Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Η Δημοκρατική Συμπαράταξη - Σ. Ανδρονίδης

του Σίμου Ανδρονίδη*

«Θρυμματισμένες οι ψυχές πετάνε στον ουρανό. Μετά το διαβολικό μανιτάρι ερήμωσε ο τόπος ούτε άνθρωποι ούτε ζώα ούτε λουλούδι απέμεινε κάτι για να θυμίζει γήινο τοπίο όπου γεννήθηκε αγάπη και στοργή αλλά και πόνος δυστυχία ότι περιέχει η ζωή.  Οι απειλές έγιναν πράξη το μέλλον ήρθε είναι παρόν πιο ζοφερό δεν έχει αυτή είναι η τελική λύση των δυνατών». (Γρηγόρης Σακαλής, ‘Τελική λύση’).

Το σχήμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης τοποθετείται στη σημερινή πολιτική σκηνή-συγκυρία ως προϊόν της επιδίωξης υπέρβασης του κατακερματισμού της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Στις....
εκλογές που διεξήχθησαν στις 20 Σεπτεμβρίου του 2015 έλαβε το 6,28% των ψήφων, εκλέγοντας 15 βουλευτές. Το συγκεκριμένο πολιτικό σχήμα αποτελείται από το ΠΑΣΟΚ, τη Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ), και τις κινήσεις πολιτών για τη σοσιαλδημοκρατία.

Ουσιαστικά, η Δημοκρατική Συμπαράταξη συμπυκνώνει ως πολιτικός σχηματισμός τη δομική ανισορροπία και αστάθεια του κομματικού-πολιτικού συστήματος, την προϊούσα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, τη σύγκλιση στο ιδεολογικό πεδίο της με κάθε τρόπο διασφάλισης της ευρωπαϊκής παρουσίας της χώρας, τη σύγκλιση στο ίδιο το πεδίο ενός μνημονιακού κυβερνητισμού. Ως εκ τούτου, η τοποθέτηση της στην πολιτική σκηνή, προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας ασταθούς  ισορροπίας των κεντροαριστερών-σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκεκριμένη δομική αστάθεια αφενός μεν ορίζει και προσδιορίζει τη θέση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στο πολιτικό πεδίο, αφενός μεν  λειτουργεί ως τρόπος σύγκλισης των κεντροαριστερών δυνάμεων διαμέσου των αντιφάσεων και των αντιθέσεων.

Πραγματικά, ο σχηματισμός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης επιδιώκει να άρει την προσίδια και φορτισμένη ιδεολογικοποίηση των κοινωνικών-οικονομικών προβλημάτων, εστιάζει στην ποσοτικά διαβαθμισμένη αντίληψη του κοινωνικοοικονομικού παιγνίου, διαμεσολαβεί και αντανακλά το «αδύναμο αντηχείο» της εν Ελλάδι σοσιαλδημοκρατίας, σκιαγραφεί το χώρο του Κέντρου ως «μορφή» και στοιχείο όχι μίας απλής κομματικής αυτοτοποθέτησης (self-placement), αλλά ως συγκαιρινό (και ιστορικό) στοιχείο της ίδιας της συμπύκνωσης της πολιτικής διαπάλης, της αναγωγής του σε ‘χώρο’ άσκησης συναινέσεων, σε ‘χώρο’ απρόσβλητο από τα κάθε φορά «ανεπιθύμητα» άκρα.

Η οριοθέτηση στο χώρο του Κέντρου, ενός Κέντρου κατεξοχήν σχεσιακού προς την κυβερνητική εξουσία, τείνει να συγκροτεί το πολιτικό παίγνιο και την πολιτική διαπάλη ως διαστάσεις μίας εν δυνάμει συναίνεσης και αναζήτησης συναίνεσης ανάμεσα στις «υπεύθυνες» πολιτικές δυνάμεις. Στην ιστορική περίοδο της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης η αναζήτηση της κάθε φορά συναίνεσης αποτελεί τον ‘κοινό τόπο’, τη συνισταμένη της δράσης εκείνων των πολιτικών συσσωματώσεων που τείνουν να λειτουργούν ως διαμορφωτές  μίας συγκεκριμένης κοινωνικής δυναμικής, ως μηχανισμοί αναδιαμόρφωσης και ανανοηματοδότησης του όλου πεδίου του κοινωνικού. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη επιδιώκει να τοποθετηθεί στον ενδιάμεσο, μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ) και του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικό-ιδεολογικό χώρο, αναζητώντας την αναπαραγωγή του ως κεντρώου (κεντροαριστερού)[1] πολιτικού κόμματος.

Η μετάβαση από το άλλοτε κυρίαρχο ΠΑΣΟΚ στη Δημοκρατική Συμπαράταξη σχετίζεται με τις μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στο πλέγμα του πολιτικού οικοδομήματος, καθώς και στο πλαίσιο της εκπροσώπησης-συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων. Κι είναι ακριβώς το κόμμα του ΠΑΣΟΚ που βιώνει με έντονο και «κρισιακά» προσδιορισμένο τρόπο την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, την κρίση που οδηγεί στη μετάβαση σε μία νέα και δομικά συρρικνωμένη κοινωνική συμμαχία, σε ένα κρισιακά διαμορφωμένο κοινωνικό μπλοκ το οποίο και ενθυλακώνει τις εγκάρσιες τομές και ρήξεις που συντελούνται στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Με αυτόν τον τρόπο, ο σχηματισμός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης επιζητεί τη νομιμοποίηση του αφενός μεν δια της καταδίκης ενός καθόλα «δύσοσμου» λαϊκίστικού πράττειν του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς και της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ),[2] αφετέρου δε δια της επίκλησης ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος το οποίο και δύναται να διαμορφώσει η «μεγάλη» Δημοκρατική παράταξη. Ο λαϊκισμός ως στρέβλωση της πολιτικής είναι αυτός που ευθύνεται για το ξέσπασμα της κρίσης εν Ελλάδι. Η δράση και η παρουσία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης «φιλτράρονται» από την καταδίκη του «επάρατου» λαϊκισμού και των ιδιαίτερα όψεων που αυτός αποκτά.

Η αδυναμία μίας επικαιροποίησης ενός δοσμένου και ριζοσπαστικού πολιτικού, προγραμματικού και ιδεολογικού λόγου, η μη αποκοπή από το πλαίσιο που νοηματοδοτείται ως  μνημονιακός κυβερνητισμός καθορίζουν τη θέση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην πολιτική σκηνή.  Οι συνέπειες που επέφερε η διαχείριση της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης στο μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων έχουν εγκολπωθεί στον πυρήνα του πολιτικού οργανισμού που αποκαλείται Δημοκρατική Συμπαράταξη, προσδίδοντας του τα χαρακτηριστικά: 1. Της εργαλειοποίησης του μείζονος διακυβεύματος που είναι η έξοδος της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας από την βαθιά κρίση που έχει εισέλθει, 2. της αντεστραμμένης ιστορικότητας δράσης (ιστορικοποίησης), που ορίζεται κύρια από τη πολιτική μεθοδολογία διαχείρισης της πρώτης φάσης-περιόδου της κρίσης από το ΠΑΣΟΚ, 3. από το ευρύτερο πρόταγμα των δομικών-διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και από την αναγκαιότητα πραγματοποίησης τους, 4. από τη σύζευξη στρατηγικής-αποτελεσματικότητας, και, 5. από την ίδια την αναγωγή του μνημονιακού μεταρρυθμισμού σε ‘εργαλείο’ εκσυγχρονισμού και δομικού εξευρωπαϊσμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.

Ο μνημονιακός μεταρρυθμισμός είναι ο κατεξοχήν μεταρρυθμισμός της δράσης. Όπως αναφέρει έξοχα ο Νίκος Πουλαντζάς: «Ο συνασπισμός της εξουσίας, και οι σχέσεις που αυτό καθορίζει για τις κυρίαρχες τάξεις και μερίδες, χρησιμεύει έτσι στην εντόπιση και αποκάλυψη του πραγματικού (ταξικού) νοήματος  των καθαρά κομματικών σχέσεων στο εσωτερικό ενός σταδίου, στην αποκάλυψη λοιπόν, της μετατόπισης τους με τις πολιτικές ταξικές σχέσεις».[3]

Στο «εσωτερικό στάδιο» της περιοδικής κρίσης του καπιταλιστικού σχηματισμού, στο περιβάλλον της ανακατάταξης της άρχουσας τάξης και των λαϊκών τάξεων, εντοπίζονται οι ιδιαίτερες και επάλληλες πολώσεις που ενυπάρχουν και συντελούνται στο εσωτερικό μίας αυτοτελούς κομματικής δομής. Αυτή η περιοδικότητα-ιστορικότητα μίας δοσμένης κρίσης αποκαλύπτει το ρόλο και τη δράση των κοινωνικών τάξεων στην πολιτική σκηνή διαμέσου της κομματικής εκπροσώπησης. Η μετατόπιση των ταξικών πολιτικών σχέσεων, η κάθε φορά μετατόπιση και παγίωση ενός συσχετισμού δυνάμεων, αποκαλύπτει την κίνηση των πολιτικών κομμάτων στο πεδίο της διάδρασης και ώσμωσης με ότι αποκαλείται κοινωνική τάξη.

Η συντελούμενη βαθιά περιοδικότητα της οικονομικής κρίσης, τείνει να προσομοιάζει στη μορφή και στην υλικότητα-ταξικότητα που προσέλαβαν  οι ασκούμενες πολιτικές της Δημοκρατικής Παράταξης. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη τοποθετείται εντός του ευρύτερου πλαισίου της «χωροχρονικής» μήτρας που αναπαράγεται στο παροντικό τώρα  ως βιωμένη κρίση, ως απώλεια ευκαιριών και δυνατοτήτων.



[1] Η «Κεντροαριστερά» ως η ελληνική χαρακτηριστική όψη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ταυτίζει την αριστερή πολιτική με ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό επίδικο, με την άρση της λαϊκίστικης στρέβλωσης- παροχολογίας, την καταδίκη της πολιτικής «ανευθυνότητας», με την ανάδυση ενός κυβερνητισμού που θα λειτουργεί ως κεντρομόλος δύναμης έλξης φιλικών (στον αντιλαϊκισμό και στις μεταρρυθμίσεις), δυνάμεων. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, η εν Ελλάδι Κεντροαριστερά αναγάγει την ιδεολογικής τοποθέτηση σε θεμέλιο λίθο του εκσυγχρονισμού και της μετεξέλιξης των οικονομικών δομών και του πολιτικού συστήματος της χώρας.
[2] «Η χώρα έχει ανάγκη από μια ισχυρή παράταξη με αυτόνομο ρόλο και αυτοδύναμη στρατηγική, διακριτά πολιτικά οριοθετημένη από τον δήθεν αριστερό λαϊκισμό και τις παρωχημένες ιδεοληψίες του αλλά και τις συντηρητικές, νεοφιλελεύθερες και εξίσου αναποτελεσματικές πολιτικές που εκπροσωπεί η Δεξιά». Βλέπε σχετικά, ‘Φώφη Γεννηματά: προτείνει δημιουργία μεγάλης παράταξης με αρχηγό από τη βάση’, CNN Greece, 16/01/2016, www.cnn.gr.
[3] Βλ. σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική Εξουσία και κοινωνικές τάξεις’, τόμος Β’, Γ’ έκδοση, Μετάφραση: Χατζηπροδρομίδης Λ., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 98.




*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: