Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο;

Του Γκάρι Γιάνγκ

Την ίδια νύχτα του 2002 που κέρδισε τις προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας, ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα προειδοποίησε τους υποστηρικτές του: "Μέχρι εδώ ήταν εύκολα. Τα δύσκολα αρχίζουν τώρα". Δεν είχε άδικο. Ως επικεφαλής του αριστερού Εργατικού Κόμματος εξελέγη με βάση τις υποσχέσεις του για την καταπολέμηση της φτώχειας και την αναδιανομή του πλούτου......


Έναν χρόνο νωρίτερα, το κόμμα ειχε δώσει στη δημοσιότητα ένα κείμενο υπό τον τίτλο "Μια αλλη Βραζιλία είναι εφικτή" περιγράφοντας το βασικό του πρόγραμμα. Στην ενότητα "Η Αναγκαία Ρήξη" υποστήριζε: "Σχετικά με το εξωτερικό χρέος, που σήμερα είναι κυρίως ιδιωτικό, θα είναι απαραίτητο να καταγγείλουμε τη συμφωνία με το ΔΝΤ, έτσι ώστε να απελευθερώσουμε την οικονομική πολιτική από τους περιορισμούς που επιβάλλει στην ανάπτυξη και την υπεράσπιση των εμπορικών συμφερόντων της Βραζιλίας".

Στον δρόμο όμως για την τελετή ορκωμοσίας του Λούλα, το αόρατο χέρι της αγοράς έσκισε τις προεκλογικές υποσχέσεις και τράβηξε τ' αυτί της χώρας για την απερίσκεπτη δημοκρατική επιλογή της. Στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν από τις εκλογές μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων από τον νέο πρόεδρο, το νόμισμα της Βραζιλίας βούλιαξε κατά 30%, έξι δισεκατομμύρια δολάρια ζεστού χρήματος εγκατέλειψαν τη χώρα και ορισμένοι οίκοι αξιολόγησης χαρακτήρισαν τα βραζιλιάνικα κρατικά ομόλογα ως υψηλού κινδύνου.

"Είμαστε στην κυβέρνηση, αλλά όχι στην εξουσία" σχολίασε ένας στενός συνεργάτης του Λούλα, ο Φράι Μπέτο. "Η εξουσία σήμερα είναι παγκόσμια. Είναι η εξουσία των μεγάλων επιχειρήσεων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου". Η περιορισμένη ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να ακολουθήσουν οποιουσδήποτε στόχους που δεν έχουν πρώτα επικυρωθεί από το διεθνές κεφάλαιο και τους εκπροσώπους τους δεν είναι πια μόνο ο σταυρός που πρέπει να κουβαλάμε, είναι ο σταυρός πάνω στον οποίο μας έχουν καρφώσει. Το έθνος - κράτος αποτελεί ακόμη τη βασική δημοκρατική οντότητα. Με δεδομένη όμως την έκταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είναι φανερό ότι δεν έχει πια τη δυνατότητα να εκπληρώσει αυτόν τον στόχο.

"Από πολλές απόψεις, οι επιχειρήσεις είναι περισσότερο κεντρικοί παράγοντες από τα κράτη στις διεθνείς υποθέσεις" γράφει ο Μπέντζαμιν Μπάρμπερ. "Τις αποκαλούμε πολυεθνικές. αλλά θα ήταν ακριβέστερο αν μιλούσαμε για μετα-εθνικές, δι-εθνικές ή ακόμη και αντεθνικές. Γιατί απεχθάνονται την ιδέα των εθνών όπως και οτιδήποτε άλλο που τους θέτει περιορισμούς όσον αφορά τον χρόνο ή τον χώρο".
Δεν είναι μια νέα αντίφαση. Στην πραγματικότητα είναι ακριβώς επειδή όλα αυτά συνεχίζονται για περισσότερο από μια γενιά που ο πολιτικός κυνισμός εντείνεται. "Η κρίση επικεντρώνεται ακριβώς στο γεγονός ότι το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν μπορεί να γεννηθεί" υποστήριζε ο Ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι. "Στο ενδιάμεσο διάστημα εμφανίζονται διάφορα αρρωστημένα συμπτώματα".

Η πρόσφατη επιτυχία της Άκρας Δεξιάς στις ευρωεκλογές έδειξε την έκτασή τους. Εθνικιστικά και ανοιχτά ξενοφοβικά κόμματα εξασφάλισαν την πρωτιά σε τρεις χώρες -Δανία, Γαλλία και Βρετανία- και εξασφάλισαν περισσότερο από 10% σε άλλες πέντε. Οι νίκες αυτές μπορεί βέβαια να υπερεκτιμούνται. Στο σύνολο του εκλογικού σώματος, το Ukip συγκέντρωσε μόλις 9%, το Εθνικό Μέτωπο 10,6% και το δανέζικο Λαϊκό Κόμμα 15%. Δεν είναι όμως και μια δυναμική που θα πρέπει να υποτιμάται. Τα τελευταία 30 χρόνια, ο φασισμός -και οι 57 ποικιλίες των συνταξιδευτών του σε άρνηση- μετακινήθηκε από το περιθώριο στο κυρίως ρεύμα της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας.

Το πρόβλημα με την περιγραφή τέτοιων κομμάτων ως ρατσιστικών δεν είναι η ακρίβεια, αλλά η επάρκεια. Γιατί η απήχησή τους οφείλεται σε μια ευρύτερη γκάμα ανησυχιών για τον βαθμό στον οποίο η πολιτική και η οικονομία διαμορφώνονται από δυνάμεις που δεν λογοδοτούν σε κανέναν και ελέγχονται από ελάχιστους: μια μετακίνηση προς τον κοσμοπολιτισμό στον οποίο οι πολίτες, που κάποτε ένιωθαν ασφαλείς στις εθνικές τους ταυτότητες και στην οικονομική τους ευημερία, αποκλείονται από την πολιτεία.
Οι αντιδράσεις στις ανησυχίες αυτές είναι συχνά προβληματικές. Όμως οι ίδιες οι ανησυχίες είναι βάσιμες. Από τις διαμαρτυρίες του Σιάτλ πριν από μια δεκαετία μέχρι το κίνημα Occupy, η Αριστερά πασχίζει με την ίδια κρίση. Στις πρόσφατες εκλογές, κόμματα της Αριστεράς που προσανατολίζονται προς τον σοσιαλισμό και επικρίνουν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση εξασφάλισαν διψήφια ποσοστά, ανάμεσά τους και ο ΣΥΡΙΖΑ που εξασφάλισε την πρώτη θέση στην Ελλάδα. Ο ευρωσκεπτικισμός τους δεν οφείλεται σε κάποια απέχθεια για τους ξένους, αλλά στην επιθυμία για περισσότερη δημοκρατία στην Ε.Ε., καθώς και περισσότερη εθνική αυτονομία.

Ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά έχουν τη λύση για την κρίση. Τη στιγμή όμως που η Αριστερά επενδύει στην ελπίδα για την οικοδόμηση μιας περισσότερο ανοιχτής και ανεκτικής κοινωνίας, η Δεξιά υποχωρεί σε ένα παρελθόν αποκλεισμών. Χωρίς μια σοβαρή στρατηγική για την προστασία της δημοκρατίας, ανατρέχει στην υπεράσπιση της "κουλτούρας" που επανεφευρίσκεται ως "παράδοση", ανυψώνεται ως "κληρονομιά" και θεωρείται αναλλοίωτη. Έχοντας κατασκευάσει τον μύθο της καθαρότητας, στη συνέχεια βάζει στο στόχαστρο αυτούς που τη μολύνουν - μετανάστες, τσιγγάνους, μουσουλμάνους κ.ά.
Τα ασφάλιστρα κινδύνου CDS παραμένουν φευγαλέα έννοια, ενώ εκείνοι είναι αναγνωρίσιμοι και ευάλωτοι. Οι στόχοι της μισαλλοδοξίας αλλάζουν ανάλογα με το φόντο: οι Ρομά στην Ουγγαρία, οι Ρουμάνοι στη Βρετανία, οι ισπανόφωνοι στις ΗΠΑ και οι μουσουλμάνοι σε ολόκληρη τη Δύση. Όμως η ρητορική και η πραγματική φύση της κρίσης παραμείνουν απαράλλακτες. Οι πρωταγωνιστές περιγράφονται με βάση τις παραδοσιακές ταυτότητές τους, ωστόσο είναι η παγκόσμια οικονομία εκείνη που διαμορφώνει την αφήγηση.


Από τη βρετανική εφημερίδα "the guardian" via αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου