της Όλ. Μοσχοχωρίτου |
γνωρίσαμε το 2006 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με την ανατρεπτική του «Νόρα» του Ιψεν. Εκτοτε είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη σκηνοθετική του προσέγγιση σε πολλά κλασσικά κείμενα. Σκηνοθεσίες που έφεραν στη σκηνή την κοινωνική πραγματικότητα, μεταφέροντας μια λεκτική και φυσική βία, συχνά ακραία, περίπου ξεκοιλιάζοντας το έργο και παραθέτοντας σε κοινή θέα τα σωθικά των πασχόντων αλλά και του συγγραφέα.
Περίεργο;
Καθόλου. Ο νεαρός σκηνοθέτης προερχόταν από το χώρο που εμείς ονομάζουμε «αναρχοαυτόνομο» η «αντιεξουσιαστικό» και φυσικά είχε θητεύσει σε καταλήψεις κτηρίων της δεκαετίας του 1990.
Βαυαρός, αριστεριστής, από φτωχή οικογένεια, τεμπέλης «που δουλεύει πολύ για να θεραπευτεί από την οκνηρία» ήταν το «τρομερό παιδί του γερμανικού θεάτρου», ήταν δέκα χρόνια διευθυντής στη Σαουμπίνε. Κάνει θέατρο γιατί θέλει να μιλήσει, να δει, να δείξει τα ζόρια της πραγματικής ζωής.
Ετσι περιγράφεται στις συνεντεύξεις που δίνει κατά καιρούς και σημειώνει με το θράσος ενός ελεύθερου ανθρώπου:
«Αυτό που θυμάμαι από τα πρώτα μου χρόνια στο Βερολίνο είναι γκρίζος ουρανός και βροχή, εννέα μήνες το χρόνο. Μια πόλη γεμάτη νέους κυρίως από τη Δυτική Γερμανία, που έρχονταν εδώ για να αποφύγουν τη δουλειά και τις προβληματικές τους οικογένειες. Και πράγματι, για πολύ καιρό δεν κάναμε σχεδόν τίποτα. Ζούσαμε κοινοβιακά στις καταλήψεις, κοιμόμασταν μέχρι το μεσημέρι, το βράδυ βγαίναμε. Συχνά βέβαια συμμετείχαμε σε διάφορες αριστερές δράσεις, σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις και πορείες…»
Ελπίζουμε βέβαια με αυτά που ανακινούμε τις περίεργες αυτές μέρες που διανύουμε, να μην βάζουμε τίποτε ιδέες στον κ. Δένδια να του απαγορεύσει την είσοδο στην… Επίδαυρο.
Ακούγεται ειρωνικό και απρόβλεπτο αλλά ακόμα και σήμερα θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του ταξιδιού στο Βερολίνο, η επίσκεψη τουλάχιστον ενός κατειλημμένου κτηρίου.
Βλέπετε, όταν η αστική τάξη αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτόν της και την εξουσία της, επιτρέπει κάποιες νομικές παρεκβάσεις , επιτρέπει την ύπαρξη κάποιων χώρων όπου η αστική νομιμότητα υποχωρεί υπέρ της αντικουλτούρας των νέων.
Αυτό το κεκτημένο έρχεται από το Μάη του ’68 και τα κινήματα πόλης, με το στόχο της επαναοικειοποίησης του δημόσιου χώρου.
Τα κινήματα του ΄60 και ΄70 κυρίως στην Ευρώπη, δώρισαν αυτήν την καινούργια πολιτική πρακτική και στον αναρχικό χώρο που την εξέλιξε θεωρητικά, αλλά και στο νεολαιίστικο κίνημα ακόμα και το εργατικό, σε περιόδους έντονης πολιτικοποίησης και κινηματικής δράσης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στην Ιταλία, λόγω των συνθηκών της ιστορικής στιγμής, μόνον στην Ρώμη υπήρχαν 3000 καταλήψεις κτηρίων.
Φυσικά όταν το πολιτικό σύστημα αισθάνθηκε καυτή την ανάσα ενός αυξανόμενου λαϊκού κινήματος, ακολούθησε η πιο βίαιη καταστολή, με αποτέλεσμα και την σταδιακή εξαφάνιση του φαινομένου.
Από της δεκαετίες του 60’- ’70 και τις διεργασίες που συντελέστηκαν, πράγματι το κίνημα των καταλήψεων υπήρξε σημαντικό τμήμα της αντικουλτούρας που διαμορφώθηκε, αρχικά στη διαμόρφωση του σύγχρονου αναρχισμού, αλλά στη συνέχεια επηρέασε γενικότερα τα ακτιβιστικά κινήματα των νέων, που διαμορφώνονταν όχι σε άμεση σχέση αλλά σε συνάφεια ή παράλληλα με τα κλασσικά συνδικαλιστικά και εργατικά κινήματα των τελευταίων 20 χρόνων.
Δόθηκε έτσι έμφαση στην αυθόρμητη ακτιβιστική δράση με στόχο την υπεράσπιση αυτόνομων ζωνών (όπως οι καταλήψεις εγκαταλειμμένων κτηρίων σε αστικά κέντρα), οι οποίες λειτουργούν ως ελεύθεροι χώροι στέγασης, νησίδες οικοδόμησης μη εμπορευματικών σχέσεων και δραστηριοτήτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών κλπ) και κέντρα μίας εναλλακτικής, αντιιεραρχικής κοινωνικοποίησης για τους συμμετέχοντες.
Ακόμα και σήμερα το φαινόμενο συνεχίζεται. Στην Ιταλία δεκάδες εγκαταλειμμένα θέατρα έχουν καταληφθεί από καλλιτέχνες και μερικά έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν ακόμα και δικαστικές αποφάσεις υπέρ τους.
Στο Λονδίνο διασώζονται με τον ίδιο τρόπο Βιβλιοθήκες που προωθούνταν προς πώληση σε ιδιώτες.
Στην Ελλάδα είχαμε παρόμοια φαινόμενα όπως την υπερεικοσαετή κατάληψη της περίφημης «Βίλλας Αμαλία», του κτηρίου επί της οδού Λέλας Καραγιάννη, της Αγοράς της Κυψέλης, μερικά πτωχευμένα Δημοτικά Κυλικεία, αλλά και το θέατρο ΕΜΠΡΟΣ κ.α.
Το κίνημα των πλατειών και η ανάγκη υπεράσπισης στοιχειωδώς της έννοιας του δημόσιου χώρου, βοήθησε στην αναζωογόνηση τέτοιων πρωτοβουλιών .
Και ενώ το λαϊκό κίνημα τον τελευταίο καιρό δεν μπορεί να πει κανείς πως βρισκόταν «στα επάνω του». Και ενώ οι βουλευτές της συγκυβέρνησης είχαν ξεθαρρέψει και τέθηκαν σε επανακυκλοφορία στα γνωστά στέκια του Κολωνακίου και του Ν. Ψυχικού, ενώ μέχρι πρότινος είχαν «δοθεί για απόσυρση», φοβούμενοι τους προπηλακισμούς και κανένα ιπτάμενο κεσεδάκι γιαούρτης, ξαφνικά η Συγκυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στην «ανομία» γενικώς και την ριζοσπαστική κινηματικότητα, προσπαθώντας να κλείσει έστω και την τελευταία ρωγμή αμφισβήτησης της αποθέωσης της εμπορευματοποίησης κάθε κοινωνικού αγαθού και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας , με ταυτόχρονη επίθεση στην αριστερά και το ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλοδαποί μικροπωλητές, καταλήψεις, γκαζάκια, καλάζνικωφ. Ξαφνικά η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Απαιτείται από το σύστημα , τουλάχιστον προς ώρας, αυτολογοκρισία ακόμα και στις εκφράσεις των βουλευτών, απαιτούν δηλώσεις νομιμοφροσύνης και μάλιστα με το κείμενο γραμμένο από τους ίδιους.
Όταν τα πράγματα αγριεύουν, σημαίνει ότι το αστικό πολιτικό σύστημα είναι ανασφαλές και καθόλου σίγουρο για την κυριαρχία του. Και τότε είναι διπλά επικίνδυνο.
Και τότε το κίνημα και η Αριστερά πρέπει να επαγρυπνούν διπλά.
Γιατί εκτός από μπαρούτι, μυρίζει και …παγίδα
πηγή: ΙΣΚΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου