Ένα νέο πολιτικό σκηνικό
κατάσταση αστάθειας. Η εκλογική αυτή αναμέτρηση σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα περίοδο πολιτικής αποσταθεροποίησης άγνωστης διάρκειας, αλλά και έκβασης. Τόσο η διάρκεια όσο και η έκβαση θα εξαρτηθούν από πολλούς παράγοντες, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι:
1) από τη μία το αντικειμενικό περιβάλλον της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (όπως εκφράζεται σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο) που θέτει συγκεκριμένα όρια τακτικών, διαχειριστικών ελιγμών για τις διάφορες πολιτικές δυνάμεις, με βάση τα συμφέροντα των οικονομικών και κοινωνικών ομάδων που επιλέγουν να εξυπηρετήσουν,
2) από την άλλη το «υποκειμενικό περιβάλλον» που συγκροτείται στη βάση των ίδιων των επιλογών που θα ακολουθήσουν οι διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί, με βάση και το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των διαφόρων τάσεων στο εσωτερικό του καθενός.
Σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο ότι αυτή η περίοδος πολιτικής αστάθειας δε θα είναι αιώνια. Σε κάποια στιγμή, μέσα από μια διαδικασία εκτύλιξης και επίλυσης αντιφάσεων (με ρυθμό σαφώς ταχύτερο από το ρυθμό που χαρακτηρίζει τις περιόδους ιστορικής ηρεμίας), θα οδηγηθούμε σε μια νέα κατάσταση πολιτικής (και πιθανότατα οικονομικής και κοινωνικής) σταθερότητας-ισορροπίας. Ο τρόπος με τον οποίο οραματίζεται ο κάθε πολιτικός φορέας αυτή την νέα κατάσταση σταθερότητας (όσον αφορά την κοινωνική και οικονομική κατάσταση, το συσχετισμό δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας, την ύπαρξη ή όχι μαζικού και οργανωμένου κινήματος, την ύπαρξη ή όχι δημοκρατίας, τη θέση της χώρας σε διεθνές επίπεδο κ.α.) συνιστά και τη βραχυ-μεσοπρόθεσμη στρατηγική του.
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες τέτοιες προοπτικές και φυσικά διάφορες ενδιάμεσες καταστάσεις. Στο ένα άκρο βρίσκεται η συνέχιση της ασκούμενης πολιτικής με όρους κοινωνικής εξαθλίωσης (επιπέδου χωρών της Αφρικής), κατάργησης της δημοκρατίας, εκφασισμού της κοινωνικής ζωής και περαιτέρω κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η προοπτική μιας ριζοσπαστικής αλλαγής με βασικό περιεχόμενο τη διακοπή αποπληρωμής και διαγραφή του χρέους, την έξοδο από ευρώ και ΕΕ, τις εκτεταμένες κοινωνικοποιήσεις βασικών τομέων της οικονομίας, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εμβάθυνση της δημοκρατίας, με κατεύθυνση το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μεταξύ των δύο αυτών «άκρων» θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και πολλές ενδιάμεσες βαθμίδες (όπως παραμονή στο ευρώ με διαγραφή χρέους και αναδιανεμητικές πολιτικές ή έξοδο από το ευρώ με περιορισμένες κοινωνικοποιήσεις κ.ο.κ.). Δεν εξετάζουμε εδώ τη ρεαλιστικότητα της κάθε προοπτικής, όμως είναι σαφές ότι η καθεμία χαρακτηρίζεται από τη δική της εσωτερική αντιφατικότητα. Η πιθανότητα υλοποίησης της κάθε κατάστασης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους όρους που θέτει και η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα της κρίσης, καθώς και από το αν θα υπάρχει το αντίστοιχο κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο που θα αναλάβει την υλοποίηση αυτή.
Οι εκλογές με πραγματικά εντυπωσιακό τρόπο συνέτριψαν το προηγούμενο πολιτικό σύστημα. Αν και στη νέα βουλή βρίσκονται 4 από τα 5 κόμματα της προηγούμενης, έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό οι συσχετισμοί μεταξύ τους που κανένα κόμμα δεν έχει πλέον την ίδια θέση στο μεταξύ τους «καταμερισμό εργασίας». Η αλλαγή είναι τόσο δραματική που ακόμη και για το ΚΚΕ, που είναι το μόνο κόμμα που διατήρησε σχετικά σταθερά τα ποσοστά του, έχει αλλάξει η θέση του στο συνολικό σύστημα. Κανένα κόμμα δε μπορεί να συνεχίζει όπως πριν. Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να αντιληφθούν όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί τη νέα κατάσταση. Το πιθανό ενδεχόμενο νέας εκλογικής αναμέτρησης θα διαλύσει και τα τελευταία στοιχεία των προηγούμενων συσχετισμών και ισορροπιών, διαμορφώνοντας ένα νέα σκηνικό.
Ωστόσο θα πρέπει να είναι σαφές ότι η ρευστότητα των ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών της κοινωνίας δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Η πολιτική επιλογή των διάφορων σχηματισμών δεν έχει τα χαρακτηριστικά σταθερότητας και ιδεολογικής σύγκλισης που χαρακτήριζαν την ψήφο σε προηγούμενες εποχές. Στη φάση που εισερχόμαστε οι μετακινήσεις και οι αναζητήσεις θα είναι συνεχείς μέχρι να διαμορφωθεί ένα νέο περιβάλλον κοινωνικοοικονομικής (και επομένως και πολιτικής) σταθερότητας, με παγιωμένους νέους συσχετισμούς. Μέχρι τότε το κοινωνικό σώμα θα κινείται προς τις πολιτικές επιλογές που επιλύουν την κυρίαρχη αντίφαση της κάθε συγκυρίας με τον πιο εύκολο-δηλαδή φαινομενικά εφικτό- (και πιθανόν λιγότερο ριζοσπαστικό) τρόπο.
Η κινητικότητα δε θα αφορά απλά την κοινωνία ή το εκλογικό σώμα, θα αφορά και τους ίδιους τους πολιτικούς οργανισμούς. Με δεδομένο ότι οι κυρίαρχες αντιφάσεις, γύρω από τις οποίες θα τίθενται και τα κυρίαρχα διλήμματα, θα είναι μεταβαλλόμενες, είναι πολύ πιθανόν να βλέπουμε και αντίστοιχες ανακατατάξεις μεταξύ των διάφορων πολιτικών δυνάμεων (ή και στο εσωτερικό τους). Για παράδειγμα στο βαθμό που η κυρίαρχη αντίφαση είναι το μνημόνιο-αντιμνημόνιο δημιουργούνται δύο στρατόπεδα συγκεκριμένης σύνθεσης. Η σύνθεση αυτή είναι σαφώς διαφορετική αν μπει ως κεντρικό δίλημμα το μέσα ή έξω από το ευρώ κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει μεγάλη κινητικότητα και σε επίπεδο συνεργασιών, μετώπω, ακόμη και κομματικών σχηματισμών. Όποιο κόμμα δεν εμπλακεί σε αυτή τη διαδικασία κίνησης, θα αντιμετωπιστεί από την κοινωνία ως ξένο σώμα, ως κάτι που δεν ανταποκρίνεται και δε συμβάλλει στις ανάγκες της δικής της (υλικής και συνειδησιακής) κίνησης, και επομένως θα τεθεί στο περιθώριο και θα διαλυθεί. Αυτό, όπως είναι κατανοητό, αυξάνει ιδιαίτερα τις απαιτήσεις τακτικής ευελιξίας, αλλά και ικανότητας σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική, για όλους τους πολιτικούς φορείς. Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι ο κάθε πολιτικός χώρος εισέρχεται σε αυτή την περίοδο με διαφορετικούς όρους, διαφορετικές διεθνείς συμμαχίες και διαφορετικά εγχώρια στηρίγματα (ανάλογα με τα συμφέροντα που εξυπηρετεί), οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες για τις δυνάμεις εκείνες που εισέρχονται στη μάχη από υποδεέστερες και πιο αδύναμες θέσεις, καθώς αυτές καλούνται να ανατρέψουν και το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων.
Το εκλογικό αποτέλεσμα
Ταυτόχρονα το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δείχνει και ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα (ιδιαίτερα από την άποψη των κομμουνιστικών δυνάμεων) χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας: ο κόσμος αγνόησε τις απειλές και την τρομοκρατία, αγνόησε τα διλήμματα που του έθεσαν οι κυρίαρχες δυνάμεις. Αν και στην επιλογή του μπορεί να έπαιξε ρόλο πληθώρα κριτηρίων ένα είναι το βέβαιο: η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δεν ψήφισε με κριτήριο το φόβο. Αν σκεφτούμε πόσο καλλιεργείται ο φόβος από το στρατόπεδο των κυρίαρχων και πόση σημασία έχει για τη συνέχιση (και μη αμφισβήτηση) της πολιτικής τους, αντιλαμβανόμαστε τη μεγάλη σημασία αυτού του γεγονότος. Μάλιστα (και αυτό είναι κάτι που πρέπει να προβληθεί από την αριστερά) πλέον βιώνουμε την ακυβερνησία, χωρίς να είναι καταστροφική για την κοινωνία. Το αντίθετο μάλιστα, αυτή η ακυβερνησία πιθανόν θα καθυστερήσει (αν δεν ανατρέψει) το επόμενο πακέτο μέτρων. Αντί για σενάρια καταστροφής, αυτό που βιώνουμε είναι μια εντυπωσιακή αναδίπλωση και στάση αναμονής των κυρίαρχων δυνάμεων τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ΕΕ (που βέβαια δε θα διαρκέσει για πάντα).
Ο μεγάλος νικητής των εκλογών ήταν αναμφισβήτητα ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην έκταση της νίκης του καθοριστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι ήταν το μόνο (εκτός των κομμάτων εξουσίας) κόμμα, που, εκτός από θέσεις κριτικής της ακολουθούμενης πολιτικής, διατύπωσε και μια λύση σε επίπεδο διακυβέρνησης. Αυτό το στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό για να αντιληφθούμε τα χαρακτηριστικά της πολιτικής περιόδου που βιώνουμε. Η πλειοψηφία του κόσμου ήταν πολύ πιο μπροστά από την απλή καταδίκη των μεγάλων κομμάτων: αναζητούσε εναλλακτική προοπτική. Και μάλιστα άμεση, καθώς ο εφιάλτης της φτώχειας, της ανεργίας ή ακόμη και της πείνας, για ένα κομμάτι του πληθυσμού, είναι επίσης άμεσος. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόταση για κυβέρνηση της αριστεράς που πρόβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αποκτήσει μεγάλη δυναμική μέσα στην κοινωνία 1 μήνα πριν τις εκλογές (χαρακτηριστικά σε σχετική δημοσκόπηση, σε ερώτηση για την επιθυμητή κυβέρνηση αυτή η επιλογή ήταν πρώτη συγκεντρώνοντας το 21%, ενώ 15 μέρες μετά συγκέντρωνε το 26%). Η προβολή της συγκεκριμένης κυβερνητικής προοπτικής λοιπόν κατέστησε το ΣΥΡΙΖΑ πόλο έλξης για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας (ιδιαίτερα –αλλά όχι μόνο- για αυτοπροσδιοριζόμενους ως αριστερούς ή κεντροαριστερούς). Ταυτόχρονα έχει σημασία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε την κοινωνική πλειοψηφία του «όχι στο μνημόνιο, ναι στο ευρώ», μια ενδεχόμενη αντίφαση που θα κληθεί να διαχειριστεί (τόσο ο ίδιος, όσο και η κοινωνία) στο μέλλον.
Για το ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα πλέον είναι η πολιτική διαχείριση του αποτελέσματος. Σε περίπτωση νέων εκλογών (και εφόσον έχει χειριστεί κατάλληλα τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών) είναι εξαιρετικά πιθανό να είναι πρώτο κόμμα και να μπορεί (μέσα από συμμαχίες μικρής έκτασης) να σχηματίσει κυβέρνηση. Ωστόσο αν τελικά τεθεί το δίλημμα «ευρώ και μνημόνιο, ή έξοδος από το ευρώ χωρίς μνημόνιο» (ένα δίλημμα που αποτελεί και δική του εσωτερική αντίφαση) είναι πιθανό να διασπαστεί σε ένα σαφές φιλοΕΕ κομμάτι (δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ) και σε ένα πιο καθαρά ριζοσπαστικό και αντιμνημονιακό (αριστερό ρεύμα του ΣΥΝ, ΚΟΕ, ΜΑΑ κ.α.) τμήμα. Μια τέτοια διάσπαση δεν αποκλείεται να οδηγήσει εκ νέου σε πολιτική κρίση και ενδεχομένως νέες εκλογές. Μια τέτοια εξέλιξη, αν και είναι η, κατά τη γνώμη μας, πιθανότερη, δεν είναι, όμως, η μοναδική πιθανή. Ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται τόσο από τάσεις ενσωμάτωσης (που είναι οι κυρίαρχες και ελέγχουν το μηχανισμό), όσο και από τάσεις ριζοσπαστικοποίησης. Από αυτή τη σκοπιά, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας πολιτικός σχηματισμός που επιδέχεται πιέσεων, όχι μόνο από τους διεθνείς και εγχώριους εκφραστές του κεφαλαίου, αλλά και από το λαϊκό κίνημα και τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις.
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες συγκέντρωσαν ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό, εκφράζοντας την αντίθεση στο μνημόνιο που διακατέχει ένα σημαντικό τμήμα των δεξιών ψηφοφόρων. Το κόμμα αυτό προβάλλει μια αντιμνημονιακή στάση, ιδιαίτερα από την άποψη των ζητημάτων κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή δε θίγει τον οικονομικό πυρήνα της ασκούμενης πολιτικής (παραμονή στο ευρώ, νεοφιλελευθερισμός). Σε περίπτωση που τεθεί εκ των πραγμάτων το δίλημμα, συνέχιση της πολιτικής του μνημονίου ή έξοδος από το ευρώ, θα αντιμετωπίσει στο προσεχές διάστημα πιέσεις ενσωμάτωσης είτε σε ένα αντιμνημονιακό είτε σε ένα φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο.
Ιδιαίτερα αρνητικό φαινόμενο των εκλογών ήταν η εντυπωσιακή άνοδος της Χρυσής Αυγής και η είσοδός της με άνεση στη Βουλή. Το σημαντικότερο ρόλο στην ενίσχυσή της έπαιξε, όχι τόσο η προβολή ζητημάτων λαθρομετανάστευσης και απώλειας εθνικής κυριαρχίας, όσο η παρουσίασή της ως μιας αντισυστημικής δύναμης. Το ζήτημα αυτό πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα τις αριστερές δυνάμεις. Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας η απαξίωση του πολιτικού συστήματος δεν αφορά μόνο τα κόμματα εξουσίας αλλά το σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων της αριστεράς. Αυτή η απαξίωση επιτείνεται από συμπεριφορές (όπως η παραμονή στη Βουλή, ή η αναγνώριση της κυβέρνησης Παπαδήμου) που καταδεικνύουν την ενσωμάτωση αυτών των κομμάτων στο πολιτικό σύστημα, έστω και σε ρόλο αντιπολίτευσης. Μάλιστα σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας η υπεράσπιση της δημοκρατίας από τους εκπροσώπους του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, οδηγεί σε απαξίωση και της ίδιας της δημοκρατίας. Η επέλαση της Χρυσής Αυγής δυστυχώς δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με αναφορές στο ιστορικό παρελθόν του φασισμού (δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σε περιοχές όπως τα Καλάβρυτα και το Δίστομο συγκέντρωσε αξιοσημείωτα ποσοστά). Επίσης θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η Χρυσή Αυγή θα ενσωματωθεί σταδιακά στο πολιτικό σύστημα, λειαίνοντας τον πολιτικό της λόγο και περιορίζοντας τις ακραίες συμπεριφορές (όπως έγινε για παράδειγμα στην περίπτωση του ΛΑΟΣ). Το πιθανότερο είναι να επιλέξει να προβληθεί ακριβώς ως μια ριζοσπαστική, αντισυστημική δύναμη, επιχειρώντας να συσπειρώσει κόσμο σε αυτή τη βάση. Σε αυτή την περίπτωση ο μόνος τρόπος ουσιαστικής αντιμετώπισής της, είναι η ανάδειξη μιας αριστερής και δημοκρατικής διεξόδου από την κρίση. Οποιαδήποτε ενσωμάτωση της αριστεράς στην άσκηση της αστικής πολιτικής, θα οδηγήσει στην προβολή της Χρυσής Αυγής ως της μόνης πραγματικά ριζοσπαστικής δύναμης, κάτι που θα συνεπιφέρει τεράστιους κινδύνους για τη δημοκρατία και το λαϊκό κίνημα.
Ιδιαίτερη σημασία είχε το εκλογικό αποτέλεσμα για το ΚΚΕ. Στην ουσία πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που καταδεικνύει στασιμότητα, κάτι εξόχως προβληματικό για ένα κομμουνιστικό κόμμα σε περιόδους οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων και κινηματικής ανόδου. Η πολιτική του ΚΚΕ στα 2 χρόνια της κρίσης χαρακτηρίστηκε από ένα δίπολο σεχταρισμού από τη μία (με άρνηση συνεργασίας ή ακόμη και συζήτησης με άλλες αριστερές δυνάμεις και απόρριψη οποιασδήποτε συμμετοχής σε λαϊκές κινητοποιήσεις –ακόμη και μεγάλης κλίμακας- που δεν ελέγχονται από το ίδιο) και έμφασης σε επιμέρους οικονομικές-συνδικαλιστικές διεκδικήσεις από την άλλη (αγώνες, ιδιαίτερα μέσω του ΠΑΜΕ, ενάντια στις μειώσεις μισθών, στις απολύσεις κτλ). Το ΚΚΕ απέφυγε συστηματικά την υιοθέτηση άμεσων κεντρικών πολιτικών προταγμάτων, που θα μπορούσαν να προβάλλουν ταυτόχρονα ως διεκδικήσεις προς μια αστική κυβέρνηση (που δύσκολα θα μπορούσε να τις υλοποιήσει έστω και μερικά) και ως το δικό του πρόγραμμα εξουσίας, καθώς και την οικοδόμηση μετωπικών σχημάτων και συνεργασιών στη βάση των προταγμάτων αυτών. Λόγω αυτής της άρνησης υιοθέτησης τέτοιων προταγμάτων-αιχμών υπήρχε σαφές χάσμα μεταξύ της στρατηγικής του πρότασης (λαϊκή εξουσία) και της τακτικής του στο σήμερα (ψήφο στο ΚΚΕ, ενίσχυση του ΠΑΜΕ, συνδικαλιστικές διεκδικήσεις), καθώς η τελευταία δε συνδεόταν καθαρά με την πρώτη.
Αυτή η απόσπαση τακτικής και στρατηγικής και ταυτόχρονα η έλλειψη άμεσων κεντρικών πολιτικών διεκδικήσεων έκανε το ΚΚΕ να εμφανίζεται ως μια αμιγώς αντιπολιτευτική δύναμη, που δεν ενδιαφέρεται για την ανάληψη ευθυνών διακυβέρνησης της χώρας. Η εντύπωση αυτή επιτάθηκε από τον τρόπο που χειρίστηκαν τα προβεβλημένα στελέχη του το ζήτημα αυτό κατά την προεκλογική περίοδο. Ωστόσο είναι λάθος να αντιμετωπίζεται το ζήτημα αυτό ως ζήτημα απλής επικοινωνιακής ανεπάρκειας. Προφανώς υπάρχει και η επικοινωνιακή διάσταση (στην οποία υστερεί σαφώς η ηγεσία του ΚΚΕ), όμως επί της ουσίας η εικόνα αυτή εδράζεται στις βασικές πολιτικές επιλογές που αναφέρθηκαν προηγουμένως: στο σεχταρισμό και στην άρνηση υιοθέτησης άμεσων κεντρικών πολιτικών προταγμάτων, που οδήγησαν στην πολιτική περιχαράκωση από τις άλλες δυνάμεις και στην άρνηση οποιασδήποτε (χρονικά προσδιορισμένης) προοπτικής διακυβέρνησης ή εξουσίας. Η επίκληση του ΚΚΕ στην (υπαρκτή εν μέρει) ανωριμότητα ή ανετοιμότητα του εργατικού και λαϊκού κινήματος και στη συνεπακόλουθη αναγκαιότητα ανατροπής των συσχετισμών, στην ουσία αναιρεί τον ίδιο το ρόλο του ως πρωτοπόρου πολιτικού υποκειμένου, καθώς το οδηγεί σε μια στάση αναμονής, μέχρι να «ωριμάσουν τις συνθήκες». Όμως, όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν αναζητούσε απλώς ικανή αντιπολίτευση, αναζητούσε εναλλακτική προοπτική. Αποτυγχάνοντας να συνδέσει την τακτική του στο σήμερα με την προοπτική της δικής του εξουσίας, το ΚΚΕ ηττήθηκε κατά κράτος σε αυτό το επίπεδο από το ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα όσο το ΚΚΕ συνεχίζει να αρνείται την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για «κυβέρνηση της αριστεράς», όχι από τη σκοπιά μιας εναλλακτικής συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης (που θα το υποχρέωνε να εγκαταλείψει το σεχταρισμό του και να αναζητήσει συμμάχους γύρω από αυτή), αλλά από τη σκοπιά της άρνησης της προοπτικής διακυβέρνησης συνολικά, τόσο θα εκτίθεται απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και τόσο θα απομονώνεται πολιτικά, χάνοντας την απήχησή του σε σημαντικά κοινωνικά στρώματα, που απαιτούν ριζοσπαστική διέξοδο άμεσα. Αυτή η διεργασία θα καταστεί εμφανέστερη στο ενδεχόμενο διενέργειας νέων εκλογών.
Αυτή η νέα κατάσταση θα οδηγήσει σίγουρα σε αναταράξεις και πιθανόν σε ανατροπές στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο κίνδυνος κυριαρχίας δεξιών οπορτουνιστικών δυνάμεων που θα οδηγήσουν σε ενσωμάτωση του ΚΚΕ και υποχώρηση από βασικές θέσεις της σημερινής του πολιτικής (έξοδος από ευρώ και ΕΕ, διαγραφή χρέους, κοινωνικοποίηση μονοπωλίων κ.α.). Άλλωστε είναι συχνό φαινόμενο στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος (και του ίδιου του ΚΚΕ) η μετάβαση ενός κόμματος από θέσεις σεχταρισμού και αριστερού οπορτουνισμού σε θέσεις δεξιού οπορτουνισμού (και το αντίστροφο), όταν οι δυνάμεις που εκφράζουν τις τελευταίες βρουν την ευκαιρία να κυριαρχήσουν στον εσωκομματικό συσχετισμό δυνάμεων, πατώντας ακριβώς στην αποτυχία και το αδιέξοδο των πρώτων. Η αποφυγή αυτού του υπαρκτού κινδύνου δε μπορεί να γίνει στη βάση της περιχαράκωσης και άμυνας γύρω από τις θέσεις της σημερινής ηγεσίας, αλλά μέσα από τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής πολιτικής (στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια).
Τέλος για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέτριο. Αν και εμφανίζει υπερτριπλασιασμό του ποσοστού της σε σχέση με τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, το αποτέλεσμα αυτό υπολείπεται των προσδοκιών, αν ληφθούν υπόψιν η συμμετοχή της στις κινηματικές διεργασίες της τελευταίας διετίας, η καταγραφή της στις περιφερειακές εκλογές, καθώς και η παρουσία της κατά την προεκλογική περίοδο. Σίγουρα έπαιξε ρόλο η λογική της «χαμένης ψήφου» που οδήγησε σε απώλειες τόσο προς το ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως), όσο και προς το ΚΚΕ. Ταυτόχρονα και η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά την υιοθέτηση των κεντρικών πολιτικών προταγμάτων που οδήγησαν και στην πρότασή της για το «μέτωπο ρήξης και ανατροπής», και την κατέστησαν διακριτή πολιτική δύναμη, δε συνέβαλε όσο θα μπορούσε στη μετωπική συγκρότηση της κοινωνίας γύρω από αυτούς τους βασικούς άξονες. Η πρωτοβουλία για μετωπική πρόταση πάρθηκε λίγο πριν τις εκλογές, ενώ απευθυνόταν μόνο σε πολιτικές οργανώσεις, χωρίς να υπάρχει ο προσανατολισμός για την οικοδόμηση ενός κοινωνικού μετώπου (με συμμετοχή και πολιτικών φορέων) με τα δικά του όργανα και τη δική του αυτοτελή, δημοκρατική λειτουργία, που θα μπορούσε να χωρέσει όσους αγωνιστές θα συμφωνούσαν με τα εν λόγω προτάγματα. Στο επόμενο διάστημα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα δεχθεί πιέσεις (εσωτερικά αλλά και εξωτερικά) ενσωμάτωσης στο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σε ενδεχόμενη νέα εκλογική αναμέτρηση η διαρροή ψήφων προς το ΣΥΡΙΖΑ θα είναι σημαντική.
Και τώρα τι;
Το εκλογικό αποτέλεσμα αλλάζει τις ισορροπίες όχι μόνο σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αλλά και στο εσωτερικό της αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιαζόμενος ως ο πολιτικός φορέας που μπορεί να αποτελέσει το υποκείμενο μιας εναλλακτικής προοπτικής για την Ελλάδα, θα λειτουργήσει στο επόμενο διάστημα ως πόλος έλξης για όλες εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που επιδιώκουν μια αλλαγή πορείας. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε μετακινήσεις ψηφοφόρων αλλά και κοινωνικών δυνάμεων, τόσο από τα δύο κόμματα εξουσίας, όσο και από τα κόμματα της αριστεράς, αλλά και τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις (είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με χθεσινή δημοσκόπηση υπάρχει διαρροή 15% των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής προς το ΣΥΡΙΖΑ). Σε ενδεχόμενο νέων εκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κατά πάσα πιθανότητα το πρώτο κόμμα, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και η δυνατότητά του για σχηματισμό κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, όπως είπαμε και προηγουμένως, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει, πιθανόν, να αντιμετωπίσει σε αυτό το ενδεχόμενο και τη δική του εσωτερική αντιφατικότητα (ήδη έχει εμφανιστεί μία τάση αναδίπλωσης γύρω από κομβικές θέσεις, όπως η θέση για καταγγελία του μνημονίου). Η όποια απόπειρα διαπραγμάτευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, χωρίς ευρεία λαϊκή κινητοποίηση, θα οδηγήσει σε υπαναχώρηση από βασικές θέσεις, με αποτέλεσμα έντονες αντιδράσεις (με κίνδυνο διάσπασης) στο εσωτερικό και απογοήτευση σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας που θα έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στο ΣΥΡΙΖΑ.
Τα νέα δεδομένα οδηγούν όμως και σε νέες απαιτήσεις από τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς (ιδιαίτερα το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Οι μεγάλες πιέσεις, που θα δεχτούν από το ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγήσουν είτε στην ενσωμάτωσή τους σε αυτόν είτε στην πλήρη περιθωριοποίησή τους. Για να αποφευχθούν αυτοί οι κίνδυνοι (που θα οδηγήσουν στην πραγματικότητα στη διάλυση της ελληνικής αριστεράς) θα πρέπει να υπάρξουν άμεσα μετωπικές πρωτοβουλίες (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο) που θα συσπειρώσουν τα κομμάτια εκείνα του πολιτικού φάσματος και της κοινωνίας που υιοθετούν ένα πιο ριζοσπαστικό πλαίσιο αντιμετώπισης της κρίσης από το ΣΥΡΙΖΑ (διαγραφή του χρέους, έξοδος από ευρώ και ΕΕ, εκτεταμένες κοινωνικοποιήσεις κ.α.), με στόχο την τελική δημιουργία ενός διακριτού πόλου στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που θα εξυπηρετεί του ακόλουθους στόχους:) θα ασκεί πολιτική πίεση στο ΣΥΡΙΖΑ προς πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Απέναντί του θα πρέπει να αναπτυχθεί μια τακτική κριτικής στήριξης με συστράτευση στις επιχειρούμενες ευνοϊκές αλλαγές και αντιπαράθεση όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ οπισθοχωρεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα συμβάλλει σε μια πορεία ωρίμανσης και ανάπτυξης της συνείδησης της κοινωνίας γύρω από τις κυρίαρχες αντιφάσεις και διλήμματα της κάθε συγκυρίας. Η, χωρίς όρους, απόρριψη κάθε πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ (στάση που υιοθετεί μέχρι στιγμής η ηγεσία του ΚΚΕ), χωρίς να καθίσταται σαφές το εκάστοτε επίδικο, δε συμβάλλει στη συνειδητοποίηση από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα της αντιφατικότητας και των ανεπαρκειών του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, αντίθετα οδηγεί στην αυτοπεριθωριοποίηση και απαξίωση των πολιτικών δυνάμεων που υιοθετούν μια τέτοια στάση.
2) λόγω του ότι θα αποτελείται από πολιτικές δυνάμεις με μεγαλύτερη «κοινωνική γείωση» (ιδιαίτερα όσον αφορά το εργατικό κίνημα) θα μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την προώθηση ριζοσπαστικών αλλαγών και στην άσκηση πίεσης με όρους μαζικού λαϊκού κινήματος και όχι συναντήσεων κορυφής.
3) θα αποτελεί έναν δυνάμει πόλο εξουσίας, στο ενδεχόμενο η αντιφατικότητα που χαρακτηρίζει το ΣΥΡΙΖΑ να οδηγήσει σε διακοπή της πορείας ριζοσπαστικής αλλαγής στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή θα μπορεί να λειτουργήσει τόσο ως χώρος υποδοχής των πιο ριζοσπαστικών δυνάμεων που βρίσκονται σήμερα εντός του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και ως πόλος έλξης για τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που θα επιζητούν μια πιο ριζοσπαστική αλλαγή στην Ελλάδα. Αν δεν υπάρχει ένας συγκροτημένος τέτοιος πολιτικός χώρος είναι πολύ πιθανό η κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, που θα εκφραστεί σε αυτή την περίπτωση, να βρει διέξοδο μόνο σε ακραίες δεξιές δυνάμεις, όπως η Χρυσή Αυγή.
Η προοπτική δημιουργίας μιας τέτοιας μετωπικής συσπείρωσης είναι η μόνη που διασφαλίζει τόσο την αυτοτέλεια των πολιτικών δυνάμεων που θα τη συναπαρτίζουν απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και τη συνέχιση της ύπαρξής τους σα μιας σημαντικής συνιστώσας της ελληνικής αριστεράς, που θα μπορεί να παρεμβαίνει και να διαμορφώνει εξελίξεις σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα εξυπηρετεί την ανάγκη που υπάρχει για έναν πόλο με πιο σαφή και συνεπή ριζοσπαστική στρατηγική, που θα μπορεί να συμβάλλει στη συνειδησιακή εξέλιξη μεγάλων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποδεικνύεται ανίκανος να ξεπεράσει τις δικές του εσωτερικές αντιφάσεις. Είναι απολύτως αναγκαίο, στο σύντομο προσεχές διάστημα, να ληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αντίθετη περίπτωση η ελληνική αριστερά, αλλά και η ελληνική κοινωνία συνολικά, θα είναι εκτεθειμένες σε πολύ σοβαρούς κινδύνους.
πηγή: Κόκκινη Σημαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου