του Αντ. Νταβανέλλου* |
φανταστική «Ευρώπη»- θα παραμείνει στη σκληρή γραμμή των τραπεζιτών και των βιομηχάνων, ενώ οι όποιες αλλαγές θα γίνουν σε ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εγκαταλείψει επειγόντως τις ευρω-μεταρρυθμιστικές «νέες ιδέες» και να γυρίσει στην επιτυχημένη γραμμή του δίπολου: ανατροπή στην Ελλάδα-μήνυμα στην Ευρώπη. Ευελπιστώντας, παράλληλα, σε ανάλογες εξελίξεις στην Ισπανία, την Ιταλία κ.ο.κ.
Συμφωνώ με την άποψη που χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα στην Ελλάδα «ιστορικό», αλλά με μια ειδική έννοια: η επιμονή των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων να εναποθέτουν τις ελπίδες τους μαζικά στην Αριστερά -και κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ- εξακολουθεί να κρατά ανοιχτά ερωτηματικά για την πορεία των εξελίξεων, ερωτηματικά που αν απαντηθούν σωστά, τότε, ναι, μπορούμε να γράψουμε ιστορία...
Διαφωνώ με τους συντρόφους που υποστηρίζουν την ιστορικότητα του αποτελέσματος στη διαπίστωση ότι η Αριστερά συγκέντρωσε τέτοια ποσοστά «για πρώτη φορά». Δεν είναι ακριβές. Αν συνυπολογίσουμε τη διαφορετικότητα των συνθηκών, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα ποσοστά της ΕΔΑ στη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα ή τα ποσοστά του PCI στη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία ήταν μεγαλύτερα. Κι όμως, και στις δύο αυτές περιπτώσεις αυτό που ακολούθησε ήταν μια πολιτική τραγωδία, μια ιστορική ήττα και για την Αριστερά και για το εργατικό κίνημα.
Η ερμηνεία στηρίζεται στην εξής κοινή διαπίστωση: η ΕΔΑ και το PCI «φοβήθηκαν» το αποτέλεσμα, αρνήθηκαν την εργατική-λαϊκή εντολή, αναζήτησαν «ευρύτερες» κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες για να ολοκληρώσουν, τάχα, μέσω αυτών την επιβολή του προγράμματος που απαιτούσε η κοινωνία από την Αριστερά. Πάνω σε αυτόν τον παράγοντα οφείλουμε να σκεφτούμε σοβαρά και να προασπίσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ από μιαν ανάλογη δεξιόστροφη πορεία.
Και η ΕΔΑ και το PCI προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τη στροφή τους προς το «Κέντρο», προβάλλοντας κάποιους σοβαρούς, ακόμα και ιστορικούς, «στόχους», που δημιουργούσαν την ανάγκη, τάχα, για μια ευρύτερη δημοκρατική, διαταξική συμμαχία.
Στον δημόσιο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη εμφανιστεί δύο τέτοιοι «στόχοι», που προετοιμάζουν μια συντηρητική στροφή: είναι η «Σωτηρία της Χώρας» και η «Παραγωγική Ανασυγκρότηση». Οι ομιχλώδεις αναφορές σε αυτούς τους στόχους περιγράφουν ένα «στάδιο» (που δεν υπάρχει στις συνεδριακές προγραμματικές αποφάσεις), όπου ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει, μπορεί να βαδίσει μαζί με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, αναστέλλοντας για αργότερα το πρόγραμμα και τις δεσμεύσεις μιας κυβέρνησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Διαφωνώ με τους συντρόφους που λένε ότι η υπαρκτή ηγεσία του έθνους και της χώρας, δηλ. η κυρίαρχη τάξη, δεν θέλει και δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες θέλουν και μπορούν να βγάλουν την εθνική οικονομία -γιατί γι’ αυτούς αυτή είναι η χώρα- από την κρίση, αλλά με έναν ειδικό τρόπο: με τον ολοκληρωτικό σφαγιασμό της εργατικής τάξης και των κοινωνικών δικαιωμάτων των ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων. Αν τους αφήσουμε ανενόχλητους, αυτό θα κάνουν, αργά ή γρήγορα.
Διαφωνώ με τους συντρόφους που λένε ότι η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί και δεν θέλει να κάνει παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτό κάνει ήδη, με τον μοναδικό τρόπο που αυτό γίνεται μέσα στον καπιταλισμό: μέσα στην κρίση ασθενή τμήματα του κεφαλαίου καταρρέουν, άλλα αντέχουν και ενισχύονται, ενώ άλλα -τα ισχυρότερα και σε συμμαχία με διεθνείς ομίλους- πλασάρονται στις ευκαιρίες περιμένοντας τη στροφή της οικονομικής συγκυρίας. Απέναντι σε αυτή την κτηνώδη «ρεαλπολιτίκ» του κεφαλαίου, κάποια σχέδια επί χάρτου που εκπονούν δυνάμεις της Αριστεράς δεν έχουν καμία τύχη, όσο δεν αντιμετωπίζεται -έστω σταδιακά και μεταβατικά- το κεντρικό ζήτημα: η παρουσία της κυρίαρχης τάξης...
Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός και «κοινός τόπος» μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και των δυνάμεων της εργασίας και του λαού. Δεν μπορεί να υπάρξει μια περίοδος δημοκρατικής ειρηνικής συνύπαρξης ή μια περίοδος «κοινωνικού διαλόγου» μεταξύ αυτών των δύο στρατοπέδων που έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα ζωής ή θανάτου.
Έτσι, το άνοιγμα στους βιομηχάνους (με τη δέσμευση για φτηνό ρεύμα στις επιχειρήσεις) και η έκκληση στον ΣΕΒ για «κοινωνική συμφωνία» είναι απόπειρες αδιέξοδες και μετέωρες.
Στο πολιτικό πεδίο, η κατεύθυνση αυτή οδηγεί σε μια «διεύρυνση» του ΣΥΡΙΖΑ με σοσιαλδημοκρατικές ομάδες, που είχαν κυβερνητικές ευθύνες και άσκησαν μνημονιακές πολιτικές. Στους συντρόφους που αυτές τις μέρες κάνουν ασκήσεις αριθμητικής -είτε επιδιώκοντας να εμποδίσουν την «προεδρική» πλειοψηφία των 180 βουλευτών, είτε προσβλέποντας σε μια «συμμαχία» αυτοδυναμίας- έχω να πω τούτο: το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ και Κατσέλη και Κοτζιάς και Βουδούρης και Μπαγιώργος-Νεφελούδης, ακόμα και αν πλαισιωθεί με τη ΔΗΜΑΡ του Φ. Κουβέλη, δεν διασφαλίζει αριθμητικά κάποια «ανατροπή». Έτσι παραμένει, σε αυτή την άποψη, το ερώτημα: είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεργαστεί με ένα «ΠΑΣΟΚ χωρίς τον Βενιζέλο»;
Από την παγίδα αυτή υπάρχει διέξοδος: είναι η μαζική πολιτική πρωτοβουλία προς τα κάτω και το κίνημα αντίστασης, που θα διεκδικεί για τον ΣΥΡΙΖΑ μια αυτοδυναμία στηριγμένη στην πολιτική έκφραση των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων. Είναι η επιμονή στην πρόταση για πολιτική ενότητα των δυνάμεων της Αριστεράς, κυρίως μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ - ΚΚΕ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που μπορεί να γενικεύσει τα τεράστια ποσοστά, πάνω από 60%, που πήρε ο υποψήφιος του ΚΚΕ στην Πάτρα, όχι ασφαλώς λόγω της δικής του πολιτικής, αλλά λόγω της μαζικής και ειλικρινούς υποστήριξης του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η πολιτική μάς κρατάει στην τροχιά του 2012, στην τροχιά ενός εργατικού ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος.
Οι παραγοντισμοί και η αυτονόμηση κάποιων μηχανισμών, που είδαμε κατά την προεκλογική περίοδο, είναι σημαντικές προειδοποιήσεις: μας λένε ότι η στροφή προς τον εκλογικισμό, αργά ή γρήγορα, θα συνδυαστεί και με μια εσωτερική αντιδημοκρατική στροφή, τόσο γνωστή από την ιστορία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων...
*μέλος της Π.Γ του ΣΥΡΙΖΑ, στέλεχος ΔΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου