του Π. Γκαργκάνα |
εργατική αντίσταση. Η Αριστερά καλείται να δώσει απαντήσεις σε αυτές τις προκλήσεις διαμορφώνοντας ξεκάθαρη στρατηγική και τακτική για το συνδικαλιστικό κίνημα.
Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό δημοσίευμα για τους ευσεβείς πόθους των από πάνω ήταν το άρθρο του Δημήτρη Μητρόπουλου στα Νέα στις 20-21 Οκτώβρη. Το «λυκόφως των συνδικαλιστών» ήταν ο τίτλος και ο υπέρτιτλος συνόψιζε περιληπτικά το νόημά του ως εξής:
«Τρία χρόνια μετά το Μνημόνιο, οι απεργίες γίνονται χωρίς απεργούς, οι επιχειρησιακές συμβάσεις υπογράφονται σαν βροχή και οι εργαζόμενοι είναι ρεαλιστές: “σώστε ό,τι μπορείτε” το μήνυμα στα συνδικάτα που βρίσκονται πια σε κατάσταση αποσύνθεσης».
Αν αυτή η περιγραφή είχε έστω και ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα, τότε θα ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβουμε γιατί π.χ. τη στιγμή που η κυβέρνηση Σαμαρά επιχειρούσε να εντάξει το Ταμείο των εργαζόμενων στα ΜΜΕ στον ΕΟΠΠΥ, η απεργία είχε κλείσει όλα τα ΜΜΕ, ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία έχανε τη σχετική ψηφοφορία πανηγυρικά παρά τις μνημονιακές απειλές ότι διακυβεύεται το μέλλον της χώρας. Είναι απεργία χωρίς απεργούς μια απεργία που κανένας μεγαλοεκδότης δεν μπορεί να σπάσει; Είναι σε αποσύνθεση τα συνδικάτα ή μήπως η συγκυβέρνηση;
Προφανώς οι συσχετισμοί είναι διαφορετικοί και γι’ αυτό τα επιτελεία της άρχουσας τάξης έχουν λυσσάξει για να τους αλλάξουν.
Eπιθέσεις
Ένας τρόπος που το επιχειρούν αυτό είναι οι πολιτικοϊδεολογικές επιθέσεις σαν αυτή του Μητρόπουλου από τα Νέα. Η προσπάθεια να αποκαλυφθούν σκάνδαλα σε βάρος κορυφαίων συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι διαρκής και συστηματική. Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ έχει εισπράξει τη μερίδα του λέοντος σε αυτή την εκστρατεία. Στο ίδιο δημοσίευμα των Νέων καταγγέλλεται η ΓΕΝΟΠ ως «γραφείο ταξιδίων», γιατί ξόδεψε 2190 ευρώ για εισιτήρια του γραμματέα της! Σκάνδαλο δυο χιλιάδων ευρώ, λες και δεν ζούμε στη χώρα που οι υπουργοί κλαδεύουν δισεκατομμύρια σαν στραγάλια και οι τραπεζίτες τα καταπίνουν κατά δεκάδες.
Αυτού του είδους η προπαγάνδα έχει αποτύχει κατ’ επανάληψη να απομονώσει τα συνδικάτα από τους εργαζόμενους. Είτε ήταν οι υστερικές κραυγές για τους συνδικαλιστές στους καταπέλτες των πλοίων, είτε για τους απεργούς της Ακρόπολης που τάχα καταστρέφουν τον τουρισμό και τη «διεθνή εικόνα της χώρας», τα όρια αυτών των επιθέσεων έχουν φανεί πολλές φορές.
Γι’ αυτό, οι επιθέσεις πλέον εκτείνονται σε άλλα επίπεδα. Ένας τρόπος είναι το χτύπημα στα οικονομικά των συνδικάτων με την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Οι κρατήσεις από τη μισθοδοσία των εργαζόμενων που στο παρελθόν κατευθύνονταν στη χρηματοδότηση των συνδικάτων, τώρα πηγαίνουν στον κρατικό προϋπολογισμό και από εκεί στους τραπεζίτες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Η πιο μεγάλη επίθεση, όμως, γίνεται με το χτύπημα των συλλογικών συμβάσεων. Αν η ΓΣΕΕ δεν μπορεί να διαπραγματευθεί τα κατώτατα όρια μέσα από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αν οι επιχειρήσεις δεν δεσμεύονται από τις Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, αν ο κάθε εργοδότης μπορεί να υπογράφει ατομικές συμβάσεις με τους εργαζόμενους παρακάμπτοντας το σωματείο, τότε τι απομένει για το συνδικαλιστικό κίνημα; Η επέκταση των Μνημονίων με την Τρόικα πέρα από τα ζητήματα των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων σε ζητήματα εργασιακών σχέσεων είναι η αιχμή της εργοδοτικής επίθεσης στο συνδικαλισμό.
Και βέβαια συνδυάζεται με τις απολύσεις συνδικαλιστικών στελεχών πέρα και πάνω από τις μαζικές απολύσεις λόγω της οικονομικής ύφεσης. Δεν υπάρχει πια εργασιακός χώρος που να μην έχει εμπειρίες εκδικητικών απολύσεων. Αν επιχειρούσαμε να καταγράψουμε όλα αυτά τα κρούσματα θα χρειαζόμασταν έναν ατέλειωτο κατάλογο.
Οι απολογητές των Μνημονίων προσπαθούν να εμφανίσουν αυτή την επίθεση ως «οικονομική μεταρρύθμιση». Η ευελιξία στην αγορά εργασίας, λένε, είναι απαραίτητη για την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας που βρίσκεται στη ρίζα της κρίσης. Πρόκειται για πολλαπλό ψέμα.
Κατ’ αρχή, η κρίση δεν ήρθε μέσα από την πτώση της ανταγωνιστικότητας. Τα χρέη του ελληνικού καπιταλισμού έγιναν μη διαχειρίσιμα όταν έσκασαν οι κερδοσκοπικές φούσκες του τραπεζικού συστήματος διεθνώς και όχι επειδή ξαφνικά το 2008 γίναμε «μη ανταγωνιστικοί» εξαιτίας δήθεν των συνδικάτων που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις.
Αλλά πέρα από αυτό το γενικότερο πλαίσιο της κρίσης, υπάρχει και η συγκεκριμένη εικόνα της συνεχούς ανόδου της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα στα χρόνια πριν από το 2008, χρόνια όπου κυριαρχούσε η πολιτική των «κοινωνικών εταίρων», ο εναγκαλισμός της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας από τον ΣΕΒ και τις κυβερνήσεις.
Επί δεκαετίες η άρχουσα τάξη του ελληνικού καπιταλισμού υιοθέτησε ένα μοντέλο συνεργασίας με τις κορυφές του συνδικαλισμού, το οποίο της εξασφάλισε σταθερότητα και ευελιξία για τις οικονομικές και πολιτικές επιλογές της. Από μια στιγμή και πέρα η τακτική του διαλόγου με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες επικράτησε όχι μόνο όταν είχαμε κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ αλλά και με κυβερνήσεις ΝΔ. Με τέτοιες συναινέσεις ο ελληνικός καπιταλισμός εξασφάλισε τις σταδιακές ιδιωτικοποιήσεις («μετοχοποιήσεις») στον εκτεταμένο δημόσιο τομέα, την εξάπλωση της ευελιξίας σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης («συμβασιούχοι», «ωρομίσθιοι», «μπλοκάκια» κλπ), τη διατήρηση του εργατικού κόστους σε επίπεδα που ακόμη και ο ΣΕΒ, το ΔΝΤ και η ΓΣΕΕ συμφωνούν ότι δεν έπληξε την ανταγωνιστικότητα.
Το σπάσιμο της συνεργασίας
Η στροφή από τις «συναινέσεις» προς τις επιθέσεις κατά των συνδικάτων μόνο εν μέρει μπορεί να εξηγηθεί από οικονομικούς λόγους. Η έκταση της λεηλασίας σε βάρος των εργατικών εισοδημάτων που απαιτείται για να γίνει «βιώσιμο» το χρέος είναι ασφαλώς το υπόβαθρο αυτής της στροφής. Ωστόσο, υπάρχουν χώρες όπως η Ιρλανδία, όπου αυτή η λεηλασία επιχειρείται σε συνεργασία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η οικονομική ένταση της επίθεσης δεν συνεπάγεται αυτόματα τη ρήξη της πολιτικής των «κοινωνικών εταίρων».
Οι καθοριστικοί λόγοι είναι πολιτικοί: η έκταση και η ένταση της εργατικής αντίστασης που βρήκαν απέναντί τους τα Μνημόνια στην Ελλάδα είναι το στοιχείο που έσπρωξε και σπρώχνει τις Τρόικες εσωτερικού και εξωτερικού προς αυτή την κατεύθυνση. Να το πούμε διαφορετικά: τα τροϊκανά επιτελεία είχαν υποτιμήσει τη δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, νόμιζαν ότι το έχουν στη τσέπη, δεν υπολόγιζαν ότι θα βρεθούν μπροστά σε πάνω από είκοσι πανεργατικές απεργίες ενάντια στις επιθέσεις τους και ότι η λαϊκή οργή θα έπαιρνε ξανά και ξανά σχήμα και μορφή μέσα από τις απεργίες των συνδικάτων. Διάφορες απόψεις μέσα στην Αριστερά υποτιμούν τη δύναμη των απεργιών και προτιμούν άλλοι τη δύναμη της κάλπης και άλλοι της “πλατείας”. Η άρχουσα τάξη όμως δεν έχει αμφιβολίες για την αναγκαιότητα να σπάσει τη συλλογικότητα των εργατών στο κρίσιμο σημείο – στο χώρο δουλειάς. Γι’ αυτό επιχειρούν αυτή τη στροφή.
Αυτή η αλλαγή έχει μεγάλες επιπτώσεις πάνω στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οι τριγμοί είναι παραπάνω από ορατοί. Η ΠΑΣΚΕ κατακερματίζεται, η ΔΑΚΕ αποπροσανατολίζεται, ολόκληρα κάστρα «κινδυνεύουν» να περάσουν στα χέρια της Αριστεράς. Δεν πρόκειται για σχήμα λόγου.
Στο χώρο της ΠΑΣΚΕ η σύγκρουση του Φωτόπουλου με την ηγεσία της ΓΣΕΕ είναι το στοιχείο που συγκεντρώνει την προσοχή όλων, αλλά δεν είναι το μοναδικό. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Κατερίνας Θωίδου στην Εργατική Αλληλεγγύη (Νο1040, σελ. 6) το κλίμα στη Σύσκεψη της ΓΣΕΕ με τις ομοσπονδίες της στις 3 Οκτώβρη ήταν “πολεμικό”. Εκεί ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ κατέθεσε πρόταση για 48ωρες επαναλαμβανόμενες απεργίες και δέχθηκε επιθέσεις για τη στάση του. Σίγουρα θα ήταν γελοίο να ερμηνευτεί αυτή η κόντρα ως αναμέτρηση «προσωπικών φιλοδοξιών». Είναι τρανταχτό δείγμα ότι η παλιά τακτική έχει φτάσει σε αδιέξοδο και γι’ αυτό ισχυρά συνδικάτα αναζητούν αλλαγή τακτικής. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και η ΠΟΕΔΧΒ που οργανώνει τους εργαζόμενους στα διυλιστήρια. Αντίστοιχο παράδειγμα στο χώρο της ΑΔΕΔΥ είναι η περίπτωση της ΠΟΕ-ΟΤΑ με την ηγεσία Μπαλασόπουλου που ανεξαρτητοποιήθηκε από την ΠΑΣΚΕ.
Ο ηγετικός ρόλος της ΠΑΣΚΕ ως ένα βαθμό λειτούργησε ως συγκάλυψη για τις εξελίξεις στο χώρο της ΔΑΚΕ. Αλλά τώρα πια η κρίση εκεί δεν μπορεί να κρυφτεί. Η διαγραφή του γραμματέα της ΓΣΕΕ από τον Σαμαρά έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και στη δεξιά συνδικαλιστική παράταξη.
Τι σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις; Γιατί το ηγετικό στρώμα χάνει τη συνοχή του σε μια τόσο κρίσιμη καμπή;
Η φύση της γραφειοκρατίας
Εδώ είναι απαραίτητο να κάνουμε μια στάση για να μιλήσουμε για τη φύση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Πολύ συχνά υπάρχουν παρανοήσεις γύρω από αυτή την έννοια.
Ορισμένες τάσεις, κατά κανόνα σοσιαλδημοκρατικές, θεωρούν ότι η έννοια είναι ξεπερασμένη, αφού τα συνδικάτα έχουν εκδημοκρατιστεί και οι ηγεσίες τους εκλέγονται και λειτουργούν θεσμικά. Άλλες απόψεις περιορίζουν την κριτική τους σε ηγεσίες τις οποίες αποκαλούν «κυβερνητικό συνδικαλισμό» με κριτήριο τις σχέσεις τους με τα κόμματα διακυβέρνησης. Και τέλος υπάρχουν αναρχοαυτόνομες τάσεις που τοποθετούν συλλήβδην όλες τις ηγεσίες στη κατηγορία της γραφειοκρατίας.
Οι κλασικοί του μαρξισμού είχαν διαφορετική προσέγγιση. Οι επαναστάτες μαρξιστές στις αρχές του εικοστού αιώνα βρέθηκαν στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν αυτό το φαινόμενο για πρώτη φορά και μας άφησαν μια πλούσια κληρονομιά.
Σύμφωνα με τον Γκράμσι, τόσο τα συνδικάτα όσο και τα εργατικά πολιτικά κόμματα είναι κατακτήσεις των εργατών που όμως σημαδεύονται από το γεγονός ότι λειτουργούν μέσα σε συνθήκες καθορισμένες από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Δεν είναι θεσμοί που θα επιβιώσουν σε μια μελλοντική κοινωνία απαλλαγμένη από το στοιχείο του ανταγωνισμού που κουβαλάει ο καπιταλισμός. Τα εργατικά συμβούλια είναι ο θεσμός που ανταποκρίνεται στη συλλογικότητα της εργατικής τάξης.
Δεν πρόκειται για αφηρημένους φιλοσοφικούς στοχασμούς. Οι πιέσεις του οικονομικού ανταγωνισμού μέσα στον καπιταλισμό σημαίνουν ότι τα συνδικάτα, ενώ κατορθώνουν να χτίσουν την ενότητα σε ολόκληρα κομμάτια εργατών και να καταργήσουν εν μέρει τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό τους, είναι αναγκασμένα να διαπραγματεύονται με την εργοδοσία μέσα σε συνθήκες που καθορίζονται από την αγορά και τις συγκρούσεις των επιμέρους κεφαλαίων. Οι μηχανισμοί τους πιέζονται να γίνουν επαγγελματίες διαπραγματευτές, όχι απλά σαν άτομα αλλά σαν ένα ολόκληρο στρώμα που ξεκόβεται από την εργατική τάξη και εξελίσσεται σε μεσολαβητή ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.
Οι συνδικαλιστές που επανδρώνουν (είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους άνδρες) αυτό το στρώμα ξεφεύγουν από την καθημερινότητα των εργατών, διαπραγματεύονται συνεχώς με τα στελέχη της εργοδοσίας και αναζητούν τα σημεία των πιθανών συμβιβασμών που θα αποτυπωθούν σε μια συμφωνία. Από τη ίδια τη θέση τους καταλήγουν να είναι ένα ταλαντευόμενο συντηρητικό κομμάτι, εκτεθειμένο στις πιέσεις και των δυο πλευρών, και της εργατικής βάσης και του μάνατζμεντ.
Ένα στοιχείο που συνδέεται με τη διαμόρφωση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι ο καταμερισμός ανάμεσα σε συνδικαλιστικά και πολιτικά καθήκοντα και η δημιουργία δεσμών με τα ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα. Ένας τέτοιος καταμερισμός ενισχύει τη θέση κάθε επαγγελματία διαπραγματευτή απέναντι και στις δυο πλευρές. Είναι δύναμη απέναντι στην εργοδοσία να έχουν τα συνδικαλιστικά στελέχη πολιτική στήριξη από μια κοινοβουλευτική ομάδα που μπορεί να προτείνει φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά είναι επίσης ενίσχυση της θέσης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας απέναντι στη βάση της: απέναντι σε απαιτήσεις που γενικεύουν πολιτικά τα εργατικά αιτήματα, η απάντησή τους είναι ότι αυτό είναι δουλειά του πολιτικού σκέλους, όχι του συνδικάτου.
Αυτό το στοιχειώδες αλλά ουσιαστικό περίγραμμα για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία μας βοηθάει να κατανοήσουμε τις εξελίξεις. Οι τριγμοί αυτή τη στιγμή οφείλονται πρώτα από όλα στην ένταση των πιέσεων που δέχεται ο «ενδιάμεσος» και από τις δυο πλευρές. Η οικονομική κρίση και η κοινωνική πόλωση κάνει το ρόλο του «συμβιβαστή» πιο δύσκολο. Αλλά τα προβλήματα συνοχής προκύπτουν και από την πολιτική κρίση.
Όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν κόμμα που διεκδικούσε κυβερνητικές πλειοψηφίες και η ηγετική ομάδα της ΠΑΣΚΕ έπαιζε ρόλο στην εσωκομματική διαδικασία για την ανάδειξη της κομματικής ηγεσίας, η θέση του Πρωτόπαπα, του Πολυζωγόπουλου και του Παναγόπουλου ήταν ενισχυμένη προς κάθε κατεύθυνση. Όταν το ΠΑΣΟΚ έχει φτάσει σε κατάρρευση κάτω από την οργή χιλιάδων εργατών, οι δεσμοί της ΠΑΣΚΕ μαζί του γίνονται βαρίδια και η αποδέσμευση από αυτά γίνεται δίοδος σωτηρίας για ολόκληρα τμήματα της συνδικαλιστικής ηγεσίας.
Η ΔΑΚΕ ποτέ δεν έπαιζε έναν αντίστοιχο ρόλο στη Νέα Δημοκρατία. Αντλούσε όμως πλεονεκτήματα από τη σύνδεση μαζί της. Όσο πιο πολύ προχωρούσε η γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού, οι συνδικαλιστικές εκλογές έτειναν να γίνουν μικρογραφίες της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης και αυτό έδωσε πελατεία σε μια δεξιά παράταξη που ήταν ανύπαρκτη. Επίσης, η περίοδος των «κοινωνικών εταίρων» ευνοούσε την εμφάνιση εργοδοτικών σωματείων, όπου η ΔΑΚΕ φυσιολογικά είχε βάσεις. Σήμερα και τα δυο αυτά στοιχεία αλλάζουν. Η σύνδεση με τη ΝΔ δεν φέρνει εκλογική δύναμη, το αντίθετο. Και η εργοδοσία θέλει ατομικές συμβάσεις, όχι συνδικαλιστές.
Αυτή η κρίση στη «συγκυβέρνηση» ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ στις κορυφές του συνδικαλιστικού κινήματος έχει τις επιπτώσεις της και στις εκλογές των πρωτοβάθμιων σωματείων. Για πρώτη φορά εμφανίζονται καταστάσεις όπου αυτό το δίδυμο δεν καταφέρνει ούτε να συγκροτήσει ψηφοδέλτιο σε κάποια σωματεία. Η ριζοσπαστικοποίηση της βάσης βρίσκει ευκαιρίες να εκφραστεί προς τα αριστερά. Υπάρχουν πολλά σωματεία όπου καταγράφεται μεγάλη άνοδος των δυνάμεων της αριστεράς και καταποντισμός ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ. Αυτό φαίνεται σε πολλές ΕΛΜΕ και συλλόγους δασκάλων, σε σωματεία στα Νοσοκομεία όπως στον Άγιο Σάββα, στο Αττικό, στο Θριάσειο, στους εργαζόμενους του Μετρό κλπ.
Βέβαια η δομή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι τέτοια ώστε αυτές οι μετατοπίσεις στη βάση δύσκολα, αργά και βασανιστικά καταγράφονται σαν αλλαγές των συσχετισμών στην κορυφή. Αλλά αυτό δεν αναιρεί τη συνολική εικόνα των ανακατατάξεων που γίνονται και στη κορυφή και στη βάση της συνδικαλιστικής πυραμίδας.
Η στάση της Αριστεράς
Πώς πρέπει να σταθεί η Αριστερά μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις; Προφανώς ανοίγονται μεγαλύτερες δυνατότητες για να ανεβάσει την επιρροή της στο συνδικαλιστικό κίνημα και να ενισχύσει τους αγώνες της εργατικής αντίστασης στα Μνημόνια και τις Τρόικες. Το ζήτημα είναι με ποιές τακτικές αλλά και με ποιά στρατηγική.
Ας αρχίσουμε με κάποια στοιχειώδη. Όταν οι Παρεμβάσεις καταθέτουν πρόταση για επαναλαμβανόμενες απεργίες στο Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ και η ΔΑΚΕ αναγκάζεται να εμφανίσει αντίστοιχη πρόταση, προφανώς είναι λάθος να εμφανίζεται το ΠΑΜΕ στο πλευρό της πιο συντηρητικής πρότασης για μια 24ωρη απεργία και οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ να ταλαντεύονται ανάμεσα στα δυο.
Όταν ο Φωτόπουλος εκ μέρους της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ καταθέτει πρόταση για κλιμάκωση στη ΓΣΕΕ, δεν μπορεί οι παρατάξεις της Αριστεράς να μην μπαίνουν μπροστά για να περάσει και να γίνει πράξη.
Φυσικά, υπάρχει αντίλογος. Το ΠΑΜΕ καταγγέλλει όσους στέκονται στις μορφές πάλης γιατί έτσι υποβαθμίζουν το πλαίσιο του αγώνα. Άλλοι ανησυχούν ότι η μετατόπιση ολόκληρων τμημάτων από την ΠΑΣΚΕ προς τον ΣΥΡΙΖΑ ευνοεί την πασοκοποίησή του. Πρόκειται όμως για αφηρημένες ενστάσεις.
Μια κλιμάκωση του απεργιακού κύματος την ώρα που ο Σαμαράς κατεβάζει το μνημονιακό πακέτο στη Βουλή δεν κινδυνεύει να θεωρηθεί από την εργατική τάξη ως «ανεπαρκής» λόγω πλαισίου αν δεν έχει όλο το πρόγραμμα του ΠΑΜΕ. Αντίθετα μια συρρίκνωση των κινητοποιήσεων σε μια 24ωρη, ακόμη κι αν έχει το καλύτερο «πλαίσιο», δεν εμπνέει εμπιστοσύνη την κρίσιμη στιγμή.
Αντίστοιχα, μια «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ ευνοείται από την παθητική αναμονή μέχρι να πέσει ο Σαμαράς ως «ώριμο φρούτο» και όχι από τη συνεργασία με συνδικαλιστές που απαιτούν κλιμάκωση των απεργιών.
Η μετακίνηση κομματιών της ΠΑΣΚΕ προς τον ΣΥΡΙΖΑ έχει ασφαλώς το στοιχείο της αυτοσυντήρησης, αλλά όταν συνδυάζεται με στροφή προς πιο μαχητική στάση απέναντι στις επιθέσεις της κυβέρνησης και της τρόικας μπορεί να ευνοεί την κινητοποίηση της βάσης και αυτό είναι το πιο σημαντικό ζητούμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ (και παλιότερα ο Συνασπισμός) έχει μια παράδοση συνεργασίας με την ΠΑΣΚΕ και στη ΓΣΕΕ και στην ΑΔΕΔΥ. Το πέρασμα σε συνεργασίες με τμήματα της ΠΑΣΚΕ που σπάνε μπορεί να είναι προχώρημα για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το παρελθόν του.
Αυτή η διαδικασία δεν είναι χωρίς αντιφάσεις. Στην Αυγή της Τετάρτης 24 Οκτώβρη παραδείγματος χάρη, ο Αποστόλης Κασιμέρης, συνδικαλιστής στην ΕΘΕΛ, θυμίζει τι μεταφέρει ο Ανδρέας Κολλάς που μετακόμισε στις σελίδες της Αυγής και στην ιστοσελίδα της Αυτόνομης Παρέμβασης. Ο Αλέξης Μητρόπουλος που έστειλε επιστολή στη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ ζητώντας να γίνει συζήτηση για τη στρατηγική και ταχτική του στο συνδικαλιστικό κίνημα μιλάει πιο αφηρημένα για συνεργασίες με τμήματα της καταρρέουσας γραφειοκρατίας και με στρατηγούς χωρίς στρατό.
Το παράδειγμα της Αμερικής του ’30
Αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει και να μην χαθεί σε μικροϋπολογισμούς. Είμαστε υπέρ της αλλαγής των συσχετισμών και της προοπτικής να πάρει η Αριστερά τον έλεγχο σε μεγάλες Ομοσπονδίες και στις ίδιες τις κορυφές της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Αλλά οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες για το κίνημα δεν περιορίζονται εκεί. Οι ορίζοντες μπορεί να είναι πολύ ευρύτεροι. Σε περιόδους που η συνδικαλιστική κορυφή διχάζεται ενώ η βάση ριζοσπαστικοποιείται, το κίνημα μπορεί να κάνει άλματα. Ας σταθούμε σε ένα ιστορικό παράδειγμα.
Στη δεκαετία του 1930, μέσα στη μεγαλύτερη ως τότε κρίση, μέσα στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, στις ΗΠΑ, ξεπήδησε ένα κίνημα απεργιών και καταλήψεων που έβαλε τον συνδικαλισμό μέσα στα κάστρα των μεγαλύτερων καπιταλιστών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, με την ανεργία να εκτινάσσεται μετά το κραχ του 1929, το συνδικαλιστικό κίνημα ελεγχόταν από την AFL. Η γραφειοκρατία της είχε προχωρήσει σε εναγκαλισμούς με την εργοδοσία που σήμερα θα θεωρούνταν αδιανόητοι. Ο Γουίλιαμ Φόστερ, που ήταν ο προεδρικός υποψήφιος του ΚΚΗΠΑ στις εκλογές του 1932, έχει περιγράψει τη διαφθορά της AFL με τη φράση «το να συνεργάζεσαι μαζί της ήταν σαν να κολυμπάς μέσα σε βόθρο».
Κι όμως, από τους κόλπους της AFL βγήκε μπροστά ο Τζον Λιούις, ηγέτης του συνδικάτου των ανθρακωρύχων, και συγκρότησε μια νέα συνδικαλιστική ομπρέλα, τη CIO, η οποία βοήθησε να οργανωθούν οι πιο συγκλονιστικές μάχες της αμερικάνικης εργατικής τάξης. Οι καταλήψεις των εργοστασίων της General Motors και άλλων γιγάντων του αμερικάνικου καπιταλισμού το 1936-37 ήταν η κορυφαία στιγμή ενός κινήματος μέσα στο οποίο η Αριστερά φούντωσε. Το ΚΚΗΠΑ το 1932 είχε 15.000 μέλη, το 1936 ανέβηκε στα 41.000, το 1937 στα 62.000, το 1938 στα 82.000.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Αλλά τα διδάγματά της διατηρούν την αξία τους. Η Αριστερά μπορεί να αξιοποιήσει το συνδυασμό των ρηγμάτων από πάνω με τη ριζοσπαστικοποίηση από κάτω για να βοηθήσει το εργατικό κίνημα να κάνει άλματα. Ο προσανατολισμός δεν πρέπει να περιορίζεται στην κατάκτηση θέσεων στην κορυφή του συνδικαλισμού, αλλά στην οργάνωση από τα κάτω, μέσα στους χώρους δουλειάς.
Αυτή η προσπάθεια έχει ξεκινήσει. Σε πολλούς χώρους η εμφάνιση μορφών οργάνωσης της βάσης, απεργιακών επιτροπών, επιτροπών αγώνα, εργασιακών επιτροπών κλπ είναι καρπός της εμπειρίας που αποχτήθηκε μέσα από τις αλλεπάλληλες πανεργατικές και τις άλλες απεργίες των τελευταίων χρόνων. Ακόμη και εκεί όπου τέτοιες μορφές οργάνωσης δεν έχουν ακόμη συγκροτηθεί, υπάρχει ένα ολόκληρο στρώμα αγωνιστών που χαρακτηρίζεται από αναζητήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ενίσχυση του απεργιακού κινήματος περνάει μέσα από τον συνδυασμό της απαίτησης για κλιμάκωση των κινητοποιήσεων με την προσπάθεια για οργάνωσή τους από τα κάτω. Ο συντονισμός τέτοιων πρωτοβουλιών μπορεί να τονώσει τη δυναμική τους.
Ένα βήμα σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η Συνάντηση Εργατικής Αντίστασης που οργανώθηκε στις 30 Σεπτέμβρη στο θέατρο Διάνα στην Αθήνα. Ένα επόμενο βήμα έγινε με τη σύσκεψη σωματείων και συνδικαλιστών στο ΕΚΑ την Τετάρτη 31 Οκτώβρη με στόχο την πανεργατική κλιμάκωση καθώς ο Σαμαράς έστελνε τα μέτρα στη Βουλή. ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ κάτω από τις πιέσεις της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, της ΠΟΕ-ΟΤΑ αλλά και των συντονισμών από τα κάτω αναγκάστηκαν να καλέσουν 48ωρη πανεργατική απεργία και βλέπουν ολόκληρους τομείς να υλοποιούν την απειλή για επαναλαμβανόμενες απεργίες. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να δώσει τον καλύτερό της εαυτό για να στηρίξει αυτά τα ελπιδοφόρα βήματα.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό 'Σοσιαλισμός από τα Κάτω', Τεύχος 95
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου