του Σίμου Ανδρονίδη* |
Στις σημερινές έκτακτες συνθήκες της βαθιάς
οικονομικής κρίσης το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών έχει επανέλθει στη
συζήτηση που διεξάγεται μέσα στους «κόλπους» της Αριστεράς. Το ζήτημα των
κοινωνικών συμμαχιών αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα σήμερα, και συνδέεται
κατεξοχήν με την προσπάθεια υπέρβασης
της κρίσης και των συνεπειών της, προς όφελος όμως του λαϊκού-εργατικού μπλοκ.
Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης προς όφελος του αστικού συνασπισμού
εξουσίας έχει...
μεταβάλλει ριζικά το πεδίο συγκρότησης και ανασυγκρότησης των
κοινωνικών συμμαχιών.
Νέες κοινωνικές συμμαχίες αναδιατάσσονται και συγκροτούνται, σταθερές
μέχρι πρότινος κοινωνικές συμμαχίες αποδομούνται, ενώ εντός αυτού του σύνθετου
και περίπλοκου κοινωνικού περιβάλλοντος, κοινωνικές τάξεις και μερίδες τάξεων
«αναζητούν» το πολιτικό κόμμα ή τα πολιτικά κόμματα που θα εκπροσωπήσουν τα
συμφέροντα τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με βάση και τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογικών
αναμετρήσεων, λειτουργεί ως ο πολιτικός φορέας υποδοχής της λαϊκής
δυσαρέσκειας.
Η κοινωνική συμμαχία που έχει συγκροτήσει ο
ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό «τμήμα» εκείνων των κοινωνικών τάξεων
που έχουν πληγεί από τις ευρύτερες Μνημονιακές αναδιαρθρώσεις. Όμως η εδραίωση
και η πολιτική αποκρυστάλλωση αυτής της κοινωνικής συμμαχίας συμφύεται οργανικά
με το περιεχόμενο των προγραμματικών και των ιδεολογικών θέσεων του κόμματος
του ΣΥΡΙΖΑ.
Με
λίγα λόγια, προϋποθέτει την αντιστοίχιση κόμματος-«πληττόμενης» κοινωνίας στο
βαθμό που η επαγγελλόμενη οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας
«περνάει» μέσα από την ριζική ενεργοποίηση και δραστηριοποίηση εκείνων ακριβώς
των κοινωνικών τάξεων που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την διαχείριση και την
ρύθμιση της οικονομικής κρίσης προς όφελος του άρχοντος συνασπισμού
εξουσίας.
Με ποιο προγραμματικό και ιδεολογικό
πλαίσιο θα οικοδομήσει και θα σφυρηλατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στέρεες σχέσεις πολιτικής
εκπροσώπησης με τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα; Είναι προφανές ότι το
υφιστάμενο αντιμνημονιακό πρόσημο δεν αρκεί για να μετατοπίσει δομικά και
«ολικά» το λαϊκό-εργατικό μπλοκ προς την κατεύθυνση «ανατροπής» της
δικομματικής κυβέρνησης. Χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Η στενά
εκλογικίστικη τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποτυπώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε στο
σύνθημα «25 ψηφίζουμε, 26 φεύγουν», δεν του επιτρέπει να «διεισδύσει» βαθιά
μέσα στο εσωτερικό της πληττόμενης κοινωνίας ώστε να λειτουργήσει ως «πλήρης»
οργανωτής κοινωνικών συμφερόντων. Δεν είναι τυχαία και η απόκλιση που
παρατηρείται μεταξύ της εκλογικής επίδοσης του κόμματος και της ισχνής
παρουσίας του μέσα στους κοινωνικούς χώρους. (βλ. εκλογές σε συνδικαλιστικά
σωματεία).
Για
να αρθεί αυτός ο ιδιότυπος «δομικός δυϊσμός» απαιτείται οι ασκούμενες πολιτικές
να αποκτήσουν ένα βαθύτατα ριζοσπαστικό περιεχόμενο λειτουργώντας ως η
εμπροσθοφυλακή της οργάνωσης και της συνάρθρωσης συμφερόντων προς όφελος του
πόλου της μισθωτής εργασίας. Και εδώ παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η γκραμσιανή
θεωρητική έννοια του «συλλογικού διανοούμενου». Και ένας κατεξοχήν «συλλογικός
διανοούμενος» είναι το πολιτικό κόμμα, κόμμα ριζοσπαστικό και επαναστατικό.
Το κόμμα «συλλογικός διανοούμενος»,
συνθέτει πολιτικές, εγγράφει τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών στο πρόγραμμα του,
συγκροτεί ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, «εξωτερικεύει» το πρόγραμμα του
καθιστώντας το κτήμα των λαϊκών στρωμάτων, αρθρώνει αντιηγεμονικό πολιτικό,
προγραμματικό και ιδεολογικό λόγο, μετασχηματίζοντας ταυτόχρονα τον λόγο σε
«ζώσα» πολιτική και πρακτική υπεράσπισης, έκφρασης και συνάρθρωσης των
συμφερόντων του λαϊκού-εργατικού μπλοκ. Και το κόμμα «συλλογικός διανοούμενος»
δεν έχει «αναδυθεί» ακόμη.
Αν
και τα κόμματα της δικομματικής κυβέρνησης έχουν απωλέσει ένα μεγάλο ποσοστό
της παλαιάς κοινωνικής και πολιτικής τους επιρροής, ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ,
εντούτοις φαίνεται να διατηρούν και να αποκτούν ταυτόχρονα συγκεκριμένες
κοινωνικές αναφορές.
Το κόμμα της Ν.Δ λειτουργεί ως πόλος
συσπείρωσης των «αστικών» συμφερόντων, έχοντας αποκτήσει μία συγκεκριμένη και
έντονη «ταξικότητα» που συνδέεται με την «υλικότητα» της άσκησης πολιτικών υπέρ
των συγκεκριμένων αστικών συμφερόντων.
Το κόμμα του ΠΑΣΟΚ, από την άλλη πλευρά, έχει μετασχηματιστεί σε ένα
κόμμα που συναρθρώνει κυρίως συμφέροντα των μικροαστικών και μεσοαστικών κοινωνικών στρωμάτων. Και μιλούμε για το
κόμμα-επίκεντρο της Μεταπολιτευτικής περιόδου, κόμμα που λειτουργούσε ως ο
κύριος εκφραστής των συμφερόντων του λαϊκού-εργατικού μπλοκ. Η συγκρότηση της
δικομματικής κυβέρνησης, μετά την αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς,
αποτυπώνει τρόπον τινά, σε κυβερνητικό-κρατικό επίπεδο, την ύπαρξη μίας
κοινωνικής συμμαχίας που φέρει ένα συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο. Και αυτό το
ταξικό πρόσημο φέρει έντονη την σφραγίδα του άρχοντος συνασπισμού εξουσίας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μία συμμαχία της αστικής τάξης με τα μεσαία και κάποια
από τα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα, συμμαχία όμως φαίνεται να γέρνει
μονόπαντα προς την πλευρά της αστικής τάξης.
Το κόμμα της Ν.Δ φαίνεται να χάνει
σημαντικό κομμάτι της επιρροής της στις τάξεις-στηρίγματα, ιδιαίτερα τις
μικροαστικές, κάτι που είναι πολύ πιθανό να έχει μακροπρόθεσμες πολιτικές
επιπτώσεις. Ένα μέρος αυτών των
τάξεων-στηριγμάτων, έχει στραφεί προς την πλευρά του κυβερνητικού
εταίρου. (ΠΑΣΟΚ).
Ο ρόλος και η παρουσία της μικροαστικής
τάξης, καθώς και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων είναι ιδιαίτερο σημαντικός για
τους εξής λόγους: 1. Διότι, παρά το ότι δεν διαδραματίζουν κύριο ρόλο στην
διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, συμβάλλουν στην συγκρότηση και στην
ταυτόχρονη εμβάθυνση των κοινωνικών συμμαχιών. Και κύρια τα συμφέροντα τους φιλτράρονται
και διαμεσολαβούνται μέσω της πρόσδεσης τους στο άρμα της κυρίαρχης αστικής
τάξης. 2. Παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόκτηση και την εμπέδωση της πολιτικής
και της ιδεολογικής ηγεμονίας, ήτοι όχι μόνο στη απόκτηση της
πολιτικής-κυβερνητικής εξουσίας αλλά και στην απόκτηση της ιδεολογικής
ηγεμονίας η οποία διαμορφώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την
μακροπρόθεσμη πολιτική κυριαρχία. 3. Οι μικροαστικές τάξεις θα αποτελέσουν
επίδικο μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ.
Η
προσίδια πολιτική «ριζοσπαστικοποίηση» των τάξεων-στηριγμάτων δεν σημαίνει και
την «αυτόματη» δομική τους μετατόπιση προς τα Αριστερά. (ελλοχεύει και ο
κίνδυνος της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής). Τα κόμματα της συγκυβέρνησης, και
ιδιαίτερα ο μείζων κυβερνητικός εταίρος, θα επιδιώξουν να αυξήσουν την
κοινωνική τους απεύθυνση και την πολιτική τους επιρροή στα μικροαστικά
κοινωνικά στρώματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ιδεολογικοί
μηχανισμοί του κράτους ήδη επισείουν τον «κίνδυνο» απώλειας της κοινωνικής και
πολιτικής σταθερότητας καθώς και του «κινδύνου» εξόδου της χώρας από την ΟΝΕ. Η
ασφάλεια, ο «νόμος και η τάξη» συγκροτούν ιδεολογικά τις μικροαστικές
κοινωνικές τάξεις και τις προσδένουν στο άρμα του κράτους. Η ρητορική των κυβερνώντων στελεχών περί του
εν δυνάμει κινδύνου που αντιπροσωπεύουν οι μετανάστες, αποβλέπει στο εσωτερικό
αυτών των τάξεων. Ακόμη και τα σώματα ασφαλείας αποφεύγουν να ασκήσουν βία
εναντίον αυτών των τάξεων, στοχεύοντας κύρια σε τμήματα της εργατικής τάξης. Η
προσπάθεια προσεταιρισμού αυτών των τάξεων στοχεύει στην αναδιάταξη και την εκ
νέου συγκρότηση μίας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας που θα περιλαμβάνει
οργανικά την μικροαστική τάξη.
Το
ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών και των τάξεων είναι ιδιαίτερα σύνθετο και
περίπλοκο και απαιτεί έντονη θεωρητική εργασία. Όπως έγραψε και ο Νίκος
Πουλαντζάς, «οι κοινωνικές τάξεις δεν καλύπτουν τις δομικές βαθμίδες αλλά τις
κοινωνικές σχέσεις: αυτές οι κοινωνικές σχέσεις συνίστανται σε ταξικές
πρακτικές, πράγμα που σημαίνει ότι οι κοινωνικές τάξεις είναι νοητές μονάχα με
τη ταξικών πρακτικών».[1]
[1] Βλ.σχετικά, ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις’,
τόμος α΄, γ’ έκδοση, Μετάφραση: Φιλίνης Κώστας, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982,
σελ. 117.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου