Η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με την “Κοινωνική Αριστερα”, μια ομάδα στελεχών που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, έχει προκαλέσει συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς. Η Αυγή προβάλλει τη συνεργασία σαν ένα βήμα προς στο σχηματισμό ενός “νέου συνασπισμού εξουσίας”. Στις σελίδες της...εφημερίδας έκαναν ήδη την εμφάνισή τους κείμενα ανοιχτής διαφωνίας, όπως αυτό των 32 συνδικαλιστών από τη Θεσσαλονίκη.
Το πρώτο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι η συζήτηση αυτή δεν θα είναι εφήμερη και δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σεκταριστικά. Η κρίση του ΠΑΣΟΚ δεν είναι ένα οποιοδήποτε φαινόμενο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εξέλιξη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας στη Μεταπολίτευση. Το κόμμα που μπόρεσε να εξασφαλίζει τη συναίνεση της εργατικής τάξης και να την πειθαρχεί για σχεδόν 40 χρόνια χάνει αυτή την δυνατότητα. Η Αριστερά έχει καθήκον να απευθυνθεί προνομιακά σε αυτόν τον κόσμο που και στους αγώνες και στις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι προς τα εκεί στρέφει τις ελπίδες του.
Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για βαθιά διαδικασία, το χειρότερο που έχει να κάνει η Αριστερά είναι να αντιμετωπίσει τον κόσμο που σπάει από το ΠΑΣΟΚ απλώς ως ψηφοφόρους που ψάχνουν μια εναλλακτική πολιτική στέγη. Αυτή είναι δυστυχώς η γραμμή με την οποία ντύνει ο ΣΥΡΙΖΑ τα ανοίγματά του προς τους “πασοκογενείς”. Το σχήμα με λίγα λόγια λέει πως επειδή η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ κινήθηκε προς τα δεξιά, ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ, αλλά και ορισμένα στελέχη του τώρα μπορούν να ενταχθούν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η αντιμετώπιση υποτιμάει το χαρακτήρα της πολιτικής κρίσης και τη ρήξη που έχει ήδη κάνει ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης. Είναι υποτίμηση να θεωρεί κανείς ότι το μόνο που ανακαλύπτει αυτή τη στιγμή ο κόσμος είναι ότι ο Γιώργος Παπανδρέου πρόδοσε την ΠΑΣΟΚική κληρονομιά. Σήμερα σπάνε ευρύτερες αυταπάτες. Για τις “επιτυχίες” του ελληνικού καπιταλισμού, για το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, για το ρόλο των τραπεζών.
Η 28η Οκτωβρίου έδειξε πόσο μαζικά κλονίζεται ο σεβασμός στους θεσμούς – κάστρα της αστικής σταθερότητας, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στην εκκλησία και το στρατό. Σπάνε ακόμα πιο σημαντικές αυταπάτες, για το ρόλο του πολιτικού συστήματος, για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, για τον ίδιο τον καπιταλισμό που δεν δουλεύει.
Αυτή η μετακίνηση κάθε άλλο παρά έχει ολοκληρωθεί και κάθε άλλο παρά είναι χωρίς επιστροφή. Το ερώτημα είναι αν η Αριστερά θα βοηθήσει να ολοκληρωθεί αυτή η πορεία, θα δώσει περισσότερη αυτοπεποίθηση στον κόσμο να κάνει περισσότερες ρήξεις ή θα του πει “φτάνει μέχρι εδώ”. Η δεύτερη επιλογή δεν είναι παρά η ανακύκλωση ενός παλιού καλού ΠΑΣΟΚ στη θέση του “μεταλλαγμένου” και θέλει να ξαναμπουκώσει την εργατική τάξη με τις αυταπάτες από τις οποίες μόλις απαλλάσσεται. Σε πολύ απτό επίπεδο, με ποιο τρόπο θα βγει κερδισμένο το κίνημα αν μετά τις επόμενες εκλογές η μισή κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από κάποιους από τους σημερινούς βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και άλλα στελέχη σαν τον πρώην υπουργό Αντώνη Κοτσακά ή τον πρώην πρόεδρο της ΓΣΕΕ Γιώργο Ραυτόπουλο (δύο από τους βασικούς της “Κοινωνικής Αριστεράς); Αντί να βοηθήσουν τη στροφή προς τα Αριστερά τέτοιες επιλογές καταγράφουν ολοφάνερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά.
ΙσοπέδωσηΑκόμα και στο επίπεδο των “πασοκογενών” στελεχών, να ταυτίζει κανείς για παράδειγμα τον Παναγιώτη Κουρουμπλή που ψήφισε το Μνημόνιο, με τη Σοφία Σακοράφα που διαχώρισε τη θέση της με καθαρό τρόπο από την αρχή, είναι ισοπέδωση στη βάση ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Ο κοινός παρονομαστής όσο θα συνεχίζεται η κρίση του ΠΑΣΟΚ, και όσο όλο και περισσότεροι βουλευτές θα βλέπουν την κοινοβουλευτική τους έδρα με το κυάλι, είναι λογικό να πηγαίνει δεξιότερα.
Υπάρχουν δύο ζητήματα που εμποδίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να δει τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και χρειάζεται να συζητηθούν. Το ένα συμπυκνώνεται στη φράση “μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ”. Είναι λογικό στελέχη όπως ο Κοτσακάς που υπήρξε Υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου και του Σημίτη να θέλουν να πείσουν ότι η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ έχει σήμερα “υποκλέψει” το κόμμα. Όμως η Αριστερά πρέπει να εξηγεί ότι η πορεία του ΠΑΣΟΚ προς τα δεξιά ήταν φυσική εξέλιξη που ακολούθησε ολόκληρη η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Δεν οφείλεται σε “κατάληψη από ξένη δύναμη”, αλλά στην ίδια την κεντρική λογική ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση μπορεί να δαμάσει τον καπιταλισμό και να τον κάνει “ανθρώπινο”. Οι συμβιβασμοί του ΠΑΣΟΚ με την αστική τάξη δεν ξεκίνησαν το 2011 αλλά το 1974.
Τα στελέχη της “Κοινωνικής Αριστεράς” ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλον ότι ο Γιώργος Παπανδρέου βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του ΠΑΣΟΚ. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τον στήριξαν στην εσωκομματική μάχη για να βγει πρόεδρος. Στην ανακοίνωσή τους γράφουν καθαρά: “Ας κρατήσουμε ζωντανή την ανάμνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ της προσφοράς των αγώνων, των κατακτήσεων και της αλληλεγγύης, ας διατηρήσουμε την νοσταλγία εκείνων των όμορφων χρόνων.” Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο Κοτσακάς ήταν υπουργός ως το 1996, τα “όμορφα χρόνια” έφτασαν μάλλον μέχρι εκεί. Ή ίσως ως το 2011 όταν αποχώρησε και από το κόμμα.
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το τι πραγματικά βρίσκεται σε κρίση σήμερα; Το καπιταλιστικό σύστημα ή μια μορφή του; Η πολιτική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με την “Κοινωνική Αριστερά” δηλώνει ανοιχτά ότι πρόκειται για κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Στη διακήρυξή της η Κοινωνική Αριστερά μάλιστα δεν φτάνει ούτε μέχρι εκεί. Κατονομάζει ως αιτίες της κρίσης: “Λάθη, συμβιβασμοί, ανεπάρκειες, καθυστερήσεις και ευθύνες δεκαετιών του πολιτικού συστήματος, κυρίως εκείνων των κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, η έλλειψη οραματικού σχεδίου για την ανάπτυξη, την οικονομία και την κοινωνία και οι καταστροφικές εξαρτήσεις από υπερεθνικά κέντρα εξουσίας”. Την ώρα που ολόκληρος ο πλανήτης βυθίζεται στην κρίση, αν εξηγεί κανείς την κατάσταση με βάση τις ανεπάρκειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Το όριο είναι η πρόταση μιας αριστερής κυβέρνησης που θα προσπαθήσει να κάνει καλύτερους συμβιβασμούς με τη Μέρκελ και με τους διεθνείς τραπεζίτες απ΄ό,τι κάνει ο Παπαδήμος.
Σ'αυτό το ζήτημα είναι που παγιδεύεται και η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Ο Δημήτρης Στρατούλης για παράδειγμα προτείνει στην Κυριακάτικη Αυγή τη συνεργασία “των δυνάμεων της αριστεράς και των βασικών πυλώνων της (ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ)... ώστε να σχηματιστεί ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο και μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, που θα μπορέσει να αναδείξει μία αριστερή προοδευτική κυβέρνηση, η οποία θα αναλάβει να βγάλει τη χώρα και το λαό από τη σημερινή λεηλασία και εξαθλίωση”. Με τη μια ή την άλλη διαδρομή, στο βάθος βρίσκεται μια αριστερή κυβέρνηση που θα αναλάβει εν ονόματι του κόσμου να δώσει λύση.
Είναι σωστή η κριτική που κάνουν οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ από τη Θεσσαλονίκη όταν καταγγέλλουν τη “συνεργασία με πολιτικά και συνδικαλιστικά στελέχη που εγκαταλείπουν το ΠΑΣΟΚ χωρίς να αποστασιοποιούνται από τη διαχρονική πολιτική που μας οδήγησε στην κρίση, χωρίς να κάνουν την ελάχιστη αυτοκριτική για τα μέτρα που στήριξαν επί δεκαετίες.. Ιδιαίτερα όταν μεταξύ αυτών των στελεχών περιλαμβάνονται διανοούμενοι που διατέλεσαν προσωπικοί σύμβουλοι - θαυμαστές του ΓΑΠ και 'μόνιμα' στελέχη της κομματικής γραφειοκρατίας του.” Όμως το θέμα δεν είναι να καταγγείλουμε με ακόμα πιο δυνατή φωνή τα στελέχη που φεύγουν από το ΠΑΣΟΚ. Καλοδεχούμενοι θα είναι αν αποχωρήσουν ακόμη περισσότεροι.
ΖητούμεναΤο ζήτημα είναι αν η Αριστερά προτείνει και οργανώνει όντως κάτι διαφορετικό. Το παράδειγμα της ΕΣΗΕΑ δίνει αρνητική απάντηση. Εκεί, η ηγεσία πέρασε στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η κλιμάκωση των απεργιών, η οργάνωση της βάσης, ο συντονισμός της πάλης στα ΜΜΕ που κλείνουν και απολύουν παραμένουν ζητούμενα. Ο Νίκος Βούτσης κάνει ταχυδακτυλουργία όταν ισχυρίζεται πως η συνεργασία με τους “πασοκογενείς” εμποδίζει “μια νέα περιπέτεια ανασύνθεσης του 'καλού' ΠΑΣΟΚ υπό νέα διεύθυνση ή και με νέο τίτλο”. Αν η νέα διεύθυνση είναι ο Τσίπρας και ο νέος τίτλος είναι “ΣΥΡΙΖΑ” αλλά κάνει ακριβώς τα ίδια, τότε δεν αλλάζει τίποτα επί της ουσίας.
Ο υποτιθέμενος ρεαλισμός πίσω από τα ανοίγματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτοκαταστροφικός. Η Αριστερά έχει το καθήκον να απευθυνθεί στον κόσμο που έρχεται σε ρήξη με το ΠΑΣΟΚ για να οργανώσουν μαζί τη σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Η οικονομική κρίση κάνει επιτακτική ανάγκη για προτάσεις που έρχονται σε σύγκρουση με κάθε “ρεαλισμό” του συστήματος. Τον ρεαλισμό που λέει ότι τα εργοστάσια θα ανήκουν για πάντα στους εργοστασιάρχες, ότι οι απολύσεις είναι δικαίωμα των αφεντικών. Έχουν υπάρξει στιγμές που οι κυβερνητικοί θώκοι σταμάτησαν να είναι άβατο για τα στελέχη της Αριστεράς. Το ζήτημα είναι αν θα σταματήσουν τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών να είναι άβατο για τους εργάτες. Γι'αυτό χρειαζόμαστε μια Αριστερά αντικαπιταλιστική που να πρωτοστατεί σ'αυτήν την κατεύθυνση.
Ν. Λούντος από
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου