Του Γ. Μυλόπουλου* |
Αυτό το στερεότυπο αποτέλεσε το raison d’etre του νέου νόµου 4009/2011 για τα ΑΕΙ. Σε µια εποχή πλήρους κατάρρευσης των πάντων τα ελληνικά πανεπιστήµια επωµίστηκαν, αυτά µόνα, τις κατηγορίες της αναποτελεσµατικότητας, της διαφθοράς, του κοµµατισµού και της...
οικογενειοκρατίας. Πώς είναι όµως δυνατόν ένας θεσµός σε τέτοια παρακµή να αναδεικνύει τόσο πολλές νησίδες αριστείας; Πώς συµβαίνει και το ΕΜΠ κατατάσσεται 18ο στην Ευρώπη και πώς συµβαίνει το Τµήµα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ να κατατάσσεται 51ο στον κόσµο; Οσο για τα πτυχία χωρίς αντίκρισµα, ας µη χρεώνεται το πανεπιστήµιο και την κακή κατάσταση της ελληνικής οικονοµίας. ∆ιότι πώς συµβαίνει και τα ελληνικά πτυχία έχουν µεγάλη αποδοχή στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ; Αλλά και πώς γίνεται οι Ελληνες µε πτυχία από το εξωτερικό, όταν έρχονται στη χώρα µας, να στέκονται στην ίδια ουρά της ανεργίας µε τους υπόλοιπους συναδέλφους τους; Είναι σαφές λοιπόν ότι είναι άλλης τάξης µια συζήτηση σχετικά µε τη θεραπεία των παθογενειών της ανώτατης εκπαίδευσης και εντελώς άλλης µια συζήτηση για την κατεδάφιση ενός απόλυτα αµαρτωλού θεσµού. Και αυτό γιατί στη δεύτερη περίπτωση µαζί µε τα κακά κατεδαφίζεται και ό,τι καλό υπάρχει και ανθεί εντός των ιδρυµάτων.
∆εύτερος µύθος: Η µεταρρύθµιση που πρότεινε το υπουργείο Παιδείας και τελικά νοµοθετήθηκε ήταν µονόδροµος, καθώς εφαρµόζεται σε όλα τα πανεπιστήµια του κόσµου.
Η αλήθεια είναι ότι ο νέος νόµος αντιγράφει το συντηρητικότερο, το ολιγαρχικότερο και το αυταρχικότερο από τα πολλά µοντέλα διοίκησης που εφαρµόζονται στα πανεπιστήµια ανά τον κόσµο. Η υιοθέτηση συµβουλίου διοίκησης (management board) και όχι συµβουλίου ελέγχου και εποπτείας (board of trustees), η µη άµεση εκλογή του πρύτανη (σώθηκε τελευταία στιγµή, αν και τραυµατισµένη µε την προεπιλογή υποψηφιοτήτων από το Συµβούλιο) και των κοσµητόρων από την πανεπιστηµιακή κοινότητα, η µεταφορά εξουσιών από συλλογικά όργανα αυτοδιοίκησης (Σύγκλητος, Γενική Συνέλευση Τοµέα και Τµήµατος) σε όργανα χωρίς θεσµικό αντίβαρο (Συµβούλιο) ή µονοπρόσωπα όργανα (κοσµήτορες), η κατάργηση της διεθνώς αποδεκτής ακαδηµαϊκής δοµής (εργαστήριο - τοµέας - τµήµα - σχολή) περιγράφουν ένα µοντέλο που αναπτύχθηκε σε ιδιωτικά πανεπιστήµια των ΗΠΑ και εφαρµόστηκε σε ορισµένα των ιδρυµάτων της Ευρώπης.
Τρίτος µύθος: Τα ελληνικά πανεπιστήµια αντιδρούν σε κάθε απόπειρα αλλαγής ή µεταρρύθµισής τους.
Τα ελληνικά πανεπιστήµια διαµόρφωσαν και αντιπρότειναν ένα διαφορετικό µοντέλο µεταρρύθµισης, το οποίο στηρίζεται στην ενίσχυση του δηµόσιου, δηµοκρατικού και ακαδηµαϊκού χαρακτήρα των ΑΕΙ. ∆υστυχώς η αντίθετη άποψη δαιµονοποιήθηκε και οι φορείς της στοχοποιήθηκαν.
Τέταρτος µύθος: Τις καταλήψεις τις υποκινούν οι πρυτάνεις και όσοι διαφωνούν µε τον νόµο.
Εδώ ο µετεωρολόγος κατηγορείται για την κακοκαιρία. Οι έλληνες πανεπιστηµιακοί, µολονότι αντιλαµβάνονται την αντίδραση των φοιτητών τους, επανειληµµένα τους κάλεσαν και τους καλούν να µην παρακωλύουν µε τη στάση τους την ακαδηµαϊκή λειτουργία. Το αίτηµα για ανοικτά πανεπιστήµια, εκφρασµένο και µέσω πολλών συγκλήτων, σήµερα περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να εισακουστεί. Το πανεπιστήµιο, στο όνοµα της προάσπισής του, δεν πρέπει να αυτοχειριαστεί.
Πέµπτος µύθος: Οι πρυτάνεις που δεν υπέγραψαν την πρώτη διαπιστωτική πράξη αρνούνται την εφαρµογή ενός νόµου που ψηφίστηκε µε ευρύτατη πλειοψηφία στη Βουλή.
Οι πρυτάνεις που στην συντριπτική πλειοψηφία τους αρνήθηκαν να υπογράψουν µια διαπιστωτική πράξη που καταργεί τις ακαδηµαϊκές ελευθερίες και καταλύει την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ (ούτε µία εφορευτική επιτροπή εκλογών δεν εµπιστεύεται ο νέος νόµος να αποφασίζεται από τα κατά τα άλλα αυτοδιοικούµενα πανεπιστήµια) στην πραγµατικότητα προασπίζουν τις ακαδηµαϊκές αξίες και υπεραµύνονται της συνταγµατικής νοµιµότητας. Οπως κορυφαίοι συνταγµατολόγοι έχουν γνωµοδοτήσει, η διαπιστωτική αυτή πράξη είναι πρόδηλα αντισυνταγµατική, καθώς οδηγεί στη σύσταση οργάνου που πάσχει συνταγµατικά. Προφανώς η αλήθεια ή µη αυτής της άποψης µένει να αποδειχθεί στο Συµβούλιο της Επικρατείας.
Και µία αλήθεια: Το ελληνικό πανεπιστήµιο, παρά το γεγονός ότι λοιδορήθηκε και απαξιώθηκε όσο τίποτε προκειµένου να καµφθούν οι αντιστάσεις του και να φιµωθούν οι διαφορετικές φωνές του, θα συνεχίσει να επιµένει ακαδηµαϊκά.
Η απαξίωση της επιστηµονικής γνώσης και των φορέων της σε µια εποχή δύσκολη, όπως η σηµερινή, δεν προµηνύει τίποτε καλό. Το πανεπιστήµιο, ως χώρος παραγωγής και µετάδοσης της επιστήµης και του πολιτισµού, είναι η µόνη εγγύηση για την έξοδο από τη σηµερινή κρίση. Και οι έλληνες πανεπιστηµιακοί έχουν πλήρη συνείδηση αυτής της ευθύνης.
Ο καλύτερος άλλωστε τρόπος για να αποδειχθεί το πόσο καλός ή κακός είναι ο νέος νόµος είναι η εφαρµογή του στην πράξη..
*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Άρθρο για το ΒΗΜΑ της Κυριακής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου