Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Επιθετική ενιαιομετωπική τακτική απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ ή πολιτική κινηματικής ουράς του;

Η ανακοίνωση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ (28/29-6) για τις εκλογές πυροδότησε σειρά συζητήσεων για το ζήτημα της τακτικής και της πολιτικής γραμμής του. Στο επίκεντρο η μάχη εντός τους κόμματος για το ζήτημα των συμμαχιών, το οποίο  αποτυπώθηκε στην απόφαση της ΚΕ και άνοιξε συζήτηση στους κόλπους της Αριστεράς. Στο άρθρο αυτό θα σταθούμε στο...
ζήτημα των συμμαχιών και της πολιτικής γραμμής της εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς. Και διαλέγουμε ένα οξύ τίτλο όχι για να πάρουμε τη ρεβάνς για την χωρίς αρχές κριτική που έχουμε δεχθεί από το 2010 και η οποία ξανακορυφώθηκε πριν τις τοπικές εκλογές και τις ευρωεκλογές αλλά γιατί η πραγματικότητα αποδείχνει ότι οι ηγεσίες της ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς είναι ποτισμένες με σεχταρισμό και οπορτουνισμό-κινηματισμό, ότι οδηγούνται σε μια πολιτική “ουράς” σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, που είτε την βαφτίζουν “χρήσιμη Αριστερά” (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είτε την βαφτίζουν “καθαρή πολιτική” (ΚΚΕ). Όμωςστην πράξη είναι μια “αμήχανη αριστερά” που δεν διαχωρίζει επίπεδα μεταξύ του εχθρού που λέγεται αστική τάξη (θανάσιμος εχθρός της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος) και του εχθρού που λέγεται ρεφορμισμός (αστική επιρροή στο εργατικό κίνημα).

Στην τελευταία απόφαση της ΠΕ της κο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ γράφαμε: “Σε σχέση με το πολιτικό προφίλ του, ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται ανάμεσα σε δύο αξεπέραστα όρια. Το πρώτο όριο είναι οι φιλοΕΕ θέσεις του, που αποτελούν στρατηγικό χαρακτηριστικό του. Και το δεύτερο όριο είναι η διακήρυξη της κατάργησης του μνημονίου από τη θέση της κυβέρνησης. Το όριο αυτό είναι συγκυριακό και το ξεπέρασμά του είναι αυτό που θα ολοκληρώσει τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο όμως στη σημερινή συγκυρία θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ υπονομεύει συστηματικά την αντιμνημονιακή διακήρυξη, τόσο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, όσο και στα συνθήματα (π.χ. «Όχι άλλα μνημόνια») και όσο η ανάδειξή του σε κυβέρνηση καθυστερεί και η μνημονιακή πραγματικότητα εμπεδώνεται, αυτή η υπονόμευση θα εντείνεται, όμως δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί οριστικά από αυτήν.”[i]. Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνει αυτό το γόρδιο δεσμό. Κρέμεται μεταξύ της διακήρυξης για κατάργηση του Μνημονίου και της προσπάθειας να μην αγγίζει το πως καταργείται τελικά το Μνημόνιο, με ποια οικονομικά και πολιτικά μέτρα. Διαβάζουμε: Ο λαός μας έδωσε το μήνυμα: Θέλουμε να κυβερνήσετε. Θέλουμε όμως περισσότερα από εσάς – πιο καθαρό, επεξεργασμένο και ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο, όχι αμφισημίες, πλήρη διαφοροποίηση από το φθαρμένο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Πέστε μας καθαρά τι θα κάνετε και πως θα το κάνετε. Απαιτείται λοιπόν να ανταποκριθούμε στο αίτημα των καιρών για τη συγκρότηση ενός πλατιού δημοκρατικού, προοδευτικού, ριζοσπαστικού κινήματος ανατροπής, που όχι μόνο θα κερδίσει τις επερχόμενες εθνικές εκλογές, αλλά θα αποτελέσει τη νέα μεγάλη κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που θα αναλάβει το ιστορικό έργο της κοινωνικής σωτηρίας και της ανασυγκρότησης της πατρίδας μας.”.[ii] Η διαπίστωση της προγραμματικής ταλάντευσης, των αμφισιμιών και της αφερεγγυότητας της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρείται να απαντηθεί με μια τακτική συμμαχιών που ανεξαρτήτως προθέσεων (δεξιών ή αριστερών) έχει και αυτή συγκεκριμένα όρια τα οποία πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψιν στην συζήτηση αυτή. Είχαμε εντοπίσει σαν νέο στοιχείο της πολιτικής σκηνής και των προοπτικών της τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ πως: “... η καταστροφή του σεναρίου της κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» μια και οι σύμμαχοι που θα προσδένονταν στον «κορμό» τείνουν προς εξαφάνιση, επίσης θα επιταχύνει τις διεργασίες στο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίον οι πολιτικές αντιθέσεις θα συμπυκνωθούν σε δύο αντιθετικές μεταξύ τους προοπτικές: την προοπτική της κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας σε συνεργασία με μνημονιακές δυνάμεις και την προοπτική της αυτοδύναμης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγετική ομάδα θα δουλέψει παρασκηνιακά για την πρώτη κατεύθυνση, αν και θα είναι αρκετά έξυπνη ώστε να μην το διατυμπανίσει, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε γρήγορη φθορά. Ωστόσο, στο βαθμό που ένα τέτοιο σενάριο εκπληρωθεί, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την εργατική τάξη και το κίνημά της.”.[iii] Η πρόταση συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί πρόβλημα στην ηγετική ομάδα καθώς μια ενδεχόμενη κυβέρνηση με ΑΝΕΛ και ΔΗΜΑΡ που θα μπορούσε να “δικαιολογεί” και δεξιές επιλογές παύει να υφίσταται ως σενάριο και δημιουργεί ένα καθαρό δίπολο: ή αυτοδύναμη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με διακήρυξη την κατάργηση του Μνημονίου ή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με ΠΑΣΟΚ ή ακόμα και ΝΔ (και γενικά πρόθυμους υπηρέτες του ελληνικού καπιταλισμού). Η Πολιτική Γραμματεία κλήθηκε να πάρει θέση σε συνθήκες νίκης στις ευρωεκλογές, με μια σειρά νίκες σε δήμους και με τους εν δυνάμει κυβερνητικούς συμμάχους (ΑΝΕΛ-ΔΗΜΑΡ) σμπαραλιασμένους. Οι νέες συνθήκες είναι πιο πιεστικές από την προεκλογική περίοδο, μιας και ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε στάσιμος στην επιρροή του, και η κυβερνητική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναπνεύσει με ενδιάμεσες λύσεις. Πλέον ή ρήξη ή υποταγή είναι οι επιλογές της ηγεσίας του.

Τέλος στην εισαγωγή αυτή θα σημειώσουμε, πρώτον ότι όλη η Αριστερά πρέπει να πάρει θέση απέναντι στο ζήτημα αυτό, πρέπει να απαντήσει στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, να εκμεταλευτεί τις συνθήκες που υφίστανται και δεύτερον να πάρει σαφή θέση για το αν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζεται και συνεπώς είναι πραγματικά διαχειριστικό και εναλλακτική λύση για τον ελληνικό καπιταλισμό ή αν δεν εφαρμόζεται επειδή αν τηρηθεί κατά γράμμα έρχεται αναπόφευκτα σε ρήξη με το Μνημόνιο και τότε αναπόφευκτα ανοίγει πόρτα για τον επαναστατικό δρόμο. Στις δοσμένες συνθήκες, το μάξιμουμ που μπορούμε να προσδοκούμε από τον κοινοβουλευτισμό είναι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη διακήρυξη της κατάργησης του Μνημονίου, ως τον πλέον αποσταθεροποιητικό παράγοντα για το αστικό πολιτικό σύστημα και τον ελληνικό καπιταλισμό. Αυτό το σενάριο πρέπει να ευνοηθεί και η προοπτική νίκης μιας τέτοιας κυβέρνησης δείχνει ικανή συνθήκη για να κινητοποιήσει την εργατική τάξη και τα συνθλιμένα μεσαία στρώματα. Για εμάς η κατάργηση του Μνημονίου δεν είναι διαχειριστικός στόχος, είναι επαναστατικός στόχος, απαιτεί το ξέσπασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και την εκκίνηση της εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος, είναι μάχη για την ταξική εξουσία, όχι απλά ή μόνο για την κυβέρνηση. Το Μνημόνιο είναι στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης, έχει πισωγυρίσει 100 χρόνια τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Η καταγγελία της δανειακής σύμβασης πάνω στην οποία χτίστηκε το Μνημόνιο είναι ολομέτωπη σύγκρουση με την ατομική ιδιοκτησία με το ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο. Ακριβώς γι αυτό θεωρούμε ανεδαφικό και ανεφάρμοστο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάργηση του Μνημονίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ή θα εφαρμόσει το Μνημόνιο ή θα γίνει άλλο κόμμα αν θέλει να το καταργήσει. Η απόφαση της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ λέει: “θα επαναφέρουμε το κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, το επίδομα ανεργίας στα 461 ευρώ, τις συντάξεις στα προ του 2009 επίπεδα αρχίζοντας από τις χαμηλότερες, θα προστατεύσουμε τους εργαζόμενους από τις αυθαιρεσίες των εργοδοτών επαναφέροντας τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συμβάσεις εργασίας.”[iv]. Αυτά που λέει ότι θα επαναφέρει είναι ό,τι κέρδισε η κεφαλαιοκρατία με 5 χρόνια Μνημόνιο. Αν κάποιος πιστεύει ότι με ένα κυβερνητικό διάταγμα οι καπιταλιστές θα παραχωρήσουν τα κέρδη της 5ετίας δεν έχουν πάρει μυρουδιά του πως διεξάγεται η ταξική πάλη και του τι έχει κερδίσει η αστική τάξη με το Μνημόνιο. Αν κάποιος πιστεύει ότι αυτό είναι άλλη μια διαχείριση, άρα κάτι που μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση, πρέπει να εξηγήσει γιατί η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν επιλέξει να εφαρμόζουν Μνημόνιο ακόμα και αν αυτό σημαίνει τη διάλυσή τους και γιατί διακινδυνεύουν την σταθερότητα του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος ενώ μπορούν να παραχωρήσουν κάτι πιο ελάχιστο και να κατευνάσουν την λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο στόχος της κατάργησης του Μνημονίου από θέση κυβέρνησης είναι ο στόχος που κρατά στη ζωή το ΣΥΡΙΖΑ και το πεδίο ξεδιπλώματος επιθετικής ενιαιομετωπικής τακτικής για την επανασταστική Αριστερά που κατανοεί ότι ο στόχος αυτός απαιτεί την επανάσταση και περνά τη θηλιά και γύρω από το λαιμό της αστικής τάξης και την κυβέρνηση Σαμαρά αλλά και και από το λαιμό της καιροσκοπικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Η υποδοχή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ

Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν απεύθυνε με την απόφαση της ΠΓ κάλεσμα ενότητας προς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σίγουρα δεν μπορούσε να προσδοκά και πολλά από το ΚΚΕ το οποίο δηλώνει σε όλους τους τόνους “όποιος θέλει να πέσει ο Σαμαράς θέλει κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ” και πρακτικά έχει ιεραρχίσει πρώτο εχθρό το ρεφορμισμό και μετά τον Σαμαρά. Ίσως όμως προσδοκούσε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ίσως και ο πιο πρωτοπόρος πολιτικά και κινηματικά κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ να προσδοκούσε κάτι καλύτερο από την απάντηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία αποτυπώθηκε σε σχόλιό της[v]και επαναβεβαιώθηκε από την συνεδρίαση της ΚΣΕ[vi]. Σύμφωνα με την ΑΝΤΑΡΥΣΑ: “Η πολιτική και κυβερνητική «πρόταση σωτηρίας» που διατυπώνεται  αποτελεί ένα άλλο «μίγμα διαχείρισης» και εκλογίκευσης του μνημονιακού καθεστώτος και όχι μια ανατροπή του.”.[vii] Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραδέχεται ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζεται, ότι είναι μια μερική διαχειριστική λύση. Συνεχίζει:“Ενδεικτικά αναφέρεται η επαναπρόσληψη των αντισυνταγματικά απολυμένων!!, που εγκαταλείπει στην ανεργία την μεγάλη πλειοψηφία των απολυμένων, η επαναφορά μόνο του κατώτερου μισθού του ιδιωτικού τομέα στα 751 ευρώ την ώρα που το σύνολο των αμοιβών έχει μειωθεί πάνω από 30%, η αποδοχή της κατάργησης του 13ου και 14ου μισθό και της αθλιότητας του ενιαίου μισθολογίου στο δημόσιο, η πρόταση του εξευτελιστικού ποσού των 461 ευρώ σαν επίδομα ανεργίας και η έλλειψη αναφοράς στην παροχή σε όλους τους ανέργους, η άρνηση των στόχων για την επανεθνικοποίηση των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων ή αυτών που θέλει η συγκυβέρνηση να ιδιωτικοποιήσει (πχ «μικρή ΔΕΗ»), την πλήρη κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ κλπ”. Και το ζήτημα που τίθεται είναι σοβαρό γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εν προκειμένω, αλλά και το ΚΚΕ και μεγάλο μέρος της Αριστεράς γενικά, εμμέσως παραδέχεται ότι καλά κάνει η εργατική τάξη και ακουμπά στο ΣΥΡΙΖΑ γιατί αυτός κάτι θα δώσει, θα ανακουφήσει έστω και λίγο τα βάρη της. Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ όμως, άσχετα με το τι φαντάζεται ή τι το τι θα ήθελε, απαιτούν σύγκρουση με το Μνημόνιο. Η επαναφορά του μισθού στα 751 ευρώ, η επαναπρόσληψη των αντισυνταγματικά απολυμένων, που δεν είναι και λίγοι, σε συνδυασμό με την θέση του ΣΥΡΙΖΑ: “θα προστατεύσουμε τους εργαζόμενους από τις αυθαιρεσίες των εργοδοτών επαναφέροντας τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συμβάσεις εργασίας.”[viii], είναι μια λύση που δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν καταργηθεί το Μνημόνιο. Έτσι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι θα τα κάνει αυτά στα πλαίσια της κατάργησης του Μνημονίου χωρίς να έρθει σε ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ και αυτό είναι μεγάλη αντίφαση, όμως η η πλειοψηφία της Αριστεράς βεβαιώνει ότι αυτά όλα είναι κάτι που μπορεί να γίνει.

Αν στην αντίφαση αυτή απαντάς ότι δεν υπάρχει αντίφαση αλλά ότι μπορεί να επαναφερθεί π.χ. η συλλογική σύμβαση απλά με ένα νομοσχέδιο, ή ότι ο ιδιωτικός τομέας, οι καπιταλιστές και οι μικρο-εργοδότες, θα δεχθούν μισθούς της τάξης των 751 ευρώ με πλήρη ασφαλιστικά διακιώματα τότε έχεις εσύ αυταπάτες για το ποια είναι η κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού. Η ελληνική αστική τάξη έχει το Μνημόνιο ως μονόδρομο για να επιβιώσει από τη μια και για να διασώσει όσο μπορεί τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, έστω και αν αυτός υποβαθμιστεί αρκετά. Το μνημόνιο είναι μονόδρομος γιατί της εξασφαλίζει μείωση των απωλειών από την κρίση, γέρνει συντριπτικά υπέρ της τον ταξικό συσχετισμό δύναμης. Δεν υπάρχει για την αστική τάξη διάθεση για νέο κοινωνικό συμβόλαιο, παροχές κλπ παρά μόνο η πλήρης υποταγή της εργατικής τάξης. Και αυτό δεν θα αλλάξει ούτε με μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ειδικά στο βαθμό που θα είναι αυτοδύναμη, κυρίως λόγω των ομαδοποιήσεων στο κόμμα, μπορεί να προκαλέσει “ατύχημα” στον ελληνικό καπιταλισμό ακόμα και αν πάρει δεξιότερη πορεία από αυτή που διαφαίνεται σήμερα.

Δεν υπάρχουν περιθώρια παραχωρήσεων από την αστική τάξη και σίγουρα δεν υπάρχουν περιθώρια απόκλισης απο το Μνημονιακό δρόμο. Και αυτό είναι ήδη παγιωμένο από την περίοδο που η αντιμνημονιακή ρητορεία της ΝΔ φάνταζε να υπόσχεται μια αστική αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Έτσι το 2011 ακόμα, που το Μνημόνιο δεν είχε προλάβει να ριζώσει σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, η ΝΔ με μια θεαματική στροφή 180 μοιρών μπήκε στην κυβέρνηση Παπαδήμου και έκλεισε τη χαραμάδα του αστικού μπλοκ. Η αστική τάξη είχε αποφασίσει πως θα απαντήσει στην κρίση και ακόμα και σήμερα είναι η μοναδική που έχει σχέδιο. Επέλεξε επίσης να στρατεύσει τα βασικά αστικά κόμματα, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, πάνω σε αυτό το σκοπό και να μαζέψει και την γύρω από αυτά ατμόσφαιρα, όπως το ΛΑΟΣ, επέλεξε τους δικούς της εκπροσώπους για τη βρώμικη δουλειά. Πολέμησε με σθένος κάθε “αριστερή εκδοχή” ακόμα και “παρένθεση” για να μην προκληθεί κινηματική ανάταση που δεν μπορεί εύκολα να ελέγξει με τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Ήδη βαδίσαμε περιόδους οριακής εκτροπής χωρίς να έχουμε γενικευμένη λαϊκή σύγκρουση με το κράτος. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά γενικά δε θα μπορέσει να σηκώσει κεφάλι αν ενσωματωθεί στον μνημονιακό μονόδρομο και θα έχει μεταλλαχθεί πριν αυτό συμβεί. Σε κάθε περίπτωση, υποταγή στο Μνημόνιο σημαίνει και το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ ή όποιας δύναμης αυτο-προδιορίζεται ως αριστερή (ίσως ενδεικτική είναι η περίπτωση της συρρίκνωσης της ΔΗΜΑΡ). Γι αυτό καμιά κυβέρνηση, πόσο μάλλον μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει ενδιάμεσες λύσεις, ή θα εφαρμόσει Μνημόνιο ή θα συγκρουστεί με αυτό. Άρα ή θα επαναφέρει ότι χάθηκε από τα 5 χρόνια Μνημόνιο ή θα κυβερνήσει πάνω στην ισοπεδωμένη γη από τα 5 χρόνια Μνημόνιο. Αυτή η συνθήκη τη δοσμένη στιγμή μοιάζει απαραβίαστη και καθιστά μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον εξαιρετικά βραχύβια, καθώς αν επιλέξει τη σύγκρουση θα πυροδοτήσει κινηματική διάθεση στην εργατική τάξη να διεκδικήσει ότι έχασε σε 5 χρόνια, αν επιλέξει την υποταγή οδηγείται σε άμεση φθορά και η αστική τάξη με τα κόμματά της θα επιζητούν άμεσα να ξαναπάρουν πίσω την κυβέρνηση.

Να σηκώσουμε το γάντι, να απαντήσουμε τι σημαίνει κατάργηση του Μνημονίου

Στην απόφαση της 4ης συνδιάσκεψης της κο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ γράφαμε σε σχέση με τον ελληνικό καπιταλισμό: “Η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμα στη φάση της κρίσης, όπως φαίνεται από τησυνεχιζόμενη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και το κλείσιμο επιχειρήσεων, χωρίς ναέχουμε περάσει ολοκληρωτικά στη φάση της ύφεσης, σύμφωνα με το μαρξικό μοντέλο. Όσο οιρυθμοί ανάπτυξης συνεχίζουν να έχουν αρνητικό πρόσημο η οικονομία της Ελλάδας δεν θακαταστεί δυνατό να περάσει στην επιθυμητή για τους κεφαλαιοκράτες φάση τηςαναζωογόνησης. Αντιθέτως, η κρίση θα συνεχίσει να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο,μεγαλώνοντας έτσι και τη δυσκολία ξεπεράσματός της. Η κρίση λοιπόν στην Ελλάδα συνεχίζεινα προσαρμόζει βίαια τις διαστάσεις της παραγωγής στις διαστάσεις της απορροφητικήςικανότητας της αγοράς.

Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για ύφεση (την επόμενη φάση στο κύκλο μιας καπιταλιστικήςκρίσης), καθώς η πρώτη φάση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, αλλά μπορούμε να δούμε τιςπροσπάθειες της αστικής τάξης για τη μετάβαση σε αυτήν.
Για να επιτευχθεί το ξεπέρασμα της φάσης της κρίσης, η ελληνική αστική τάξη επιλέγει τηνπολιτική των μνημονίων, μειώνοντας τους μισθούς, εντατικοποιώντας την εκμετάλλευση τωνεργαζομένων, προχωρώντας σε απολύσεις και λεηλατώντας τα κεκτημένα δεκαετιών τηςεργατικής τάξης. Η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας για να δημιουργηθεί ζωτικόςχώρος για το κεφάλαιο και η καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων για την απόσπαση τηςυπεραξίας που νέμονταν όλο αυτό το διάστημα αυτά τα στρώματα προς όφελος του μεγάλουκεφαλαίου είναι επίσης πλευρές αυτής της πολιτικής.”.[ix] Ένας εθνικός καπιταλισμός που παραμένει στη φάση της κρίσης (στην φάση συρρίκνωσης της οικονομίας), σε ένα διεθνές περιβάλλον στο οποίο επικρατεί μια ασταθής και εύθραυστη στασιμότητα, δεν μπορεί να αντέξει παροχές προς την εργατική τάξη, ειδικά όταν το κίνημά της είναι σε πτώση και πρακτικά δεν καθορίζει πλέον τις εξελίξεις. Εκτός αν δεχθούμε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός έχει ξεπεράσει τη φάση της κρίσης ή ότι παρά την κρίση υπάρχει δυνατότητα κοινωνικών παροχών. Το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΥΣΑ που διατυμπανίζουν ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά είναι μερικό και δίνει ψίχουλα, σε τι φάση εκτιμούν ότι βρίσκεται ο ελληνικός καπιταλισμός; Είναι σε φάση που να μπορεί και να δώσει μέρος αυτών που κατέκτησε συντρίβοντας την εργατική τάξη επί μια 5ετία; Το Μνημόνιο θα είναι σύντομα παρελθόν; Αν δεν δοθούν σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα πλανάται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, να είναι συνεπής στις διακηρύξεις του. Τότε η πολεμική προς τις φιλο ΕΕ θέσεις του θα καταλήξει γραφική άνευ περιεχομένου γιατί θα έχει πειστεί η εργατική τάξη ότι 751 κατώτατος, 461 επίδομα ανεργίας και επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων είναι κάτι εφικτό εντός ΕΕ και ευρώ, χωρίς σύγκρουση και ταξικό πόλεμο. Όσο η πολιτική του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποφεύγει να θέτει με αυτούς τους όρους την συζήτηση για την προοπτική μιας κυβέρνησης σαν αυτή που διακηρύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο θα περιορίζεται και ο ρόλος τους στην ταξική πάλη στο πολιτικό επίπεδο, στο επίπεδο της διεκδίκησης της εξουσίας.

Η άλυτη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ δίνει δυνατότητες στην επαναστατική Αριστερά. Δυνατότητες που πρέπει να βλέπουν από την ενότητα στο δρόμο μέχρι και την πολιτική (ακόμα και εκλογική) σύμπραξη με το ΣΥΡΙΖΑ πάνω στο μίνιμουμ πρόγραμμα της κατάργησης του Μνημονίου, της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και του ξηλώματος όλων των μνημονιακών νόμων. Με μια τέτοια τακτική της υπόλοιπης Αριστεράς απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και μόνο να αποκαλυφθεί γιατί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανεδαφικό και ανεφάρμοστο και γιατί απαιτείται η επανάσταση για την κατάργηση του Μνημονίου. Μόνο έτσι μπορούν να αποκαλυφθούν οι τυχοδιωκτισμοί της ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τα προσχηματικά ενωτικά καλέσματα. Αυτός είναι ο ρόλος που μπορεί να παίξει η εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά (και η εσωτερική αντιπολίτευση στο ΣΥΡΙΖΑ) κόντρα στην δεξιά κατρακύλα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και ο καλύτερος τρόπος για να κερδίσει τη βάση του κόμματος και την εκλογική του επιρροή. Όσο μια τέτοια πολιτική αργεί ή απορρίπτεται, η Αριστερά ακόμα και αν καταγγέλει σε όλους τους τόνους το ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πολιτική ουρά του, το “κινηματικό σκέλος” του το οποίο θα προσπαθεί να ρίξει το Σαμαρά, ανοίγοντας δρόμο για μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (ή της Αριστεράς γενικότερα) αλλά δε θα βλέπει το τι προοπτικές ανοίγει η πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και θα πολεμά να μην ανέβει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Υπό αυτή την έννοια η Αριστερά έπρεπε να πει κάτι παραπάνω για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ “για τη συγκρότηση ενός πλατιού δημοκρατικού, προοδευτικού, ριζοσπαστικού κινήματος ανατροπής, που όχι μόνο θα κερδίσει τις επερχόμενες εθνικές εκλογές, αλλά θα αποτελέσει τη νέα μεγάλη κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που θα αναλάβει το ιστορικό έργο της κοινωνικής σωτηρίας και της ανασυγκρότησης της πατρίδας μας.”. Με τη στάση της άρνησης για να κλείσει άρον άρον η συζήτηση δεν κερδίζουμε τίποτε. Ούτως ή άλλως αυτό που θα μείνει είναι ο “ενωτικός ΣΥΡΙΖΑ” και η “σεχταριστική αριστερά”. Το καλύτερο άλλοθι για τη δεξιά ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και το καλύτερο έδαφος για να αναπτύξουν την γραμμή της κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας οι συμβουλάτορες της ηγεσίας.

ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνολικά η, εκτός ΣΥΡΙΖΑ, Αριστερά πρέπει να απαντήσει στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και να τον βάλει να συζητήσει εφ'όλης της ύλης για το πρόγραμμα, την κυβέρνηση και την ταξική εξουσία. Να βάλει στη συζήτηση αυτή τα οργανωμένα μέλη όλης της Αριστεράς, τα συνδικαλιστικά στελέχη που πρόσκεινται στην Αριστερά και την εκλογική επιρροή της Αριστεράς γενικά. Να φτιάξει ανοιχτό και δημόσιο δίαυλο επικοινωνίας με τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που αντιστέκονται στην δεξιά γραμμή της ηγεσίας. Και στο επίκεντρο της συζήτησης να μπει με ποιο πρόγραμμα καταργείται το Μνημόνιο και ποιες οικονομικές-πολιτικές τομές απαιτούνται για μια εργατική απάντηση στην κρίση.Γνωρίζουμε τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ένα κόμμα-μέτωπο μικροαστικής πολιτικής αλλά με εργατική απεύθυνση. Είναι στη φύση του να υποκλίνεται στα ιδιαίτερα συμφέροντα των μικροαστών και γι αυτό είχε και διατηρεί πίστη στην ΕΕ και το ευρώ. Ταυτόχρονα είναι το κόμμα στο οποίο η εργατική τάξη από το καλοκαίρι του 2012 ακουμπά την αγωνία της, αλλά δε βλέπει πορεία σύγκρουσής του με την αστική τάξη και το Μνημόνιο, δε βλέπει να πρωτοστατεί στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Βλέπει αντίθετα να κλείνει συμβόλαια με το κεφάλαιο, όπως στην περίπτωση του Μελισσανίδη στη Νέα Φιλαδέλφεια για την κατασκευή του γηπέδου της ΑΕΚ, και υπό την πίεση την εσω- και εξω-κομματική να μην μπορεί να τα τηρήσει. Βλέπει η εργατική τάξη πόσο ασταθής είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, το ήξερε και από πριν, αλλά πλέον ο πολιτικός συσχετισμός δύναμης (ο εκλογικός τουλάχιστον) είναι υπέρ της Αριστεράς και πρέπει να το εκμεταλλευτούμε.

Η εργατική τάξη, ειδικά οι άνεργοι, και οι συνθλιβόμενοι μικροαστοί έχουν συμφέρον να παλέψουν για την ήττα των μνημονιακών δυνάμεων και της αστικής τάξης, έχουν συμφέρον να αναδείξουν μια κυβέρνηση που θα καταργήσει το Μνημόνιο, θα καταγγείλει την δανειακή σύμβαση και θα ξηλώσει τους μνημονιακούς νόμους. Το με ποιο πρόγραμμα θα γίνει αυτό και με ποια κυβέρνηση (αστική κοινοβουλευτική ή εργατική επαναστατική) είναι η συζήτηση που δε θα ανοίγει πλατιά στην κοινωνία όσο ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσω ανακοινώσεων αποφεύγουν την διαδικασία που ανοίγουν τα (έως και προσχηματικά) καλέσματα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Και όσο αρνούνται τόσο θα πλανάται η αυταπάτη ότι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες κρίσης (συρρίκνωσης) του ελληνικού καπιταλισμού μπορεί να κάτι να δώσει. Και αυτή η στάση βοηθά στο κλίμα εφησυχασμού και στο ξεφούσκωμα κάθε κινηματικής δραστηριότητας. Ευνοεί τη γραμμή του “ώριμου φρούτου” της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τελικά βοηθά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ολισθαίνει όλο και μακρύτερα από τις διακηρύξεις του κόμματος και δίνει πολύτιμο χρόνο στο αστικό μπλοκ να σταθεροποιηθεί και να ανασυκροτηθεί. Έτσι και η βούληση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μην σταθεροποιηθεί το αστικό πολιτικό σκηνικό δεν θα πραγματοποιηθεί και ευθύνη σημαντική θα έχει και η ίδια. Έτσι η βούληση του ΚΚΕ για ωρίμανση του λαϊκού παράγοντα δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί και θα ονειροπολεί. Τελικά ο λαός δείχνει πιο ώριμος από την Αριστερά αλλά απουσιάζει παντελώς μια πολιτική καθοδηγητική δύναμη που θα βάλει σε κίνηση ένα λαό που μετρά αλλεπάλληλες ήττες αλλά δεν έχει παραδώσει ακόμα τα όπλα, δεν έχει δώσει ακόμα την μεγάλη μάχη. Μέχρι σήμερα αυτό που έχει ηττηθεί είναι ο “αστικός” συνδικαλισμός και η “αστική” εργατική πολιτική. Δεν έχει ηττηθεί η επαναστατική γραμμή και καθοδήγηση γιατί αυτή παλεύει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και πασχίζει να συγκροτηθεί σε υπαρκτή πολιτική και κοινωνική δύναμη. Καθήκον μας, στις δοσμένες συνθήκες, να εκμεταλλευθούμε την συμπύκνωση όλων των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων γύρω από το “εφαρμογή του Μνημονίου ή κατάργηση του Μνημονίου” και να κατανοήσουμε ότι η μάχη αυτή δεν είναι μια ακόμα κοινοβουλευτική μάχη, αλλά μια μάχη που για να κερδιθεί πρέπει να εξοπλιστεί πολιτικά και οργανωτικά η εργατική τάξη και τα σύμμαχα μεσαία στρώματα. Η αστική τάξη έχει χτίσει από το 2011 το δικό της κοινωνικό και πολιτικό ενιαίο μέτωπο. Η Κ.Ο. Ανασύνταξη έγκαιρα διατύπωσε τη δική της πρόταση για την εργατική απάντηση στην κρίση η οποία αποτυπώθηκε στο ντοκουμέντο της 3ης Συνδιάσκεψης.[x] Η εργατική τάξη και τα πολιτικά κόμματα και οργανώσεις που αναφέρονται σε αυτήν πρέπει να οικοδομήσουν το δικό τους ενιαίο μέτωπο με αιχμή την κατάργηση της βασικής επιλογής της αστικής τάξης, δηλαδή του Μνημονίου, και η πάλη για να επιτευχθεί οδηγεί (σήμερα) αντικειμενικά σε μια επαναστατική κρίση και την σοσιαλιστική επανάσταση.

Ιούλης 2014
Τάσος Στεργίου







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου