Προδημοσίευση από το τεύχος 20 (Δεκέμβρης 2011) της αναρχοσυνδικαλιστικής εφημερίδας «Ροσινάντε»
Από τις 11 του περασμένου Νοέμβρη, με διαδικασίες που ελάχιστα απέχουν από αυτές ενός κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος, επικεφαλής της ελληνικής κυβέρνησης έχει τεθεί ένας τραπεζίτης. Στην ίδια αυτή κυβέρνηση συνωθούνται εκπρόσωποι του ελληνικού φασισμού στις διάφορες εκδοχές....
του. Την κυβέρνησή την στηρίζουν, θέλοντας και μη κατά μία έννοια, όλα τα σημαντικά αστικά κόμματα. Πιο συνεπείς υποστηρικτές της ωστόσο είναι δίχως αμφιβολία ο φασιστικός της βραχίονας -ο οποίος και εξασφάλισε και την υπόσταση της κυβέρνησης παίζοντας τον ρόλο της πρόθυμης μαϊμούς όταν το πολιτικό σύστημα επιχείρησε να παραδώσει τη σκυτάλη όχι απευθείας στις τράπεζες αλλά στον εαυτό του- και ένα (όχι και τόσο) νεότευκτο «κόμμα της επιχειρηματικής τάξης», που αποτελείται από αυταρχικούς νεοφιλελεύθερους –αυτούς που ανέτρεψαν από τα δεξιά την προηγούμενη κυβέρνηση.
Είναι παραπάνω από προφανές ότι βιώνουμε μια διαδικασία φασιστικοποίησης του ελληνικού Κράτους. Τραπεζικά και επιχειρηματικά λόμπι, ακροδεξιές συμμορίες , πολιτικά κλαν σε διατεταγμένη υπηρεσία απέσπασαν την εξουσία από το «σάπιο πολιτικό σύστημα», προκειμένου να εφαρμόσουν χωρίς περιττούς περιορισμούς την πολιτική τους. Είναι αλήθεια ότι η προσπάθεια που έγινε προκειμένου να συνοδευτεί αυτό το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα από έναν γενικευμένο κοινωνικό ενθουσιασμό, στο πλαίσιο του οποίου οι άνεργοι θα έραιναν τους τραπεζίτες με βάγια, δεν στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Δεν θα ήταν εύκολο άλλωστε, με έναν λαό που πεινάει. Αντίστοιχα όμως, δεν υπήρξε και κάποια εντυπωσιακή επίδειξη κοινωνικών ανακλαστικών ενάντια στην απόπειρα εγκαθίδρυσης του πολιτικού φασισμού. Ο κίνδυνος της συντριβής των κοινωνικών αντιστάσεων δεν είναι άμεσος, ο σταδιακός εκφυλισμός τους όμως είναι κάτι που πρέπει να προλάβουμε.
Υπό αυτό το πρίσμα υπάρχουν δύο στάσεις που πρέπει να αποφευχθεί η επιλογή τους, στο όνομα του κοινωνικού κινήματος. Η πρώτη είναι μια «υπεραισιόδοξη» στάση, η οποία βλέπει παντού και στα πάντα την τάση εξάπλωσης του κοινωνικού κινήματος και την αντιλαμβάνεται ως μια επιθετική επαναστατική ρίζα. Από το «κίνημα» των «Αγανακτισμένων» έως την πρωτοφανή –το δίχως άλλο- μαζικότητα που αποκτούν πρωτοβουλίες που σε άλλη συγκυρία θα παρέμεναν ενδιαφέρουσες περιθωριακές κινήσεις (όπως λ.χ. τα διαφορετικά κινήματα της λαϊκής άρνησης πληρωμών), λογής – λογής αναλύσεις λησμονούν τη συνεχιζόμενη έλλειψη δομών που να σχετίζονται με το κέντρο της εκμετάλλευσης που είναι η Εργασία, την απουσία οποιαδήποτε στρατηγικής για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, υποτιμούν το πόσο οριακή είναι η μάχη και επικαλούνται έναν αφηρημένο παλλαϊκό ξεσηκωμό ως φάρμακο δια πάσα νόσο και πάσα μαλακία. Η στάση αυτή κινδυνεύει να έχει την τύχη των γαλλικών οχυρωματικών έργων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο εχθρός να περάσει χωρίς να χρειαστεί να συγκρουστεί μαζί της.
Η δεύτερη επικίνδυνη στάση είναι η «συντηρητική» στάση. Μια στάση που επιλέγει στις σημερινές συνθήκες να αποθεώνει τις δομές, να τονίζει την υπαρκτή ανάγκη της οργάνωσης και της συνείδησης, να οικτίρει την απουσία τους, αλλά τελικά να μηδενίζει κάθε κοινωνική κίνηση στο όνομα αυτής ακριβώς την απουσίας. Η στάση αυτή, ανίκανη να αντιληφθεί ότι ο πόλεμος ξεκίνησε χωρίς να μας ρωτήσει, παριστάνει ότι τον αναβάλει μέχρι οι συνθήκες να είναι ώριμες κατά τις δικές μας ανάγκες. Παραφράζοντας ένα ποίημα του Νίκου Καρούζου, υποστηρίζει ότι όντως «η Ιστορία μας περιμένει στη στάση του Τρόλεϊ». Η στάση αυτή δεν αφορά μόνο ή κύρια τμήματα της δογματικής Αριστεράς –και ειδικά το ΚΚΕ- όπως ορισμένοι υποθέτουν. Ακουμπά και τον αντικαπιταλιστικό χώρο, ακουμπά κατά καιρούς και τον καθέναν από εμάς. Για αυτήν την στάση, η παρομοίωση με τα γαλλικά οχυρωματικά της δεκαετίας του ’40 είναι ακόμα πιο ρεαλιστική.
Μας αρέσει ή όχι, δυνατότητα επιλογής δεν υπάρχει. Ο πολιτικός φασισμός είναι προ των πυλών και έρχεται να συνοδέψει την οικονομική εξαθλίωση και την καταστροφή της Εργασίας. Είμαστε υποχρεωμένοι να τα κάνουμε όλα: να δημιουργήσουμε τις δομές χωρίς να εγκαταλείψουμε τη σύγκρουση. Να δημιουργήσουμε γεγονότα χωρίς να παραβλέψουμε τη στρατηγική. Είναι πολλά κι είναι αργά; Ισως. Αλλά καθώς γράφει ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, «σα δεν μπορείς πια να παλέψεις, φταις δεν φταις θα πεθάνεις». Για τους εργαζόμενους αυτή είναι η μάχη της επιβίωσης: και οργάνωση και αγώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου