της Ρένας Δούρου |
Λίγα 24ωρα πριν κλείσει και η δεύτερη προεκλογική εκστρατεία για τις κρίσιμες εκλογές της 17ης Ιουνίου, «αποκαλύψεις» της εφημερίδας «Δημοκρατία» με έφεραν, ούτε λίγο ούτε πολύ, υπάλληλο του κ. Άκη Τσοχατζόπουλου, την περίοδο που εκείνος ήταν υπουργός Εθνικής Άμυνας κι εγώ μέλος του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ)! Η πραγματικότητα είναι ότι συνέβαινε το αντίθετο: ο κ. Άκης Τσοχατζόπουλος ήταν υπάλληλός μου και όχι...
εγώ εκείνου!Όση αλήθεια περιέχει η παραπάνω πρόταση, άλλη τόση περιείχαν και τα δημοσιεύματα της συγκεκριμένης εφημερίδας, η οποία αφιέρωσε τρία συνεχόμενα δημοσιεύματα στο καθημερινό της φύλλο συν μια ολόκληρη σελίδα στην κυριακάτικη έκδοσή της για την «αποκάλυψη», η οποία όμως ούτε αποκαλυπτικό ούτε τεκμηριωμένο χαρακτήρα έχει: είναι απλά δυσφημιστική, στην προσπάθειά της να εξυπηρετήσει ολοφάνερες πολιτικές σκοπιμότητες. Να πληγεί δηλαδή και μέσω εμού, ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ, του κατ’ εξοχήν αντιπάλου της Ν.Δ. στις πρόσφατες εκλογές.
Σήμερα λοιπόν, μετά από τις κρίσιμες εκλογές της 17ης Ιουνίου, κι ενώ ήταν συνειδητή η επιλογή μου να μην παίξω σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι με την απάντησή μου, θεωρώ ότι είναι πλέον η κατάλληλη στιγμή να δώσω τις δέουσες απαντήσεις – πολλώ δε μάλλον που η εφημερίδα ουδέποτε μπήκε στον κόπο να μου ζητήσει την άποψή μου σε όσα ατεκμηρίωτα μου προσάπτει!
Επί της ουσίας λοιπόν.
1ον) Κατηγορούμαι ότι «απέκρυψα» από το βιογραφικό μου τη συνεργασία μου με το Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων, προφανώς γιατί είχα κάτι να κρύψω, δηλαδή τη… συνεργασία μου με τον τότε υπουργό, κ. Άκη Τσοχατζόπουλο! Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η «αποκάλυψη» «δένει» με τα υπόλοιπα προεκλογικά επιχειρήματα της Ν.Δ. σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δήθεν συνεργάζεται με το… βαθύ ΠΑΣΟΚ, κ.ο.κ. Ωστόσο θεωρώ βασική αρχή το να μην συγχέουμε την κομματική προπαγάνδα με τη δημοσιογραφία. Για τον απλούστατο λόγο ότι α) σε ένα βιογραφικό 50 λέξεων, είναι φυσικό να κάνει κανείς επιλογές και προτίμησα, λόγω της υποψηφιότητάς μου, να δώσω έμφαση στις πολιτικές, κινηματικές μου δράσεις και όχι στις επαγγελματικές. Έτσι, με την ίδια λογική «απέκρυψα» το γεγονός ότι συνεργάστηκα με διαφημιστικές εταιρίες, από τις πιο σημαντικές του χώρου, «απέκρυψα» τα βραβεία, τις υποτροφίες ή το μεταπτυχιακό μου στην Ανάλυση Πολιτικού Λόγου κι Ιδεολογίας. β) Αν πράγματι ήθελα να αποκρύψω τη συμμετοχή μου στο ΙΑΑ, δεν θα είχα ανεβάσει δύο (2) φωτογραφίες από συνεδρίασή του, με δική μου συμμετοχή, στην ιστοσελίδα μου, με δημόσια πρόσβαση για όλους, από όπου τις αλίευσε η εφημερίδα για να στηρίξει το δήθεν αποκαλυπτικό της ρεπορτάζ.
2ον) Το γεγονός ότι μετείχα ως πολιτική αναλύτρια, και μάλιστα με την ευθύνη εκπόνησης εργασιών, στο ΙΑΑ, που είναι ένα ερευνητικό, επιστημονικό Ινστιτούτο, υπό την εποπτεία του ΥΠΕΘΑ, συνιστά για μένα τιμή, καθώς σε αυτό μετείχαν πανεπιστημιακοί, καταξιωμένοι επιστήμονες, όλων των πεποιθήσεων, καθηγητές και διπλωμάτες, με στόχο την τεκμηριωμένη ενημέρωση όχι μόνο του υπουργείου αλλά όλων των κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου καθώς και της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Και ας μη θεωρηθεί ότι η συμμετοχή (και οι εργασίες) συνεπαγόταν, όπως άφηναν να εννοηθούν το δημοσιεύματα, υψηλές αμοιβές… Αντιθέτως… Η πληρωμή γινόταν με «μπλοκάκι» (έλαβα μάλιστα και περαίωση για αυτό), σαν να ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας, και πρέπει να παρατηρήσει κανείς εδώ τις ελαστικές σχέσεις εργασίας που επέβαλλε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στο δημόσιο…
«Αλίμονο αν αντιμετωπίζουμε τα αυτοδύναμα επιστημονικά ινστιτούτα των ελληνικών υπουργείων ως κομματικά ενεργούμενα του εκάστοτε υπουργού! Δηλαδή να υποθέσω ότι επί ΝΔ όσοι υπηρέτησαν στο εν λόγω ινστιτούτο ήταν κομματικά ενεργούμενα του εκάστοτε υπουργού; Μόνο πανικόβλητος νους μπορεί να εφεύρει τέτοιες σχέσεις. Πρόκειται για φθηνές πρακτικές με φθηνά αποτελέσματα που φθηναίνουν τον πολιτικό διάλογο», σημείωνα στη συνέντευξη που έδωσα στην εφημερίδα CityPress, στις 13 Ιουνίου 2012.
3ον) Η εφημερίδα συνέχισε τις «αποκαλύψεις», φέρνοντας στη δημοσιότητα συμμετοχή μου το 2003 σε Οργανωτική Επιτροπή για τη διοργάνωση συνεδρίου, υπό την αιγίδα του τότε υπουργού Πολιτισμού Γ. Λιάνη, με θέμα «Γυναίκα και Αθλητισμός». Στην ίδια επιτροπή, μετείχε και η κόρη του κ. Α. Τσοχατζόπουλου, Αρετή! Άρα; Βλ. επανάληψη του επιχειρήματος της 1ης παρατήρησης… Στο σημείο αυτό, αν δεν σπιλωνόταν η υπόληψή μου, το θέμα θα ήταν απλά γελοίο, καθώς η εφημερίδα εσκεμμένα παραλείπει να παραθέσει τα ονόματα (όπως αυτά περιλαμβάνονται στο σχετικό ΦΕΚ) και των άλλων κυριών που μετείχαν στην ίδια Επιτροπή, χωρίς, υποθέτω, να έχουν στενές σχέσεις με την οικογένεια Τσοχατζόπουλου. Ενδεικτικά αναφέρω τις κυρίες: Ειρήνη Παππά, Βούλα Πατουλίδου, Άννα Βερούλη, Σοφία Σακοράφα, Φάνη Πάλλη – Πετραλιά, Αγάπη Βαρδινογιάννη, Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Γιάννα Δεσποτοπούλου, κ.α… Περισσότερα λόγια δεν χρειάζονται, νομίζω…
Εν κατακλείδι: πρόκειται για δημοσιεύματα δυσφημιστικά, κατασκευασμένα, με στόχο να πληγεί ο ΣΥΡΙΖΑ και το ελπιδοφόρο, αντιμνημονιακό μήνυμά του στην πολιτική σκηνή. Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες. Δεν παύει όμως, τέτοιου είδους κίτρινα δημοσιεύματα να συνιστούν ντροπή για τον δημοσιογραφικό χώρο, να υποβαθμίζουν τον δημοκρατικό διάλογο, να περιφρονούν τους στοιχειώδεις κανόνες του.
Στο σημείο αυτό τίθεται – και κατά τη γνώμη μου αυτό ίσως να είναι και το σημαντικότερο – ένα θέμα που αφορά στην ίδια τη λειτουργία της Δημοκρατίας και στο σεβασμό της από τα ΜΜΕ. Διότι είναι διαφορετική η άσκηση, όσο σκληρή κι αν είναι αυτή, κριτικής σε ένα πολιτικό πρόσωπο και διαφορετικός ο ατεκμηρίωτος διασυρμός του, με τρόπο ώστε σήμερα, π.χ. να βρίθουν ένα σωρό ιστοσελίδες ακροδεξιού προσανατολισμού από την… αναπαραγωγή του υβριστικού, δυσφημιστικού, κίτρινου, ατεκμηρίωτου σε βάρος μου δημοσιεύματος της εφημερίδας. Σήμερα, που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν με αδιαμεσολάβητο τρόπο, αναπαράγοντας σε χρόνο ρεκόρ και χωρίς καμία αίσθηση της στοιχειώδους δημοσιογραφικής δεοντολογίας (π.χ. της ανάγκης διασταύρωσης), το όποιο δημοσίευμα θεωρηθεί ότι είναι α) αρκούντως προκλητικό β) τολμηρό γ) πικάντικο δ) όλα τα προηγούμενα μαζί, η όποια προσωπική (με την έννοια της υπονόμευσης) επίθεση, παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Στην περίπτωσή μου λοιπόν έχει αναπαραχθεί άπειρες φορές το συκοφαντικό δημοσίευμα που με εμφανίζει μέρος του συστήματος, να σιτίζομαι στο περιβάλλον του κ. Α. Τσοχατζόπουλου, να διαθέτω προβληματική επαγγελματική παρουσία (αλίμονο, πώς είναι δυνατόν να προσελήφθην στη βάση του… βιογραφικού μου;) και, να χρησιμοποιώ διγλωσσία, με τις πράξεις μου να αναιρούν το δημόσιο λόγο μου. Συνιστούν αυτά «κριτική»; Σπίλωση χαρακτήρα, ναι. Κατασυκοφάντηση πολιτικού αντιπάλου, σίγουρα. Καταβαράθρωση των δημοκρατικών αξιών, αναμφισβήτητα.
Και πέραν των ευθυνών εκείνων που βρίσκονται πίσω από τα ΜΜΕ που καταφεύγουν, εν γνώσει των συνεπειών και της άκριτης αναπαραγωγής των ασύστολων ψευδών τους, σε τέτοιες μεθόδους, τίθεται και το ζήτημα της ευθύνης των πολιτών. Γιατί τελικά τι είδους ανθρώπους θέλουμε στα βουλευτικά έδρανα; Εκπροσώπους των κομματικών σωλήνων και των κομματικών μηχανισμών, που δεν έχουν βγει ούτε μία μέρα στην αγορά για μεροκάματο, που δεν έχουν καταθέσει ούτε μία φορά το βιογραφικό τους για πρόσληψη, που δεν έχουν γνωρίσει τι θα πει να στέκεσαι στην ουρά του Ταμείου Ανεργίας; «Ατσαλάκωτα» στελέχη σαν εκείνα που από το πρωί ως το βράδυ «παίζουν» με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όχι παραγωγικά / ενημερωτικά αλλά επιχειρώντας να διασπείρουν ψεύδη, να σπιλώσουν υπολήψεις, να αναπαραγάγουν ό,τι πιο βορβορώδες μπορούν να σκεφθούν σε βάρος εκείνων που θεωρούν πολιτικούς τους αντιπάλους; Γιατί αυτός είναι και ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την πολιτική: όχι ως αντιπαράθεση επιχειρημάτων, κατάθεση προτάσεων και ανταλλαγή απόψεων, αλλά ως ένα παιχνίδι όπου όλα τα κτυπήματα επιτρέπονται και κυρίως εκείνα κάτω από τη ζώνη. Τα βρώμικα και τα ύπουλα. Με μία προϋπόθεση βέβαια: ότι θα είναι αυτοί που θα τα εκτοξεύουν και ποτέ εκείνοι που θα τα δέχονται… Οι πολίτες δεν μπορούν να μένουν λοιπόν «αθώοι του αίματος», επιτρέποντας ή ανεχόμενοι τη σπίλωση και την κατασυκοφάντηση εκ μέρους ΜΜΕ, όσων διαφωνούν με αυτά και με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που εκφράζουν. Οι πολίτες έχουν έτσι και αυτοί τις ευθύνες τους σε αυτό το κύμα παραπληροφόρησης που με εμφανίζει πλέον να έχω πατέρα βιομήχανο ή μεγαλοστέλεχος του ΠΑΣΟΚ ή να είμαι τμήμα του συστήματος επειδή εργάστηκα στο Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων! Σήμερα το «like» ή το «retweet» δεν είναι αθώες κινήσεις: είναι συνειδητές επιλογές με συνέπειες, και ως τέτοιες πρέπει να λογίζονται. Ας το έχουμε όλοι μας υπόψη αυτό.
Και πέραν των ευθυνών εκείνων που βρίσκονται πίσω από τα ΜΜΕ που καταφεύγουν, εν γνώσει των συνεπειών και της άκριτης αναπαραγωγής των ασύστολων ψευδών τους, σε τέτοιες μεθόδους, τίθεται και το ζήτημα της ευθύνης των πολιτών. Γιατί τελικά τι είδους ανθρώπους θέλουμε στα βουλευτικά έδρανα; Εκπροσώπους των κομματικών σωλήνων και των κομματικών μηχανισμών, που δεν έχουν βγει ούτε μία μέρα στην αγορά για μεροκάματο, που δεν έχουν καταθέσει ούτε μία φορά το βιογραφικό τους για πρόσληψη, που δεν έχουν γνωρίσει τι θα πει να στέκεσαι στην ουρά του Ταμείου Ανεργίας; «Ατσαλάκωτα» στελέχη σαν εκείνα που από το πρωί ως το βράδυ «παίζουν» με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όχι παραγωγικά / ενημερωτικά αλλά επιχειρώντας να διασπείρουν ψεύδη, να σπιλώσουν υπολήψεις, να αναπαραγάγουν ό,τι πιο βορβορώδες μπορούν να σκεφθούν σε βάρος εκείνων που θεωρούν πολιτικούς τους αντιπάλους; Γιατί αυτός είναι και ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την πολιτική: όχι ως αντιπαράθεση επιχειρημάτων, κατάθεση προτάσεων και ανταλλαγή απόψεων, αλλά ως ένα παιχνίδι όπου όλα τα κτυπήματα επιτρέπονται και κυρίως εκείνα κάτω από τη ζώνη. Τα βρώμικα και τα ύπουλα. Με μία προϋπόθεση βέβαια: ότι θα είναι αυτοί που θα τα εκτοξεύουν και ποτέ εκείνοι που θα τα δέχονται… Οι πολίτες δεν μπορούν να μένουν λοιπόν «αθώοι του αίματος», επιτρέποντας ή ανεχόμενοι τη σπίλωση και την κατασυκοφάντηση εκ μέρους ΜΜΕ, όσων διαφωνούν με αυτά και με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που εκφράζουν. Οι πολίτες έχουν έτσι και αυτοί τις ευθύνες τους σε αυτό το κύμα παραπληροφόρησης που με εμφανίζει πλέον να έχω πατέρα βιομήχανο ή μεγαλοστέλεχος του ΠΑΣΟΚ ή να είμαι τμήμα του συστήματος επειδή εργάστηκα στο Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων! Σήμερα το «like» ή το «retweet» δεν είναι αθώες κινήσεις: είναι συνειδητές επιλογές με συνέπειες, και ως τέτοιες πρέπει να λογίζονται. Ας το έχουμε όλοι μας υπόψη αυτό.
Δεν έχω ψευδαισθήσεις: οι «εγκέφαλοι» της δυσφημιστικής σε βάρος μου επίθεσης, ενήργησαν συνειδητά, καταπατώντας κάθε είδους δημοσιογραφική δεοντολογία, στο βωμό κομματικών σκοπιμοτήτων. Η μέθοδος είναι παλιά, γκεμπελικής έμπνευσης και δοκιμασμένη. Έχω ωστόσο να τους στείλω ένα μήνυμα: η λάσπη τους γυρίζει μπούμερανγκ, τους χαρακτηρίζει και εντέλει τους… λερώνει. Αυτούς τους ίδιους τους εμπνευστές της. Τους ηθικούς αυτουργούς της σπίλωσης.
Προσωπικά θα συνεχίσω τον αγώνα μου, με τα μέσα που έχω επιλέξει, δηλαδή τον δημοκρατικό διάλογο και την αντιπαράθεση με επιχειρήματα, για όσα πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξουν σήμερα, στη κρίσιμη συγκυρία που βιώνουμε, στην πολιτική και την κοινωνία. Θα συνεχίσω να θίγω κατεστημένα, διαπλεκόμενα συμφέροντα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι θα προκαλώ τη σπασπωδική, συκοφαντική αντίδρασή τους. Αν νομίζουν ότι θα σωπάσω, ματαιοπονούν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου