό τον κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό όπως διαμορφώθηκε στα δυόμισι αυτά χρόνια, έδειξαν την αποσύνθεση του μεταπολιτευτικού δικομματικού συστήματος και την κίνηση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων πέρα από τις βασικές δυνάμεις του αστικού διπολισμού, ο οποίος με το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μάη γνώρισε ιστορικών διαστάσεων συντριβή. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μάη καταγράφει το οριστικό τέλος του πολιτικού συστήματος όπως το γνωρίσαμε τα τελευταία τριάντα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η «αναστήλωση» της 17ης Ιουνίου με την ενίσχυση της Ν.Δ και τη δυνατότητα που έδωσε για σχηματισμό κυβέρνησης από τις μνημονιακές δυνάμεις με τη στήριξη της ΔΗΜ.ΑΡ δεν ακυρώνει αυτή την τάση αποσάθρωσης του αστικού δικομματισμού. Βασικό επίσης είναι η ισχυρή ανάδυση μιας καινούργιας ακροδεξιάς , στο όνομα της αντίθεσης στο Μνημόνιο από εθνική σκοπιά, αλλά και του μεταναστευτικού. Η ακροδεξιά αυτή περιλαμβάνει, εκτός από τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» και το φασιστικό μόρφωμα της «Χρυσής Αυγής», που μέχρι τώρα ήταν πολιτικά περιθωριοποιημένο και λειτουργούσε ως παρακρατική συμμορία στο πλευρό των μηχανισμών καταστολής. Μια τέτοια ανάδειξη προϋποθέτει την κατανόηση του κοινωνικού και πολιτικού υποστρώματος στην οποία στηρίζεται, ποια δηλ κοινωνικά στρώματα , τάξεις και μερίδες τάξεων στρέφονται προς το ναζιστικό μόρφωμα και γιατί. Ακόμα θα πρέπει να γίνει κατανοητός ο πολιτικός ρόλος που καλείται να παίξει το μόρφωμα αυτό σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και κατάρρευσης του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Επίσης είναι αναγκαία μια πολιτική και θεωρητική προσέγγιση των βασικών προγραμματικών του θέσεων, έτσι όπως αυτές έχουν διατυπωθεί στα επίσημα πολιτικά του κείμενα.

Τον φασισμό πρέπει να τον παίρνει κανείς σοβαρά ακόμα και όταν καταγράφεται ως μειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, πόσο μάλλον που στην ελληνική του εκδοχή στην παρούσα συγκυρία εμφανίζεται μ’ ένα αξιοσημείωτο εκλογικό ποσοστό (6,97%, 6/05/2012) και με ένταση της πολιτικής του δραστηριότητάς μέσα στις λαϊκές τάξεις. Το ποσοστό αυτό παραμένει περίπου σταθερό σε συνθήκες ακραίας εκλογικής πόλωσης (6,92%, 17/06/2012). Αυτό σημαίνει ότι το ναζιστικό ρεύμα έχει αναδειχθεί ως μια αυτόνομη πολιτική οντότητα μέσα στο απονομιμοποιημένο και καταρρέον σύστημα του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Πρόκειται για ένα πολιτικό καρκίνωμα που η αντιμετώπισή του μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν αυτό βρίσκεται στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής του.
Η ανάπτυξη του ναζιστικού ρεύματος και η διαδικασία του εκφασισμού της κοινωνίας έχει ως κατάληξη ένα σημείο μη επιστροφής, η στιγμή εκείνη όπου τα πράγματα είναι μη αναστρέψιμα και η πράξη κατάληψη της εξουσίας είναι μια τυπική πράξη1. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα θα πάρουν την τροπή αυτή σίγουρα, όμως το βάθος και η χρονική διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης είναι τέτοια που θα απαιτηθούν διαφορετικά πολιτικά εργαλεία για τη διαχείρισή της απ’ αυτά με τα οποία αντιμετώπιζε το εργατικό κίνημα και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό ο κλασικός αστικός κοινοβουλευτισμός. Θα απαιτηθεί βία και καταστολή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σε προηγούμενες φάσεις των κοινωνικών αγώνων, βία και καταστολή που μπορεί να είναι και έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας. Ιστορικά ο φασισμός γεννήθηκε στην ιμπεριαλιστική φάση του καπιταλισμού ως ένα ρεύμα ακραίας πολιτικής αντίδρασης ενάντια στη δράση του εργατικού κινήματος, αλλά και για την προώθηση συμφερόντων της αστικής τάξης σ΄αυτό το στάδιο. Συμφερόντων που είχαν να κάνουν με τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό για το ξαναμοίρασμα των αποικιών ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ειδικά γι’ αυτές που βγήκαν ηττημένες από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και το χτύπημα της Οκτωβριανής επανάστασης.

Αναλύοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα του φασισμού στις «Θέσεις της Λυών» ο A.Gramsci σημειώνει :
«Ο φασισμός, ως κίνημα ένοπλης αντίδρασης που θέτει στον εαυτό του το καθήκον να θρυμματίσει και να αποδιοργανώσει την εργατική τάξη με σκοπό να την ακινητοποιήσει, ταίριαζε στα πλαίσια της πολιτικής της παραδοσιακής άρχουσας τάξης, καθώς και στον πόλεμο του καπιταλισμού εναντίον της εργατικής τάξης. Ως εκ τούτου ευνοήθηκε στη γέννησή του, την οργάνωσή του και την ανάπτυξή του απ’ όλες τις παλιές κυβερνώσες ομάδες ανεξαιρέτως… Κοινωνικά ωστόσο, ο φασισμός βρήκε τη βάση του στη μικροαστική τάξη των πόλεων και σε μια νέα αστική τάξη της υπαίθρου… Στο οικονομικό πεδίο ο φασισμός δρα ως όργανο της βιομηχανικής και αγροτικής ολιγαρχίας για να συγκεντρώσει τον έλεγχο πάνω σε ολόκληρο τον πλούτο της υπαίθρου στα χέρια του καπιταλισμού… Αυτό δεν μπορεί παρά να προκαλεί δυσαρέσκεια στη μικροαστική τάξη, που πίστευε ότι με την άφιξη του φασισμού η ώρα της εξουσίας της έχει σημάνει… Μια ολόκληρη σειρά μέτρων υιοθετούνται από το φασισμό για να ενθαρρυνθεί μια νέα βιομηχανική συγκέντρωση …Η συσσώρευση που αυτά τα μέτρα επιτυγχάνουν δεν συνίσταται σε μια αύξηση του εθνικού πλούτου αλλά στη λεηλάτηση μιας τάξης υπέρ μιας άλλης. Με άλλα λόγια στη λεηλάτηση της εργατικής τάξης και των μεσαίων τάξεων προς όφελος της πλουτοκρατίας… Όλη η ιδεολογική προπαγάνδα και η πολιτική και οικονομική δραστηριότητα του φασισμού έχει ως κορωνίδα την τάση προς τον "ιμπεριαλισμό"»2.
Η ανάλυση αυτή αφορά μια συγκεκριμένη εθνική πραγματικότητα, αυτή της Ιταλίας της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα μετά την άνοδο στην εξουσία του φασισμού, ωστόσο μπορεί κανείς σ’ αυτές να διακρίνει τα δομικά στοιχεία.

Έτσι αναδεικνύεται :

α. ο τρομοκρατικός χαρακτήρας του που στοχεύει την εργατική τάξη και σ’ αυτό συναντιέται με την απαίτηση του ίδιου του καπιταλισμού για την ακινητοποίησή της, ειδικά σε συνθήκες κρίσης.

β. ακριβώς γι’ αυτό ευνοείται και από τις παλιές πολιτικές ομάδες στη γέννησή του και στην ανάπτυξή του, δηλαδή από τα παραδοσιακά αστικά κόμματα με τα οποία δεν υπάρχει ταυτότητα απόψεων σε άλλα θέματα.

γ. Η κοινωνική βάση του φασισμού μπορεί να είναι μικροαστική και μεσοαστική ή να επεκτείνεται σε εξαθλιωμένα και χωρίς ταξική συνείδηση στρώματα του προλεταριάτου ωστόσο η πολιτική του είναι πάντα πολιτική υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου. Ο Gramsci αναδεικνύει εύστοχα αυτή την αντίφαση στο εσωτερικό του φασιστικού κινήματος. Την αντίφαση ανάμεσα στο χαρακτήρα της κοινωνικής του βάσης και στον ταξικό προσανατολισμό της πολιτικής του (πολιτική λεηλασίας της εργατικής τάξης και των μεσαίων τάξεων υπέρ της πλουτοκρατίας). Η μικροαστική ψευδαίσθηση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης είναι κάτι που έχει πληρωθεί με αίμα στην πορεία του φασισμού προς την εξουσία. Από τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» του Χίτλερ (εξόντωση του Ε. Ρεμ και των Ταγμάτων Εφόδου) μέχρι τις εκκαθαρίσεις του πληβειακού στοιχείου από τον Μουσολίνι στο κόμμα του, ο φασισμός στην πορεία του προς την εξουσία ήταν υποχρεωμένος ν’ απαλλαγεί από το λαϊκό στοιχείο (μικροαστικό ή εργατικό) πάνω στο όποιο στηρίχτηκε στην αρχική του φάση και με τη δράση του οποίου αναδείχθηκε πολιτικά. Πεισμένο το κομμάτι αυτό από την κοινωνική δημαγωγία των φασιστικών κομμάτων, τις αντιπλουτοκρατικές διακηρύξεις τους ή την εναντίωσή τους στους τοκογλύφους (πράγματα που τα έχει πάρει στα σοβαρά) γίνεται ενοχλητικό ή επιβλαβές στον ίδιο του το χώρο, καθώς η ώρα της εξουσίας πλησιάζει. Η απαλλαγή αυτή μπορεί να γίνει ακόμα και με βίαιο τρόπο.

δ. ο φασισμός είναι συνυφασμένος με τον πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέκταση.
Ο κίνδυνος του εκφασισμού σήμερα δεν είναι άμεσος αλλά είναι υπαρκτός. Η δυναμική της ανάπτυξης ακροδεξιών ρευμάτων και κομμάτων είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο και τη συναντάμε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το 1994 οι νεοφασίστες του Φίνι συμμετέχουν στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι στην Ιταλία , το 2000 το κόμμα του Χάιντερ στην Αυστρία παίρνει ποσοστό 27%, το 2002 το κόμμα του Λεπέν παίρνει ποσοστό 16,9% , ενώ ακροδεξιά κόμματα αναδεικνύονται στη Φιλανδία, το Βέλγιο, την Ολλανδία3. Η νέα άκρα δεξιά συγκροτείται και ανδρώνεται πολιτικά γύρω από το ζήτημα της μετανάστευσης και παράλληλα συνδέεται με την κρίση.

Στην ελληνική πραγματικότητα εξαιρέσουμε μικρές πολιτικές δυνάμεις από το χώρο της Αριστεράς και συγκεκριμένες συλλογικότητες, το ζήτημα της ακροδεξιάς ήταν υποτιμημένο τόσο από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα όσο και από το σύνολο των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής - καθεστωτικής Αριστεράς. Αν βέβαια μιλήσουμε για τα βασικά κόμματα της αστικής τάξης στην Ελλάδα (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) όχι μόνο δεν θεώρησαν ποτέ την ακροδεξιά κίνδυνο για τη δημοκρατία, αλλά ήταν αυτά που μέσα σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης και επιβολής πολιτικών ακραίας κοινωνικής βαρβαρότητας της αναγνώρισαν πολιτικό ρόλο, την ανάδειξαν σε προνομιακό συνομιλητή τους, κάλυψαν και αποδέχτηκαν τις διάφορες επιθέσεις της εναντίον της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων και τέλος την ανέβασαν στην κυβερνητική εξουσία, συνεργαζόμενα μαζί της στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Την αντίληψη των αστικών χώρων για τη φυσιογνωμία και το ρόλο της σημερινής ακροδεξιάς εκφράζει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η δήλωση του Μ. Ανδρουλάκη:
«Η ένταξη της άλλοτε άκρας Δεξιάς στο δημοκρατικό και συνταγματικό τόξο… αποτελεί πρόοδο… Ο Καρατζαφέρης εξημέρωσε τις δυνάμεις της ακροδεξιάς. Τις έβαλε στο σύστημα, τις έκανε χρήσιμες. Για φανταστείτε να υπήρχε η ακραία άκρα Δεξιά, η φασιστική, εν μέσω κρίσης και να λέει ότι χρειάζεται ένας λοχίας να έρθει στα πράγματα; Είναι μια πρόοδος.»4
Και η πρόοδος που ονειρεύτηκε ο Μ. Ανδρουλάκης ήρθε… Η παρουσία του «εξημερωτή» Γ. Καρατζαφέρη όχι μόνο δεν απέτρεψε την κοινοβουλευτική εμφάνιση της φασιστικής άκρας δεξιάς, αλλά ήταν ο πολιτικός της προθάλαμος που διαμόρφωσε κατάλληλα το πολιτικό κλίμα ώστε να εμφανιστεί το φασιστικό έκτρωμα στην καθαρή του μορφή. Η αφελής όσο και επικίνδυνη πολιτικά άποψη ότι η ακροδεξιά έχει εξημερωθεί και μπορεί να λειτουργήσει εντός του δημοκρατικού και συνταγματικού τόξου της έδωσε τη δυνατότητα να λειτουργήσει με συγκεκριμένο ρόλο στο πολιτικό σύστημα και με τις παρεμβάσεις της να μετατοπίζει συνεχώς τον άξονα της πολιτικής ζωής σε όλο και πιο συντηρητική κατεύθυνση. Η υποτιθέμενη προσήλωση στη νομιμότητα και στο Σύνταγμα των ακροδεξιών και πολύ περισσότερο των φασιστικών κομμάτων είναι τυπική και υποκριτική. Στην ουσία πρόκειται για μια τακτική που απλώς παραπλανά τους πολιτικούς τους αντιπάλους για τις πραγματικές τους προθέσεις. Έτσι στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής από τη μια δηλώνεται η αποδοχή της νομιμότητας , αλλά από την άλλη η κοινοβουλευτική της ανάδειξη μεγάλωσε και δεν μίκρυνε τη επιθετικότητα της απέναντι στους μετανάστες και την Αριστερά. Η παρουσία της στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς έγινε ευκαιρία για να καλυφθούν πολιτικά περισσότερες και σκληρότερες επιθέσεις στα θύματά της. Αλλά και το ΛΑ.ΟΣ στην περίοδο της κοινοβουλευτικής του παρουσίας δεν έχασε ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε ό,τι πιο ακραίο και αντιδημοκρατικό υπονόμευε τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα (πανεπιστημιακό άσυλο, κινητοποιήσεις της νεολαίας το Δεκέμβρη του 2008, ηθική και πολιτική κάλυψη της καταστολής των διαδηλώσεων, ζήτημα ιθαγένειας ).

Έτσι το ΛΑ.ΟΣ απέκτησε ρόλο στο αστικό πολιτικό σύστημα, ως βασικό στήριγμα των στρατηγικών επιλογών του ελληνικού αστισμού. Ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο, στήριξε πολιτικά τις βασικές επιλογές των κυβερνήσεων του Μνημονίου, αποδέχτηκε και στήριξε όλες τις στρατηγικές επιλογές του ελληνικού κεφαλαίου (ευρώ – Ευρωπαϊκή Ένωση) και απολάμβανε σε καθημερινή σχεδόν βάση μια προνομιακή μεταχείριση, τηλεοπτική κυρίως, απ’ όλο σχεδόν το φάσμα των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης. Όλα αυτά δείχνουν ότι κάθε άλλο περιθωριακή δύναμη υπήρξε αυτά τα χρόνια και ότι είχε υποστηρικτό ρόλο στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Η πολιτική του κατάρρευση οφείλεται στην βαθιά ταύτιση με την πολιτική του Μνημονίου και την κοινωνική καταστροφή που έφερε, αλλά αυτή η κατάρρευση δεν σήμανε σε καμιά περίπτωση συνολική αποσάθρωση και του χώρου της ακροδεξιάς που εκπροσωπούσε κοινοβουλευτικά ο ΛΑ.Ο.Σ, αντίθετα σήμανε την εμφάνιση νέου, πιο επιθετικού και πιο αντιδραστικού μορφώματος, της «Χρυσής Αυγής».

Η ανάδειξη του ναζιστικού – δολοφονικού μορφώματος σε πολιτική δύναμη είναι φανερή απόδειξη της κατάρρευσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος και της προσπάθειας να χειραγωγηθεί ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός μέσα από το κανάλι του εθνικισμού και των φασιστικών πρακτικών. Η αντιμνημονιακή ρητορική, οι θέσεις για εθνικοποίηση των τραπεζών, οι καταγγελίες των τοκογλύφων, των Μ.Μ.Ε συνθέτουν έναν ψευδή αντισυστημικό λόγο που συμβαδίζει με την αποδοχή του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. O λόγος αυτός, τυπικό δείγμα της φασιστικής ιδεολογίας, έχει στόχο να παγιδεύσει λαϊκές συνειδήσεις σε μια απατηλή αντίθεση προς το υπάρχον πολιτικό σύστημα και σ’ ό,τι αυτό ταξικά εκφράζει. Κυρίως ν’ αποκόψει τη στροφή λαϊκών στρωμάτων προς τ’ αριστερά και το εργατικό κίνημα. Σε συνδυασμό με τη δαιμονοποίηση των μεταναστών, την αναβίωση του παραδοσιακού αντικομουνισμού και την υποστήριξη της απριλιανής και μεταξικής δικτατορίας, διαμορφώνει ένα λόγο μισαλλόδοξο και πολιτικά σκοταδιστικό. Από την άλλη συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές του δείχνουν ότι επιδιώκει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, παρά τις δημαγωγικές διακηρύξεις του για αντίθεση στην πλουτοκρατία και τη μεγάλη ιδιοκτησία. Τέτοιες μικροαστικές ψευδαισθήσεις μπορούν να συνυπάρχουν με επιλογές που ανοιχτά ευνοούν την πλουτοκρατία , Το μπλοκάρισμα π.χ. από μέρους του της κοινοβουλευτικής επιτροπής για την Αγροτική Τράπεζα για την πώλησή του κερδοφόρου («καλού») κομματιού του στην Τράπεζα Πειραιώς δείχνει ότι, παρά τη δημαγωγία της ενάντια στους τοκογλύφους, η δράση της είναι προσανατολισμένη στα συμφέροντα της εγχώριας τοκογλυφίας.
Από την άλλη ως μορφή πολιτεύματος ανοιχτά προκρίνουν τη λύση της δικτατορίας , ενός κράτους που θα στηρίζεται στο εθνικισμό, τον οποίο εμφανίζουν ως τρίτη ιδεολογία, και τον ρατσισμό. Το Λαϊκό κράτος που θα εκπροσωπεί ανθρώπους με την ίδια βιολογική και πνευματική κληρονομιά, ένα φασιστικό στην ουσία κράτος που θα στηρίζεται στη βάση της εθνικής ομοιογένειας και θα αποκλείει καθετί το διαφορετικό ή θα αναγορεύει σε εχθρούς του έθνους τους πολιτικούς του αντιπάλους.
«Πιστεύω πως το μοναδικό κράτος που εξυπηρετεί με ορθότητα τον ιστορικό του ρόλο είναι το Λαϊκό κράτος, όπου την πολιτική εξουσία έχει ο Λαός, χωρίς κομματικούς προαγωγούς. Για τον Εθνικισμό ο Λαός είναι όχι μονάχα μια αριθμητική ενότητα ατόμων αλλά μια ποιοτική σύνθεση ανθρώπων με την ίδια βιολογική και πνευματική κληρονομιά, που αποτελεί την πηγή κάθε Δημιουργίας και εκφράζει την δύναμή του στο Λαϊκό κράτος.»5
Και η παρακάτω προγραμματική διακήρυξη δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ναζιστικό χαρακτήρα του Λαϊκού Κράτους , παρά την προσπάθεια των συντακτών της θέσης να τον συγκαλύψουν πίσω από αναφορές στην άμεση δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας.
«Το μόνο κράτος (ενν. το Λαϊκό Κράτος) που μπορεί να εκφράσει τον Λαό σαν οργανικό και πνευματικό ζωντανό σύνολο. Τα ψευδεπίγραφα των δεξιών και αριστερών πολιτικών αποτελούν κατευθυνόμενη πλάνη, γιατί δημοκρατία σημαίνει κράτος του δήμου δηλαδή του Λαού που αποτελείται από ανθρώπους κοινής καταγωγής (ορισμός του Πολίτη στην Κλασσική Αθήνα). Και το Λαϊκό κράτος του Εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία. Η Πολιτεία όπου ο Λαός είναι η μόνη πραγματικότητα που δεν χρειάζεται εξουσία αλλά ηγεσία. Ο Λαός είναι ο πραγματικός άρχοντας, ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα απ’ τον Ηγέτη του»6.
Οι συντάκτες αυτής της θέσης έχουν ακολουθήσει μια πονηρή - παρελκυστική τακτική όσον αφορά το ζήτημα της δημοκρατίας. Προσπαθώντας να απονομιμοποιήσουν τον κοινοβουλευτισμό, αναδεικνύουν τον ελλειπή δημοκρατικό χαρακτήρα του μέσα από την αναφορά στην άμεση δημοκρατία και το πολίτευμα της Αρχαίας Αθήνας. Όταν όμως ορίζουν το πολίτευμα του Λαϊκού Κράτους τότε κάνουν λόγο για «Λαό που είναι ο πραγματικός άρχοντας» και «ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα από τον ηγέτη του». Φυσικά ένα τέτοιο κράτος όχι μόνο άμεση δημοκρατία δεν είναι αλλά ο πιο αδιάλλακτος εχθρός κάθε έννοιας δημοκρατίας και πολιτικής ελευθερίας : η φασιστική δικτατορία.

Aνάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις αποδείχθηκε πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν εκείνες οι απόψεις που θεωρούσαν ότι η επιρροή της Χ.Α ήταν μια συγκυριακή αντίδραση η οποία γρήγορα θα υποχωρούσε, όταν αυτοί που την ψήφισαν, θα μάθαιναν ποιος ήταν ο πραγματικός χαρακτήρας του κόμματος που επέλεξαν. Έτσι ούτε οι φωτογραφίες με τους ναζιστικούς χαιρετισμούς σε σχετικά πρόσφατο παρελθόν μπόρεσαν να πείσουν το κομμάτι του εκλογικού σώματος που την ψήφιζε ότι συνιστούσε μια ακραία αντιδημοκρατική επιλογή ούτε οι θετικές αναφορές στη δικτατορία από τον επικεφαλής της οργάνωσης σε προεκλογικές συγκεντρώσεις , ούτε το πρόσφατο εγκληματικό παρελθόν της οργάνωσης (π.χ υπόθεση Κουσουρή) φαίνεται να ενόχλησε κανέναν απ’ όσους την επέλεξαν και στις 17 Ιούνη. Η σταθερότητα του ποσοστού της στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και μάλιστα σε συνθήκες ακραίας εκλογικής πόλωσης της δεύτερης αναμέτρησης δείχνει ότι ένα συγκεκριμένο κομμάτι όχι μόνο συγκυριακά ή λανθασμένα δεν κινήθηκε προς αυτή , αλλά την επέλεξε ως συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική θέση μέσα στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί από την κρίση. Τα στρώματα αυτά δεν έκαναν κανένα λάθος, γιατί κατάλαβαν σε μεγάλο βαθμό τι ακριβώς επέλεγαν και γι’ αυτό και δεν υπήρχε καμιά περίπτωση ν’ ανταποκριθούν στην αφελή πολιτικά απαίτηση που ακούστηκε από διάφορες πλευρές και απ’ τ΄ αριστερά «να διορθώσουν την ψήφο τους» όσοι την ψήφισαν στις 6 Μάη. Στράφηκαν προς το νεοναζιστικό μόρφωμα στη βάση συγκεκριμένων πολιτικών προσδοκιών απ’ αυτό και γνωρίζοντας τον βίαιο και τρομοκρατικό χαρακτήρα του. Όσο κι αν αυτό σοκάρισε όσους νόμιζαν ότι με το φασισμό έχουμε ξεμπλέξει οριστικά, μια τέτοιου είδους επιλογή δεν ήταν καθόλου απίθανη για συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα μέσα σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και αποσύνθεσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Η αντοχή της «Χρυσής Αυγής» σε συνθήκες ακραίας εκλογικής πόλωσης έδειξε ότι έχει διαμορφωθεί μια συνεκτική από ιδεολογικοπολιτική άποψη εκλογική βάση.
Το ακροδεξιό πολιτικό ρεύμα είναι μια πραγματικότητα στην Ελλάδα εδώ και μια δεκαετία, ο σκοταδιστικός πολιτικός του λόγος απολαμβάνει προνομιακής προβολής από το σύστημα των Μ.Μ.Ε και έχει νομιμοποιηθεί πλήρως ως στοιχείο του πλουραλισμού των ιδεών και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η ακροδεξιά είναι επίσης μια πολιτικά νομιμοποιημένη πραγματικότητα για ολόκληρη την Ευρώπη και κατά συνέπεια η διαμορφωμένη αυτή πραγματικότητα λειτούργησε ως πολιτικό θερμοκήπιο για να αναδειχθούν και πιο καθαρόαιμες δυνάμεις στην ίδια κατεύθυνση.

Απ’ την άλλη πλευρά το λεγόμενο αντιμνημονιακό μπλοκ έχει επίσης ως βασική ιδεολογική συνιστώσα της συγκρότησής του τον εθνικισμό και αυτό είναι σημαντικός παράγοντας που συντελεί ν’ αναπτυχθούν πολιτικές δυνάμεις που θα καρπωθούν πολιτικά αυτό το κλίμα. Ο εθνικισμός, με αφορμή συγκεκριμένες πλευρές των Μνημονίων και της Δανεικής Σύμβασης, αποχτά στις σημερινές συνθήκες μια ριζοσπαστική όψη και με τη ρητορική του προσπαθεί να ενσωματώσει συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα σε μια ψευδή αντίθεση προς το υπάρχον πολιτικό σύστημα και να αποκόψει όσο το δυνατόν τη στροφή τους προς την αριστερά. Ο βασικός στόχος είναι να διατηρηθεί η αστική ηγεμονία, τόσο εντός του αντιμνημονιακού μπλοκ όσο και κυρίως στην κοινωνία. Η προβολή επομένως του εθνικισμού ως ριζοσπαστικής ιδεολογίας είναι μια κρίσιμη ιδεολογική και πολιτική επιλογή που καλούνται να παίξουν τόσο δυνάμεις που αποδεσμεύτηκαν από τη Ν.Δ με αντιμνημονιακή λογική (Ανεξάρτητοι Έλληνες) όσο και το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.

Άρα στη νέα συγκυρία μετά την 6η Μάη η «Χρυσή Αυγή» δεν είναι απλά μια περιθωριακή συμμορία που λειτουργεί συμπληρωματικά και βοηθητικά στη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, όπως λειτούργησε τις προηγούμενες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, αλλά μαζί με την τρομοκρατική δράση του διαδραματίζει πολιτικό και ιδεολογικό ρόλο. Είναι αρκετά κρίσιμο το ζήτημα ότι εμφανίζεται σε συγκεκριμένα στρώματα της κοινωνίας ως αντισυστημική δύναμη και συνδυάζει τον εθνικισμό με την καταγγελία του Μνημονίου. Πολύ περισσότερο πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η κοινοβουλευτική ανάδειξη της «Χρυσή Αυγής» με το συγκεκριμένο ποσοστό που κέρδισε στις δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις δεν είναι απλό προϊόν σχεδιασμού των αστικών επιτελείων, αλλά εκφράζει μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική δυναμική που έχει διαμορφωθεί σε αντιδραστική κατεύθυνση στις συνθήκες της κρίσης. Τα πολιτικά επιτελεία και συγκεκριμένες δυνάμεις από το πολιτικό σύστημα ήθελαν την εκλογική της ενίσχυση σε πολύ όμως μικρότερα ποσοστά, ώστε να είναι ελεγχόμενη και σε ρόλο μιας αναβαθμισμένης παρακρατικής συμμορίας στα όρια της εισόδου στο κοινοβούλιο. Δεν την ήθελαν σε ανταγωνιστικό πολιτικό ρόλο με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, ρόλο που της δίνει το σημερινό κοινοβουλευτικό της ποσοστό. Η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του ναζιστικού μορφώματος δηλώνει την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, ότι αυτό είναι πλέον οριστικό παρελθόν ήδη από την 6η Μάη και ότι η σημερινή διάταξη των πολιτικών δυνάμεων είναι εντελώς μεταβατική και προσωρινή. Μεταβατική με την έννοια ότι οι βασικές αστικές πολιτικές δυνάμεις είναι εξαιρετικά αδύναμες για να μπορούν να εγγυηθούν την κυριαρχία των συμφερόντων που εκφράζουν και προσωρινή με την έννοια ότι η πολιτική τους αποσύνθεση θα συνεχιστεί με τη συνέχιση και ένταση της μνημονιακής πολιτικής, στην οποία έχουν ενταχθεί οριστικά και αμετάκλητα.
Απέναντι στη δράση της Χ.Α που εξελίσσεται συστηματικά στο παρασκήνιο εναντίον των μεταναστών αλλά και αριστερών αγωνιστών υπάρχει ανοχή από το αστικό πολιτικό σύστημα και σιωπή από τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε, σιωπή που στην ουσία σημαίνει συγκάλυψη των εγκληματικών ενεργειών της. Υπάρχει σήμερα μια προσπάθεια να «ξεπλυθεί» το νεοναζιστικό μόρφωμα από το εγκληματικό παρελθόν του και να συγκαλυφθεί το επίσης εγκληματικό παρόν του. Μετά την κοινοβουλευτική του εδραίωση έχει κλιμακώσει τις επιθέσεις.

Πίσω από τα πρωτόγνωρα για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα γεγονότα υπάρχουν συγκεκριμένες πραγματικότητες που έχουν να κάνουν :
α. με το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή έχει καταφέρει ν’ αποχτήσει κοινωνικό έρεισμα σε λαϊκές γειτονιές και περιοχές των μεγάλων πόλεων, στηριζόμενη από κοινωνική - ταξική άποψη σε εξαθλιωμένα από την κρίση μικροαστικά και εργατικά στρώματα. Γεωγραφικά στην περιφέρεια της Αττικής η ψήφος στο ναζιστικό μόρφωμα κατανέμεται ως εξής :
“Στη Β΄ Αθήνας, 6,38% (από 6,71%). Οι δήμοι/δημοτικές περιφέρειες της Β΄ Αθήνας, όπου η ΧΑ συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα του μέσου όρου της ποσοστά (11,08% [από 11,20%] έως 7,42% [από 7,29%]) είναι: Ταύρος, Καματερό, Αγ. Ανάργυροι, Αγ. Βαρβάρα, Αιγάλεω, Περιστέρι, Χαϊδάρι, Ίλιον, Καλλιθέα. Ενώ τα μικρότερα ποσοστά (2,28% [από 3,86%] έως 5,43% [από 5,98%]) καταγράφονται σε: Εκάλη, Κηφισιά, Νέα Ερυθραία, Αγ. Παρασκευή, Νέο Ψυχικό, Ψυχικό, Φιλοθέη, Βριλήσσια, Μαρούσι, Χολαργό, Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο. Εξαίρεση εδώ αποτελεί η εκλογική περιφέρεια Παπάγου, όπου η ΧΑ πήρε 6,58% (από 7,09%). Στην Αττική 9,96% (από 9,70%) - σε όλους σχεδόν τους δήμους και τις δημοτικές κοινότητες στις εκλογές του Ιουνίου αύξησε τα ποσοστά της. Στην Α΄ Πειραιά 8,23% (από 8,88% τον Μάιο) και στην Β΄ Πειραιά 9,28% (από 9,49% τον Μάιο).”7
H διαφορά εκλογικής επιρροής ανάμεσα σε αστικές και λαϊκές περιοχές είναι εμφανής και ξεκάθαρη στο εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη, με εξαίρεση την περιοχή του Παπάγου που κατοικείται από αρκετούς πρώην στρατιωτικούς, Τα μεγαλύτερα ποσοστά συγκεντρώνει στις λαϊκές συνοικίες, εκεί που η ανεργία και η κοινωνική εξαθλίωση έχει συντρίψει εργατικά και μικροαστικά στρώματα.
Κοινωνικά ακόμα στηρίχτηκε σε τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης, τα οποία μέσα στην κρίση επιδιώκουν ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών και των ελαστικά εργαζόμενων.

Tη Χ.Α ψήφισαν στις εκλογές της 17 Ιούνη 2012 το 20, 3% των εργοδοτών/επιχειρηματιών, το 7,5% των αυτοαπασχολουμένων αγροτών – κτηνοτρόφων, ψαράδων, το 8,1% των ελεύθερων επαγγελματιών - επιστημόνων , το 9,1 % των βιοτεχνών – μικρών επαγγελματιών, το 4,7% των μισθωτών του Δημόσιου Τομέα, το 10,6% των μισθωτών του Ιδιωτικού Τομέα. Το 12,6% των μεσαίων στελεχών Ιδιωτικού Τομέα, το 11,5% των ειδικευμένων εργατών, το 24,5% των ανειδίκευτων εργατών/ελαστικά απασχολούμενων, τα 12,2% των ανέργων, το 11,5% των ανέργων που έχασαν τη δουλειά τους, το 3,6% των νοικοκυρών, το 1,7% των συνταξιούχων του Δημόσιου Τομέα, το 2,8% των συνταξιούχων του Ιδιωτικού Τομέα και το 3,6 των μαθητών/φοιτητών /στρατιωτών.8

Η πολιτική στροφή αυτών των στρωμάτων προς τη Χρυσή Αυγή γίνεται στη βάση της προσδοκίας ότι αυτό με την τρομοκρατία του θα τους εξασφαλίσει ότι οι μετανάστες αλλά και οι Έλληνες ελαστικά εργαζόμενοι δεν θα «σηκώσουν κεφάλι» και θα αποδεχτούν τις άθλιες συνθήκες εργασίας τους ή και την μεγαλύτερη χειροτέρευσή τους. Δεύτερη σημαντική πηγή ενίσχυσής του είναι ο κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους και ειδικότερα η αστυνομία για την οποία θεωρείται ότι ένα στα δύο μέλη του προσωπικού της είναι ψηφοφόροι του ναζιστικού μορφώματος. Άλλη κοινωνική δεξαμενή της πολιτικής της επιρροής είναι η παραδοσιακή μικροαστική τάξη των πόλεων και τα χαμηλότερα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα της επαρχίας. Τα στρώματα αυτά επιβιώνουν επίσης από την υπερεκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών, την οποία σε συνθήκες κρίσης, επιδιώκουν να διατηρήσουν ή και να μεγαλώσουν. Μεγάλο μέρος αυτών των στρωμάτων, εξαιτίας της μνημονιακής πολιτικής βρίσκονται στο χείλος της κοινωνικής καταστροφής και η εκκαθάριση των επαγγελματικών τους ανταγωνιστών, κυρίως μεταναστών – μικρεμπόρων των δρόμων αλλά και μεταναστών με μαγαζιά είναι γι αυτά κρίσιμο ζήτημα επαγγελματικής επιβίωσης. Η στροφή τέτοιων στρωμάτων προς τη Χ.Α γίνεται με βάση την προσδοκία ότι αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως «προστάτης» τους, εκκαθαρίζοντας επαγγελματικούς ανταγωνιστές τους. Στρώματα που επίσης μέσα στην καθημερινότητά τους βιώνουν έντονη κοινωνική ανασφάλεια, εξαιτίας της υποβάθμισης της ποιότητας ζωής τους και της αύξησης της εγκληματικότητας. Επίσης εξαθλιωμένα εργατικά ή μισοεργατικά στρώματα που δεν είχαν ποτέ, έστω και πρωτόλεια ταξική συνείδηση ή υπήρχε και εξαλείφθηκε στην πορεία της ζωής τους. Επίσης τροφοδοτείται από κομμάτια νεολαίας τα οποία είναι χωρίς καμιά σταθερή εργασιακή και κοινωνική προοπτική και παράλληλα δεν είχαν ποτέ επαφή με κινηματικές διαδικασίες Ο κύριος κοινωνικός κορμός που στηρίζει εκλογικά και πολιτικά τη Χ.Α είναι μεσοαστικός και μικροαστικός και έχει να κάνει με την τροποποίηση της πολιτικής του συμπεριφοράς σε συνθήκες κρίσης. Στρώματα δηλ. που έχουν αποδεσμευτεί από το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα, κάνοντας την επιλογή του κοινωνικού δαρβινισμού.

β. εκμεταλλεύτηκε από πολιτική άποψη την όξυνση της κρίσης του μεταναστευτικού προβλήματος σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης , καλλιεργώντας τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Η καλλιέργεια αυτή δεν ήταν μόνο μια ρητορική διακήρυξη όπως στην περίπτωση του ΛΑ.ΟΣ , αλλά εκφράζεται με έμπρακτες επιθετικές μορφές (δολοφονικές επιθέσεις, τραμπουκισμούς, απειλές κ.λ.π) εμφανιζόμενο έτσι ως εγγυητής της ασφάλειας σε ανασφαλή στρώματα. Ο ρατσιστικός και μισαλλόδοξος λόγος της νομιμοποιήθηκε πολιτικά μέσα σε μια ευνοϊκή για αυτή συγκυρία, μια και τα κόμματα του μνημονίου άνοιξαν το μεταναστευτικό με καθαρά ρατσιστική ατζέντα. Αυτό βέβαια αποσκοπούσε σε δικές τους στοχεύσεις αλλά το πολιτικό αποτέλεσμα το καρπώθηκε άνετα η Χρυσή Αυγή. Έτσι , καθώς στην προεκλογική περίοδο ΠΑ.ΣΟ.Κ και Ν.Δ προσπάθησαν ν’ αποφύγουν κάθε συζήτηση για το μνημόνιο και την οικονομία άνοιξαν το μεταναστευτικό με λογική και επιχειρηματολογία ανάλογη μ’ αυτής του ΛΑ.ΟΣ και της Χρυσής Αυγής. Από τις προτάσεις του Σαμαρά για ανακατάληψη των πόλεων μέχρι τις επιχειρήσεις υγειονομικής ηθικής του Α. Λοβέρδου και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χρυσοχοΐδη, το αξιακό και ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των επιλογών ήταν ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Ένας ρατσισμός που από τη μια συντηρητικοποιούσε συνειδήσεις, και αυτό ήταν πολιτική επιδίωξη των μνημονιακών κομμάτων, αλλά από την άλλη έφερνε στο προσκήνιο τoν μισαλλόδοξο λόγο της Χρυσής Αυγής.

γ. Ευνοήθηκε από την πολιτική και εκλογική καταβαράθρωση του μνημονιακού ΛΑ.Ο.Σ. Κέρδισε μεγάλο μέρος της βάσης του, της οποίας ο βαθύς συντηρητισμός βρήκε έκφραση στο ρατσιστικό και εθνικιστικό παραλήρημα του ναζιστικού μορφώματος. Το μνημονιακό ΛΑ.ΟΣ του Καρατζαφέρη, όσο κι αν συνετρίβη στις μυλόπετρες του δεύτερου Μνημονίου και της κυβέρνησης Παπαδήμου, άφησε πίσω του αρκετό ρατσιστικό δηλητήριο και πολιτικό σκοταδισμό, ειδικά στο χώρο των οπαδών και ψηφοφόρων του, έτσι ώστε η Χ.Α να βρει το πιο καλά στρωμένο έδαφος από ιδεολογική και πολιτική άποψη και κατάφερε να μεγαλώσει την εκλογική της επιρροή.

δ. Διαθέτει πολιτική επιρροή στον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι διέθετε στο παρελθόν.

ε. Διαθέτει κοινοβουλευτική και δημοτική παρουσία.
H ανάδειξη του σε πολιτική δύναμη δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Πέρα από το κενό που άφησε η πολιτική απαξίωση και εκλογική κατάρρευση του μνημονιακού ΛΑ.Ο.Σ που λειτούργησε πολύ ευνοϊκά για την εκλογική του ανάδειξη τα αίτια είναι βαθύτερα και ουσιαστικότερα. Η ανάδειξη της Χ.Α σε κοινοβουλευτική δύναμη γίνεται ακριβώς στο σημείο της μετατροπής της βαθιάς οικονομικής (καπιταλιστικής) κρίσης σε πολιτική.

Στο σημείο δηλαδή εξέλιξης των πραγμάτων στο οποίο η κρίση , ως κοινωνικό και πολιτικό εργαστήρι, έχει:

α. εξαθλιώσει μεγάλο μέρος μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων και έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο ποσοστό ανεργίας, που συνεχώς μεγαλώνει. H πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης της εργασίας που εφάρμοσε η αστική τάξη στην Ελλάδα μετά το 2010, μέσω των μνημονίων και του «μηχανισμού στήριξης», ήταν μια ακραία ταξική στρατηγική που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την άμεση εξαθλίωση του συνόλου της εργατικής τάξης αλλά και την κοινωνική καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων. Εύστοχα έχει διατυπωθεί ότι «Η ταξική νίκη της αστικής τάξης στην Ελλάδα είχε σαν συνέπεια την αποσάθρωση οποιασδήποτε κοινωνικής βάσης και συναίνεσης είχε το αστικό πολιτικό σύστημα ακόμα και για τους παραδοσιακούς συμμάχους (π.χ. μικροαστικά στρώματα που διαπλέκονταν με το καπιταλιστικό κράτος…»9. Τα στρώματα αυτά, όπως έδειξε η κίνηση των πλατειών, άρχισαν ήδη από την εποχή της ψήφισης του μεσοπρόθεσμου ν΄αποδεσμεύονται όχι μόνο από τα κόμματα του δικομματισμού αλλά συνολικά από το αστικό μεταπολιτευτικό σύστημα.

β. Έχει δημιουργήσει τους όρους για την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, την πλήρη αναίρεση του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου και την αποστοίχιση εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από τα παραδοσιακά κόμματα - φορείς του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Μέρος αυτών των στρωμάτων δεν θα στραφεί προς την νέα αριστερή σοσιαλδημοκρατία (ΣΥΡΙΖΑ – Ε.Κ.Μ) αλλά σε πιο δεξιές πολιτικές εκφράσεις που ηγεμονεύονται από τον εθνικισμό. Καθοριστικό ρόλο παίζει η αδυναμία του κινήματος των πλατειών να συγκροτηθεί σε πολιτικό χώρο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της κατάρρευσης ο αντιδραστικός και συνάμα δημαγωγικός λόγος της Χ.Α άγγιξε τις πιο καθυστερημένες πολιτικά και κοινωνικά συνειδήσεις, εκείνες που ερμήνευσαν με τον πιο επιφανειακό και ανώδυνο τρόπο την κρίση του συστήματος και που αδυνατούσαν δουν τον δομικό και συστημικό χαρακτήρα της. Εκείνες τις συνειδήσεις που ερμήνευσαν τη σημερινή χρεοκοπία του ελληνικού κράτους ως αποτέλεσμα της ανήθικης και διεφθαρμένης συμπεριφοράς των πολιτικών του εκπροσώπων και μόνον. Χωρίς ν’ αρνείται κανείς αυτή την πλευρά των πραγμάτων, αν μείνει μόνο σ΄ αυτό δεν υπάρχει περίπτωση όχι μόνο ν’ αποδεσμευτεί από την κυρίαρχη λογική αλλά μπορεί να κατρακυλήσει σε αντιδραστικότερες θεωρήσεις της πραγματικότητας. Έτσι όσοι απλά πίστεψαν ότι για την κρίση φταίνε οι κλέφτες πολιτικοί και όχι ο ίδιος ο καπιταλισμός, το ευρώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν και πολύ μακριά ν’ αποδεχτούν ως λογική την πρόταση «Χρυσή Αυγή , για να ξεβρομίσει ο τόπος».
Συνήθως ο φασισμός ως πολιτική πρακτική και η διαδικασία εκφασισμού της κοινωνίας κατανοείται ως μια διαδικασία κυριαρχίας της βίας και καθεστωτικής τρομοκρατίας. Το στοιχείο αυτό είναι βασικό στις πρακτικές του φασισμού, όμως κυρίαρχο είναι το πολιτικό και ιδεολογικό στοιχείο. Δεν έχουμε να κάνουμε επομένως μόνο με μια πρακτική καθεστωτικής τρομοκρατίας που είναι γυμνή από πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις. Αντίθετα, στη φάση της ανάδυσης φασιστικών κινημάτων και εδραίωσής τους στην πολιτική ζωή , υπάρχουν βαθιοί και ουσιαστικοί μετασχηματισμοί στη λειτουργία του κράτους και στην οργάνωση της ιδεολογικής ηγεμονίας.

O φασισμός είναι πολιτικά διακριτός από άλλες μορφές αστικής αντίδρασης και δεν είναι απλά μια μορφή καθεστωτικής τρομοκρατίας απέναντι στο εργατικό κίνημα. Η διάκριση αυτή είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της φυσιογνωμίας και του πολιτικού του ρόλου. Αυτό έχει γίνει κατανοητό ήδη από το μεσοπόλεμο με τις εύστοχες επισημάνσεις της Κλάρα Τσέτκιν για το ζήτημα:
«Υπήρχε και ήταν πλατιά διαδεδομένη η άποψη ότι ο φασισμός δεν ήταν παρά βίαιη αστική τρομοκρατία και ιστορικά τοποθετούνταν ως προς την ουσία και το ρόλο του στο ίδιο επίπεδο με τη Λευκή Τρομοκρατία του Χόρτι στην Ουγγαρία. Αλλά αν και οι αιματηρές τρομοκρατικές μέθοδοι του φασισμού και του καθεστώτος Χόρτι είναι παρόμοιες και στρέφονται με παρόμοιο τρόπο ενάντια στο προλεταριάτο, η ιστορική ουσία των δύο φαινομένων είναι πολύ διαφορετική. Η τρομοκρατία στην Ουγγαρία εγκαθιδρύεται μετά από έναν νικηφόρο, αν και σύντομο αγώνα του προλεταριάτου. Η τρομοκρατία του Χόρτι ήρθε ως εκδίκηση ενάντια στην επανάσταση. Οι εκτελεστές αυτής της αντεκδίκησης ήταν μια αρκετά μικρή κλίκα φεουδαρχικών αξιωματικών. Ο φασισμός, αντιθέτως, δεν είναι εκδίκηση της αστικής τάξης ως αντίποινα για την προλεταριακή επίθεση εναντίον της. Ιστορικά εξεταζόμενος αντικειμενικά, έρχεται ο φασισμός πολύ περισσότερο ως μια τιμωρία για το προλεταριάτο εξαιτίας της αποτυχίας του να ολοκληρώσει την επανάσταση που ξεκίνησε στη Ρωσία. Και οι φορείς του φασισμού δεν είναι μια μικρή προνομιούχα κάστα. Αλλά ευρεία κοινωνικά στρώματα, μεγάλες μάζες που φτάνουν ακόμη και στο προλεταριάτο»10
Αν και οι σκέψεις αυτές είναι διατυπωμένες σε μια άλλη ιστορική πραγματικότητα ο πυρήνας της λογικής τους είναι εξαιρετικά επίκαιρος καθώς βάζει και το θέμα της κοινωνικής βάσης στην οποία στηρίζεται ο φασισμός και των πολιτικών προϋποθέσεων που τον γεννούν και τον ανδρώνουν. Τα φασιστικά ρεύματα δεν δημιουργούνται μόνο μέσα από τις αντικειμενικές – οικονομικές προϋποθέσεις (οικονομική κρίση – εκτεταμένη κοινωνική εξαθλίωση μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων) αλλά και μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις: είναι η αδυναμία του επαναστατικού υποκειμένου να δώσει τη λύση της επαναστατικής διεξόδου από την κρίση και ν’ αποτελέσει πόλο έλξης για ευρεία στρώματα που αποδεσμεύονται από το αστικό πολιτικό σύστημα και αντιμετωπίζουν το φάσμα της κοινωνικής εξαθλίωσης.

Τα στρώματα αυτά βρίσκονται συνήθως σε κατάσταση απόγνωσης και δεν μπορούν να δουν στη δράση του εργατικού κινήματος και του επαναστατικού υποκειμένου (αν αυτό πραγματικά υπάρχει) μια προοπτική ελπίδας είτε γιατί αυτή η δράση κινείται σε λάθος κατεύθυνση είτε γιατί είναι ανεπαρκής είτε γιατί υπάρχει απουσία πολιτικής μαζών.

Οι αδυναμίες και όχι η δύναμη του εργατικού κινήματος επιτρέπουν στον φασισμό ν’ αποχτήσει έρεισμα στις λαϊκές τάξεις και ν’ αποτελέσει πολιτική δύναμη κρούσης εναντίον του. O εκφασισμός της κοινωνίας προϋποθέτει μια «σειρά ήττες του εργατικής τάξης, ήττες που έρχονται διαδοχικά σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και περνούν από διάφορες φάσεις και καμπές».11 Η ιστορική εμπειρία της ήττας του Σπάρτακου στη δημοκρατία της Βαϊμάρης το 1919 και το μη επαναστατικό τέλος της «κόκκινης διετίας 1919 -1920 των εργατικών συμβουλίων» στην Ιταλία αποδεικνύουν ότι η άνοδος του φασισμού έγινε, αφού πρώτα «είχαμε μια χαρακτηριστική αποτυχία της εργατικής τάξης να φτάσει τους πολιτικούς στόχους που επέβαλε μια κατάσταση ανοιχτής κρίσης και που ήταν πραγματοποιήσιμοι».12 Η έννοια της αποτυχίας δεν έχει μόνο να κάνει με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας αλλά και με την αδυναμία της «να επιβάλει μέσα σε μια ανοιχτή κατάσταση κρίσης εφικτούς πολιτικούς στόχους και ενταγμένους σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, που δεν φτάνουν ενδεχομένως μέχρι την κατάληψη της κρατικής εξουσίας»13.

Είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα για την ελληνική πραγματικότητα να δούμε συγκεκριμένα η πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων της Αριστεράς την περίοδο που άρχισε η αποδέσμευση ευρέων κοινωνικών στρωμάτων από τα κόμματα του αστικού διπολισμού εξαιτίας του κανιβαλισμού των μνημονιακών πολιτικών. Και στο κινηματικό αλλά κυρίως στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, υπάρχει υστέρηση σ’ ό,τι αφορά την έκταση και την ένταση της επίθεσης που ενορχηστρώνεται από τον αντίπαλο. Οι μεγάλες γενικές απεργίες, παρά τη μεγάλη συμμετοχή κόσμου σ΄αυτές παραμένουν κάτω από την πολιτική διεύθυνση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, δεν θέτουν γενικότερους πολιτικούς στόχους εναντίον αυτής της πολιτικής και αυτό έχει ως συνέπεια να μην μετεξελίσσονται σε γενική πολιτική απεργία όταν στιγμές του αγώνα απαιτούν κάτι τέτοιο (28 – 29 Ιούνη 2011, 19-20 Οκτωβρίου 2011, 12 Φλεβάρη 2012). Έτσι παρά τη μεγάλη συμμετοχή κόσμου σ’ αυτές παραμένουν απλές 24 ώρες ή 48ωρες απεργίες, χωρίς την προοπτική κλιμάκωσης και μετεξέλιξης σε γενική πολιτική απεργία. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στο μνημονιακό καθεστώς και στην αστική τάξη να προχωρούν τα μέτρα του νεοφιλελευθέρου κανιβαλισμού, άσχετα από το γεγονός ότι σ΄ αυτή την πορεία αποσαρθρώθηκαν τα παραδοσιακά κόμματα και μεγάλο μέρος του αστικού πολιτικού προσωπικού, που στήριζε και προωθούσε το πρόγραμμα της διαρθρωτικής προσαρμογής. Όσο κι αν η διάθεση των λαϊκών στρωμάτων ν’ αγωνιστούν ήταν μεγάλη, άφηνε ένα αίσθημα απογοήτευσης και απόγνωσης, καθώς κανένα άμεσο θετικό αποτέλεσμα ως προς την ανατροπή του κανιβαλικού προγράμματος της τρόικας και μνημονικών κυβερνήσεων δεν υπήρξε. Αυτό εκτός από την οργή μεγάλωσε και την απόγνωση στα λαϊκά στρώματα, που έβλεπαν να καταστρέφονται σε καθημερινή βάση όλο και περισσότερο, αλλά να μην έχουν αποτελεσματικούς τρόπους και ανάλογα εργαλεία για ν΄ανακόψουν την καταστροφή και να βάλουν φραγμό στον μνημονιακό κανιβαλισμό.
Περίοδοι που ήταν χρονικά κοντά στις εκλογές , όπως η περίοδος από τη 12 Φλεβάρη μέχρι την πρώτη εκλογική αναμέτρηση 6/5 εξελίχθηκαν χωρίς κινηματικά γεγονότα, χωρίς καμιά παρέμβαση στο γενικότερο πολιτικό σκηνικό. Η ατζέντα καθορίστηκε από τις μνημονιακές δυνάμεις και έφερε σε πρώτο πλάνο το μεταναστευτικό , για ν’ αποφευχθεί η συζήτηση για το μνημόνιο, γεγονός που ευνόησε τη Χρυσή Αυγή.

Το κίνημα των πλατειών έκλεισε χωρίς αυτό να συγκροτηθεί πολιτικά αλλά και χωρίς να αποχτήσει κάποια γενικότερη συμπόρευση με το εργατικό κίνημα, παρά το θετικό κεκτημένο της γενικής απεργίας στις 15 Ιούνη 2011 και της επόμενης γενικής απεργίας ενάντια Μεσοπρόθεσμο 28- 29 Ιούνη 2011. Μια σειρά καθεστωτικοί μύθοι που έχουν άμεση σχέση με την επιβολή του Μνημονίου παρέμειναν ταμπού στα πλαίσια των συζητήσεων και της προβληματικής που ανέπτυξαν οι Λαϊκές Συνελεύσεις , όπως το θέμα του Ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και το ζήτημα του χρέους. Έτσι ουσιαστικά έκλεισε αυτό το κίνημα από τη μια ως αποτέλεσμα της ακραίας καταστολής που αναπτύχθηκε σε βάρος του και από την άλλη από αδυναμία να διαμορφώσει συγκεκριμένη πολιτική απάντηση στην επίθεση του μνημονιακού καθεστώτος. Ενώ οι κοινωνικοί αγώνες έφθειραν το αστικό πολιτικό σύστημα και το απονομιμοποίησαν μέχρι του σημείου κατάρρευσης, από την άλλη δεν διαμορφώθηκε μια συνολικότερη στρατηγική που θα μπορούσε ν΄ανακόψει και πολύ περισσότερο ν’ ανατρέψει την κανιβαλική επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη αλλά και τα μεσαία στρώματα. Η επίθεση συνεχίστηκε με εντατικό τρόπο κι αυτό μεγάλωσε την απόγνωση σε κομμάτια των λαϊκών στρωμάτων, ειδικότερα εκείνων που λειτουργούσαν εξατομικευμένα, δεν είχαν καμιά επαφή με κινηματικές διαδικασίες ή προηγούμενη εκλογική και πολιτική τους συμπεριφορά ήταν συντηρητική. Η αδυναμία του εργατικού κινήματος να περάσει σε μια επιθετική φάση ανατροπής των μνημονιακών πολιτικών και να διαμορφώσει μια συνολική στρατηγική ανατροπή της αστικής πολιτικής άφησε έδαφος στη δημαγωγία και τη δράση των ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων.

Η πολιτική όμως έκφραση των στρωμάτων που αποδεσμεύτηκαν από τον αστικό διπολισμό δεν παραμένει στο κενό: η αποδέσμευσή τους από τα κόμματα του Μνημονίου βάζει επιτακτικά το ζήτημα με το μέρος ποιάς πλευράς θα κερδηθούν: ή με το εργατικό κίνημα και τις πολιτικές του εκφράσεις ή εκ νέου από την αστική τάξη με νέα πολιτικά μορφώματα που εμφανίζονται ως αντισυστημικά με λόγο πολλές φορές αντικαπιταλιστικό συνδυασμένο με εθνικισμό και ρατσισμό, έτσι ώστε να αποκλείεται η δυνατότητα επαφής αυτών των στρωμάτων με το εργατικό κίνημα.

Η αντιπαράθεση με τα φασιστικά ρεύματα δεν μπορεί να είναι μόνο μια στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση που προκρίνει το στοιχείο της αυτοάμυνας και της απόκρουσης της φασιστικής βίας, όσο και αν αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο. Είναι η αντιπαράθεση με τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό, τον ρατσισμό και όλο το αξιακό μείγμα που συνθέτει τη φασιστική ιδεολογία. Είναι επίσης συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες που ανακόπτουν την αύξηση της επιρροής των φασιστικών μορφωμάτων μέσα στην κοινωνία. Αυτά τα στοιχεία πρέπει ν’ αναγνωριστούν ως κρίσιμοι παράμετροι μιας πολιτικής που θ’ αντιμετωπίσει τη φασιστική απειλή.

Χάρη στην ιδιαιτερότητα της φασιστικής ιδεολογίας , τον μικροαστικό χαρακτήρα της αλλά και τη γενικευμένη ιδεολογική κρίση των αστικών κοινωνικών σχηματισμών που χαρακτηρίζει τη διαδικασία εκφασισμού της κοινωνίας ο φασισμός αποκτά την ικανότητα να διεισδύει στις μάζες (μικροαστικές και εργατικές) και να τις κινητοποιεί αντεπαναστατικά. Η φασιστική ιδεολογία είναι ένα μείγμα υστερικού και επιθετικού εθνικισμού, λατρείας του κράτους και της εξουσίας, μιλιταρισμού, συνδυασμένο με αντικαπιταλιστική δημαγωγία. Είναι μια ιδεολογία εξεγερμένων και εξαθλιωμένων μικροαστών που μέσα στην κρίση κινούνται σε μια συντηρητική κατεύθυνση επιδιώκοντας το «νόμο και την τάξη». Εξεγερμένων μικροαστών που έχουν θεωρήσει ως υπεύθυνο για την κρίση το εργατικό κίνημα. Επιδιώκει τη δημιουργία ενός ισχυρού αυταρχικού κράτους που καθυποτάσσει τη δράση της εργατικής τάξης.
Είναι ανάγκη σήμερα από την πλευρά των δυνάμεων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος να χαραχθεί μια αντιφασιστική στρατηγική, στα πλαίσια της συνολικότερης αντιπαράθεσης με την πολιτική του κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο φασισμός πρέπει ν΄ αναγνωρισθεί ως σοβαρός κίνδυνος για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και να του αφαιρεθεί κάθε ζωτικός χώρος για την πολιτική του ανάπτυξη. Είναι ένας καθοριστικός κρίκος για τη συνέχιση της βάρβαρης πολιτικής του κεφαλαίου στην Ελλάδα σήμερα και ο βασικός του ρόλος είναι ν’ αποτρέψει την εξέλιξη της κρίσης σε επαναστατική κατεύθυνση. Δεν είναι αρνητής του Μνημονίου αλλά μεγάλος στυλοβάτης της βαρβαρότητάς του.
Η πολιτική και ιδεολογική απομόνωση της φασιστικoύ μορφώματος πρέπει να είναι απόλυτη όπως και η συνεχής ανάδειξη και η αποφασιστική καταδίκη του εγκληματικού του παρόντος και παρελθόντος.
Ένα σταθερό ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στη λαϊκίστικη δημαγωγία της σχετικά με το Μνημόνιο και την κρίση αλλά και ενάντια στον εθνικισμό, τη φασιστική φυσιογνωμία του Λαϊκού Κράτους, τον ρατσισμό και τη μικροαστική αντικαπιταλιστική δημαγωγία που περιλαμβάνει το πρόγραμμά της.
Η απόκρουση των εγκληματικών της ενεργειών ενάντια στους μετανάστες και το κίνημα, με την οργάνωση αποτελεσματικών μορφών λαϊκής αυτοάμυνας. Είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα να μην μπορέσει να συνεχίσει την εγκληματική της δράση ούτε να μπορέσει να συγκροτήσει τις ιδιωτικές ομάδες ασφαλείας στις γειτονιές , που θ’ αποτελέσουν τα σύγχρονα τάγματα εφόδου , ενάντια στην Αριστερά , το κίνημα και τα συνδικάτα.

Την ανάπτυξη αντιφασιστικής δράσης σε τοπικό επίπεδο, ειδικά στις λαϊκές γειτονιές , μαζί με αντίστοιχη δράση ενάντια στο Μνημόνιο και την πολιτική της καπιταλιστικής λεηλασίας.
Απέναντί του μπορεί να αναπτυχθεί ένα Ενιαίο Μέτωπο Πάλης σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που μπορεί να σχηματιστεί και με τις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς από συλλογικότητες που παλεύουν ενάντια στο φασισμό και το ρατσισμό αλλά και από όσες συλλογικότητες του αντεξουσιαστικού χώρου αναγνωρίζουν την ανάγκη της ενιαίας και αποτελεσματικής δράσης ενάντια στο φασισμό σήμερα.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Ν.Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία, Η Τρίτη Διεθνής απέναντι στο Φασισμό, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα , 2006, σελ. 73-74
2 Α.Gramsci, «Ο Φασισμός και οι Πολιτικές του. Οι Θέσεις της Λυών 15, 16», περ. «Μαρξιστική Σκέψη», τ. 5, σελ. 40 - 43
3. Χ. Κεφαλής, «Για τον ακροδεξιό, νεοφασιστικό κίνδυνο και την αντιμετώπισή του», περ. «Μαρξιστική Σκέψη», τ. 5 , Απρίλιος – Μάιος 2012 , σελ. 326 - 327
4. Χ. Κεφαλής, οπ. παρ. σελ. 317- 318
5. Xρυσή Αυγή, Ταυτότητα, σημείο 5, http://www.xhryshaygh.wordpress.com
6. Xρυσή Αυγή, Ταυτότητα, σημείο 6, http://www.xhryshaygh.wordpress.com
7. . Βερναρδάκης Χριστόφορος, «Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου και οι νέες τομές στο κομματικό σύστημα», Η Αυγή, 24 Ιουνίου 2012 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=697536
8 . Βερναρδάκης Χριστόφορος, ο.π.
9. Praxis, «Μπροστά στη νέα φάση των ταξικών αγώνων. Το κοινωνικό πλαίσιο», http://leninreloaded.blogspot.gr
10. Κλάρα Τσέτκιν, «Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό», περ. «Μαρξιστική Σκέψη», τ. 5, σελ.14
11. Ν. Πουλαντζάς, ο.π., σελ. 158
12. Ν. Πουλαντζάς, ο.π., σελ.159
13. Ν. Πουλαντζάς, ο.π., σελ.159΄

Δεν υπάρχουν σχόλια: