Ν. Σεβαστάκης* |
Στους κλονισμούς που έφερε η
κρίση στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία, ειπώθηκε συχνά ότι η
Κεντροαριστερά δεν έχει πλέον νόημα. Οταν μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης χάνει
το έδαφος κάτω από τα πόδια του και τα προγράμματα αναμορφωτικής λιτότητας
σφραγίζονται από μια πειθαρχική νεοφιλελεύθερη λογική, η πραγματικότητα
γίνεται, «αντικειμενικά», διχοτομική. Έτσι άλλωστε και η...
καταβύθιση του ΠαΣοΚ
ερμηνεύθηκε ως απόδειξη της καθολικής (αν όχι οριστικής) χρεοκοπίας κάθε
εκδοχής Σοσιαλδημοκρατίας.
Σήμερα - λέει το ίδιο
επιχείρημα - υπάρχει μια κοινωνική πόλωση η οποία μεταφράζεται,
αναπόδραστα, σε πολιτικό ανταγωνισμό για την εξουσία. Όλες λοιπόν οι αξιώσεις
για διαφορετική ερμηνεία της κατάστασης και των προοπτικών της συνιστούν είτε
μετέωρη ηθικολογία είτε μεταμφιεσμένη ιδιοτέλεια όσων γυρεύουν να διασωθούν από
την πολιτική κατακρήμνιση. Και κάπως έτσι, με μια τέτοια εξήγηση, κλείνει και η
όλη συζήτηση.
Νομίζω ότι η παραπάνω
προσέγγιση στο ζήτημα της Σοσιαλδημοκρατίας είναι λανθασμένη. Έχει με το μέρος
της αληθινά ερωτήματα και βάσιμες υποψίες αλλά κατασκευάζει μια υπερβολικά
μονοσήμαντη εικόνα για την πραγματικότητα.
Στις τελευταίες δεκαετίες η
ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε ή δεν επιδίωξε να αποτελέσει πολιτικό
αντίβαρο στα κύματα των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Τις περισσότερες φορές
υιοθέτησε μια πολιτισμικά διακριτή αλλά σε κρίσιμα σημεία παρόμοια ατζέντα με
αυτήν των κεντροδεξιών και συντηρητικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή κυριάρχησε η
πεποίθηση ότι οι όποιες λαϊκές και κοινωνικές αναφορές των προοδευτικών
κομμάτων ανήκουν στο παρελθόν, στην εποχή των αρχαϊσμών και της ταξικής πάλης.
Γι’ αυτό και επιλέχθηκαν με εκλογικό πανικό νέα κοινά-στόχοι, οι μεσαίες τάξεις
της γνώσης και της πληροφορίας ή οι λεγόμενοι θύλακες καινοτομίας στην
κοινωνία. Η ιδέα ότι έχουμε περάσει από τις κοινωνίες των αντιθέσεων στις
κοινωνίες των soft αποχρώσεων βρήκε εν τέλει απροετοίμαστη την Κεντροαριστερά
απέναντι στο νέο κοινωνικό ζήτημα και στις οικονομικές καταστροφές των τελευταίων
χρόνων. Έτσι άλλωστε «ανδρώθηκαν» τα διάφορα Εθνικά Μέτωπα όσο οι
σοσιαλδημοκρατίες μετατρέπονταν σε κόμματα προυχόντων και ειδικών παραγόντων.
Η ελληνική περίπτωση έχει
βέβαια και άλλα στοιχεία. Η αναφορά στον εκσυγχρονισμό και ο αφορισμός του λαϊκισμού
λειτούργησαν για κάποια χρόνια ως μια μίνιμουμ ταυτότητα ενός χώρου που δεν
απαντούσε σε σημαντικά ερωτήματα: πώς φτιάχτηκε το ελληνικό μοντέλο ευημερίας,
ποιες αξίες και οικονομικές πρακτικές ενθαρρύνθηκαν από τις ελίτ της ύστερης
Μεταπολίτευσης, ποια πολιτική μπορεί να υπερασπιστεί τα δημόσια αγαθά και την
κοινωνική πρόοδο; Παρόμοια ερωτήματα είτε δεν αντιμετωπίστηκαν καθόλου είτε
παράπεσαν ως υποσημειώσεις μέσα σε μια εκσυγχρονιστική ρητορεία που συνδυαζόταν
με την ικανοποίηση που πρόσφερε το να ανήκει κανείς στο κόμμα του κράτους.
Τα χρόνια προ της κρίσης δεν
μπόρεσε να σταθεί επίσης ένα πραγματικό ρεύμα ηθικής και διανοητικής
μεταρρύθμισης στην ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημα της σύγχρονης συλλογικής μας
ταυτότητας στριμώχτηκε ανάμεσα σε έναν ξινό ορθολογισμό με μορφή κατήχησης και
σε διάφορους απίθανους εθνικισμούς της «αντίστασης στη δυτική αλλοτρίωση».
Τι γίνεται όμως σήμερα ύστερα
από τρία και περισσότερα χρόνια βύθισης; Έχουν έλθει βίαια στην επιφάνεια όλα
τα πολιτικά και πνευματικά κενά των προηγούμενων δεκαετιών. Και είναι προφανές
ότι η απάντηση σε αυτά τα κενά και ιδίως η διαμόρφωση ρυθμιστικών ιδεών για την
υπέρβαση της κρίσης χρειάζεται ένα πνεύμα διαλόγου. Όχι το ύφος του επιθετικού
τελεσιγράφου ούτε όμως και μια, εκτός τόπου και χρόνου, αντίληψη για εθνικές
συναινέσεις σε μονόδρομους. Με άλλα λόγια, η κριτική, και η κριτική σε
εγχειρήματα όπως αυτό των «58», δεν μπορεί να είναι μια παραλλαγή της γνωστής
αγανάκτησης «κατά των ενόχων».
Η βασική αυταπάτη που
καλλιεργείται στους χώρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η ιδέα μιας
Ελλάδας που εξαιτίας της κρίσης έγινε ή γίνεται Λατινική Αμερική. Στη βάση αυτή
προβάλλει η βεβαιότητα ότι κάθε εκδοχή Σοσιαλδημοκρατίας είναι νεκρή ή απλώς
ένα υποσύστημα των νεοφιλελεύθερων ελίτ. Αυτή η αντίληψη παραβλέπει ένα
σημαντικό γεγονός: ότι υπάρχει ένας δημοκρατικός κόσμος που θέλει την πρόοδο
και τρομάζει με τις ανισότητες αλλά δεν αναγνωρίζεται στον θορυβώδη
αντισυστημισμό και στη διαρκή κινηματική φαντασίωση. Και ότι παρά τον
κλυδωνισμό ταυτοτήτων και δεσμών μέσα στην κρίση, η χώρα αποτελεί πάντοτε τμήμα
ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και πολιτισμικού χώρου.
Από την άλλη, ωστόσο, είναι
ορατή μια άλλη αυταπάτη: ότι στην Ελλάδα με τα μαγκάλια, τη μαζική ανεργία και
τους κατακουρασμένους πολίτες μπορεί να δοκιμαστεί ένα είδος απογειωμένου
«μπλερισμού». Την ίδια στιγμή που ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται
στην πράξη εκτός κοινωνικού συμβολαίου και ανοίγονται νέα επικίνδυνα,
οικονομικά και πολιτισμικά, χάσματα.
Τόσο η λυρική επίκληση ενός
ελληνικού «τσαβισμού» όσο και μια Σοσιαλδημοκρατία που θα στόχευε να προβάλει
το 2014 την κεντρώα μεταπολιτική είναι αδύναμα σενάρια. Ζούμε σε μια άλλη
συνθήκη που επιβάλλει να ξαναδούμε τα περιεχόμενα κάθε πολιτικής υπόσχεσης
δίχως καθήλωση σε ετοιμοπαράδοτες ταυτότητες, εξωτικές ή όχι. Το τι είναι
ριζοσπαστικό και τι όχι, το ποιος είναι ο ελιτίστικος και ποιος ο λαϊκός
ευρωπαϊσμός, το τι εννοούμε δίκαιη λιτότητα και κοινωνική ανασυγκρότηση, όλα
αυτά αποτελούν καλά ερωτήματα. Και στα ερωτήματα δεν ταιριάζει περιφρόνηση,
ακόμα και αν πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε τις ίδιες
απαντήσεις.
*Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα
Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ 15/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου