Θα
μπορούσε νάνε ο γύρος του κόσμου πάνω σ’ ένα κόκκο καφέ ή ένα σπυρί στάρι ή ένα
ματσάκι τσαγιού, είναι τόσο κοινός ο τρόπος εκμετάλλευσης και πλουτισμού που τα
μόνα που αλλάζουν είναι κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες παραγωγής και κάποιες
ορολογίες που στοιχειοθετούν την επαγγελματική αργκό του κάθε προϊόντος. Η
στροφή του καπνεμπορίου στις διεθνείς αγορές δεν έγινε όπως περιγράφει η
ιστορία μας στη δεκαετία του ΄90.
Από την αρχή της αποικιοκρατίας στον...
15ο με 17ο αιώνα ήδη διαμορφωνόταν πολυεθνικές που είχαν τότε
την μορφή βασιλικών η αυτοκρατορικών μονοπωλίων. Δεν ήταν ποτέ όμως κρατικά,
κανένας βασιλιάς δεν ήταν έμπορος αυτό που γινόταν ήταν ότι καλούσαν διάφορους
εμπόρους εφοπλιστές και τραπεζίτες να κάνουν εταιρείες στις οποίες παρείχαν τα
λεγόμενα «royalties» δηλαδή την θεσμική μοναρχική ή κρατική προστασία στην
περίπτωση των Ολλανδών που δεν είχαν μονάρχη, την στρατιωτική προστασία και σε
περίπτωση που η ιδιωτική επιχειρηματικότητα κινδύνευε να πέσει έξω, την οικονομική
προστασία μέσα από τη φορολόγηση των πολιτών και μέσα από την εκμετάλλευση της
εργασίας τους που αποκαθιστούσε την οικονομική τους αστοχία.
Εταιρείες
σαν την «Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών» ή το «Βασιλικό Μονοπώλιο Καπνού», η «Άλατος»,
μετασχηματιζόταν στη αποικιοκρατική εξέλιξη σε καθαρά ιδιωτικές εταιρείες όσο
πιο κοντά πλησιάζαμε στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Δηλαδή είχαμε έναν ιδιώτη να ντύνεται προσωρινά
μια κρατική προβιά μέχρι να γιγαντωθεί και μετά να την αποβάλλει ξανά γινόμενος
ιδιώτης αλλά ποτέ να μην αποβάλλει την κακή συνήθεια να τρέχει στο κράτος για βοήθεια.
Στην πραγματικότητα έτρεχε στην κοινωνία και απαιτούσε να του πληρώσει τις ζημιές.
Αυτό ζούμε στις μέρες μας με τα περίφημα bail out των τραπεζών. Αυτό έχουν κάνει
όλες οι μεγάλες ιδιωτικές πολυεθνικές κάποια στιγμή κρίσιμη της ιστορίας τους από
τον πολύ Γκέητς μέχρι τον Αμπράμοβιτς, μέχρι την IBM η την Boeing, όλες μα όλες
ανεξαίρετα βάσισαν το κρίσιμο άλμα τους σε κρατικά συμβόλαια ή την επιβίωση και
επανάκαμψη τους σε κρατική παρέμβαση ρύθμισης χρεών και σωτηρίας τους με τα λεφτά
των εργαζομένων.
Αυτό που
συνέβηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1990 ήταν κάτι άλλο, οι μέχρι τότε πολυεθνικές
καπνού που ήταν ο ιδιωτικός μετασχηματισμός των παλιών αυτοκρατορικών μονοπωλίων
είχαν αρχίσει να γερνάν και να είναι πολύ ακριβές. Η μέχρι τότε παγκόσμια παραγωγή
καπνών κυμαίνονταν στα 2 εκατομμύρια τόνους μέχρι το πολύ 3 κάπου στα μέσα της
δεκαετίας του ΄80. Η διαφαινόμενη κατάρρευση του υπαρκτού και το άνοιγμα της
Κίνας στο παγκόσμιο κεφάλαιο που συνέπεσε χρονικά με την εξέγερση της Τιεν Αν
Μεν στα τέλη του ΄80 έκανε τις εταιρείες τσιγάρων να χαράξουν μια νέα
στρατηγική. Θα ενθάρρυναν τις εταιρείες καπνού να γίνουν πολυεθνικές
αναθέτοντας ή «σπάζοντας» τις παραγγελίες τους, από τις 3 μεγάλες ως τότε σε πολλές
μικρότερες. Όπως είδαμε οι εθνικές εταιρείες εισέπρατταν μια φορά τον χρόνο,
την περίοδο της άνοιξης αν ήταν στο Βόρειο Ημισφαίριο ή την περίοδο του
Φθινοπώρου αν ήταν στο Νότιο.
Οι
εταιρείες τσιγάρων τους έδωσαν παραγγελίες προτρέποντάς τους να ανοίξουν
παραρτήματα παντού όπου είχε καπνά ώστε η ροη του χρήματος να είναι απρόσκοπτη
και να πετυχαίνουν χαμηλότερο κόστος χρήματος από τις τράπεζες. Για αυτό τον
λόγο και για πρώτη φορά στην ιστορία αυτού του εμπορίου άρχισαν να κάνουν και
γενικά συμβόλαια για αυστηρά τραπεζική χρήση, όχι δημόσια, στα οποία
«βεβαίωναν» την τράπεζα ότι από την εν λόγω εταιρεία θα αγοράσουν μια ποσότητα καπνών
με μια τιμή, μια μέση τιμή, που δεν θα ξεπερνά τα Χ δολάρια παγκόσμια. Φυσικά δεν
δεσμευόταν στην πραγματικότητα ούτε για την ποσότητα ούτε για την τιμή αλλά
συνήθως τηρούσαν τον λόγο τους με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η τιμή όμως ηταν
παγκόσμιος ανώτερος μέσος όρος δεν ήταν εξειδικευμένη ούτε για την χώρα ούτε
για την ποικιλία ούτε για την ποιότητα που θα αγόραζαν.
Αν δεν είχε
καπνά έπρεπε να γίνουν. Εκεί μπαίναμε εμείς οι γεωπόνοι στο παιχνίδι. Βγαίναμε
σαν «πρόσκοποι» σπέρνοντας παντού καπνό και αγοράζοντας το σε αρχικά πολύ δελεαστικές
τιμές μέχρις ότου η παραγωγή στην χώρα αυτή να φτάσει σε τέτοιο ύψος ωστε να
δικαιολογείται επένδυση για εργοστάσιο. Μέχρι τότε λειτουργούσαμε σαν suitcase
company δηλαδή εταιρεία βαλίτσας, μπαίναμε με μετρητά αγοράζαμε τα καπνά που έβγαιναν
και τα στέλναμε για επεξεργασία στην κοντινότερη χώρα που είχε εργοστάσιο.
Οι πρώτες
πολυεθνικές ηταν 5 αμερικάνικες, 3 βρετανικές από τις αποικίες της Αφρικής, 2
Ολλανδοβελγικες, μια Γερμανική, μια Ιταλική, μια Γαλλική, δυο εβραϊκές, μια
αρμένικη και δυο Ισπανικές εταιρείες. Οι πραγματικά πολυεθνικές όμως με την έννοια
της παρουσίας στις περιοχές παράγωγης των 5 βασικών συστατικών του χαρμανιού
του american blended τσιγάρου που επικράτησε μεταπολεμικά, ήταν 4 αμερικάνικες
που σύντομα έγιναν 3 και ήταν οι βασικοί παίκτες, δυο αγγλικές, μια γερμανική
και μια εβραϊκή εταιρεία.
Αυτές οι
8-9 εταιρείες είχαν κάνει ένα είδος καρτέλ που πίεζε τις τιμές καπνών προς τα
πάνω για τις εταιρείες τσιγάρων και τις τιμές καπνών προς τα κάτω για τους
αγρότες όλου του κόσμου. Οι εταιρείες τσιγάρων έπρεπε να το σταματήσουν αυτό
και είχαν καλύτερα όπλα από τους χονδρεμπόρους. Οι εταιρείες τσιγάρων ήθελαν να
πιέσουν τα πάντα προς τα κάτω και να αυξήσουν την κερδοφορία τους μέσα από την
νοθεία του προϊόντος ή όπως το λένε ακόμα «μέσα από την τεχνολογική εξέλιξη και
την αύξηση της παραγωγικότητας».
Παράλληλα
επιδίωκαν να αυξήσουν την τιμή των καλών τους τσιγάρων αλλά να δημιουργήσουν
και μια γενιά «φτηνών» τσιγάρων για τα φτωχότερα στρώματα.
Δημιούργησαν
λοιπόν μια τεχνητή ζήτηση με την θεωρία ότι θα αυξηθούν κατακόρυφα οι εξαγωγές καπνών
στη Κινα και στις πρώην ανατολικές χώρες μόλις πέσουν τα εκεί καθεστώτα. Οι
εταιρείες καπνού πήραν ιστορικά την πιο ανόητη απόφαση από τις πολλές που έχουν
πάρει κατά καιρούς. Πίστεψαν ότι θα υπήρχε ζήτηση και έκαναν προαγορές καπνών ύψους
200 χιλιάδων τόνων μόνον για την αγορά της Ρωσίας τα οποία μάλιστα αποθήκευσαν
στην πόλη με τα πιο ακριβά αποθήκευτρα το Λένινγκραντ λίγο πριν γίνει Αγία Πετρούπολη.
Παράλληλα άνοιξαν όλες σχεδόν παραρτήματα στη Κίνα θέλοντας να αγοράσουν από εκεί
καπνά αλλά και να πουλήσουν.
Όταν ένα
καθεστώς αλλάζει με οικονομικούς όρους προς το χειρότερο δεν μπαίνεις μέσα
ελπίζοντας σε μεγάλες πωλήσεις. Αυτό το θεμελιώδες δεν πέρασε από το μυαλό του διεθνούς
καπνεμπορίου. Η Ρωσία δεν είχε χρήματα, πως θα αγόραζε τις 200 χιλιάδες τόνους
καπνά; Πτώση όλων των εταιρειών στο χρηματιστήριο, καταγραφή ζημιών για πρώτη
φορά στην ιστορία τους και πίεση για συγχωνεύσεις η ανάδυση νέων εταιρειών με
μικρότερες απαιτήσεις από τις εταιρείες τσιγάρων. Παράλληλα στη Κίνα κανείς δεν
είχε μελετήσει και πάρει στα σοβαρά μια ιδιομορφία της που είναι προφανής σε πολλούς.
Η Κίνα είχε όντως μεγάλη παραγωγή καπνών, γύρω στο 1,5 εκατομμύριο τόνους σε συνολική
παγκόσμια παραγωγή 3 εκατομμυρίων τόνων αλλά είχε και μεγάλη τοπική αγορά. Από αυτό
το ποσό μόλις μετά βίας 100 χιλιάδες τόνοι ήταν διαθέσιμοι σε αρκετά τσουχτερές
τιμές για εξαγωγή. Έτσι και η δεύτερη πασιέντζα δεν τους βγήκε αντίθετα
στράφηκε στα μούτρα τους.
Αυτή η προσεκτική
παγίδα που στήθηκε απο τις εταιρείες τσιγάρων είχε άμεσο αποτέλεσμα, για ένα
διάστημα 3-4 ετών, από το 1990 ως το 1994 δημιουργήθηκαν νέες πολυεθνικές και
οι παλιές αναγκάστηκαν να συγχωνευτούν, να απολύσουν δεκάδες χιλιάδες υπάλληλους
παγκόσμια, να ρίξουν τις τιμές των καπνών ή να αφήσουν τελείως απλήρωτα καπνά
και να νιώσουν στο πετσί τους ότι στον καπιταλισμό «όποιος ζει με το κέρδος
πεθαίνει από το κέρδος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου