Οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται και θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα την επόμενη δεκαετία ενώ θα επικρατήσουν σχετικά ισχυρές διακυμάνσεις τιμών στη διάρκεια ενός έτους. Αυτό δείχνει ανάλυση της κατάστασης της αγοράς των τροφίμων για την περίοδο 2011-2020, που πραγματοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Γεωργίας & Αγροτικής Ανάπτυξης, σε συνεργασία με τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία & Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), τον FAO, το Food and Agricultural Policy Research Institute (FAPRI) και το Αμερικανικό...Υπουργείο Γεωργίας. Τα συμπεράσματα της ανάλυσης δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα και αποδίδουν τις υψηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων παγκοσμίως σε μεγάλο βαθμό στη σύνδεσή τους με τις αγορές ενέργειας και τις χρηματιστηριακές αγορές ενώ τη μεγάλη διακύμανση των τιμών αποδίδουν στα αναμενόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής συχνά ακραία καιρικά φαινόμενα.
Στα βασικά συμπεράσματα της σχετικής έκθεσης περιλαμβάνονται τα εξής:
Η ύπαρξη υψηλών τιμών στα αγροτικά προϊόντα θα οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγής η οποία με τη σειρά της θα πιέσει τις τιμές χαμηλότερα. Παρ’όλα αυτά οι τιμές προβλέπονται να μείνουν αρκετά υψηλότερα από το μέσο όρο και μόνο στο τέλος της περιόδου θα εμφανίσουν τάσεις σταθεροποίησης.
Ο πληθωρισμός σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων θα επηρεάσουν άμεσα την αγορά τροφίμων, με το πρόβλημα να είναι εντονότερο στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες, όπου τα τρόφιμα αποτελούν κύρια δαπάνη του διαθέσιμου εισοδήματος.
Οι τιμές προβλέπονται να παρουσιάσουν εντονότερη διακύμανση αφού ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στηρίζεται σε αναπτυσσόμενες χώρες όπου παρατηρούνται μη σταθερές αποδόσεις κυρίως λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Υπάρχει ισχυρή πολιτική και οικονομική στήριξη της παραγωγής βιοκαυσίμων. Αν οι τιμές του πετρελαίου συνεχίσουν να αυξάνονται, η παραγωγή βιοκαυσίμων μπορεί να γίνει βιώσιμη ακόμη και χωρίς την πολιτικοοικονομική στήριξη.
Παρά τη μείωση του ρυθμού ζήτησης λόγω της ύφεσης είναι απαραίτητη η συνεχής επένδυση στη γεωργία με στόχο να ξεπεραστεί η χρόνια αστάθεια των αποδόσεων λόγω των συχνών ακραίων καιρικών φαινομένων, για να μπορέσει να συνεχιστεί η απρόσκοπτη προσφορά τροφίμων.
Συγκεκριμένα για τα βασικότερα είδη διατροφής οι προβλέψεις έχουν ως εξής:
Για τα σιτηρά μετά από 2 περιόδους με ρεκόρ παραγωγής, ανανέωση των αποθεμάτων και μειούμενες τιμές, η αγορά δέχτηκε ένα σοβαρό πλήγμα την περσινή περίοδο, από την ξηρασία και την απαγόρευση εξαγωγών από Ρωσία και Ουκρανία. Το αποκορύφωμα ήταν η απογοητευτική σοδειά αραβοσίτου στις Η.Π.Α. που μαζί με την αύξηση της ζήτησης μείωσε δραματικά τα αποθέματα. Προς το τέλος της περιόδου η κατάσταση άλλαξε λόγω των βροχοπτώσεων, την άρση απαγόρευσης των εξαγωγών από τη Ρωσία και το νέο ρεκόρ στρεμμάτων με αραβόσιτο στις Η.Π.Α. Το μόνο από τα σιτηρά που η αγορά του διατηρήθηκε σχετικά σταθερή ήταν το ρύζι λόγω επαρκούς παραγωγής και ικανοποιητικών αποθεμάτων. Οι προβλέψεις για την περίοδο μέχρι το 2020, περιλαμβάνουν μικρή αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης (2%) με κυρίαρχο τον αραβόσιτο, ενώ στο ρύζι προβλέπεται σημαντική αύξηση των αποδόσεων. Οι τιμές αναμένεται να σταθεροποιηθούν μέχρι το τέλος της δεκαετίας στα 250 δολάρια/ τόνο για το σιτάρι και στα 200 δολάρια/τόνο για τον αραβόσιτο (οι τιμές είναι FOB US Gulf). Στο ρύζι η τιμή σταθεροποίησης προβλέπεται στα 500 δολάρια/τόνο (FOB Thailand). Για τα βιοκαύσιμα από αραβόσιτο, προβλέπεται μια αύξηση στις Η.Π.Α. μέχρι το 2014, οπότε και η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών θα οδηγήσει σε μείωση των ποσοτήτων αραβοσίτου που θα μετατραπούν σε αιθανόλη.
Οι τιμές του κρέατος οδηγήθηκαν σε ιστορικά υψηλά στο τέλος του 2010 και το πρώτο εξάμηνο του 2011. Ο κύριος παράγοντας που διατηρεί τις τιμές υψηλές είναι η πίεση στο κομμάτι της προσφοράς λόγω της μείωσης του αριθμού των ζώων παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. Η μείωση αυτή οφείλεται στη συνεχώς μειούμενη τιμή παραγωγού εξαιτίας του αυξημένου κόστους παραγωγής και τις χαμηλές τιμές που επικράτησαν τη διετία 2007-2008, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η κατάσταση όπως είναι φυσιολογικό θα διορθωθεί ευκολότερα στα κοτόπουλα και τα χοιρινά και δυσκολότερα στα μοσχάρια. Η πρόβλεψη για την ερχόμενη δεκαετία είναι αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης κρέατος. Η Βραζιλία είναι η κυρίαρχη δύναμη στις εξαγωγές μοσχαρίσιου κρέατος με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία να συνεχίζουν και αυτές να αυξάνουν τις εξαγωγές τους, ενώ η Αργεντινή και Ο Καναδάς προβλέπεται να παρουσιάσουν μείωση στις εξαγωγές τους. Οι τιμές προβλέπονται να βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες με το μοσχαρίσιο κρέας να φθάνει στο τέλος της δεκαετίας τα 2400 δολάρια/τόνο, τα κοτόπουλα τα 2100 δολάρια/τόνο και το χοιρινό κρέας τα 1500 δολάρια/τόνο.
Στο τέλος του 2010 και στην αρχή του 2011 οι παγκόσμιες τιμές γαλακτοκομικών αυξήθηκαν φθάνοντας σε ιστορικά υψηλά λόγω της ισχυρής ζήτησης. Η παραγωγή γάλακτος την επόμενη δεκαετία προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2% το έτος με τη ζήτηση να στρέφεται προς τις αναπτυσσόμενες χώρες των οποίων η διατροφή στρέφεται προς το δυτικό τρόπο ζωής. Οι τιμές του γάλακτος σκόνη (FOB Oceania) αναμένεται να αυξάνουν μέχρι την τιμή των 3600 δολαρίων/τόνο στις αρχές του 2020.
Τέλος, η αγορά ζάχαρης παρουσίασε ισχυρές διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια. Παρά τη μικρή μείωση που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό η τιμή της ζάχαρης παραμένει πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο. Παρά την αύξηση της παραγωγής, τα παγκόσμια αποθέματα είναι στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών. Οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για την επόμενη δεκαετία με κυρίαρχη στην παραγωγή τη Βραζιλία. Ανάλογες τάσεις αύξησης της παραγωγής προβλέπονται για την Ινδία και την Ταϊλάνδη. Με βασικό στοιχείο τις ισχυρές διακυμάνσεις που προαναφέρθηκαν, οι τιμές της ζάχαρης αναμένεται να κινηθούν μεταξύ των 400 και 600 δολαρίων/ τόνο (FOB Carribean).
ΑΓΡΟΤΥΠΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου