του Γ. Τσιάκαλου* |
Τη δυνατότητα να διορίζονται πρώην στρατιωτικοί σε
θέσεις εκπαιδευτικών πρότεινε πριν λίγες εβδομάδες το ακροδεξιό κόμμα της
Αυστρίας (το κόμμα του Χάιντερ), δηλώνοντας ότι με αυτόν τον τρόπο
αξιοποιούνται «οι διδακτικές ικανότητες που αποκτούνται με τη θητεία στο
στρατό».
Μόνον όσοι δεν γνωρίζουν ή ξεχνούν την....
ιδιαίτερη σχέση
των ακροδεξιών με το στρατό απόρησαν για τη συγκεκριμένη πρόταση, καθώς γι’
αυτούς ο στρατός αποτελεί «το μεγαλύτερο και καλύτερο σχολείο», του οποίου οι
«αρετές» θα πρέπει να κυριαρχούν σ’ ολόκληρη την κοινωνία και, «φυσικά»!- στην
πολιτική. Στόχος τους λοιπόν είναι να κάνουν το στρατό πιο ελκυστικό, και,
παράλληλα, δίνοντας τη δυνατότητα μετάβασης των πιο ηλικιωμένων στρατιωτικών
στα σχολεία (όπως επίσης σε υπηρεσίες σεκιούριτι και στην αστυνομία) να
προσελκύουν διαρκώς νέους ανθρώπους, οι οποίοι (σε μια εποχή απόλυτης
αβεβαιότητας για το μέλλον τους και αναξιοπιστίας των άλλων θεσμών) θα βλέπουν
στο στρατό το μοναδικό θεσμό που μπορούν να εμπιστευτούν.
Πρόκειται για «παραδοσιακές φασιστικές απόψεις» ήταν
κάποια από τα σχόλια στις εφημερίδες, αλλά η σχετική πρακτική έχει ιστορία που
φτάνει έως τον βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκο Γουλιέλμο Α’, ο οποίος
θεσμοθέτησε το 1717 την υποχρεωτική εκπαίδευση, αναγνωρίζοντας τη σημασία που
μπορεί να παίξει το σχολείο στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Για τη
διορατικότητά του σ’ αυτόν τον τομέα θεωρείται «προοδευτικός για την εποχή
του», όμως ως βασιλιάς συνειδητά χρησιμοποίησε και στο σχολείο τον κατεξοχήν
αντιδραστικό μηχανισμό που διασφάλιζε την εξουσία του: το στρατό. Έτσι ως
δάσκαλοι διορίζονταν κάποιοι απόστρατοι, οι οποίοι πολύ συχνά υποχρεώνονταν να
διδάσκουν χωρίς να πληρώνονται, απλά επιτελώντας το καθήκον τους ως «πιστοί
υπήκοοι». (Ορισμένοι σήμερα θα έλεγαν: «από πατριωτικό καθήκον»). Πάντως ακόμη
και αν δεν μάθαιναν οι μαθητές πολλά πράγματα από αυτούς τους δασκάλους, το
σημαντικότερο το μάθαιναν: την πειθαρχία. Ό,τι ίσχυε στο στρατό ως αρετή ίσχυε
και στο σχολείο, και μάλιστα με σκοπό να ισχύει και σε ολόκληρη την κοινωνία.
Έτσι γεννήθηκε η Πρωσία, την οποία έμελλε να γνωρίσει αργότερα η Ευρώπη ως
μεγάλη στρατιωτική δύναμη.
Σήμερα, στρατιώτες στη θέση των δασκάλων συναντούμε σε
κάποιες πολύ φτωχές χώρες της Αφρικής, αλλά εκεί όλο και περισσότερο έρχονται
να αντικατασταθούν από εκπαιδευτικούς διάφορων οργανώσεων, που
δραστηριοποιούνται στο χώρο αυτό επειδή αντιλαμβάνονται τις καταστροφικές
ιδεολογικές επιπτώσεις των στενών σχέσεων στρατού και εκπαίδευσης.
Αντίθετα, ο αριθμός των στρατιωτικών, που
προγραμματισμένα και συστηματικά διοχετεύονται στα σχολεία ως εκπαιδευτικοί,
αυξάνεται σε χώρες όπου δεν υπάρχει ούτε οικονομικό πρόβλημα ούτε έλλειψη
εξειδικευμένων πτυχιούχων: στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία. Και στις δύο χώρες
κυρίαρχος είναι ο ιδεολογικός παράγοντας.
Στις ΗΠΑ το πρόγραμμα Troops to Teachers αποτελεί εδώ και δεκαετίες
συνέργεια του Υπουργείου Παιδείας και του Υπουργείου Άμυνας με σκοπό την παροχή
βοήθειας σε επιλέξιμους στρατιωτικούς (τόσο εν υπηρεσία όσο και απόστρατους)
«να ξεκινήσουν μια νέα σταδιοδρομία ως εκπαιδευτικοί στα δημόσια σχολεία, όπου
οι δικές τους δεξιότητες, γνώσεις και εμπειρίες είναι πιο χρήσιμες από
οτιδήποτε άλλο».
Γιατί άραγε είναι τόσο χρήσιμα στο σύγχρονο σχολείο αυτά
που αποκτούνται στο στρατό; Η απάντηση δίνεται με απόλυτη ειλικρίνεια. Το
Βρετανικό Centre for Policy Studies, του οποίου ιδρυτικό μέλος το 1974 ήταν η Margaret Thatcher, θεμελιώνει την πρότασή του για
ένα όμοιο πρόγραμμα με εκείνο των ΗΠΑ με μία διαπίστωση και μία προσδοκία: «Οι
επιδόσεις των στρατιωτών μας στο Αφγανιστάν και αλλού βρίσκονται σε πλήρη
αντίθεση με αυτές του όχλου που πρόσφατα αλήτευε στους δρόμους μας. Πριν
αναγκαστούμε να κατεβάσουμε τους στρατιώτες στους δρόμους θα πρέπει να
σκεφτούμε να τους στείλουμε στα σχολεία. Εκεί μπορούν να προλάβουν τα
χειρότερα».
Η περιγραφή αφορούσε στα βίαια επεισόδια που
διαδραματίστηκαν το 2011 σε φτωχές συνοικίες πολλών πόλεων της Μεγάλης
Βρετανίας, και η πρόταση για το σχετικό πρόγραμμα βρήκε θετική ανταπόκριση και
εφαρμόζεται ήδη σε αρκετά σχολεία.
Βλέποντας αυτές τις τάσεις στο σύγχρονο κόσμο,
διαπιστώνουμε ότι πρόσφατα, όπως παλιότερα στη μιλιταριστική Πρωσία και
αργότερα στα φασιστικά καθεστώτα και στο Γ’ Ράιχ του Χίτλερ, ο στρατός
συστηματικά προβάλλεται σε πολλές χώρες ως ο υπεύθυνος θεσμός που καλλιεργεί
απαραίτητες αρετές και παρέχει τις αναγκαίες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρίες,
έτσι ώστε αυτοδικαίως να μπορεί να λειτουργεί ως πρότυπο για την κοινωνία, και
ως σωτήρας της σε δύσκολες και έκρυθμες καταστάσεις. Με αυτό το γεγονός παρόν,
η φράση «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» αποκτά μια νέα -ανατριχιαστική-
διάσταση.
Το παραπάνω αφορά και τη δική μας χώρα, όπου η κατάσταση
που επιβλήθηκε από το χρέος και τα μνημόνια φαίνεται ότι δεν τρέφει μόνον τη
βούληση για αντίσταση, αλλά (φαίνεται) επίσης να σβήνει μνήμες, να αποκοιμίζει
συνειδήσεις, να απονεκρώνει αντανακλαστικά, και να επιτρέπει ρητορείες και
πράξεις που αναβιώνουν εφιάλτες του παρελθόντος. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, ο
στρατός αναλαμβάνει τη διανομή δικών του βιβλίων στα σχολεία και τη διαφώτιση
των μαθητών/τριών μας για την κατοχή 1941-44, αποκτά δικό του λόγο στην ΕΡΤ,
και, τώρα, έρχεται να παράσχει στο Υπουργείο Παιδείας οπλίτες με πανεπιστημιακό
πτυχίο για να καλύψουν τις ανάγκες διδασκαλίας στα σχολεία των απομακρυσμένων
περιοχών (πχ. της μειονότητας στη Θράκη).
Είναι, λοιπόν, ο στρατός ο Σωτήρας και η Ελπίδα της νέας
γενιάς στην εποχή της ανθρωπιστικής κρίσης; Ασφαλώς όχι, τουλάχιστον για
όσους/ες συνέδεσαν από την αρχή τη ζωή τους με την Αριστερά, τα οράματά της και
τις ιδέες της για την Παιδεία.
*καθηγητής ΑΠΘ
πηγή: ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου