του Βασίλη Συλαϊδή |
αναμετριόνταν τα επόμενα χρόνια.
Ο πόλεμος που ξέσπασε το 1940 ήταν το βαλκανικό παρακλάδι του ιμπεριαλιστικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η φασιστική Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου για δυο λόγους. Ο πρώτος, γιατί βρισκόταν υπό πίεση να αποδείξει ότι ήταν ακόμα μια μεγάλη δύναμη τουλάχιστον στα Βαλκάνια και την Μεσόγειο απέναντι στην ναζιστική Γερμανία που μόλις είχε βάλει χέρι στα πετρέλαια της Ρουμανίας. Ο δεύτερος, ήταν η κατάρρευση της Γαλλίας τον Ιούνη εκείνης της χρονιάς. Αυτή η εξέλιξη εκλήφθηκε από το ιταλικό φασιστικό καθεστώς ως αλλαγή των στρατιωτικών συσχετισμών υπέρ του.
Από την άλλη, η δικτατορία του Μεταξά στην Ελλάδα λειτουργούσε ως φρουρός των αγγλικών συμφερόντων. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου από άποψης ιδεολογίας δεν έκρυβε την σχέση της με τον φασισμό. Η συμμορία της Χρυσής Αυγής έχει εικόνισμα τον Μεταξά. Όμως, αυτός, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 είχε αναγάγει σε δόγμα την συμπαράταξη με την Αγγλία. Εκεί ήταν τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών και η δικτατορία του τα εξυπηρετούσε πιστά, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική της.
Η ιταλική εισβολή κατέληξε μέσα σε λίγες μέρες σε φιάσκο. Έπασχε, από την σύλληψή της ακόμα, από την αναντιστοιχία σκοπών και μέσων, ακόμα κι αν οι αρχικοί σκοποί της, η κατάληψη της Πρέβεζας, ήταν περιορισμένοι. Όταν ο ελληνικός στρατός ολοκλήρωσε την επιστράτευση (μια μερική επιστράτευση είχε γίνει ήδη την άνοιξη του 1939) πέρασε στην αντεπίθεση. Τότε σημειώθηκαν οι επιτυχίες που ονομάστηκαν «αλβανικό έπος» και έφεραν τον ελληνικό στρατό περίπου 80 χιλιόμετρα μέσα στο έδαφος της κατεχόμενης από τους Ιταλούς Αλβανίας.
Επιφανειακά, αυτό που επικρατούσε, στην πρώτη φάση του πολέμου, ήταν ο ενθουσιασμός και η «εθνική ενότητα». Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, το Παλάτι, οι στρατηγοί, οι εφημερίδες, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να δείξουν ότι «είμαστε όλοι μαζί». Όμως, αυτό ήταν η επιφάνεια. Όσο περνούσαν οι βδομάδες και οι μήνες, το μέτωπο πάγωνε –κυριολεκτικά και μεταφορικά– τόσο αναδεικνυόταν η φρικτή όψη του πολέμου και μαζί της το ταξικό χάσμα στην κοινωνία.
Ο Θανάσης Χατζής, στέλεχος τότε του ΚΚΕ –κατόπιν θα γινόταν ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ- αναφέρει στο βιβλίο του Οι Ρίζες της Εθνικής Αντίστασης: «Οι αξιωματικοί των “καλών οικογενειών” είχαν συγκεντρωθεί στα επιτελεία και τις ανώτερες θέσεις της ΕΟΝ και οργάνωναν μεγαλοπρεπείς γιορτές για τις μεγάλες νίκες του έθνους». (Η ΕΟΝ είχε ιδρυθεί από την δικτατορία με υποχρεωτική συμμετοχή όλων των νέων. Οι μαθητικές παρελάσεις ήταν ακόμα μια μιλιταριστική καινοτομία της δικτατορίας).
“Τρικούβερτο γλέντι”
Και συμπληρώνει ο Χατζής: «ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι ηγέτες των μετόπισθεν και των καταφυγίων, οι καλαμαράδες της Αθήνας παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και γλέντια για τους έλληνες φαντάρους και τους Ιταλούς τρομοκρατημένους λαγούς που φεύγανε μονάχα με το άκουσμα της ιαχής “Αέρα!”. Έκρυβαν την πραγματικότητα…»Ο Ελ. Ειμαρμένος που ήταν επιστρατευμένος σε ειδική υπηρεσία στο μέτωπο περιγράφει την κατάσταση στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων:
«Από είκοσι ημερών, 4-5 γιατροί του νοσοκομείου Ιωαννίνων χειρουργούσαν αδιάκοπα μέρα νύχτα, χωρίς να ξέρουν ποιον, χωρίς να ρωτάνε αν θέλει, πώς και πού τραυματίσθηκε, χωρίς αναισθητικά, χωρίς αρκετά φάρμακα, με εργαλεία ελλιπή, χωρίς γάντια, χωρίς να λένε λέξη. Ένας νοσοκόμος με ματωμένη ποδιά κουβαλούσε μέσα σε κουτιά τα κομμένα μέλη, δάκτυλα, πόδια, χέρια, μαυροκόκκινα. Κάθε γιατρός πριν τελειώσει καλά-καλά την εγχείριση φώναζε: Άλλος, εμπρός...»
Στον πόλεμο οι ταξικές διαφορές δεν εξαφανίζονται, αντίθετα, εντείνονται και στο στρατό παίρνουν διαστάσεις παροξυσμού. Είναι εντυπωσιακό πως τέτοιου είδους εμπειρίες είναι εξοβελισμένες όχι μόνο από τον επίσημο «λόγο» του κράτους αλλά και της ίδιας της Αριστεράς. Όμως, θραύσματά τους υπάρχουν καταγεγραμμένα. Όπως στο «Ημερολόγιο» του Δημήτρη Λουκάτου. Εικόνα πρώτη, επιστράτευση, Νοέμβρης 1940:
«Ένα περίεργο πράμα. Κανείς απ’ όλους τους “Έμπεδους” δεν θέλει να φύγη για το Μέτωπο. Όλοι θά΄‘τανε ευτυχείς, αν τους κρατούσανε εδώ. Πού είναι, λοιπόν, τα φανταχτερά λόγια “οι φαντάροι μας αδημονούν να μεταβούν εις την πρώτην γραμμήν”;».
Εικόνα δεύτερη, στρατωνισμός στην Κηφισιά πριν την αποστολή στο μέτωπο:
«Οι κυρίες της Κηφισιάς έχουν οργανώσει, και για τις οικογένειες των επιστρατευμένων, συσσίτια. Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, φτιάχνουν ένα φαΐ. Μια έγκυος μου παραπονιέται πως λιποθυμάει συχνά από την πείνα. Ο άνδρας της είναι εργάτης άνεργος και ανάπηρος. Όμως, οι “φιλάνθρωπες” κυρίες τη διώχνουν, κάθε που πάει να ζητήσει συσσίτιο, γιατί ο “κανονισμός δεν προβλέπει τας οικογενείας των μη επιστρατευμένων”».
Συσσίτια, λιποθυμίες από την πείνα σε εργατικές οικογένειες; Δεν είναι (ακόμα) η Αθήνα του λιμού τον χειμώνα του ‘41-‘42, είναι η Αθήνα του «ένδοξου πολέμου».
Η συνέχεια των «ημερολογιακών σημειώσεων» έχει πολύ λίγους ηρωισμούς και πατριωτική έξαρση –και αυτό έχει τη σημασία του, ακριβώς επειδή ο συγγραφέας του δεν αμφισβητεί στο παραμικρό το δίκαιο χαρακτήρα του πολέμου. Είναι, όμως, γεμάτες με εικόνες που αναδεικνύουν το χάσμα που χώριζε αξιωματικούς και φαντάρους. Ακόμα και στην πρώτη γραμμή ζούσαν σε ξεχωριστούς κόσμους. Οι πρώτοι σε ζεστά σπίτια, με καλό φαΐ, με ένα σμήνος ορντινάντσες, οι δεύτεροι στην ψείρα και την πείνα.
Εικόνα τρίτη, ένα επεισόδιο που ακριβώς επειδή είναι «ασήμαντο» φανερώνει όσα θα χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων να αναλυθούν. Ένας λοχίας δεν φτιάχνει στην ορισμένη προθεσμία τους καταλόγους για τα συνεργεία των «χωριατών» (Αλβανών) που πρέπει να κόψουν ξύλα για τα συρματοπλέγματα:
«Ο Ταγματάρχης απαιτεί να τους έχη σε μια ώρα… “Δεν είναι εύκολο, κ. Ταγματάρχα”. Ο Ταγματάρχης τον αρχίζει, αντί γι’ απάντηση, στα χαστούκια. Εκεί μπροστά μας και μπροστά στους χωριάτες, τους Αλβανούς. “Να, να, να, παλιοτόμαρο! Κοπρόσκυλο!”».
Ανυπακοή
Τον Απρίλη του 1941 η κατάρρευση των μετώπων μετά την εισβολή της Βέρμαχτ συνοδεύτηκε από φαινόμενα μαζικής ανυπακοής των φαντάρων, ακόμα και στάσεων. Ο στρατηγός Μπάκος δήλωνε σε μια σύσκεψη: «..ανέφερα επανειλημμένα και αναφέρω μετά παρρησίας ότι η κατάστασις εξελίσσεται ραγδαίως επί τα χείρω. Διαρροή, ανυπακοή, εγκατάλειψις αξιωματικών, επιτείνονται παρόλα τα ληφθέντα μέτρα και τουφεκισμούς».Ο Λουκάτος δίνει μια παρόμοια εικόνα: «Πολλοί έχουν ντυθεί εντελώς πολιτικά. Είχανε μαζί τους μουλάρια και τα δώσανε στους χωριάτες για να ντυθούνε έτσι. Για να μην τους πιάσουνε οι Γερμανοί. Εκείνο που διαπιστώνω είναι πως όλοι χαίρονται για την έκβαση αυτής της διάλυσης». Λίγο πριν, φαντάροι είχαν πλακώσει στα χαστούκια και είχαν αφοπλίσει αξιωματικό που πήγε να τους βάλει σε σχηματισμό.
Ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο επαναστάτης διεθνιστής σύντροφος του Τρότσκι που βρισκόταν στις φυλακές του Μεταξά, σημείωνε μετά το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου:
«Ο ιταλοελληνικός πόλεμος είναι απλώς ένας τομέας του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου που γίνεται παγκόσμιος, είναι δηλαδή πόλεμος ιμπεριαλιστικός. Σε αυτόνε κρίνεται η κυριαρχία των μεσογειακών βάσεων και διαβάσεων του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην σύγκρουσή του με τον Άξονα. (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και μ’ αυτόν οι έλληνες ιμπεριαλιστές υπερασπίζοντας το έδαφος της εκμετάλλευσής τους, διεκδικούν συνάμα την επέκτασή τους στην Βαλκανική, στα νησιά της ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου και αλλού».
Οι επαναστάτες δεν ήταν αδιάφοροι απέναντι στην πάλη ενάντια στο φασισμό. Αυτό που έλεγαν, για χρόνια, είναι ότι η εργατική τάξη δε μπορεί να βασίζεται σε αυτόν τον αγώνα σε δυνάμεις που θέλουν να την πνίξουν: τις αστικές τάξεις και τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις.
Όταν έγραφε αυτές τις γραμμές ο Πουλιόπουλος και οι σύντροφοί του ήταν μια χούφτα αγωνιστές στα μπουντρούμια της δικτατορίας. Η «μεγάλη δύναμη» στην Αριστερά ήταν το ΚΚΕ, με επικεφαλής τον «αρχηγό» Ζαχαριάδη. Στις 2 Νοέμβρη, δημοσιεύεται η περίφημη «Ανοιχτή Επιστολή» του: «Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς επιφύλαξη...» έγραφε.
Ηταν ο προάγγελος μιας γραμμής που θα αφόπλιζε το κίνημα, ιδεολογικά και κυριολεκτικά τα επόμενα χρόνια: η γραμμή που έλεγε ότι αυτό που προέχει είναι η «Εθνική Ενότητα» στον «μεγάλο πόλεμο των Συμμάχων». Ήταν η πολιτική που έφερε τους συμβιβασμούς που οδήγησαν σε συντριβή το κίνημα της Αντίστασης.
Όμως, αυτό βρισκόταν ακόμα στο μέλλον. Οι εμπειρίες του πολέμου 1940-41 κλόνισαν ανεπανόρθωτα τη δυνατότητα της άρχουσας τάξης να κυβερνάει. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου και μαζί της η μοναρχία, η κλίκα των ανώτερων αξιωματικών, έγιναν μισητές στον κόσμο που μάτωσε και πείνασε στους μήνες των «ένδοξων μαχών». Είτε έμειναν στην Ελλάδα για να γίνουν δωσίλογοι των ναζί, είτε πήγαν στην Μέση Ανατολή υπό την προστασία των Εγγλέζων.
Γι’ αυτό πάλι ο Π. Πουλιόπουλος πρόβλεπε σωστά όταν έγραφε τον Μάη του 1941: «Το πρώτο επαναστατικό “ξέφωτο” και η πρώτη νέα επαναστατική εξόρμηση των μαζών μπορεί ν' αρχίσει στην Ευρώπη κι από τα Βαλκάνια». Και ένα μήνα μετά, τον Ιούλη του 1941, έγραφε: “Το προλεταριάτο αρχίζει να σηκώνει κεφάλι και πάλι. Τα τανκς και τα στούκας του Χίτλερ, οι μεραρχίες και οι καραμπινιέροι του Μουσολίνι, οι νέοι Μανιαδάκηδες και Τσολάκογλου, όλες αυτές οι σειρές αλυσίδας που ‘χουν ζώσει τη χώρα δεν στάθηκαν ικανές να κρατήσουν καθηλωμένο το προλεταριάτο και τις άλλες καταπιεζόμενες μάζες και να τις υποχρεώσουν να δεχθούν αδιαμαρτύρητα την κατάσταση που δημιούργησαν με τον πόλεμό τους οι Αγγλοι, οι Ιταλο-γερμανοί και ντόπιοι εκμεταλλευτές και τα μέτρα για τους πολεμικούς του Αξονα και τα συμφέροντα της ελληνικής μπουρζουαζίας... Δεν θα μπορέσουν να πνίξουν το ξέσπασμα της αγανάκτησης των μαζών που άρχισε κιόλας”.
πηγή: εφημερίδα ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου