του Σ. Ανδρονίδη* |
«Έρωτα, έρωτα ως την ακαριαία
νύχτα, κι απ’ τον ηχηρό αντινό πυρίτη ως τη χαραυγή με τα τριανταφυλλένια
γόνατα, ατένισε τον τυφλό γιο του χιονιού» (Pablo Neruda, ‘Υψώματα του Μάτσου
Πίτσου’).
Λίγες ημέρες πέρασαν από τον θάνατο του σπουδαίου Ουρουγουανού
δημοσιογράφου και συγγραφέα, Εδουάρδο Γκαλεάνο. Χρωστάω έναν ελάχιστο και
γραπτό φόρο τιμής στο συγγραφέα που μου....
άνοιξε τις 'πόρτες' της Λατινικής
Αμερικής. Διαβάζοντας βιβλία του, και ειδικά το πάντα επίκαιρο και διαχρονικό 'la venas
abiertas de America
Latina', ('Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής),
μπορείς να διακρίνεις το αποικιακό παρελθόν, την ταξική εκμετάλλευση, τις
αμερικανικές επεμβάσεις στην ήπειρο, αλλά και τους πολύχρονους αγώνες των λαών
της.
Μέσα στις 'φλέβες' των λαών της Λατινικής Αμερικής κυλάει η αντίσταση, η
αντίσταση που εκκινεί από το ιθαγενικό παρελθόν,συναντά τον Μπολίβαρ, τον Φιδέλ
Κάστρο, τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και τον
Καμίλο Σιενφουέγος, για να καταλήξει στο σήμερα.
Βαθύς γνώστης της ιστορίας της ηπείρου, με οξύ και ιδιαίτερα κριτικό και
διεισδυτικό λόγο, κατήγγειλε τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και την
εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Παράλληλα, και μέσω της
πένας του, ανέσυρε στην επιφάνεια 'μνήμες' από το σπουδαίο πολιτισμικό παρελθόν
της ηπείρου. Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο υπήρξε ένας διανοούμενος με όλη την σημασία
της λέξης, αναπόσπαστο κομμάτι της κριτικής αριστερής διανόησης του 20ου αλλά
και του 21ου αιώνα.
Η γοητευτική του γραφή ενείχε τα 'σπέρματα' μίας προσίδιας λογοτεχνικότητας
που υπερέβαινε τις νόρμες της κατεστημένης αφήγησης. Κι η γραφή του υπήρξε τόσο
αληθινή και μεστή, ικανή να αναπλάθει ιστορίες και να τις εγκιβωτίζει στο
πολύπαθο σήμερα. Δεν αναζήτησε επαίνους και τιμές, παρά μόνο την προσοχή των
'από κάτω'. Το έργο του ανασυγκροτεί, βήμα-βήμα, το ιστορικό χρονικό της
Λατινικής Αμερικής, ενώ, την ίδια στιγμή λειτουργεί ως 'γέφυρα' που συνδέει
αγωνιζόμενους λαούς και παραδόσεις.
Οι ιστορίες του, συνθέτουν βήμα-βήμα, τον κύκλο της μακροϊστορίας των
‘από κάτω’. Και αυτό ακριβώς επιχειρεί ο Εδουάρδο Γκαλεάνο: την σύνθεση μίας
μακροϊστορίας των ‘από κάτω’ που εκκινεί από πολύ παλιά, δονείται από τους
παλμούς μίας θεμελιώδους αμφισβήτησης την ίδια στιγμή που αντιπαρατίθεται στην
ιστορική λήθη και αμνησία. Το επίκαιρο έργο του συνδυάζει την δημοσιογραφική
γραφή με τις λογοτεχνικές αρετές, ανασύροντας στην επιφάνεια την «δυναμική της σιωπής»: η συγκεκριμένη
«δυναμική» ενέχει εντός της τις πολιτισμικές παραδόσεις της Λατινικής Αμερικής
καθώς και την ενεργό αγωνιστική παρουσία των λαών της στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Τα γραπτά του καταγράφουν ακριβώς αυτή
την «δυναμική της σιωπής», της δίνουν «χώρο» και όγκο, συνθέτουν νοήματα,
ανασυνθέτουν το όλον, δίνουν στεντόρεια «φωνή» στη σιωπή.
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, αντισυμβατικός μέχρι τέλους, δεν υποτάχθηκε στη
«νέα» και «αυξημένη» αστική «υλικότητα» του καιρού μας. Διατράνωσε την αντίθεση
του στην ταξική εκμετάλλευση ενώ στήριξε τα κοινωνικά κινήματα και τις
προοδευτικές κυβερνήσεις της Νότιας Αμερικής. Αυτός ο λανθάνων ποιητής «έντυσε» με όνειρα και
αμφισβήτηση την γραπτή του προσπάθεια, σαρκάζοντας κάθε οπισθοδρόμηση και
εξουσία. Έβλεπε στο μέλλον ανασυνθέτοντας το παρελθόν και το παρόν, ενώ η
ιστορική του καταγραφή, τόσο απλή και συνάμα γοητευτική, διεκδικεί τις δάφνες
μίας πρωτότυπης αφήγησης.
Ο Γκαλεάνο δεν υποτάχθηκε ποτέ σε έναν στείρο διανοουμενισμό της
παθητικότητας και της αδράνειας. Περνούσε μέσα από τα παραπήγματα των
μεγαλουπόλεων της ηπείρου, αφουγκραζόταν τον πόνο, στηλίτευε την κοινωνική
αδικία και καταπίεση, έβλεπε στο μέλλον. Και ο αποχαιρετισμός που του αξίζει
είναι από το βιβλίο του 'οι μέρες αφηγούνται': 'Και οι μέρες άρχισαν να
περπατούν. Και μας δημιούργησαν. Και γεννηθήκαμε εμείς, τα παιδιά τους, είμαστε
τα παιδιά των ημερών, που πορευόμαστε εξερευνώντας τη ζωή'.[1]
Ο συγγραφέας της Ουρουγουάης θα λείψει από όλους όσοι αγωνίζονται και
διεκδικούν την πραγμάτωση του κοινωνικού οράματος και ονείρου. Όμως, μας άφησε
παρακαταθήκη και κληρονομιά ένα συγγραφικό έργο μακράς πνοής, ένα έργο που κάθε
ώρα και στιγμή θα «ενσαρκώνει» το νόημα της κοινωνικής μεταβολής και της
ελπίδας.
Οι δικές του λέξεις «διαβαίνουν» την κοινωνική και πολιτική ολότητα,
αφουγκράζονται τα προτάγματα και τις αξίες των ανθρώπων, συγκροτούν ένα
παλίμψηστο βασικοί πυλώνες του οποίου είναι η αμφισβήτηση και η «διάσωση» της
μνήμης. Ο πείσμων λάτρης του ποδοσφαίρου (που ειρήσθω εν παρόδω, στηλίτευσε την
εμπορευματοποίηση του), είδε στη στρογγυλή θεά και στους μύστες της τον
πρωτόλειο έρωτα της ζωής. Ο ποδοσφαιριστής-μύστης δεν ελέγχει απλώς την μπάλα,
αλλά ρυθμίζει με μία μαγική κίνηση και ντρίπλα την κίνηση του κόσμου,
προσφέροντας στιγμές ενός υψηλού καλλιτεχνικού πράττειν.
Με τα δικά του λόγια: «Πέρα από κάθε πρόγνωση, πέρα από κάθε βεβαιότητα,
ορισμένες φορές ο μικρούλης Δαβίδ ταράζει συθέμελα τον αήττητο Γολιάθ. Ας
αφήσουμε, λοιπόν, τον πεσιμισμό για καλύτερες μέρες, όπως έγραψε ένας άγνωστος,
ένας περαστικός σε έναν τοίχο της Μπογκοτά. Και να θρέψουμε την ελπίδα. Όμορφη
έκφραση, όμορφη πρόκληση».[2]
[1] Βλ. σχετικά, Γκαλεάνο Εδουάρδο, ‘Η Γένεση κατά τους
Μάγια’, ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη, Εκδόσεις Πάπυρος,
Αθήνα, 2012, σελ. 13.
[2] Βλ. σχετικά, Γκαλεάνο Εδουάρδο, ‘Ας αφήσουμε τον
πεσιμισμό για καλύτερες μέρες’, rednotebook.gr, 13/04/2015.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου