Παρέμβαση στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό, μ’ ένα νέο βιβλίο από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής», επιχειρεί ο αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στη Β' Αθηνών, Γιάννης Δραγασάκης. Ο βασικός συντάκτης του οικονομικού προγράμματος του κόμματος στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις απαντά στα κρίσιμα ερωτήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, ρίχνει φως στα...
αίτια της κρίσης και προτείνει λύσεις εξόδου από αυτήν.
«Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Και με ποιες δυνάμεις;»
Τα τρία ερωτήματα που, με διαλεκτικό τρόπο, αναπτύσσει προτείνοντας δραστικές ενέργειες για μια νέα αρχή, με την κοινωνία στο επίκεντρο. Από την αρχή, κιόλας, εντοπίζει τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και της διεθνούς πραγματικότητας, αποδίδει ευθύνες για τη διαχείριση της κρίσης και συστήνει μια δέσμη μέτρων, με απαρχή τον άμεσο μηδενισμό του ελλείμματος και τη δικαιότερη ανακατανομή των βαρών και των υπαρχόντων πόρων, ώστε να αρθούν τα βάρη από τους εργαζόμενους.
Τα τρία ερωτήματα που, με διαλεκτικό τρόπο, αναπτύσσει προτείνοντας δραστικές ενέργειες για μια νέα αρχή, με την κοινωνία στο επίκεντρο. Από την αρχή, κιόλας, εντοπίζει τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και της διεθνούς πραγματικότητας, αποδίδει ευθύνες για τη διαχείριση της κρίσης και συστήνει μια δέσμη μέτρων, με απαρχή τον άμεσο μηδενισμό του ελλείμματος και τη δικαιότερη ανακατανομή των βαρών και των υπαρχόντων πόρων, ώστε να αρθούν τα βάρη από τους εργαζόμενους.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται, εκτός του εισαγωγικού σημειώματος, αποσπάσματα από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και αναδημοσιεύσεις παλαιότερων άρθρων του στον Τύπο.
Ειδικότερα:
Με άμεσο τρόπο, αναφέρεται στο σχέδιο της αριστεράς για διέξοδο και μια νέα αρχή με βάση μια κοινωνική πλειοψηφία, με τον λαό διαρκώς στο προσκήνιο για τη λήψη των αποφάσεων και τον έλεγχο της εξουσίας.
«Ο μηδενισμός του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος υπό τις συνθήκες εκβιασμών και πιέσεων που έχουν διαμορφωθεί πρέπει να καταστεί άμεσος πολιτικός στόχος της Αριστεράς. Η δημοσιονομική διαχείριση πρέπει να απεξαρτηθεί το ταχύτερο δυνατό από τις δόσεις των δανειστών» τονίζει και εξηγεί: «Η εξισορρόπηση θα στηριχθεί σε μία πολιτική εσόδων με αιχμή τη φορολογική μεταρρύθμιση, την κατάρτιση πλήρους περιουσιολογίου και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Την αναδιάρθρωση του κράτους και των δημοσίων δαπανών. Την ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και του δημόσιου πλούτου μέσω αναπτυξιακών κοινοπραξιών και άλλων συμπράξεων, με στόχο την αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών και τη βελτίωση της καθαρής οικονομικής θέσης του κράτους. Πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την παραγωγική και οικολογική ανασυγκρότηση της χώρας, με βασικό κριτήριο την απασχόληση και την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, την υποκατάσταση των εισαγωγών και την αύξηση των εξαγωγών. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι η κοινωνικοποίηση των βασικών τραπεζικών λειτουργιών, που, υπό τις παρούσες συνθήκες, απαιτεί ριζική τροποποίηση της λειτουργίας του συστήματος, με διάφορες μορφές δημόσιας ιδιοκτησίας, ίδρυση νέων τραπεζών ειδικού σκοπού με αντικείμενο την αγροτική πίστη, τη μικρομεσαία επιχείρηση, τη λαϊκή στέγη και τις υποδομές. Στο πλαίσιο αυτό, η τράπεζα της Ελλάδας θα είναι υπό δημόσια ιδιοκτησία και οι μετοχές της δεν θα διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο».
Με περισσότερες λεπτομέρειες για το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ και απαντώντας στο ερώτημα «πού θα βρεθούν τα λεφτά», επισημαίνει ότι αυτό που πρέπει να γίνει είναι να χρησιμοποιηθούν δίκαια και αναπτυξιακά οι υπάρχοντες πόροι, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα όποια προβλήματα επιβίωσης.
Ειδικότερα, προτείνει μια πολιτική διεύρυνσης των δημόσιων εσόδων και οργάνωσης των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, αξιοποίηση των δυνατοτήτων για αναπτυξιακές συμπράξεις και για δανεισμό από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς του εξωτερικού, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Υποστηρίζει έναν νέο τύπο προστατευτισμού της εγχώριας παραγωγής και απασχόλησης, που, όμως, δε θα στηρίζεται στους δασμούς, αλλά σε νέες μορφές συνεργασίας, σε φορολογικά, θεσμικά και άλλα εργαλεία.
Καλεί σε επαγρύπνηση, καθώς, όπως αναφέρει, βιώσιμο χρέος με όρους «τρόικας» δεν σημαίνει βιώσιμο χρέος για την κοινωνία.
Υπογραμμίζοντας την ανάγκη δέσμης ενεργειών, φέρει ως πρώτες εκείνες που, όπως λέει, θα αποσκοπούν στην άμεση αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ακολούθως, συστήνει «μία δεύτερη δέσμη, που πρέπει να αποσκοπεί στην εμπέδωση αρχών διαφάνειας, λογοδοσίας, κοινωνικού ελέγχου, στην αμείλικτη καταπολέμηση της διαφθοράς, στην ικανοποίηση του αιτήματος για δικαιοσύνη και τιμωρία των υπευθύνων, στον έλεγχο του χρέους και των αιτιών του, στην επανεξέταση σκανδαλωδών συμβάσεων και στην ταχεία απονομή δικαιοσύνης»· καθώς και μία τρίτη δέσμη ενεργειών, για τη διεκδίκηση μιας νέας σχέσης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με όρους ισοτιμίας και αξιοπρέπειας.
Υποστηρίζει, μάλιστα, σε αυτό το σημείο, την ανάγκη επανατοποθέτησης του ελληνικού προβλήματος και της αντιμετώπισης του και, κυρίως, την ανάγκη «να αναγνωριστούν οι πολιτικές αιτίες και ευθύνες των ελληνικών και ευρωπαϊκών αρχών».
Προτείνει, δε, ως αφετηρία, το τρίπτυχο του τερματισμού της λιτότητας και των μνημονίων, της αναδιαπραγμάτευσης των επαχθών όρων, καθώς και μια ρύθμιση του ελληνικού χρέους, στα πρότυπα της ανάλογης ρύθμισης των γερμανικών χρεών το 1953.
Υποδειγματική χαρακτηρίζει και τη στάση της Ισλανδίας στην αντιμετώπιση της κρίσης, όπου ο λαός με δημοψηφίσματα απαίτησε να διαγραφεί το μεγαλύτερο μέρος των χρεών και το κράτος γλίτωσε την κατάρρευση και τη χρεοκοπία, σταμάτησε η ύφεση, μειώθηκε η ανεργία και περιορίστηκαν τα ελλείμματα, χωρίς να καταστραφεί το κοινωνικό οικοδόμημα.
Ο Ι. Δραγασάκης υποστηρίζει, επίσης, την ιδέα μιας πανευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος, την απασχόληση και την ανάπτυξη στον ευρωπαϊκό νότο και σε όλη την Ευρώπη, καθώς και μια παγκόσμια καμπάνια ενημέρωσης για τις πραγματικές αιτίες της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας.
Κατά τον ίδιο, τέτοιου είδους ενέργειες θα προετοιμάσουν την κοινωνία για άλλου τύπου βάρη και ευθύνες, όπως «το βάρος για μια μακρά και αναπόφευκτα δύσκολη και σκληρή διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, την πάλη με τα συμφέροντα και τις νοοτροπίες, τον αγώνα για την εφαρμογή ενός απαιτητικού προγράμματος μετάβασης».
Αναγκαία θεωρεί και μία δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση κινδύνων, πιέσεων, ακόμα και εκβιασμών, που, όπως ισχυρίζεται, μπορεί να υπάρξουν, ειδικά στη φάση της διαπραγμάτευσης.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υποστηρίζει, έξοδος από την κρίση δεν θα υπάρξει αν ανατεθεί η ευθύνη στην κυβέρνηση ως εργολαβία και υπογραμμίζει ότι «μια κυβέρνηση, που θα αναλάβει το έργο της ανασυγκρότησης της χώρας, δεν θα έχει μαγικές λύσεις. Αρχικά, θα πρέπει να ενεργήσει με βάση τα υφιστάμενα μέσα και τους υφιστάμενους πόρους, όσοι και όποιοι είναι αυτοί».
Ο κ. Δραγασάκης βλέπει τη διέξοδο από την κρίση όχι στα στερεότυπα του παρελθόντος, αλλά, αντίθετα, στο «άνοιγμα νέων δρόμων προς νέα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, νέες μορφές πραγματικής Δημοκρατίας, μεγάλες μεταρρυθμίσεις, όπως του φορολογικού συστήματος και του διοικητικού μηχανισμού».
Το σχέδιο διεξόδου, υποστηρίζει, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα σχέδιο, που υλοποιείται παράλληλα στο πεδίο των αξιών και των ιδεών, των μεγάλων δομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, των κινημάτων και των άμεσων αναγκών και αιτημάτων.
Υπογραμμίζει, επίσης, την ανάγκη ενός συνολικού πολιτικού σχεδίου, το οποίο θα ορίζει με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια πώς θα βγούμε από την κρίση, με ποιες δυνάμεις, ποιες συμμαχίες, προς ποια κατεύθυνση και σε ποια διεθνή πλαίσια. Και τέτοιο σχέδιο, όπως ξεκαθαρίζει, «δεν μπορεί να έρθει από τα έξω ή να επιβληθεί από τα πάνω».
Κάνει ιδιαίτερα λόγο για την ανάγκη ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού εξουσίας, ο οποίος «με πυρήνα τον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις της αριστεράς, θα κινητοποιήσει τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας». Απαιτείται, όπως λέει, ένα νέο «κοινωνικό μπλοκ», με πυρήνα τον κόσμο που, υπό την ευρύτερη έννοια, ζει από την εργασία.
Ο Ι. Δραγασάκης βλέπει ως πιθανότερο το σενάριο η Αριστερά να κληθεί να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες υπό εξαιρετικά δύσκολες, ίσως και χαοτικές, συνθήκες.
Ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζει ότι πρέπει, όχι μόνο να συνεχίζει να εμβαθύνει και να εξειδικεύει τα προγραμματικά του κείμενα, αλλά, ως ενιαίος, πλέον, φορέας της ριζοσπαστικής αριστεράς, να αναγνωρίζεται ως η ηγεμονική έκφραση των εργατικών, λαϊκών και των ευρύτερων κοινωνικών και οικουμενικών συμφερόντων. Και σε κάθε περίπτωση, όπως υπογραμμίζει, θα πρέπει το κυβερνητικό του πρόγραμμα να είναι αξιόπιστο και να διακρίνεται από συνέπεια λόγων και καθημερινών έργων.
Για την κρίση και τα αίτιά της, ο συγγραφέας αναφέρει ότι «η ελληνική κρίση άρχισε ως αποτέλεσμα ενδογενών παραγόντων» και προσθέτει ότι έρχεται από πολύ μακριά και αφορά στον υπερδανεισμό και στην κάμψη των ρυθμών μεγέθυνσης. Επισημαίνει, δε, ιδιαιτέρως, τον ρόλο του παραγωγικού και καταναλωτικού προτύπου στη χώρα.
Όσον αφορά στους εξωγενείς παράγοντες, εκτιμά ότι υπήρξε, από την αρχή, προβληματική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, μολονότι θεωρεί «ρηχό» τον ισχυρισμό ότι για όλα ευθύνεται το σύστημα του Ευρώ.
Ωστόσο, θεωρεί ότι, πολύ πριν από την Ευρωζώνη, υπήρχε έντονη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση στην παγκόσμια οικονομία, αναφέροντας συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως της Μεγάλης Βρετανίας με την Θάτσερ και των ΗΠΑ με τον Ρήγκαν. Πιο συγκεκριμένα, μιλά για κρίση του ίδιου του συστήματος, που, όπως κάθε κρίση, οφείλεται στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας.
Αναφέρεται στις ΗΠΑ, από όπου ξεκίνησε η τρέχουσα κρίση και θεωρεί ότι καμία καπιταλιστική οικονομία δεν είναι προστατευμένη, με πρώτη την Γερμανία, λόγω υπέρμετρης εξάρτησης από τις εξαγωγές της, δηλαδή τα ελλείμματα των άλλων χωρών.
«Το ελληνικό πρόβλημα αποκάλυψε ένα δομικό ιδρυτικό πρόβλημα της Ευρωζώνης» αναφέρει και προσθέτει ότι καμία χώρα στον κόσμο δεν αντιμετώπισε τέτοια κρίση χωρίς τα κλασσικά εργαλεία πολιτικής, όπως την κεντρική τράπεζα, τον δανεισμό από αυτήν, εν ανάγκη την έκδοση νέου χρήματος, τη συναλλαγματική και νομισματική πολιτική. Χαρακτηρίζει στρατηγικό λάθος την εκχώρησή τους στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, σημειώνοντας ότι η διαπραγματευτική μας θέση στη βάση αυτή ήταν ισχυρή, διότι όλοι γνώριζαν πως η Ελλάδα δεν ήταν μόνη στο πρόβλημα αυτό.
Ο Γ. Δραγασάκης αποκαλεί «συστημική» την κρίση, με την έννοια ότι το χρέος, το έλλειμμα και το εξωτερικό έλλειμμα δεν συνιστούν γενεσιουργές αιτίες, αλλά συμπτώματα. «Δεν είναι κρίση υπανάπτυξης, αλλά κρίση του τρόπου ανάπτυξης» τονίζει.
Μια προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης από τις κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μεταξύ 1977-1984, σημειώνει ότι ενοχοποιήθηκε από τα εγχώρια κατεστημένα συμφέροντα ως «σοσιαλμανία» και αφήνει αιχμές για την Αριστερά και τα συνδικάτα, που «περιόρισαν τη δράση τους στη διάσωση των υφιστάμενων προβληματικών επιχειρήσεων και κλάδων».
Θεωρεί ότι σκοπός των δυνάμεων που υπηρετούν τα νεοφιλελεύθερα συμφέροντα ήταν η εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής, με στόχο την συρρίκνωση των μισθών, όχι συγκυριακά, αλλά σε μόνιμη βάση και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την νότια Ευρώπη, σε αντιστοιχία με την ανατολική Ευρώπη. Βλέπει, δηλαδή, ένα σχέδιο γερμανικής έμπνευσης, για να δημιουργηθούν δύο «αποθήκες» εργατικού δυναμικού με ασιατικά χαρακτηριστικά.
Κατά τον ίδιο, η Γερμανία χαρακτηρίζεται ως ο ιδιοτελής ηγεμόνας της Ευρώπης και λαθρεπιβάτης της παγκόσμιας ανάπτυξης, καθώς επωφελείται από την κρίση των εταίρων της, «τραβάει» τη ρευστότητα και την αποταμίευση από την ευρωπαϊκή Περιφέρεια και επωφελείται από τις προσπάθειες ανάκαμψης των άλλων ανταγωνιστικών κέντρων του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Σε ότι αφορά στο ρόλο της πολιτικής και στη διαπραγμάτευση, ειδικότερα, υποστηρίζει ότι δεν επιχειρήθηκε καν μια αποφασιστική διαπραγμάτευση, μολονότι δέχεται ότι η επιλογή μιας πιο αποτελεσματικής στάσης σε εκείνη τη φάση θα είχε ρίσκο. «Ούτε συμφωνώ με τυφλές ρήξεις, ερήμην των συσχετισμών και των συνεπειών. Μία ρήξη σε εκείνη τη φάση θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα σε χαοτική κατάσταση, λόγω του μεγάλου πρωτογενούς και εμπορικού ελλείμματος» τονίζει. Αφήνει, όμως, ανοικτό το ενδεχόμενο για ένα θετικό αποτέλεσμα, λόγω της αμοιβαιότητας των κινδύνων.
Ισχυρίζεται πως δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι, μετά την Ελλάδα, μνημόνια αποδέχθηκαν και άλλες χώρες, αλλά υπογραμμίζει τις ευθύνες της τότε ελληνικής κυβέρνησης, που με τη στάση της συνέβαλε να ανοίξει ο δρόμος αυτός (δντ).
Ιδιαίτερα καυστικός είναι για τη στάση όλων, όσοι διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται την κρίση. «Κυβερνήσεις, ΜΜΕ και οι λεγόμενες “εγχώριες ελίτ” πήραν το μέρος των δανειστών και έγιναν “βασιλικότεροι του βασιλέως”. Η επιλογή τους ήταν να αξιοποιηθεί η κρίση ως ευκαιρία, για να συνεχίζουν να ελέγχουν την οικονομία, το κράτος, το χρήμα και την ενημέρωση».
Προσθέτει, μάλιστα, ότι υπάρχουν σήμερα «Έλληνες Χόνεκερ», συνομιλητές της κυρίας Μέρκελ, με απώτερο στόχο να τροποποιηθούν προς όφελός τους οι εσωτερικοί συσχετισμοί.
Ευθύνες επιρρίπτει και στο συνδικαλιστικό κίνημα που, όπως λέει, άφησε αθωράκιστους τους εργαζόμενους και σημειώνει ότι το ίδιο πρέπει να λεχθεί και για τους συνεταιρισμούς και τους αγροτικούς συλλόγους. «Η απαξίωση των εν λόγω θεσμών, λόγω της κομματικοποίησής τους, είχε προηγηθεί» παρατηρεί.
Επιτίθεται στο ΚΚΕ, γιατί με την διασπαστική του στάση δυσκόλευε την κοινή δράση των εργαζομένων, ενώ ήταν εμπαθής η αντιμετώπιση άλλων δυνάμεων και ρευμάτων σκέψης στο χώρο της Αριστεράς. Αρνητική χαρακτηρίζει και τη στάση της ΔΗΜΑΡ του κ. Φώτη Κουβέλη, που «αντί να στηρίξουν μια προοπτική ανασυγκρότησης της Αριστεράς, προσανατολίστηκαν, ίσως και πριν από τις εκλογές του 2009, στην ενσωμάτωσή τους ως συμπληρωματική δύναμη στο καταρρέον δικομματικό σύστημα και στη συνέχεια στο “μνημονιακό μπλοκ”».
Με διάθεση αυτοκριτικής, υποστηρίζει για τον ΣΥΡΙΖΑ ότι, στην αρχή της κρίσης, φάνηκε ανώριμος ν’ ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Επιφυλάσσει «εσωκομματικά πυρά», λέγοντας ότι κυριάρχησαν οι τάσεις και οι συνιστώσες του ως οργανωτικοί μηχανισμοί, παρά ως ρεύματα ιδεών, με αποτέλεσμα εσωτερικές διαμάχες και προσωπικές στρατηγικές να υπονομεύσουν το κύρος του κόμματος στην κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση, συναρτά την πολιτική με τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης, σημειώνοντας ότι η κρίση μπορεί να ελεγχθεί ή να γενικευθεί και το κόστος της μπορεί να κατανεμηθεί πιο δίκαια ή πιο άδικα και αυτό επηρεάζει και την ίδια την εξέλιξή της.
«Η ίδια η κρίση παράγει αποτελέσματα, που ο τρόπος αντιμετώπισής τους μπορεί να γίνει αιτία νέων κρίσεων. Για παράδειγμα, με την πολιτική λιτότητας μεταφέρεται η κρίση στην πραγματική οικονομία, δημιουργούνται καταστροφικοί φαύλοι κύκλοι» προειδοποιεί.
πηγή: ΕΡΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου