Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Για τα λουλούδια στο δέντρο. Μια αυτοκτονία για τη ζωή όχι για το θάνατο

του Θάνου Ανδρίτσου

Τι μπορείς να πεις για μια αυτοκτονία; Η είδηση μιλάει από μόνη της, το αφοπλιστικό γράμμα του αυτόχειρα- κραυγή για μια κοινωνία σε αποσύνθεση- δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, ούτε φλυαρίας. Ένας συνάνθρωπος μας, αδυνατώντας να βρει μια χαραμάδα φωτός μέσα στο βαθύ μνημονιακό σκοτάδι, έδωσε τέλος στη ζωή του. Τελεία. Καλύτερη εικόνα για να περιγράψει τις καθημερινές αναρίθμητες τραγωδίες, δυστυχώς δεν υπάρχει. Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις μου όταν έφτασε στα...
αυτιά μου, η είδηση.
Με αυτές τις σκέψεις κατηφόρισα χθες το μεσημέρι στη γνωστή πλατεία. Ακόμα ο κόσμος λιγοστός, είχε αρκετές ώρες μέχρι τις 6 που γέμισε για άλλη μια φορά. Γύρω από το δέντρο που κάτω από τη σκιά του επέλεξε να φύγει ο Δημήτρης Χριστούλιας, μαζεμένοι αρκετοί, άλλοι θλιμμένοι, άλλοι εξοργισμένοι, άλλοι σιωπηλοί, άλλοι βγάζοντας κραυγές. Στον κορμό καρφιτσωμένα μερικά χαρτάκια με μηνύματα. Τι μηνύματα; Οργής, αγώνα, συμπαράστασης, τιμής της μνήμης; Πώς να τα περιγράψει κανείς. Και χαμηλά μερικά λουλούδια, τα περισσότερα τριαντάφυλλα. Μαζί μου, ένας φίλος προσπαθεί να αποθανατίσει τη στιγμή, πιο πολύ τα πρόσωπα όσων βρίσκονται εκεί. Τι σκέφτονται; Τι περιμένουν; Βλέπουν τον εαυτό τους σαν τον επόμενο αυτόχειρα, ή σφίγγουν τη γροθιά για να είναι ο τελευταίος; Ποιος ξέρει τι ο καθένας κουβαλά σε αυτή την πόλη;
Φωτογραφία του Πάρη Κοντογιάννη
Σκέφτηκα ότι, τέτοια ώρα, με τέτοιο καιρό, δεν είχα ξαναβρεθεί σε εκείνο το σημείο από πέρυσι το καλοκαίρι. Από αυτά τα ηλιόλουστα μεσημέρια πριν τις συγκεντρώσεις και τις συνελεύσεις που ο κόσμος ήταν διάσπαρτος σε διάφορες γωνίες, πηγαδάκια στήνονταν ή πολλοί ρωτούσαν και εγώ κάπου πήγαινα, σε μια συνάντηση, σε κάποια επιτροπή. Το συγκεκριμένο δέντρο βρίσκεται πίσω από το σημείο που στηνόταν η μικροφωνική. Θυμήθηκα ότι τις περισσότερες μέρες δεν πήγαινα εκεί, ήταν στημένες οι σκηνές, μόνο καμιά φορά για να συζητήσω κάτι ήσυχα ή να ψιλοτσακωθώ για μια διαφωνία σε μια απόφαση της συνέλευσης ή για να καταστρώσουμε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Ήταν καλό σημείο γιατί δεν έφταναν τα μεγάφωνα και μπορούσες να μιλήσεις ήσυχα. Αλλά θυμήθηκα και τις άλλες μέρες, τις μη- κανονικές, τις γεμάτες χημικά. Έτυχε να βρίσκομαι μερικές ώρες κοντά του, όταν έλαχε να κρατήσω λίγες ώρες το μικρόφωνο. Το ζήλευαν πολλοί αυτό το δέντρο, ζήλευαν τη σκιά του όταν καίγονταν στον καυτό ήλιο. Το ζήλευα και εγώ γιατί από κάτω κάθονταν και ξεκουράζονταν αρκετοί, έβαζαν και στον κορμό την πλάτη τους, ενώ εγώ με δυσκολία καμιά καρέκλα με χαλασμένα πόδια μπορούσα να βρω.
Περπάτησα αρκετά χθες, σκεφτόμενος. Πως πέρασε αυτή η χρονιά; Πώς πέρασε ο καιρός από το περσινό καλοκαίρι, όταν η ίδια πλατεία γέμιζε πολλούς με αισιοδοξία, κέρδιζε λίγα αλλά άφηνε παρακαταθήκη για τα πάντα; Οι περίεργες πολιτικοψυχολογικές προσλαμβάνουσες που έχω μου δημιουργούν πάντα κάποια πρώτα συναισθήματα διαφορετικά από τα μετέπειτα. Σκέφτηκα την αντίθεση. Εκεί που άνθιζε η αισιοδοξία, ηγεμόνευσε η απελπισία; Στο δέντρο που δροσίζονταν πριν ξαναπάνε στη μάχη, σταγόνες αίμα. Είναι έτσι; Πολλά στρυφογυρνάνε αλλά κάτι δε μου κολλάει.
Στη μαύρη καταχνιά του μνημονίου πολλοί δεν αντέχουν και χάνονται.
Ήταν ο μόνος; Όχι. Στη γειτονιά μας, στο διπλανό σπίτι, σε μια γέφυρα που κάποτε περάσαμε, στις ράγες ενός τρένου που βρισκόμαστε μέσα, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι δίνουν τέλος στη ζωή τους. Ήταν ο τελευταίος; Όχι. Όπως μας ενημερώνουν, μόνο μερικές δεκαετίες ακόμα χρειάζονται για να ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Ίσως να μείνει και κάποιος ζωντανός
Είχε κάτι το διαφορετικό; Ναι. Η τραγική πράξη του δεν έγινε στις κλειστές πόρτες και παράθυρα του σπιτιού του, ούτε σε ένα μακρινό γκρεμό. Έγινε στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από το ελληνικό κοινοβούλιο, το κάστρο των οικονομικών δήμιων. Δεν έγινε στα κρυφά, δεν έγινε αθόρυβα χωρίς να τραντάξει την χειμαζόμενη καθημερινότητά μας. Έγινε σαν πράξη που απαίτησε να εκληφθεί σαν δήλωση, τοποθέτηση, πολιτική παρακαταθήκη.
Τι αξίζει να σκεφτείς για τον κυρ Δημήτρη; Μήπως αυτό του αγαπημένου μας ποιητή Βλαδίμηρου, που λέει περίπου ότι σε αυτή τη ζωή το εύκολο δεν είναι το να πεθάνεις, αλλά το να ζήσεις; Ή μήπως έχουμε τον σύγχρονο, κατάδικό μας «καιόμενο», έναν μάρτυρα με μια αυτοθυσία πιο παλιά από τη 12η Φλεβάρη, πιο παλιά από το καλοκαίρι, πιο παλιά από την 6η Μάη, από το Facebook και το twitter. Περίεργες οι μέρες, περίεργες οι πράξεις, περίεργη και η ποίηση. Πολλά νοήματα και πολλές ερμηνείες ταυτόχρονα.
Και κάποια στιγμή διάβασα το γράμμα. Και κάποια στιγμή αργότερα πήρα και ένα τηλεφώνημα από έναν άγνωστο αριθμό. Ήταν μια συντρόφισσα από τους Αμπελόκηπους. Ήθελε να μου πει κάποιες σκέψεις για μια ανακοίνωση. Τον ξέραμε, λέει. Πήγαινε συχνά στις λαϊκές συνελεύσεις, ερχόταν σε εκδηλώσεις, ένας άνθρωπος μια ζωή μέσα στις μάχες. Πολιτική δήλωση έκανε, να ταρακουνήσει, να δώσει σινιάλο αντίστασης ήθελε, μην ακούτε τι σας λένε τα κανάλια.
Άρα στο δέντρο που κάθονταν το καλοκαίρι, μπορεί να έκατσε και αυτός. Άρα στο δέντρο αυτό δεν επέλεξε μόνο πεθάνει. Μπορεί να επέλεξε και να ζήσει.
Μα τι άλλο; Υπάρχουν χιλιάδες μέρες, χιλιάδες τρόποι, χιλιάδες μέρη να αυτοκτονήσεις. Αν όμως θες να αυτοκτονήσεις για το θάνατο. Όμως ο Δημήτρης Χριστούλιας δεν ήθελε να φύγει έτσι, δεν ήθελε να παραιτηθεί ούτε να υμνήσει το θάνατο. Για τη ζωή πέθανε, για τη ζωή αυτοκτόνησε. Και είναι χρέος μας να παλέψουμε για να είναι ο τελευταίος. Είναι χρέος μας να καταλάβουμε ότι η πάλη, η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα δεν είναι μόνο ζητήματα βούλησης, αλλά και επιβίωσης, διαφύλαξης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Δημήτρης Χριστούλιας μίλησε ο ίδιος για τον εαυτό του και την πράξη του. Στο σημείωμα του και σήμερα ξανά μέσα από την κόρη του. Δεν θα ήθελε να κλάψουμε για την προσωπική του τραγωδία, να τον λυπηθούμε για τα δεινά του, αλλά να δώσουμε τέλος στις ατομικές και συλλογικές τραγωδίες που γέμισε πια αυτός ο τόπος. Ίσως για αυτό και χθες τα λουλούδια έκαναν το σημείο να μοσχοβολά τη μυρωδιά της ζωής και όχι τη δυσωδία του θανάτου.
Άλλωστε το μέλλον πάντα στη ζωή ανήκει. Φρόντισε να το θυμίσει και ο ίδιος γιατί φοβήθηκε μήπως έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε. Και οι πιο μισητοί δικτάτορες κάποτε ανατρέπονται. Έτσι κλείνει το σημείωμά του. Έχοντας πρώτα αφήσει κληρονομιά σε αυτούς που θα το κάνουν. Στους νέους χωρίς μέλλον που κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα.
Υ.Γ. Οι στιγμές που βρέθηκα χθες στο Σύνταγμα, βλέποντας τους ανθρώπους γύρω μου και προσπαθώντας να φανταστώ τι σκέφτονται, με έκαναν να καταλάβω μια τεράστια απόσταση. Και όχι αυτή μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των πολιτών για την οποία πάντα και ορθά μιλάμε. Αλλά μια άλλη. Αυτή μεταξύ του πλασματικού κόσμου της εκλογικής ευφορίας, των κυβερνητικών κουστουμιών και των μεγάλων ποσοστών της Αριστεράς και του πραγματικού, των ανείπωτων καθημερινών δραμάτων της κοινωνίας. Και μπορεί και πρέπει οι κάλπες να δώσουν σύγχρονα αντάρτικα μηνύματα, αλλά το σίγουρο είναι ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ».

Δεν υπάρχουν σχόλια: