|
του Σ. Ανδρονίδη* |
«They say that life’s a carousel Spinning fast, you’ve got to ride it
well The world is full of kings and queens Who blind your eyes and steal your
dreams It’s heaven and hell, oh well And they’ll tell you black is really white
The moon is just the sun at night And when you walk in golden halls You get to
keep the gold that falls It’s heaven and hell, oh no», (Black Sabbath, ‘Heaven
and hell’).
Σήμερα συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός
της χώρας, Γιώργος Παπανδρέου, ανακοίνωνε την προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό
διάσωσης. «Ο Γιώργος Παπανδρέου, επέλεξε το....
ακριτικό Καστελόριζο για να
ανακοινώσει πως η Ελλάδα γίνεται η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που είχε συμφωνήσει
να μπει στο μηχανισμό «στήριξης» με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ».[1] Το
Μνημόνιο ορίζεται και νοηματοδοτείται ως τομή, ως συμβάν που μετέβαλλε επί τα
χείρω το επίπεδο διαβίωσης του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων.
Το περιεχόμενο του Μνημονίου και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν την
επαύριον της συμφωνίας χρηματοδοτικής υποστήριξης στη χώρα διαμόρφωσαν μία νέα
κοινωνική κανονικότητα. Η υποχώρηση της κοινωνικής δύναμης και δυναμικής των
καταπιεσμένων τάξεων συνοδεύθηκε από την αντίστοιχη αύξηση της κοινωνικής ισχύος
του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας, και ιδιαίτερα κάποιων μερίδων του.
Η περικοπή μισθών και συντάξεων[2],
η επί τα χείρω μεταβολή των εργασιακών σχέσεων, η εκτόξευση της ανεργίας (27%) και της φτώχειας
υπήρξαν τα αποτελέσματα των ασκούμενων
μνημονιακών πολιτικών. Η «μη-κοινωνική ζωή» αποτελεί την νέα πραγματικότητα
στην ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό του 21ου αιώνα. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως το Μνημόνιο
λειτούργησε ως εργαλείο και ως «χάρτα» ανασυγκρότησης του πεδίου του
κοινωνικού, ενώ, την ίδια στιγμή λειτούργησε και ως προσδιοριστικό στοιχείο της
ιδεολογίας των δύο πρώην κυρίαρχων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ & Ν.Δ).
Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός βίωσε και βιώνει τις «ωδίνες» μίας
δομικής μεταβολής της κοινωνικής ολότητας. Οι μεταβολές που επέφερε η
οικονομική κρίση-Μνημόνιο εγκιβωτίστηκαν στο εσωτερικό των καταπιεσμένων
τάξεων, δημιουργώντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την
αποκρυστάλλωση μίας νέας και σημαντικής αποϋποκειμενοποίησης της κοινωνικής
ζωής.
Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους (βλέπε μεγάλα και κυρίαρχα
συγκροτήματα του τύπου), προέβαλλαν το Μνημόνιο ως εργαλείο εκσυγχρονισμού του
ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, καθώς και ως εργαλείο ανάδυσης ενός προσίδιου
«αντιλαϊκισμού» που αντιπαρατίθεται άμεσα στις στρεβλώσεις και στις λαϊκίστικές
παθογένειες της μεταπολιτευτικής συγκρότησης και πρακτικής. Ως εκ τούτου το
Μνημόνιο αποτελεί και την ιδεολογική «απάντηση» στο λαϊκισμό της
Μεταπολίτευσης, στο λαϊκισμό που θεωρείται ως
νοηματοδότηση και συμπύκνωση της στρεβλής συσχέτισης πολιτικών κομμάτων
και κοινωνικών τάξεων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο λαϊκισμός δεν «χαϊδεύει» απλώς
«αυτιά», δεν διαμορφώνει αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά διευρύνει την έννοια της
πολιτικής ως μορφής εμπέδωσης του «επάρατου» κρατισμού και συντεχνιασμού.
Οι κοινωνικές-οικονομικές νοηματοδοτήσεις και οριοθετήσεις του Μνημονίου
παρήγαγαν νέες χρηματικές απολήξεις και «ροές», που όμως κατευθύνθηκαν κύρια
προς την πλευρά της άρχουσας τάξης. Η σιδερένια λιτότητα και οι πολιτικές της
δημοσιονομικής πειθαρχίας συμπληρώθηκαν από την πολιτική μίας «σιδερένιας»
καταστολής, μία πολιτική που έδωσε «χώρο» και «χρόνο» «ανάπτυξης» στις
κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους (βλέπε σώματα ασφαλείας). Ο νέος και
περιώνυμος «αυταρχικός κρατισμός» του 21ου αιώνα, συνέβαλλε στην
εμπέδωση των πολιτικών λιτότητας στο πεδίο του κοινωνικού, συσσωρεύοντας όχι
τάξη και ασφάλεια, αλλά πυγμή και κρατική ισχύ.
Η Μνημονιακή χρηματική συσσώρευση και «ροή» διασφαλίζεται από την
εργατική κινητοποίηση και δράση. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους όρισαν
και «εδαφικοποίησαν» (στο πεδίο του κοινωνικού)
το Μνημόνιο και τις προβλέψεις του ως κανονικότητα και «υλικότητα» περιστολής
των θεμελιωδών εργατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος: «Το κράτος οχυρώνεται
απέναντι στον «εχθρό λαό». Πλευρές αυτής της οχύρωσης δεν είναι «απλώς» η
«συνήθης» καταστολή των διαδηλώσεων, αλλά υπάρχει μία σημαντική ποιοτική και
ποσοτική πρακτική αναβάθμιση των σχετικών πρακτικών. Έτσι, η χρήση χημικών και
επιχειρήσεων σωματικής καταστολής έχει πολλαπλασιαστεί στις «απείθαρχες»
περιοχές, όπως η Κερατέα της Αττικής και οι Σκουριές της Χαλκιδικής, όπου
διοργανώθηκαν κατασταλτικές εκστρατείες στην προσπάθεια να καμφθεί το φρόνημα
των αγωνιζόμενων κατοίκων. Όταν μία απεργία υπερβαίνει την «ανοχή» του κράτους
και του κεφαλαίου, τότε τα ΜΑΤ εισβάλλουν στο κατειλημμένο εργοστάσιο
(Χαλυβουργία), ενώ η παρουσία των δυνάμεων Δίας και Δέλτα είναι συνεχής σε όλα
τα αστικά κέντρα. Επιπρόσθετα, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί η καταστολή που
δέχονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες μέσα από μία πληθώρα πρακτικών, όπως το
σχέδιο Ξένιος Δίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι συνεχείς έλεγχοι, ακόμη και
τα βασανιστήρια μέσα σε αστυνομικά τμήματα».[3]
Το Μνημόνιο αναδιαμόρφωσε τους όρους πρόσληψης του κοινωνικού και
πολιτικού παιγνίου. Ως θεμελιώδης ιδεολογική «κατασκευή» «διείσδυσε» στο
εσωτερικό των δύο άλλοτε κυρίαρχων πολιτικών συσσωματώσεων (ΠΑΣΟΚ & Ν.Δ),
αποτελώντας το σημείο σύγκλισης τους και σε κυβερνητικό επίπεδο. Αν την
προηγούμενη δεκαετία ο περιβόητος και περίφημος «μεσαίος χώρος» διαμόρφωσε τον
τρόπο και την μέθοδο διακυβέρνησης, το Μνημόνιο συνέβαλλε σε μία πλέρια
πολιτικοϊδεολογική ταύτιση η οποία «ενδύθηκε» τον μανδύα του εκσυγχρονισμού και
της εμπέδωσης της θέσης της χώρας στο στενό ευρωπαϊκό πυρήνα.
Η Μνημονιακή μέθοδος διακυβέρνησης είναι διττή και αντιφατική : χρησιμοποιεί το ιδεολογικό «καρότο» του
εκσυγχρονισμού μαζί με το «μαστίγιο» της καταστολής. Σε αυτό το πλαίσιο, η
«νέα» μέθοδος διακυβέρνησης συσσωρεύει τις Μνημονιακές αντιφάσεις που οδηγούν
στην αποδόμηση παραδοσιακών κοινωνικών στοιχίσεων και συμμαχιών. Η πρόσδεση των
πολιτικών κομμάτων με τις κοινωνικές τάξεις και τις μερίδες τάξεων ποτέ δεν
ήταν τόσο αδύνατη όσο σήμερα.
Παραδοσιακά κόμματα, (βλέπε χαρακτηριστικά την περίπτωση του άλλοτε
κραταιού ΠΑΣΟΚ), χάνουν τα κοινωνικά τους στηρίγματα, ενώ τα νέα κόμματα που
δημιουργούνται και αναδύονται στην κοινωνική και πολιτική επιφάνεια δεν
δύνανται να επηρεάσουν την ροή των εξελίξεων. Με άλλα λόγια, δεν δύνανται να
διευρύνουν την επιρροή τους μέσα στους «κραδασμούς» που παρήγαγε η συγκεκριμένη
διαχείριση της οικονομικής κρίσης (βλέπε Μνημόνιο).
Η κοινωνική και ιδεολογική υποχώρηση των παραδοσιακών πολιτικών
σχηματισμών δημιουργεί προϋποθέσεις ανόδου για τις υπόλοιπες. Οι κομματικές
συσσωματώσεις αλλάζουν, όπως αλλάζει και ο τρόπος πρόσληψης τους.[4]
Στα χρόνια του Μνημονίου, και ιδίως την διετία 2010-2012, πύκνωσαν και οι
εργατικές «συνδηλώσεις» της οικονομικής κρίσης. Οι «συνδηλώσεις» αυτές έλαβαν
διάφορες μορφές, καταδεικνύοντας την αντίδραση των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων
στις επί τα χείρω μεταβολές που επέφερε η Μνημονιακή συνθήκη. Πλέον, το μείζον
διακύβευμα είναι ακριβώς η ποιοτική πύκνωση των συνδικαλιστικών-εργατικών
κινητοποιήσεων σε συνθήκες δραστηριοποίησης της αριστερής κυβέρνησης. Το μπλοκ
της μισθωτής εργασίας οφείλει να κινητοποιηθεί δραστήρια διεκδικώντας την
αναδιανομή του πλούτου από τα «άνω» προς τα «κάτω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου