Σωτήρης Βαλντέν
Παρέμβαση στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης» στις 22 Δεκεμβρίου 2011 με θέμα «Πού πάει η Ευρώπη;». Οι απόψεις που διατυπώνονται είναι αυστηρά προσωπικές
Πού πάει η Ευρώπη» είναι ο τίτλος της εκδήλωσης. Η απάντηση, πολύ φοβάμαι, είναι πως δεν γνωρίζουμε. Η αβεβαιότητα για... το μέλλον έχει αυξηθεί στο έπακρο, καθώς οι εξελίξεις φαίνονται να καθορίζονται όλο και περισσότερο από τυφλές δυνάμεις, προϊόντα μεν της ανθρώπινης δράσης, αλλά μη υπαγόμενα σε συλλογικές βουλήσεις και αποφάσεις, καθώς οι τελευταίες αδυνατούν να διαμορφωθούν.
Η Ευρώπη φαίνεται σήμερα ακυβέρνητο πλοίο που κατευθύνεται προς την βραχώδη ακτή, ενώ κάποιοι προσπαθούν να το σώσουν επιταχύνοντας τον πλου προς τα βράχια (πάει πια η εποχή όπου μας έλεγαν ότι το πλοίο, ακυβέρνητο, κάνει κρουαζιέρες στην Καραϊβική). Μήπως λοιπόν το ναυάγιο είναι βέβαιο; Όσοι από μας εξακολουθούμε να πιστεύουμε στον ανθρώπινο λόγο, ελπίζουμε -ή πιστεύουμε- ότι από τους επιβάτες και το πλήρωμα που βλέπουν τα βράχια να πλησιάζουν, η συντριπτική πλειοψηφία φοβάται το ναυάγιο και κάποιοι θα βρεθούν -έστω και την τελευταία στιγμή- να πιάσουν το πηδάλιο και να στρίψουν το πλοίο. Και βέβαια καλό θα ήταν να βάλουμε και εμείς πλάτη ώστε αυτό να συμβεί.
Στην παρέμβασή μου δεν θα επιχειρήσω μια συστηματική παρουσίαση των προοπτικών του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Θα επικεντρωθώ σε ορισμένα μόνο σημεία που θεωρώ χρήσιμα για τη συζήτηση που σήμερα διεξάγεται στο χώρο της ελληνικής δημοκρατικής αριστεράς.
Σημείο πρώτο: Η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει.
Αυτό είναι για μένα το αφετηριακό σημείο. Χρειαζόμαστε την Ευρώπη, για να μπορέσουμε να διαφυλάξουμε και να αναπτύξουμε το μοντέλο ζωής μας, αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο και που, παρά τις ελλείψεις και τις υπαναχωρήσεις του, είναι το καλύτερο (από τα υπαρκτά) στον κόσμο, και αυτό που βρίσκεται καταφανώς πλησιέστερα στις ευαισθησίες και τα οράματα της αριστεράς. Το ευρωπαϊκό μοντέλο υφίσταται κατά μέτωπο επίθεση από μιαν άκρατη παγκοσμιοποίηση. Μια παγκοσμιοποίηση που σήμερα πια ελάχιστοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μας οδηγεί, με τον αυτόματο πιλότο, στον παράδεισο. Όμως και όποιος πιστεύει ότι η εθνική αναδίπλωση αποτελεί απάντηση στην επίθεση αυτή, πλανάται, πιστεύω, πλάνην μεγάλην.
Μόνο η Ευρώπη έχει την κρίσιμη μάζα για να μπορεί να τιθασεύσει τις περίφημες αγορές, να επηρεάσει τις παγκόσμιες εξελίξεις και να συμβάλει σε μια νέα παγκόσμια διακυβέρνηση. Και εννοείται πως το ευρώ είναι το ισχυρότερο όπλο της Ευρώπης.
Μόνο η Ευρώπη έχει την κρίσιμη μάζα για να διαχειριστεί σωστά την αναπόφευκτη μετακίνηση του κέντρου βάρους της ανθρωπότητας προς ανατολάς, αναζητώντας για τον εαυτό της μια βιώσιμη θέση στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα.
Μόνο μια ισχυρή και ανοιχτή Ευρώπη μπορεί να διαφυλάξει και να προβάλλει τις ελευθερίες μας και την ανοχή στον άλλο, απέναντι σε ισχυρές δυνάμεις αναδίπλωσης στην ήπειρο και τη γειτονιά μας.
Σημείο δεύτερο: Η σημερινή Ευρώπη κινείται σε λάθος κατεύθυνση και κινδυνεύει.
Η Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω σε δύο συνθέσεις/συμβιβασμούς: έναν εθνικό ανάμεσα σε μεγάλες και μικρές χώρες, πλούσιες και λιγότερο πλούσιες, βόρειες και νότιες. Και έναν πολιτικό, ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά. Αγκωνάρι αυτών των συνθέσεων -πάνω βέβαια στο υπόβαθρο της δημοκρατίας και των τεσσάρων οικονομικών ελευθεριών- ήταν θεσμικά μεν η κοινοτική μέθοδος, οικονομικά και κοινωνικά δε η αλληλεγγύη και η συνοχή. Αυτές οι ισορροπίες απειλούνται σήμερα με πλήρη ανατροπή προς την κατεύθυνση της δεξιάς -μιας δεξιάς που λίγη πια σχέση έχει με τις μεταπολεμικές χριστιανοδημοκρατίες- και του ηγεμονισμού των μεγάλων κρατών. Αυτή η κατεύθυνση δεν μας αρέσει, ως αριστερούς και ως Έλληνες.
Όμως η σημερινή κατεύθυνση της Ευρώπης ούτε βιώσιμη είναι. Οικονομικά, γιατί οι συνταγές του νεοφιλελευθερισμού, έχουν αποδειχθεί μείζον μέρος του προβλήματος και καθόλου της λύσης του. Κοινωνικά και εθνικά, γιατί μια Ευρώπη της λιτότητας και του γερμανικού ηγεμονισμού δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναγκαία συναίνεση για να επιβιώσει σε πλαίσια δημοκρατικά. Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η διάδοση αντιτιθέμενων λαϊκισμών σε βορρά και νότο, τάση που διαρρηγνύει τον συνεκτικό ιστό της ευρωπαϊκής οικογένειας που τόσο επίπονα οικοδομήθηκε μετά τη λαίλαπα του ναζισμού.
Η αδιέξοδη πορεία της Ευρώπης εκφράζεται και από την ανικανότητα της ηγεσίας της να την κατευθύνει. Όμως η σημερινή κρίση διακυβέρνησης δεν εξηγείται απλά από την όποια ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης. Οφείλεται και στην αποδιάρθρωση των μηχανισμών που θα μπορούσαν να ελέγξουν την αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση, στο αυξανόμενο δημοκρατικό έλλειμμα, καθώς και στη θεσμική εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημείο τρίτο: Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση
Συχνά, με τις αναπόφευκτα τεχνοκρατικές συζητήσεις και διαμάχες για την κρίση του ευρώ, χάνεται η κρίσιμη διάσταση της δημοκρατίας. Αξίζει γι’ αυτό ίσως να τονιστεί ότι μια Ευρώπη που παραμένει επί μακρόν τρομοκρατημένη μην τυχόν και οι πολίτες της εκφράσουν τη γνώμη τους γι’ αυτήν δεν έχει μέλλον, τουλάχιστον στα πλαίσια δημοκρατικών καθεστώτων. Και αυτό άσχετα με το γεγονός ότι τα δημοψηφίσματα δεν είναι κατά κανόνα ο καλύτερος τρόπος δημοκρατικής έκφρασης των πολιτών.
Είναι άραγε περίεργο ότι οι πολίτες βλέπουν με καχυποψία μιαν Ευρώπη που οι ηγέτες της την ταυτίζουν με τη λιτότητα, την ανεργία, την ύφεση και το “ραβδί” της τιμωρίας; Μας εκπλήσσει ότι καταψηφίζουν την Ευρώπη στην πρώτη ευκαιρία, όταν οι απόμακρες και γραφειοκρατικές Βρυξέλλες εμφανίζονται να παρακάμπτουν τις επιλογές που έχουν κάνει οι λαοί εκλέγοντας τις κυβερνήσεις τους; Ακόμη και το “δίλημμα του τρόμου” που λέει “ή αυτή η αποκρουστική Ευρώπη ή ακόμη χειρότεροι σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί”, “πιάνει” μόνο εκεί όπου εκκρεμεί κάποια δόση για να αποφευχθεί η χρεοκοπία. Αλλά και εκεί όχι μακροπρόθεσμα.
Όσοι λοιπόν βλέπουν τελευταία την Ευρώπη σαν το δρόμο για την παράκαμψη της δημοκρατικής νομιμοποίησης των πολιτικών τους, φυσικά θα μας βρουν αντιμέτωπους, αλλά και απατώνται. Αντί να οικοδομήσουν μια δική τους Ευρώπη, διαλύουν την Ευρώπη. Θα πρέπει να δεχθούν τη δημοκρατία και πολιτικές συμβατές με αυτήν, όπως κάποτε κάποιοι άλλοι υποχρεώθηκαν να τις δεχτούν στα εθνικά κράτη.
Σημείο τέταρτο: Η Ευρώπη δεν μπορεί να κυβερνάται από διευθυντήρια ή από το Βερολίνο
Είναι εύλογο μια ισχυρή Ευρώπη να χρειάζεται αποτελεσματικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και δεν είναι δυνατό κάθε απόφαση να περιμένει τη χρονοβόρα συμφωνία 27 και περισσότερων κρατών και των συχνά πολύπλοκων θεσμών τους. Όμως είναι εξίσου εύλογο ένα σύστημα όπου για 500 εκατομμύρια ανθρώπους και 27 κράτη-μέλη αποφασίζουν οι ηγεσίες δύο, βλέπε μιας μεγάλης χώρας, που μάλιστα, ως προς την ευρωπαϊκή της πολιτική δεν ελέγχεται στην ουσία από κανένα, να συναντά την αντίδραση λαών και κρατών. Οι σημερινές προσπάθειες ωμής επιβολής της Γερμανίας με βάση την οικονομική της ισχύ, κάνουν τεράστια ζημιά και θα αποτύχουν, γιατί οι συσχετισμοί, αλλά και η ιστορία δεν της επιτρέπουν ένα τέτοιο ρόλο.
Η απάντηση στα διευθυντήρια και το γερμανικό ηγεμονισμό είναι βέβαια η ομοσπονδία: οι κοινοτικοί θεσμοί και η κοινοτική μέθοδος που επιτρέπουν την εξισορρόπηση ανάμεσα στα κράτη μέλη και ανοίγουν το δρόμο και για τη συμμετοχή των πολιτών και στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Τέτοιοι θεσμοί και μηχανισμοί ήδη υπάρχουν αλλά παρακάμπτονται, όμως χρειάζεται η ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου, καθώς σήμερα στηρίζονται υπερβολικά σε μη εκλεγμένες τεχνοκρατικές γραφειοκρατίες, σε βαθμό που πολλές φορές τα διευθυντήρια να παρουσιάζονται ως πιο δημοκρατικά και κοντά στους πολίτες από ό,τι οι Βρυξέλλες.
Σημείο πέμπτο: Πρέπει να προχωρήσουμε προς την οικονομική και πολιτική ένωση με ενίσχυση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι η αναγκαία παραπέρα ενοποίηση της Ευρώπης προϋποθέτει η νομισματική ένωση να συμπληρωθεί με την οικονομική και η ΟΝΕ να στηρίζεται σε μια πολιτική ένωση. Αποτελεί όμως επίσης κοινό τόπο ότι η οικονομική ένωση δεν μπορεί να έχει ως μοναδική συνιστώσα τη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά πρέπει να εμπεριέχει και ουσιαστικές πολιτικές ανάπτυξης και απασχόλησης (όχι ως προπαγανδιστική σάλτσα) και σημαντικές μεταβιβάσεις για οικονομική και κοινωνική συνοχή. Κοινοί μεν τόποι, που όμως συναντούν τις μέγιστες αντιδράσεις από τις οικονομικές και πολιτικές ηγεσίες που πλούτισαν και ανδρώθηκαν την περίοδο της κατεδάφισης του ευρωπαϊκού μοντέλου.
Οι γερμανογαλλικές αποφάσεις που επιβλήθηκαν στους άλλους 24 στις 9 Δεκεμβρίου, αποτελούν μια καθυστερημένη παραδοχή της ανάγκης να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Από την άποψη αυτή, η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας, όσο δυσάρεστη και αν είναι, ήταν αναγκαία εφόσον το Λονδίνο είχε ως πρώτο στόχο την παρεμπόδιση αυτής της πορείας. Όμως το περιεχόμενο των αποφάσεων της 9/12 ως προς τις πολιτικές και τους μηχανισμούς που προωθούν είναι, κατά τη γνώμη μου, προς την εντελώς λάθος κατεύθυνση. Όχι επειδή η δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι αναγκαία, αλλά επειδή η Ευρώπη δεν μπορεί να συνοψίζεται σ’ αυτήν και στην απολυτοποίησή της. Γι’ αυτό και οι αποφάσεις αυτές είναι πιστεύω θνησιγενείς, τουλάχιστον στην μορφή που παρουσιάστηκαν. Ούτε ο χειρότερος εχθρός της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν θα σκεφτόταν να προωθήσει την Ευρώπη με τόσο αποκρουστικό τρόπο.
Σημείο έκτο: Η καταστροφική σημερινή πορεία μπορεί να αντιστραφεί.
Δεν είμαι οπαδός της θεωρίας ότι η Ευρώπη θα βγει από την κρίση απλά -όπως συχνά λέγεται- γιατί κάθε φορά τελικά τα καταφέρνει. Η επιβίωση της Ευρώπης κάθε άλλο παρά προκαθορισμένη είναι, ιδίως στις συνθήκες όπου άλλοι πόλοι την ανταγωνίζονται και αναπτύσσονται γοργά. Σενάρια καταστροφής είναι υπαρκτά.
Για να αλλάξουμε πορεία πρέπει να το θελήσουμε κι εμείς , ή, ακριβέστερα χρειάζεται να διαμορφωθεί ένας συνασπισμός δυνάμεων που θα παλέψει επίμονα γι’ αυτό. Οι προϋποθέσεις όμως υπάρχουν, αν και οι φορείς δεν είναι ακόμη πάντα εμφανείς: το μοντέλο παγκόσμιας ανάπτυξης που κυριαρχεί κατά την τελευταία εικοσαετία, ωφελεί ελάχιστους και ζημιώνει πάρα πολλούς. Και επιπλέον φαίνεται να οδηγεί προς μια γενικευμένη κατάρρευση, πράγμα που θα περιόριζε παραπέρα τον κύκλο των ωφελουμένων. Η αλλαγή πορείας γίνεται έτσι όχι μόνο αίτημα προόδου, αλλά και ανάγκη για τις δυνάμεις της λογικής. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Για τους πολύ περισσότερους, το κόστος της διάλυσης φαίνεται πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της στροφής.
Όμως δεν υπάρχει αυτοματισμός ούτε και μονόδρομος. Το σύστημα που αναπτύχθηκε την τελευταία εικοσαετία έχει απλώσει τα πλοκάμια του γερά στην οικονομία και την πολιτική, έχει δε επηρεάσει βαθειά και την κοινωνία. Οι αντιστάσεις είναι τεράστιες, και οι προτεινόμενες αλλαγές υποκρύπτουν συχνά την προσπάθεια να διατηρηθούν ανέπαφες οι δυνάμεις που μας έφεραν ως εδώ.
Σημείο έβδομο: Δεξιά, «γερμανική» Ευρώπη ή χάος;
Το ερώτημα που τίθεται συχνά στους ευρωπαϊστές αριστερούς πολίτες και στις δυνάμεις που τους εκπροσωπούν αφορά στη στάση τους απέναντι στην Ευρώπη, όχι όμως αυτήν των ονείρων τους, αλλά την προσφερόμενη, δεξιά, «γερμανική», έως και αποκρουστική Ευρώπη. Η εναλλακτική λύση, υποστηρίζεται, είναι η διάλυση. Το ερώτημα αυτό παίρνει συχνά τη μορφή δύσκολων διλημμάτων.
Κατ’ αρχήν έχει σημασία να προσδιορίσουμε ποια είναι η Ευρώπη των ονείρων μας. Αν είναι αυτή της δικτατορίας του προλεταριάτου και της αποκατάστασης του Στάλιν, προφανώς δίλημμα δεν υπάρχει. Μάλλον δίλημμα δεν υπάρχει και αν ονειρευόμαστε μιαν Ευρώπη της ουτοπίας, όπου οι πολίτες θα κυνηγούν, θα ψαρεύουν, ή και θα τα σπάνε, κατά βούληση (αν και εν προκειμένω, μένει να αποδειχθεί πως έξω από την Ευρώπη, θα είμαστε κοντύτερα στην ουτοπία). Για μας τους υπόλοιπους, που έχουμε πιο προσγειωμένα και σοσιαλδημοκρατικά όνειρα, δίλημμα υπάρχει. Και κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει μία και μοναδική απάντηση.
Διαφωνώ ριζικά με όσους, στο όνομα του ρεαλισμού, αποδέχονται ως αναπόφευκτη την Ευρώπη της κας Μέρκελ, ή, ακόμη χειρότερα, εσωτερικεύοντας τον εξαναγκασμό, την ασπάζονται, μεταπηδώντας τολμηρά από την αριστερά στο νεοφιλελευθερισμό. Διαφωνώ και με την λογική της ψωροκώσταινας που λέει ότι, στα χάλια που βρίσκεται η Ελλάδα, αποτελεί πολυτέλεια να αμφισβητούμε τις πολιτικές που της επιβάλλονται. Δεν με πείθουν τέλος καθόλου οι κινήσεις που μετατρέπουν την πολιτική σε μια δήθεν «άχρωμη» ηθικολογία, που στην πραγματικότητα νομιμοποιεί τη δεξιά πολιτική.
Ως πολίτες και ως πολιτικές δυνάμεις της δημοκρατικής αριστεράς, σε Ελλάδα και Ευρώπη, δεν είμαστε απλοί παρατηρητές. Συμβάλλουμε και εμείς στη διαμόρφωση των συσχετισμών, ανάλογα φυσικά με τις δυνάμεις μας, στο πεδίο της πολιτικής, της κοινωνίας και των ιδεών. Ο αυτοευνουχισμός μας στο όνομα εκβιαστικών διλημμάτων εξυπηρετεί τη δεξιά πολιτική, όχι εμάς ή την Ευρώπη. Το ίδιο και η αποδοχή μιας εκδοχής «υπευθυνότητας» που μας προτείνεται από τους πλέον ανεύθυνους. Αν η αριστερά δέχονταν αυτή τη λογική θα ήμασταν ακόμη στο μεροκάματο των 15 ωρών. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι οι συσχετισμοί στην Ευρώπη αλλάζουν και είναι πιθανότατο να αλλάξουν ουσιαστικά τα επόμενα δύο χρόνια.
Συνεπώς είναι για μένα αυτονόητη η αντίθεση προς την Ευρώπη της κας Μέρκελ και των μνημονίων. Όχι φυσικά προς όφελος της εφιαλτικής κοινωνίας που πρεσβεύει η κα Παπαρήγα, ούτε προς όφελος των δημαγωγιών της διάλυσης και των απατηλών λύσεων μιας ορισμένης άλλης ελληνικής αριστεράς. Αλλά προς όφελος μιας ισχυρής, ομόσπονδης, κοινωνικής και αλληλέγγυας Ευρώπης, της μόνης που είναι, πιστεύω, τελικά βιώσιμη, της Ευρώπης για την οποία παλεύουν οι δημοκράτες αριστεροί και πολλοί άλλοι σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Τούτων λεχθέντων, η δημοκρατική αριστερά δεν θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να παραγνωρίζει τους εκάστοτε συσχετισμούς, ούτε να είναι αδιάφορη ως προς το εκάστοτε συγκεκριμένο διακύβευμα. Ειδικότερα, σε ακραίες καταστάσεις όπως οι σημερινές, δεν μπορεί να αγνοείται και η ύπαρξη ακραίων καταστρεπτικών σεναρίων και η ανάγκη να μην τα διευκολύνουμε. Με την έννοια αυτή η δική μας αριστερά πρέπει πράγματι να είναι υπεύθυνη, χωρίς όμως να αυθυποβάλλεται σε έναν ρόλο συγκυβέρνησης που ούτε έχει, ούτε, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να έχει στις σημερινές συνθήκες. Εννοείται δε και ότι η απόρριψη της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης δεν συνεπάγεται και απόρριψη στοιχειωδών αρχών της καλής διαχείρισης της οικονομίας και της κοινωνίας μας, όσο και αν γνωρίζουμε ότι η διαχείριση αυτή πάντα έχει και ένα πολιτικό πρόσημο.
Έτσι, γενικά ισχύουσα απάντηση όσον αφορά στα διλήμματα που παρουσιάζονται στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση δεν υπάρχει. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το “όχι” είναι πιο ευρωπαϊκό από το “ναι” και άλλες όπου ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όμως η δημοκρατική αριστερά δεν είμαστε με το ένα μόνο πόδι μέσα σε μιαν Ευρώπη που ανήκει σε άλλους. Είμαστε συνιδιοκτήτες που διεκδικούμε την πλήρη θέση μας σ’ αυτήν. Γι’ αυτό δεν θέτουμε συνεχώς το δίλημμα «μέσα ή έξω από την Ευρώπη», ούτε και δίνουμε σε κανέναν άλλον το δικαίωμα να θέτει εκβιαστικά αυτό το δίλημμα σε μας.
Επιτρέψτε μου να τελειώσω με μια προσωπική νότα. Κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια έχω υποστηρίξει και συχνά αγωνιστεί υπέρ της ενωμένης Ευρώπης και της θέσης της Ελλάδας μέσα σ’ αυτήν. Θυμάμαι την εποχή όπου εμείς, του ΚΚΕ Εσωτερικού, ήμασταν οι μόνοι στην αριστερά που υποστηρίζαμε την ΕΟΚ, ως ευνοϊκό πεδίο πάλης, απορρίπτοντας τις ωραιοποιήσεις της δεξιάς και καταγγελλόμενοι από ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Κοιτάζοντας πίσω, μήπως είχαμε κι εμείς εξιδανικεύσει κάπως την Ευρώπη; Ίσως ναι, αν και τότε ήταν η εποχή των πολιτικών συνοχής και του Ντελόρ, όχι των τιμωριών της Μέρκελ. Σε κάθε περίπτωση, και με την εμπειρία τριάντα ετών "από τα μέσα", πιστεύω ακράδαντα ότι η επιλογή υπέρ της Ευρώπης και του ευρώ ήταν και είναι ορθή. Ακόμη και σήμερα που η Ευρώπη περνά τις χειρότερες ώρες της και η χώρα μας κατόρθωσε να καταστεί ο ασθενής της κρίκος, οι εναλλακτικές λύσεις θα ήσαν σαφώς χειρότερες. Ταυτόχρονα, μου φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό οι ευρωπαϊστές να αντιμαχόμαστε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική που συν τοις άλλοις οδηγεί την Ευρώπη στη διάλυση. Και την ίδια στιγμή να επιμένουμε ότι η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει και η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται σταθερά μέσα σ’ αυτήν
πηγή:ecoleft.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου