του Όμηρου Ταχματζίδη |
Η
σκοπιμότητα: Ο ομότιμος
καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών
Θάνος Βερέμης
σε ένα άρθρο του με τον πομπώδη τίτλο
«Ο φαύλος κύκλος»
[εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
Κυριακή 30 Δεκεμβρίου
2012] προσπαθεί να καταδείξει
στους αναγνώστες της πολυσυλλεκτικής
συντηρητικής εφημερίδας – ο ίδιος
δηλώνεται δημοσίως ως «φιλελεύθερος»-
την προέλευση των δεινών της χώρας. Δεν
είναι οι κοινότοπες διαπιστώσεις, η
καταγραφή για μια ακόμη φορά γνωστών
προβλημάτων του ελληνικού κοινωνικού
σχηματισμού, ούτε και η εμμονή στη...
γνωστή
συνταγή του εύκολου προσδιορισμού των
αληθινών ή υποτιθέμενων υπευθύνων της
οικτρής κατάστασης στην οποία περιήλθε
η χώρα, που κινούν την περιέργεια:
ενδιαφέρον παρουσιάζει ο προβληματισμός
για το ποιόν και την αποτελεσματικότητα
παρομοίων δημοσίων παρεμβάσεων σαν και
αυτή του Θάνου Βερέμη.
Η
γλώσσα των πολιτικών: Ο
καθηγητής
αναφέρεται σε διγλωσσία των πολιτικών
και δεν έχει άδικο: απομένει στη διανόηση
του τόπου να την εξ-αρθρώσει και να
καταστήσει τους πολίτες κοινωνούς των
αδιεξόδων, τα οποία επισωρεύει στη χώρα
η πολιτική διπροσωπία.
Σημειώνει
ο Θάνος Βερέμης:
«Η γλώσσα μας στα χείλη των
πολιτικών δεν αποτελεί συχνά μέσον
επικοινωνίας αλλά απόκρυψης της
αλήθειας». Θα παραβλέψουμε
την εκκωφαντική συρρίκνωση της γλώσσας
σε απλό «μέσον επικοινωνίας»
και θα διερωτηθούμε δημοσίως: που είναι
οι μελέτες των αντιστοίχων σχολών των
ελληνικών πανεπιστημίων για την πολιτική
γλώσσα ή την γλώσσα των πολιτικών;
Εδώ και
μια εικοσαετία τουλάχιστον, οι πολιτικοί
μας – μισογραμματισμένοι και στην
καλύτερη περίπτωση ημιμαθείς, κυνικοί
και κατά κανόνα ανήθικοι - χρησιμοποιούν
κατά κόρον μια γλώσσα για την οποία θα
έπρεπε να εντρέπεται όλος ο επιστημονικός
κόσμος της χώρας: από ποια πανεπιστήμια
αποφοίτησαν όλοι τούτοι οι ανελλήνιστοι;
Αντ΄ αυτού έχει αναγορευθεί η κριτική
στο λαϊκισμό σε υποτιθέμενη πανάκεια
για όλα τα δεινά της χώρας: στο σημείο
τούτο συγκλίνουν «εκσυγχρονιστές»
και «αναθεμελιωτές»
– έχουν την πολιτική λύση στο πρόβλημα
της χώρας΄ οι μεν στην κατατρόπωση του
λαϊκισμού, οι δε στην επιστροφή σε κάποια
ασαφή έννοια παραδοσιακής «κοινότητας».
Η
διανοητική υποκρισία:
Η εντεινόμενη ακόμη και σήμερα κριτική
στον λαϊκισμό είναι μια πολιτική
υποκρισίας: όπου δεν υπάρχουν επιχειρήματα
εναντίον της λαϊκίστικης φλυαρίας,
επιστρατεύεται μια εξίσου λαϊκίστικη
ρητορική στιγματισμού από τους
υποτιθέμενους αντιπάλους του. Ο λαϊκισμός
εμφανίζεται σε πληθώρα μορφών και δεν
είναι κατ΄ ανάγκην κάθε φορά αρνητικό
φαινόμενο: δύναται να λειτουργεί ως
«ρυθμιστική ιδέα» στον έλεγχο της
λειτουργίας των θεσμών του δημοκρατικού
πολιτεύματος.
Το
επιχείρημα: Η απόκριση
σε βάθος χρόνου στις διάφορες μορφές
λαϊκισμού δεν είναι ο στιγματισμός των
συγκεκριμένων φαινομένων, αλλά μια
απάντηση, η οποία θα επιχειρηματολογεί:
βάση της θα είναι το πολιτικό και λογικό
επιχείρημα.
Δεν είναι
στις προθέσεις μας να ανοίξουμε δημόσιο
διάλογο για τη φύση του λαϊκισμού: απλώς
υπογραμμίζουμε ότι ο στιγματισμός του
φαινομένου δεν είναι απάντηση στο
περιεχόμενό του – το όποιο περιεχόμενο.
Είναι στοιχείο μεταφυσικής υποκρισίας
να επικαλούνται οι αυτόκλητοι
«αντιλαϊκιστές» ένα γενικό συμφέρον
για να αιτιολογήσουν σειρά ακατανόητων
και αναποτελεσματικών πολιτικών
επιλογών: η επίκληση ενός γενικότερου
συμφέροντος δύναται, υπό προϋποθέσεις,
να οδηγήσει σε εκτροπές - να φαλκιδεύσει
τη δημοκρατική διαδικασία και το
δημοκρατικό κεκτημένο.
Η πληθωρική
επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, της
σωτηρίας της πατρίδος ή της διασφάλισης
του μέλλοντος των επόμενων γενιών στον
καιρό της κρίσης και της δοκιμασίας δεν
είναι επιχείρημα: αντιθέτως χρειάζονται
επιχειρήματα, τα οποία θα αιτιολογούν
τούτες τις επικλήσεις και τις πολιτικές
επιλογές που τις συνοδεύουν.
Η
κατακεραύνωση των αντιπάλων ως λαϊκιστών
δεν είναι επιχείρημα υπέρ μιας πολιτικής
επιλογής, αλλά μορφή πολιτικού
ετεροπροσδιορισμού, εκδήλωση αδυναμίας
διατύπωσης συνεκτικού και πειστικού
πολιτικού επιχειρήματος: μια μορφή
πολιτικής άρνησης, η οποία προσπαθεί
να επιβιώσει μέσα σε μια ακραία λογική
στρατοπέδων με την πρακτική του
στιγματισμού – ο αντιλαϊκισμός,
όπως όλες οι πολιτικές εκδοχές του
«αντί»,
είναι μορφή αντιδιαλεκτικού
λόγου.
Φιλελευθερισμός
και εθνολαϊκισμός:
Επανερχόμαστε στο άρθρο του Θάνου
Βερέμη, το οποίο παρουσιάζει
ενδιαφέρον για δύο λόγους: ο πρώτος
αφορά στο γεγονός ότι επικαλείται τον
Στέλιο Ράμφο
και το νέο του βιβλίο, ο δεύτερος ότι ο
πολιτικώς φιλελεύθερος κινείται στις
παρυφές εθνικιστικών ιδεολογημάτων,
χαρακτηριστικών μιας κυρίαρχης μορφής
λαϊκισμού, του εθνολαϊκισμού.
Ο Θάνος
Βερέμης παραπέμπει στο
νέο βιβλίο του Στέλιου
Ράμφου – είναι εκπληκτικός
ο τρόπος με τον οποίο η αντίληψη
στρατοπέδων συνδέει την οργανική
διανόηση του τόπου και καθιστά συναινέσεις
δυνατές, χωρίς συγκρούσεις ουσίας - για
να αναπτύξει τις σκέψεις του: και,
πιθανώς, να διαφημίσει το βιβλίο –
γενναιόδωροι εκ φύσεως συνεχίζουμε και
εμείς τη διαφήμιση: «Στέλιος
Ράμφος, Ο «άλλος» του καθρέπτη».
[Αθήνα
2012, εκδόσεις Αρμός]
Οι
κοινότοπες προσεγγίσεις του Στέλιου
Ράμφου
αγγίζουν ένα από τα νεύρα της εποχής
και έχουν το κοινό τους: ο πρώην νεορθόδοξος
«πουλάει», αλλά κανείς δε διερωτάται
αν και κατά πόσο έχει αλλάξει η δομή
της σκέψης του στη νέα «μετανεορθόδοξη»
περίοδο των ερευνητικών ανησυχιών και
αναζητήσεων του - το μέγεθος της
καταστροφής που επέφερε το νεοεθνικιστικό
«νεορθόδοξο» ρεύμα σκέψης στην ελληνική
κοινωνία δεν έχει αποτιμηθεί ακόμη΄
ίσως διότι τα πρόσωπα-φορείς του
μεσουρανούν ακόμη στην πνευματική ζωή
του τόπου, με μόνη εξαίρεση τον πρόωρα
θανόντα Κωστή Μοσκώφ.
Η
υποτιθέμενη «δυτικότροπη» προσέγγιση
των πολιτικών μας πραγμάτων φαίνεται
να αγνοεί σε τι βάθος έχει εμποτίσει ο
πολυπρόσωπος ανορθολογικός εθνικισμός
την κοινωνική συνείδηση: πολλές φορές
ευρίσκεται και η ίδια εγκλωβισμένη στο
«λόγο» του ανορθολογικού - ο Θάνος
Βερέμης, σημειώνει, υπό
την επήρεια των «φώτων», του Στέλιου
Ράμφου: « …για
μια ακόμη φορά, οι εκλεγμένοι μας
αντιπρόσωποι αποδίδουν ένα μέρος της
ψυχοσύνθεσής μας, εκεί που δίνεται και
χάνεται η μάχη ανάμεσα στο ανώριμο εγώ
μας και τη μηδέποτε ωριμάζουσα ατομική
μας προσωπικότητα».
Ο
κοινός παρανομαστής:
Στο σημείο τούτο συγκλίνουν συντηρητικοί,
υπερσυντηρητικοί, εθνικιστές και
ακροεθνικιστές: προσπαθούν να ερμηνεύσουν
την ελληνική πραγματικότητα με όρους
«ταυτότητας»
- και τα αποτελέσματα είναι τις περισσότερες
φορές κωμικοτραγικά.
Στο
συγκεκριμένο άρθρο ο Θάνος
Βερέμης εντοπίζει τη
λέξη κλειδί, η οποία εξηγεί τον περίφημο
«φαύλο κύκλο»:
«ψυχοσύνθεση».
Με την
επίκληση μιας υποστασιοποιημένης
«ψυχοσύνθεσης»
των σύγχρονων Ελλήνων ( το περίφημο
«μας») ο
Θάνος Βερέμης
θεωρεί ότι έχει ανακαλύψει το αυγό του
Κολόμβου: ο φαύλος κύκλος διαμορφώνεται
από την «ανωριμότητα του
εγώ μας» και της «μηδέποτε
ωριμάζουσας ατομικής μας προσωπικότητας».
Η περίτεχνη διατύπωση δεν πρέπει να
πανικοβάλλει τον αναγνώστη, διότι
υποστηρίζει κάτι πολύ απλό: «έχουμε
τους πολιτικούς που μας αξίζουν»
και αυτοί με τη σειρά τους «έχουν
το λαό που τους αξίζει»
- φροντίζει για αυτό η «ψυχοσύνθεσή
μας».
Η
έλλειψη αιτιολόγησης:
Αλλά ο Θάνος Βερέμης,
οφείλει να εξηγήσει τι σημαίνει
«ψυχοσύνθεση»
ενός «μας».
Έχει καμία επιστημονική αναλυτική αξία
η χρήση της λέξης «ψυχοσύνθεση»
για ευρύτερα κοινωνικά σύνολα; Ας πούμε
η «ψυχοσύνθεση»
των Παοκτζήδων;
Το πράγμα
οδηγείται ad
absurdum:
είναι προφανές ότι πρόκειται για μια
«έννοια-παγίδα», η οποία εγκλωβίζει και
δεν οδηγεί πουθενά – οδηγεί μόνο σε
εκείνη την αντιπαραγωγική και αδιέξοδη
λογική, την οποία υπαγορεύουν αμφιβόλου
περιεχομένου έννοιες ταυτότητας
(αυτογνωσία, εθνικός χαρακτήρας κλπ).
Η
«ψυχοσύνθεση»
«μας»
είναι μια «έννοια»
υποκατάστατο αντίστοιχων εννοιών, όπως
για παράδειγμα εκείνης του εθνικού
χαρακτήρα. Ο Απόστολος
Βακαλόπουλος – τον οποίο
επικαλούνται διάφοροι ιδεολόγοι του
νεοεθνικισμού, π.χ. η ομάδα του περιοδικού
Άρδην-
έχει συγγράψει ένα εξαιρετικώς ενδιαφέρον
βιβλίο για τον «Χαρακτήρα
των Ελλήνων»!!!
Πρόκειται
για χαρακτηριστικό παράδειγμα αφήγησης
της υποτιθέμενης διαχρονίας των Ελλήνων,
όπου αναδεικνύεται ανάγλυφα ο κίνδυνος
να περιπέσει η επιστημονική έρευνα σε
τέτοια σύγχυση, ώστε να αναλώνεται στην
απλή συρραφή επιφανειακών δεδομένων
και να θεωρεί ότι αποκαλύπτει διαχρονικές
ιστορικές και κοινωνικές αλήθειες: ο
διαχρονικός χαρακτήρας των Ελλήνων, ο
ιδιαίτερος ανθρωπολογικός τους τύπος,
η ψυχοσύνθεση τους – η
αναζήτηση της επιστημονικής γνώσης
αντικαθίσταται από διάφορες
υποστασιοποιημένες εθνικιστικές
χίμαιρες.
Το
διάστημα από την «ψυχοσύνθεση»
του Θάνου Βερέμη
στη φιγούρα του «ελληνόψυχου»
της μεταχρονολογημένης ελληνικής
καρικατούρας του χιτλερισμού δεν είναι
μεγάλο: το φαινόμενο δεν τροφοδοτείται
μόνο από την οικονομική κρίση, όπως
βαυκαλίζεται η κομουνιστική
και μετακομουνιστική θεώρηση,
αλλά και από το ευεπίφορο μιας κοινωνικής
και πολιτικής συνείδησης, η οποία
«σκέπτεται» σε λογικές «ταυτότητας».
Άβυσσος το αδιέξοδο των
Ελλήνων…
Το
αντισυνδικαλιστικό στερεότυπο:
Όσον αφορά τα επιχειρήματα του Θάνου
Βερέμη κατά των
αντιμνημονιακών
σημειώνουμε ότι εντάσσονται πλήρως σε
αυτό που περιγράψαμε παραπάνω ως
επιχείρηση στιγματισμού του αντιπάλου.
Ο
αρθρογράφος, όπως και η πλειονότητα των
καθεστωτικών διανοουμένων, ανακαλύπτουν
–στο πλαίσιο μιας λογικής παρατάξεων-
αμέσως τους υπαιτίους της σημερινής
καταστροφής στο «αντίπαλο στρατόπεδο»,
παραβλέποντας ότι η σημερινή συνθήκη
είναι απόρροια πολυπαραγοντικών
κοινωνικών δυναμικών: ο
Θάνος Βερέμης, όπως και μεγάλο μέρος
της καθεστωτικής διανόησης, αυθυπνωτίζεται.
Σε τούτη
την κατάσταση αυθύπνωσης ενθυμείται
να κατακεραυνώσει, γενικώς και αορίστως,
τους συνδικαλιστές, όπως κάνουν και
τόσοι άλλοι, αποσιωπώντας μια βασική
αλήθεια: τα πράγματα θα είχαν πιθανώς
άλλη έκβαση εάν υπήρχε στη χώρα μας ένα
συνδικαλιστικό κίνημα διαφορετικώς
δομημένο.
Και μια
κουβέντα για κοινωνική
και επιστημονική ευθύνη:
πόσοι τίτλοι βιβλίων και πόσες
επιστημονικές έρευνες υπάρχουν αναφορικά
με την πραγματικότητα του ελληνικού
εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος
και τη σχέση του με το δημοκρατικό
πολίτευμα;
Και
τίθεται ευλόγως το ερώτημα προς όλους
«μας» -
για να κινηθούμε και εμείς στη λογική
του «μας»
του Θάνου Βερέμη-
αναφορικά με τη σημασία των συνδικάτων
σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα: ήταν ή
δεν ήταν γνωστό (και εξακολουθεί να
είναι, αλλά κανείς δεν ομιλεί δημοσίως,
ούτε από την πλευρά των «μνημονιακών»,
ούτε και από εκείνη των «αντιμνημονιακών»)
ένα κάποιο έλλειμμα δημοκρατίας στη
χώρα μας, το οποίο οφείλονταν στην
ανυπαρξία ανεξάρτητων εργατικών
συνδικάτων; Ήταν ή δε ήταν γνωστό ότι
το έλλειμμα αυτό οφειλόταν πρωτίστως
στη συγκεκριμένη θεσμική δόμηση του
εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος
με τα εκατοντάδες μικρά και ανίσχυρα
πρωτοβάθμια σωματεία, βορά στις διαθέσεις
μιας ασύδοτης και καιροσκοπικής
εργοδοσίας μικρών μονάδων, φορέων
παραοικονομίας, φοροδιαφυγής και
εισφοροδιαφυγής;
Δεν
έχουμε συναντήσει πουθενά και ποτέ –
μετά την ψήφιση του 1264/1982 – μια οποιαδήποτε
αναφορά στην ανάγκη εκσυγχρονισμού του
πλαισίου λειτουργίας των συνδικάτων.
Επίσης,
δεν ακούσαμε ποτέ κανέναν πολιτικό
οποιουδήποτε κόμματος, ούτε πανεπιστημιακό
ή δικαστή, να διαμαρτύρεται για τον
έλεγχο των Συνδικάτων: σε ποια χώρα της
Ευρώπης υπάρχουν εργατικοί συνδικαλιστικοί
φορείς οι οποία ελέγχονται δικαστικώς,
οικονομικώς και πολιτικώς από το κράτος;
Ποιες είναι οι μακροπολιτικές και
μακροκοινωνιολογικές συνέπειες της
ελληνικής ιδιαιτερότητας; Γιατί κανένας
πολιτικός φορέας – από την κομμουνιστική
αριστερά μέχρι την εθνικιστική ακροδεξιά
- δεν αντιδρά στο θεσμικό
απολίθωμα, στο οποίο
βασίζεται η οργάνωση του εργατικού
συνδικαλισμού;
Αναφέρουμε
το συγκεκριμένο παράδειγμα, διότι σήμερα
τα συνδικάτα -αυτό το κακέκτυπο εργατικής
οργάνωσης που ελέγχεται από το κράτος
και την εργοδοσία- είναι ο εύκολος
στόχος: αλλά οι ενστάσεις
εναντίον των συνδικάτων παραβλέπουν
το βάθος των πραγμάτων – η αδυναμία
κοινωνικής παρέμβασης και η εξάρτηση
τους, στέρησαν από τη δημοκρατία μας
έναν αποτελεσματικό και ουσιαστικό
ελεγκτικό μηχανισμό απέναντι στη
διαφθορά, τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή
και… last
but
not
least
στη διασφάλιση του υγιούς οικονομικού
ανταγωνισμού!
Η
αρχή της ήττας: Η
«μεταπολίτευση» υπέστη το πρώτο της
ρήγμα από τη στιγμή που ελέγχθηκαν τα
Συνδικάτα από το κράτος: το γεγονός
συμπίπτει με εκείνη την περίοδο κατά
την οποία το πολιτικό ενδιαφέρον της
ελληνικής κοινωνίας οδηγήθηκε συστηματικώς
από το «κοινωνικό»
στο «εθνικό»
- εδώ η συμβολή διαφόρων ρευμάτων του
εθνικισμού υπήρξε καταλυτική. Αλλά η
μεταφορά του ενδιαφέροντος από το
«κοινωνικό»
στο «εθνικό»
«μετέφερε» και τη δυνατότητα αναδιανομής
του πλούτου αποκλειστικώς στο κράτος:
η ικανοποίηση των αναγκών μετατράπηκε
σε αποκλειστικώς πολιτική υπόθεση
(κομματική κατά την ελληνική εκδοχή του
πολιτικού) και ο λαϊκισμός άρχισε να
υποκαθιστά το απτό εργατικό αίτημα -
σήμερα εμβιώνουμε τις πρακτικές
συνέπειες τούτης της ιδεολογικοπολιτικής
μετατόπισης.
Δεν είναι
τυχαίο ότι ο όρος «συντεχνίες»
πρωτοσταδιοδρομεί τη στιγμή που ο
εργατικός συνδικαλισμός αρχίζει να
περνάει ολοκληρωτικώς στον έλεγχο του
κράτους και των κομμάτων εξουσίας.
Κυνική
παρατήρηση: Θα πρέπει
να αποδώσουμε τον κατακερματισμό των
συνδικαλιστικών οργανώσεων στην
«ανωριμότητα»
«μας» ως
λαού και στην «ψυχοσύνθεσή»
«μας»;
Κατά το γνωστό: «Άμα
πετάξεις πέτρα ή σκύλο θα κτυπήσεις ή
πρόεδρο»!
Υ.Γ.: Εάν
σοβαρολογεί ο Θάνος
Βερέμης με την
υποστασιοποιημένη «ψυχοσύνθεση»,
δεν έχει παρά να αποταθεί σε κάποιο
τμήμα κοινωνικής ανθρωπολογίας ή
ψυχολογίας του Παντείου για να διερευνηθεί
επιτέλους η «ψυχοσύνθεσή»
«μας».
Προτείνουμε η έρευνα να ξεκινήσει από
τους πανεπιστημιακούς: εκτός και εάν
τούτοι ευρίσκονται εκτός του ενδιαφέροντος
της επιστήμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου