Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Από το Δεκέμβρη στο Φλεβάρη

Η διαδρομή του εαμικού κινήματος από την εξέγερση του Δεκέμβρη του ΄44 στη Συμφωνία της Βάρκιζας

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Στις 12 Φεβρουαρίου του 1945, ο ηττημένος στην εμφύλια σύγκρουση των Δεκεμβριανών ΕΛΑΣ υπογράφει τη συνθήκη της Βάρκιζας.....
Έχει προηγηθεί μια αιματηρή μάχη διάρκειας 33 ημερών, με 6.500 νεκρούς από τους μάχιμους και των δύο πλευρών, ενώ εκτιμήσεις της εποχής κάνουν λόγο για ακόμα περισσότερους νεκρούς αμάχους. Το στιχάκι «μας πήραν την Αθήνα / μόνο για ένα μήνα» που τραγουδούσαν κατά την υποχώρηση οι αντάρτες, δεν επρόκειτο να επιβεβαιωθεί: η λήξη των Δεκεμβριανών και ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ που προέβλεπε το Σύμφωνο της Βάρκιζας, θα αποτελέσουν το προοίμιο ενός αιματηρού κύκλου κρατικής τρομοκρατίας, ο οποίος θα οδηγήσει στην εμφύλια αναμέτρηση του 1946-49 και τη συντριβή του ελληνικού κομουνιστικού κινήματος. Η συμπλήρωση 62 χρόνων από τη σύναψη της συνθήκης είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε την πορεία του ΕΑΜικού κινήματος εκείνης της περιόδου. Είναι αναγκαία, γι’αυτό, μια αναδρομή στις κορυφαίες στιγμές ενός κινήματος που πριν ηττηθεί, ώθησε τα περιθωριοποιημένα λαϊκά στρώματα στο προσκήνιο, «όχι σαν ψηφοφόρους εκλογικής εκστρατείας, αλλά σαν αυτόνομους φορείς της ιστορίας τους».


Η τακτική των Λαϊκών Μετώπων και η συγκρότηση του ΕΑΜ


Στο 7ο Συνέδριό της το 1935 –κι ενώ οι Μουσολίνι και Χίτλερ έχουν επικρατήσει απ’το 1922 και το 1933 αντίστοιχα- η Τρίτη Κομουνιστική Διεθνής θα εισηγηθεί την τακτική των Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων: κατά το σχήμα του Δημητρώφ, απ’ όποια αφετηρία κι αν εναντιώνεται κανείς στο μείζονα κίνδυνο, το φασισμό και το ναζισμό, είναι δυνητικός σύμμαχος των κομμουνιστών. Η τακτική αυτή της εθνικής ενότητας, δηλαδή της ταξικής συνεργασίας πάνω στο μείζον διακύβευμα, θα διατυπωθεί στην 4η Ολομέλεια της Κ.Ε του ΚΚΕ, το 1935: «Το ΚΚΕ δηλώνει ότι μπροστά στον άμεσο κίνδυνο φασιστικής ιταλικής επιδρομής, είτε άλλης μεγαλοϊμπεριαλιστικής απειλής (λ.χ από την πλευρά της χιτλερικής Γερμανίας) κατά της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, θέτει σαν υπέρτατο καθήκον την υπεράσπιση της εθνικής ελευθερίας και θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις για να καταχτήσει αυτό την ηγεμονία της πάλης, εφόσον η ιστορία και η πράξη όλων των αστικοτσιφλικάδικων κομμάτων είναι ιστορία και πράξη ξεπουλήματος της χώρας και του λαού στους ξένους ιμπεριαλιστές».

Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου θα θέσει φραγμό στην μετά το 1931 οργανωτική ανάπτυξη του ΚΚΕ και το κόμμα, αφού διαβρωθεί από την Ασφάλεια του Μανιαδάκη, θα αποδεκατιστεί.



Η λήξη του φασιστικού τελεσιγράφου του 1940 θα βρει τους κομμουνιστές στις φυλακές. Από εκεί ο Νίκος Ζαχαριάδης θα κάνει έκκληση για αντιφασιστική συστράτευση εναντίον του Μουσολίνι, έστω και υπό τον Μεταξά. Η πρώτη νίκη των Συμμάχων θα σημειωθεί στο αλβανικό μέτωπο, όμως την εκδίωξη των ιταλικών στρατευμάτων από τις απροετοίμαστες ελληνικές μεραρχίες θα ακολουθήσει η ναζιστική εισβολή στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941. Το αστικό πολιτικό προσωπικό θα διασπαστεί. Ένα μέρος του θα πάρει μέρος στην κατοχική κυβέρνηση και ένα άλλο θα αναχωρήσει για την Αίγυπτο και θα σχηματίσει κυβέρνηση στο Κάιρο. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941, τα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν γλιτώσει από τις φυλακές της μεταξικής δικτατορίας (και, συνεπώς, δεν είχαν παραδοθεί από τις ελληνικές στις γερμανικές αρχές, όπως συνέβη με 2.000 άλλους συντρόφους τους), η Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία (ΕΛΔ), το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος (ΑΚΕ) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΚΕ), μαζί με εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, συγκροτούν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Συγκροτείται επίσης ο ΕΔΕΣ υπό το στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα και η μετριοπαθής ΕΚΚΑ, με αρχηγό το Δ. Ψαρρό. Το Φεβρουάριο του 1942 συγκροτείται ο ένοπλος βραχίονας του ΕΑΜ, ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός – ΕΛΑΣ και ακολουθεί η ίδρυση των ΕΟΕΑ, ενόπλου τμήματος του ΕΔΕΣ.



Η κατάρρευση του κράτους και η ανέχεια που μαστίζει μεγάλες μερίδες του ελληνικού πληθυσμού στις πόλεις και την ύπαιθρο, έχουν ως αποτέλεσμα ο χειμώνας του 1941-42 να είναι εξαιρετικά σκληρός. Η πείνα, η ναζιστική τρομοκρατία, η μαύρη αγορά και οι ληστείες στην ύπαιθρο είναι τα βασικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το ΕΑΜ. Οι επιτυχίες του σε αυτούς τους τομείς είναι οι βασικοί λόγοι ανάδειξής του σε ηγεμονεύουσα δύναμη. Έτσι, το ΕΑΜ κατορθώνει να καλύψει το πολιτικό κενό που έχει αφήσει ο αστικός πολιτικός κόσμος, ο οποίος έχει χάσει το κύρος του λόγω της συνεργασίας με τον κατακτητή ή της ανικανότητάς του μπροστά στην επέλασή του, αλλά και εξ αιτίας της πολιτείας του των προηγούμενων δεκαετιών, της βαριάς φορολογίας και της αιματηρής καταστολής. Τα σκληρά δοκιμαζόμενα και πριν από την Κατοχή εργατικά και αγροτικά στρώματα δεν είχαν να περιμένουν πολλά απ’ τον παλιό κόσμο. Η επίλυση λοιπόν του επισιτιστικού, η ματαίωση της επίταξης εργατών για τη Γερμανία, η εγκατάσταση θεσμών λαϊκής αυτοδιοίκησης στις απελευθερωμένες περιοχές, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, η θέση, τέλος, που κατοχυρώνει το ΕΑΜ για τις γυναίκες και τους νέους, θα είναι συνθήκες ικανές ώστε η συντριπτική πλειονότητα του λαού να το στηρίξει.


Ένας πόλεμος μέσα στον πόλεμο


Τόσο για τις κατοχικές αρχές όσο και για τη Μ. Βρετανία και το εγχώριο μη εαμικό μπλοκ, η άνοδος της επιρροής του ΚΚΕ στην ελληνική κοινωνία είναι πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Από το 1943 οι γερμανικές αρχές συγκροτούν ένοπλους σχηματισμούς προκειμένου να αναχαιτίσουν την επιρροή αυτή, και παράλληλα ομάδες εθνικοφρόνων ζητούν όπλα από τους Γερμανούς για να αντιμετωπίσουν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Βενιζελικοί, μεταξικοί και μοναρχικοί, φτωχοί που αναζητούν κάποιο εισόδημα και ευκατάστατα στελέχη τοπικών κοινωνιών, συγκεντρώνονται, εξοπλίζονται και συνεργάζονται με τον κατακτητή. Η Μ. Βρετανία, από την άλλη πλευρά, έχει να επιλέξει ανάμεσα στην άμεση υπονόμευση του ΕΑΜ πριν από το τέλος του πολέμου (με κίνδυνο την παράτασή του) και την κατοπινή ανάληψη δράσης (με κίνδυνο να έχει γιγαντωθεί το ΕΑΜ και το έργο της πολιτικοστρατιωτικής του εξόντωσης να είναι δυσκολότερο). Όσο για την ελληνική άρχουσα τάξη και τις οργανώσεις της, τα κεκτημένα, η ανοικοδόμηση και γενικά τα συμφέροντα που θα εξυπηρετεί η μεταπολεμική κοινωνική οργάνωση, είναι πολύ σοβαρά για να αφεθούν για αργότερα.



Μια σειρά από γεγονότα πριν και μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα και τον Πειραιά (12 Οκτωβρίου 1944), προϊδεάζουν για τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να λυθούν τα παραπάνω ζητήματα, αλλά και για τις αντιφάσεις στις γραμμές του ΕΑΜ που θα αποβούν καθοριστικές για τη συνέχεια. Το Μάρτιο του 1944 θα ιδρυθεί, εν είδει κυβερνητικού οργάνου της Αντίστασης, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), με πρόεδρο το στρατηγό Ε. Μπακιρτζή και γραμματείς τους ηγέτες των οργανώσεων που συγκρότησαν το ΕΑΜ. Ένα μήνα αργότερα, η Επιτροπή Εθνικής Ενότητας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων της Μ. Ανατολής, θα ζητήσει σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή της ΠΕΕΑ και η Μ. Βρετανία θα καταστείλει το κίνημα με στρατιωτική επέμβαση, διορίζοντας στη συνέχεια τον Γ. Παπανδρέου πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης. Με τις κινήσεις αυτές, οι Βρετανοί επιδιώκουν αφ’ενός να αποτρέψουν επέκταση της αναταραχής στις βρετανικές αποικίες και, αφ’ετέρου, να αποσαφηνίσουν το πλαίσιο αντιμετώπισης παρόμοιων κινήσεων στην Ελλάδα.


«Ή τις αλυσίδες ή τα όπλα»


Η διεύρυνση της ΠΕΕΑ θα εντείνει τις εσωτερικές αντιφάσεις του ΕΑΜ και στο διάστημα από το Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, η ΕΑΜική πλευρά θα στείλει υπουργούς στην κυβέρνηση του Καΐρου, θα υπογράψει τις Συνθήκες του Λιβάνου και της Καζέρτας και ουσιαστικά θα συναινέσει στην πολιτικοστρατιωτική υποταγή του κινήματος στο Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ που εγκαθίσταται στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου. Στις αρχές του Νοέμβρη, ο Σκόμπυ θα απευθύνει τελεσίγραφο για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ως τις 10 Δεκεμβρίου και στις 9 του ίδιου μήνα θα εγκατασταθεί στην Αθήνα η 3η Ορεινή Μεραρχία, στελεχωμένη από φιλοβασιλικά στοιχεία. Την ίδια στιγμή, οι επιθέσεις της αντικομουνιστικής «Χ» και των –φρουρούμενων, υποτίθεται- ταγματασφαλιτών συνεχίζονται. Στις 15 Νοεμβρίου ο Σκόμπυ θα επιβάλλει στρατιωτικό νόμο και λίγο αργότερα το θέμα της αποστράτευσης του ΕΛΑΣ θα ναυαγήσει από λαθροχειρία του Παπανδρέου. Το ΕΑΜ θα ξεκαθαρίσει ότι θέλει να αποφύγει την ένοπλη σύγκρουση, θα αποσύρει τους υπουργούς του και θα καλέσει σε διαδήλωση διαμαρτυρίας και απεργία. Ο Παπανδρέου θα απαγορεύσει τη διαδήλωση της 3ης Δεκεμβρίου που ο ίδιος είχε εγκρίνει πριν από μερικές ώρες και ο υπουργός Εφοδιασμού θα διαβεβαιώσει το Βρετανό πρέσβη ότι η αστυνομία θα σταματήσει τη διαδήλωση ακόμα και με τα όπλα.



Η διαδήλωση θα ξεκινήσει το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου. Το άοπλο πλήθος συρρέει προς το Σύνταγμα, ανεμίζει συμμαχικές και ελληνικές σημαίες και πλακάτ με σφυροδρέπανα και φωνάζει συνθήματα κατά του Παπανδρέου και του βασιλιά. Η αστυνομία ανοίγει πυρ στο ύψος του Αρχηγείου, απέναντι από το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», ενώ τα βρετανικά τανκς παρακολουθούν από την πλατεία Συντάγματος. Στις 4 Δεκεμβρίου, μονάδες του ΕΛΑΣ θα επιτεθούν σε αστυνομικά τμήματα, ο Τσόρτσιλ θα επιβάλει την παραμονή του Παπανδρέου στην κυβέρνηση και στις 6 Δεκεμβρίου ο βρετανικός στρατός θα αρχίσει τις επιχειρήσεις κατά του ΕΛΑΣ. Είναι σαφές ότι το στοίχημα για τον αστικό πολιτικό κόσμο είναι μεγάλο. Το ίδιο και για τη Μ. Βρετανία: 75.000 στρατιώτες σε καιρό πολέμου με τους Γερμανούς, βαρύς πολεμικός εξοπλισμός και φόρος αίματος, σοβαρό πολιτικό κόστος, τίποτα απ’αυτά δεν μετράει τόσο όσο η εξόντωση του ΕΑΜ.


Η ήττα και η πορεία προς τη Βάρκιζα


Το ίδιο το ΕΑΜ, υπό το βάρος των εσωτερικών του αντιφάσεων και της εγκατάλειψης από την ΕΣΣΔ, παλινδρομώντας μεταξύ υποχωρητικότητας και αδιαλλαξίας, αυταπατών περί εθνικής ενότητας και αφόρητης πίεσης, όχι μόνο λόγω συσχετισμού δύναμης, αλλά και λόγω της μάστιγας της πείνας που απλώνεται σε όλη τη χώρα (ο επισιτισμός είναι βρετανική υπόθεση), αναγκάζεται να υποχωρήσει. Η ήττα, η εξάντληση και η προπαγάνδα της αντίπαλης πλευράς περί αγριοτήτων και βάναυσης μεταχείρισης των ομήρων που κρατούν οι αντάρτες κατά την υποχώρηση, θα επισπεύσουν τη συνθηκολόγηση και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945.



Με τη συμφωνία αυτή το κράτος δεσμεύεται να κατοχυρώσει την ελεύθερη έκφραση των πολιτικών πεποιθήσεων, να εκκαθαρίσει τις δημόσιες υπηρεσίες από τους δωσίλογους, να αμνηστεύσει τα πολιτικά αδικήματα μέχρι τα Δεκεμβριανά και να διεξαγάγει δημοψήφισμα για το πολιτειακό, υπό τον όρο το ΕΑΜ να παραδώσει τα όπλα και τους ομήρους. Λίγες μόλις μέρες μετά, ο «Ριζοσπάστης» της 17ης Φεβρουαρίου του 1945 ζητά να σταματήσουν οι συλλήψεις και οι ξυλοδαρμοί μελών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, και καταγγέλλει ότι «ταγματασφαλίτες με στολή εθνοφυλακής δέρνουν τους πωλητές [σ.σ. εφημερίδων]» και κάνουν «γκαγκστερικές επιδρομές». Είναι η τρομοκρατία αυτή που θα διαρκέσει μέχρι το νόθο δημοψήφισμα για το πολιτειακό και τις εκλογές του 1946, από τις οποίες το ΕΑΜ θα απόσχει. Το Σεπτέμβριο του 1946, κι ενώ το όργιο των διώξεων συνεχίζεται, ο βασιλιάς Γεώργιος Γκλύξμπουργκ επανέρχεται στη χώρα. Ένα μήνα μετά συγκροτείται ο Δημοκρατικός Στρατός και η σύγκρουση θα είναι πια μετωπική.


Συζητώντας σήμερα για τον Εμφύλιο (Αντί επιλόγου)


Ο ελληνικός εμφύλιος, κορυφαία στιγμή του οποίου αποτελεί το διάστημα από την επανάσταση του Δεκεμβρίου του 1944 έως τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945, δεν είναι μόνο η πιο αιματηρή σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Είναι και η περίοδος που συμπυκνώνει τις διαχρονικές στρατηγικές αναζητήσεις του ελληνικού και του διεθνούς κομουνιστικού κινήματος, τα επιτεύγματα και τα λάθη του, τις πιο μεγάλες ελπίδες και τις τραγικότερες διαψεύσεις του· είναι, γι’αυτό, μια γοητευτική περίοδος.

Όσο δύσκολη κι αν φαντάζει σήμερα η μετάβαση «απ’το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας», το ζήτημα της εξουσίας και της (αντι-)βίας, η εμπλοκή του «ξένου παράγοντα», ο διεθνισμός και το «τι θα γινόταν αν είχαμε κερδίσει», είναι ζητήματα που εξακολουθούν να καθορίζουν πολιτικές συμπεριφορές. Η λειτουργία των γεγονότων της εποχής εκείνης στη σημερινή πολιτική πρακτική και ιδεολογία είναι αναμφισβήτητη: η «απέναντι πλευρά» το γνωρίζει -ίσως μάλιστα καλύτερα από εμάς- και φροντίζει να πράττει αναλόγως.



Στον απόηχο της κατάρρευσης του 1989 και στο έδαφος της «αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας», η Ιστορία της Αντίστασης και του Εμφυλίου ξαναδιαβάζεται και ξαναγράφεται· όχι όμως λόγω της ανακάλυψης κάποιων νέων στοιχείων ή γιατί εμείς οι ίδιοι θέτουμε κάποια νέα ερωτήματα. Στην περίπτωσή μας πρόκειται μάλλον για μια μετα-αναθεώρηση, με διακηρυγμένο στόχο «να ξεμπερδεύουμε με τη μυθολογία της Αριστεράς». Οι ιστορικοί Καλύβας και Μαραντζίδης, παίρνοντας τη σκυτάλη από το μυθιστόρημα «Ορθοκωστά» του Θ. Βαλτινού, αθροίζοντας πτώματα και αφυδατώνοντας τις εμφύλιες συγκρούσεις από ιδεολογικές και ταξικές διαφορές (αποσιωπώντας δηλαδή το πολιτικό τους διακύβευμα), αυτοσυστήνονται ως ριζοσπάστες και καταλήγουν στο ριζοσπαστικό συμπέρασμα ότι η δράση των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας δεν ήταν παρά ένα φρένο στη οργιάζουσα «Κόκκινη Τρομοκρατία». Το πρόβλημα δεν είναι η –μειοψηφική- απήχηση αυτών των θέσεων. Είναι ότι τόσο στην περίπτωσή τους, όσο και σε αντίστοιχες στην Ευρώπη (Κουρτουά στη Γαλλία, Νόλτε στη Γερμανία, αντικομουνιστικό μνημόνιο), η κυριαρχία θέλει να μουτζουρώσει την αίγλη των αντιστάσεων του παρελθόντος, να πείσει ότι η μόνη πραγματική ιστορία είναι η δική της. Αν οφείλουμε να την εμποδίσουμε, δεν είναι μόνο από απέχθεια προς τη λήθη, αλλά και γιατί η ιστορία γράφεται στο τώρα.

Το κείμενο γράφτηκε για το τεύχος Φεβρουαρίου 2007 του περιοδικού «Ενέδρα»

RNB

Δεν υπάρχουν σχόλια: