Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

ΑΡΘΡΟ: Από τα Φόρουμ στις πλατείες (και πίσω)

Του Νίκου Νικήσιανη

Πριν από 10 ακριβώς χρόνια δημιουργήθηκε η «Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Διαδήλωση στη Γένοβα». Ξεκινούσαμε έτσι την περιπέτεια των Κοινωνικών Φόρουμ: από το Πόρτο Αλέγκρε και τη Φλωρεντία, στα αντιπολεμικά και την Αθήνα του 2006 (μιας και από εκεί και πέρα το τρένο το χάσαμε – ή χάθηκε).....
Σήμερα, στο τόσο διαφορετικό κίνημα των πλατειών, βλέπουμε στιγμιότυπα από τις πιο όμορφες και τις πιο αντιφατικές στιγμές των Φόρουμ και του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος: το πλήθος που ξεπερνά τα μπλοκ και τις προσυγκεντρώσεις, όπως στις 15 Φλεβάρη του 2003, οι διεθνείς αναφορές, η κριτική συζήτηση για το ρόλο των κομμάτων, η ανακάλυψη των συνελεύσεων και των ομάδων εργασίας κ.ο.κ.

Υπάρχει μια –καταρχάς- ριζική διαφορά: τα Κοινωνικά Φόρουμ συγκροτήθηκαν ως «χώροι συνάντησης κοινωνικών χώρων και κινημάτων». Αποτελούσαν έτσι έκφραση της οργανωμένης κοινωνίας: τα σεμινάρια, οι συνελεύσεις και οι κινητοποιήσεις οργανώνονταν από συγκροτημένες κοινωνικές ή πολιτικές συλλογικότητες και κινήματα, και όχι από μεμονωμένα άτομα. Αντίθετα, το κίνημα των πλατειών και οι μορφές αυτοοργάνωσής τους απευθύνονται –καταρχάς- στα άτομα, τους πολίτες και η όποια συλλογικότητα οφείλει να πηγάζει επιτόπου. Ας σκεφτούμε λίγο περισσότερο πάνω σε αυτή τη διαφορά.

Τα κόμματα και τα φόρουμ

Πρώτα από όλα, το βασικό σημείο αυτής της διαφοράς δεν είναι ο αποκλεισμός των πολιτικών κομμάτων, και συγκεκριμένα της αριστεράς, από τις διαδικασίες στις πλατείες. Το ίδιο θέμα ήταν ανοιχτό και για τα Κοινωνικά Φόρουμ. Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ απέκλειε με τον καταστατικό του χάρτη όλες τις πολιτικές, θρησκευτικές, κυβερνητικές και στρατιωτικές οργανώσεις. Η λογική ήταν ότι δεν μπορείς να συγκροτήσεις μια διαδικασία όπου ένα εξορισμού κινηματικό υποκείμενο, ένα εργατικό συνδικάτο ή μια περιβαλλοντική κίνηση, θα μιλά επί ίσοις όροις με ένα συνολικό υποκείμενο, το οποίο έχει ένα πλήρες ιδεολογικοπολιτικό πρόγραμμα για κάθε θέμα. Η συνολικοποίηση των θεματικών και των αποσπασματικών οπτικών θα έπρεπε να προκύψει, πιστεύαμε, από τη συνάντηση και την ώσμωση μεταξύ τους, και όχι από την αποδοχή ενός συνολικού προγράμματος ή προτάγματος.

Ο λογικός αυτός αποκλεισμός βέβαια συνάντησε μια εξίσου λογική κριτική: πρώτα απ’ όλα, ό,τι διώχνεις από την πόρτα, μπαίνει από το παράθυρο. Οι αποκλεισμένες οργανώσεις προωθούσαν την πολιτική τους μέσα από άλλα κινηματικά σχήματα - κάτι που προφανώς δικαιούνταν. Ακόμα περισσότερο, κόμματα με μεγάλη επιρροή στην οργανωτική δομή, όπως το μετέπειτα κυβερνητικό Κόμμα Εργαζομένων της Βραζιλίας, απολάμβαναν την έλλειψη ανταγωνισμού, ενώ οι πολιτικές προσωπικότητες και το παράλληλο (και τυπικά ανεξάρτητο) «Κοινοβουλευτικό Φόρουμ» χρωμάτιζαν έτσι ή αλλιώς την εξωτερική έκφραση.

Έτσι, τα περισσότερα Κοινωνικά Φόρουμ στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών, απέφυγαν το διοικητικό αποκλεισμό των πολιτικών οργανώσεων. Αντ’ αυτού, στην Ελλάδα π.χ., προσπαθήσαμε μέσα από τις διαδικασίες να δώσουμε το προβάδισμα στις κοινωνικές οργανώσεις και να αποτρέψουμε τη μετατροπή του σε μέτωπο πολιτικών οργανώσεων. Στην αρχή τα ψιλοκαταφέραμε: οι πορείες, από την ΔΕΘ του 2002 ως και το τέλος των αντιπολεμικών, ήταν οι μοναδικές (μέχρι σήμερα) που η αναλογία μεταξύ των κοινωνικών και των κομματικών μπλοκ έγερνε συντριπτικά υπέρ των πρώτων. Ελλείψει όμως διαθεσιμότητας των πρώτων, και μπροστά στην –πραγματική- δυναμική του μετώπου, τελικά αποτύχαμε και το Φόρουμ έκλεισε.

Μέχρι να συμβεί αυτό, έγιναν ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις για ζητήματα που συζητούνται και σήμερα στις πλατείες. Για παράδειγμα, η αντιπαράθεση για το «τοπικό» και το «εθνικό»: η εκδοχή των τοπικών φόρουμ προσπάθησε να προτάξει τη λογική της αδιαμεσολάβητης απευθείας συμμετοχής μέσω της κοινής, τοπικής συνέλευσης. Η συζήτηση για τη σημασία της συνέλευσης είχε προχωρήσει τόσο, που είχε τεθεί –στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον- ζήτημα «κατάργησης» των παραδοσιακών εκδηλώσεων με «ομιλητές» και αντικατάστασή τους, είτε από συνελεύσεις με ισότιμη συμμετοχή όλων είτε από συγκεκριμένα, θεματικά εργαστήρια.

Με την ίδια περίπου στόχευση, άλλες τάσεις επέμεναν στο ζήτημα της οργάνωσης «Επιτροπών Φόρουμ» ανά κοινωνικό χώρο. Το ίδιο ζήτημα μπαίνει και σήμερα («Αγανακτισμένοι» ανά χώρο εργασίας κ.ο.κ). Ο αντίλογος σε αυτή την πρόταση ήταν ο κίνδυνος παραταξιοποίησης του ίδιου του Φόρουμ: το Φόρουμ, ως τέτοιο, όφειλε να απευθύνεται στο σύνολο ενός συγκροτημένου κοινωνικού χώρου, σε ένα συνδικάτο π.χ. ή σε ένα Σύλλογο, ή έστω σε πιο άτυπες μορφές αυτοοργάνωσης, όπως τα σχήματα και οι τοπικές κινήσεις, ενθαρρύνοντας και υποστηρίζοντας φυσικά τη δημιουργία νέων και την αναδιοργάνωση των παλιών, αντί να προσπαθεί να τους αποσπάσει «μέλη». Καμία από τις δύο προτάσεις δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, οπότε το θέμα παρέμεινε ανοικτό.

Η αριστερά στην πλατεία

Επιστρέφοντας στην πλατεία, ο αποκλεισμός των κομμάτων ενέχει και τον παραπάνω προβληματισμό: πώς μπορεί σε μια συνέλευση να μετέχουν, να μιλάνε και να ψηφίζουν ισότιμα ο εκπρόσωπος ενός κόμματος και οποιοσδήποτε άλλος; Και όχι μόνο αυτό. Ενδεχόμενος αποκλεισμός ενέχει στοιχεία αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας: από τη γενική απέχθεια για τη συλλογικότητα και την εξιδανίκευση του ατόμου ως τις πιο συγκεκριμένες τρέχουσες κατηγορίες ενάντια στην αριστερά, τα συνδικάτα, τους δημόσιους υπαλλήλους κ.ο.κ. Ενέχει επίσης στοιχεία κριτικής της αριστεράς: κριτικής άδικης (όταν για παράδειγμα λέγεται ότι τόσο καιρό η αριστερά δεν έλεγε κουβέντα για το Μνημόνιο ή όταν κατηγορείται που δεν μπόρεσε να κάνει κίνημα - λες και οι οργανώσεις της αριστεράς είναι αποκλειστικοί εμπορικοί αντιπρόσωποι των κοινωνικών δικαιωμάτων), όσο όμως και δίκαιης.

Το δίκαιο κομμάτι της κριτικής αφορά, νομίζω, ακριβώς το αντίθετο: την υπερβολική προσπάθεια της αριστεράς να κάνει κίνημα. Η πλατεία ανέδειξε, πιο πολύ από όλα ίσως, την τεράστια έλλειψη δημοκρατίας και συμμετοχής όχι μόνο στην πολιτική σκηνή, αλλά στην ίδια την κοινωνία. Χιλιάδες πολίτες για πρώτη φορά ίσως μπόρεσαν να πάρουν το λόγο στη συνέλευση, να συζητήσουν και να αποφασίσουν λέξη προς λέξη το πλαίσιο του δικού τους αγώνα, να εργαστούν ισότιμα και να φτιάξουν από την αρχή τις δικές τους δομές αυτοοργάνωσης. Αυτές οι πρακτικές έλειψαν εδώ και καιρό από όλα σχεδόν τα κοινωνικά κινήματα και τους οργανωμένους κοινωνικούς χώρους, με ευθύνη και του αριστερού κομματιού τους που στην (καλοπροαίρετη) βιάση του να τα ριζοσπαστικοποιήσει, τα καλούσε να ψηφίσουν έτοιμα πλαίσια και κινητοποιήσεις.

Κινήματα και λαός

Αυτή η μεσολάβηση και η υποκατάσταση ευθύνεται, μαζί σίγουρα με άλλα σημαντικότερα προβλήματα (βλ. ηγεσίες ΓΣΕΕ), για την απαξίωση και τη διάλυση των κοινωνικών χώρων και ιδιαίτερα των συνδικάτων. Έτσι, οι πλατείες βρέθηκαν, ως ένα βαθμό, απέναντι όχι μόνο στα κόμματα, αλλά και στα συνδικάτα και σε όλη την οργανωμένη κοινωνία. Αυτή η εν δυνάμει αντιπαράθεση, η οποία ευτυχώς στο Σύνταγμα έχει αμβλυνθεί αλλά στο Λευκό Πύργο συνεχίζει να κυριαρχεί, αποτελεί μάλλον σημαντικότερο ζήτημα.

Στο βαθμό που ισχύει, η απόρριψη της οργανωμένης κοινωνίας ανοίγει το δρόμο για ερμηνείες της πλατείας ως «λαού», ο οποίος εύκολα ταυτίζεται και με το «έθνος», χωρίς κανένα εσωτερικό – ταξικό διαχωρισμό, ως «πλήθος» ή ως «απλοί πολίτες». Και στις τρεις εκδοχές, τη λαϊκή / πατριωτική, τη μεταμοντέρνα ή την παραδοσιακή φιλελεύθερη, ο –πάντα περίπλοκος και αντιφατικός- κοινωνικός ανταγωνισμός χάνεται και στη θέση του αναδύεται μια απόλυτη μάχη του Καλού και του Κακού (αντίστοιχα ίσως της «ξένης κατοχής», «της Αυτοκρατορίας» ή της «κομματοκρατίας»).

Η πλατεία, λοιπόν, νομίζω ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει ούτε την ταξική αυτοοργάνωση των μισθωτών στους χώρους εργασίας, δηλ. τον συνδικαλισμό, ούτε και μια κίνηση πολιτών για τη σωτηρία του ρέματος της γειτονιάς τους. Άλλωστε, η πλατεία δεν φαίνεται καν να επιδιώκει κάτι τέτοιο, ακόμα και αν το επιδιώκουν εκ μέρους της αρκετοί επίδοξοι εκφραστές της, ανεξάρτητα από το ποια από τις παραπάνω εκδοχές επιλέγουν. Η πλατεία είναι νομίζω, ένα πολιτικό υποκείμενο, και ως τέτοιο επιχειρεί, όχι να ξεπεράσει, αλλά να ανακεφαλαιώσει τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις και οργανώσεις, σε σχέση με το βασικό επίδικο της συγκυρίας, που μάλλον φαίνεται ότι είναι το Μνημόνιο.

Ο κοινωνικός ανταγωνισμός μπορεί βέβαια κάποιες στιγμές να συμπυκνώνεται τόσο πολύ γύρω από έναν τόπο ή ένα αίτημα, που κάθε άλλη αντίθεση ή κινητοποίηση να μοιάζει ασήμαντη μπροστά σε αυτή την πυκνότητα. Όμως, όπως δεν έπρεπε να περιμένουμε να φτάσει η εξαθλίωση των εργαζομένων σε τέτοιο βαθμό για «να βγουν στους δρόμους», έτσι και δεν μπορούμε να ησυχάσουμε όταν «πάρουν το ελικόπτερο και φύγουν». Τα κοινωνικά κινήματα έχουν πολλές παραπάνω υποχρεώσεις και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ανατροφοδοτούν και την πλατεία. Μπορεί, για παράδειγμα, όλοι να μιλάνε για την τρόικα και το Μνημόνιο, αλλά η πλατεία είναι ένας υπέροχος χώρος να ανοίξει το θέμα της αναπηρίας και της προσβασιμότητας. Επίσης, η πλατεία δεν μπορεί να κάνει απεργία, ούτε η απεργία πλατεία, αλλά η επιτυχία της απεργίας θα είναι επιτυχία της πλατείας, και τούμπαλιν.Ακόμα περισσότερο, θα είναι ευχής έργο τόσο οι κοινωνικές όσο και οι πολιτικές οργανώσεις να μπολιαστούν από τις πρακτικές της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοοργάνωσης που αναπτύσσονται στις πλατείες. Τότε, ένα επόμενο εγχείρημα για ένα άλλο Φόρουμ ίσως γινόταν λίγο πιο εφικτό.

αναδημοσίευση από rednotebook.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: