Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Γ. Λαουτάρης - Η προγραμματική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ

του Γ. Λαουτάρη*

Μια μείζων διαφορά υπήρχε μεταξύ των συνεδρίων της Αριστεράς καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και του 1ου ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, που ολοκληρώθηκε την Κυριακή 14 Ιουλίου. Η εγγύτητα του κόμματος στην κυβερνητική εξουσία έθεσε αυτομάτως σε δεύτερο πλάνο το ...
ίδιο το πρόγραμμα, τις ψηφισμένες θέσεις, την πολιτική αντιπαράθεση που προηγήθηκε και αντίθετα έφερε στο επίκεντρο τον επικεφαλής και την εδραίωσή του στο εσωκομματικό πεδίο, κατά τα πρότυπα των αστικών κυβερνητικών κομμάτων που πραγματοποιούν συνέδρια για το θεαθήναι.

Είναι αλήθεια ότι παρόλη τη σύντομη και αγχωμένη προσυνεδριακή διαδικασία, για την οποία ακούστηκαν πολλά αρνητικά σχόλια, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε ένα οργανωτικό τόλμημα, αποφασίζοντας μια σχεδόν πενθήμερη διαδικασία μαμούθ, στην οποία είχαν λόγο και ψήφο περίπου 3.500 αντιπρόσωποι. Από αυτούς μίλησαν οι 258, καθένας επί περίπου ένα πεντάλεπτο. Για την Κεντρική Επιτροπή των 200 μελών έθεσαν υποψηφιότητα 676. Όσο πραγματικό είναι όμως ότι η μαζική συμμετοχή έχει στοιχεία δημοκρατικότητας, άλλο τόσο ισχύει ότι σε ένα τόσο μεγάλο σώμα και σε μια τόσο χρονοβόρα διαδικασία δεν ακούγονται πραγματικά παρά τα πιο γνωστά στελέχη και φυσικά, η ηγεσία. Έτσι, αν γινόταν απομαγνητοφώνηση των ομιλιών του συνεδρίου, θα απαιτείτο οπωσδήποτε ένας πολύ ογκώδης τόμος. Ωστόσο, την ουσία της διαδικασίας την συμπύκνωσε σε δυο γραμμές ο Αλέξης Τσίπρας, στην αρχή της ομιλίας του το βράδυ του Σαββάτου: «Ξέρετε ποιο είναι το μήνυμα που έρχεται απ’ έξω, από όσα διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή στην κοινωνία, που αγωνία και μάχεται; Το μήνυμα είναι τελειώνετε γιατί χανόμαστε». Όπερ μεθερμηνευόμενον σημαίνει «καλές οι διαφωνίες, καλές οι πλατφόρμες, αλλά τώρα προέχει να γίνουμε ενιαίο κόμμα, με ψηφισμένο πρόεδρο για να διεκδικήσουμε με αξιώσεις την εξουσία».
 
Η πλευρά αυτή δεν ξέφυγε από την κριτική των ίδιων των αριστερών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ: Ο Δημήτρης Μπελαντής μίλησε για «ένα είδος μεταπαπανδρεϊσμού» για να χαρακτηρίσει την κυρίαρχη αντίληψη στο κόμμα που δαιμονοποιεί τη διαφωνία. Ο Αντώνης Νταβανέλλος της ΔΕΑ, υπογράμμισε σε δικό του άρθρο την «υποβάθμιση της πολιτικής συζήτησης πάνω στα κεντρικά στρατηγικά διλήμματα που θέτει η νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα του κεφαλαίου».
Το στοίχημα για τον Αλέξη Τσίπρα ήταν όμως να εκπέμψει ένα μήνυμα εσωκομματικής κατίσχυσης και εδραίωσης της ηγετικής του θέσης με αποδέκτες όχι τους αριστερούς πολίτες που θα μελετήσουν τις θέσεις, αλλά το ακροατήριο του παλιού δικομματισμού. Η εκλογή του στη θέση του προέδρου με ποσοστό 74% και ο έλεγχος της νέας Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ από στελέχη της επιρροής του με ποσοστό 70,46% δείχνουν ότι το στοίχημα κερδήθηκε, παρόλο που η επικράτησή του δεν ήταν καθόλου ανέφελη, όπως περίμενε.
Oι απόψεις που καταδικάστηκαν διά ψηφοφορίας έχουν να πουν πολλά περισσότερα από τις ίδιες τις ψηφισμένες θέσεις
Την ιστορία την γράφουν συνήθως οι νικητές και το ίδιο ισχύει και για τα κομματικά ντοκουμέντα.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ πάντως και του ιδρυτικού του συνεδρίου, οι απόψεις που καταδικάστηκαν διά ψηφοφορίας έχουν να πουν πολλά περισσότερα από τις ίδιες τις ψηφισμένες θέσεις. Κι αυτό γιατί η Πολιτική Απόφαση δεν έχει αιχμές, αντιθέτως τα σημεία της είναι χαρακτηριστικά για την ασάφεια και τη γενικολογία τους, ενώ σε κάποια κρίσιμα θέματα σημειώνεται …σιωπή.
 
Χαρακτηριστικότερη παράλειψη της Πολιτικής Απόφασης του συνεδρίου είναι η τακτική συμμαχιών που προτίθεται να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά και ειδικά στην περίπτωση που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναδειχθεί κατά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στην πρώτη θέση χωρίς αυτοδυναμία. Υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες η προοπτική αυτή δεν είναι θεωρητικής μόνο φύσης, παρά συζητείται ευρύτατα εδώ και μήνες και αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής και όχι μόνο αντιπαράθεσης, λόγω του σημερινού πολιτικού σκηνικού που υποδεικνύει ως μόνους υποψήφιους συμμάχους του ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα του Πάνου Καμμένου και τη μνημονιακή ΔΗΜΑΡ. Πόσω μάλλον, που η Αριστερή Πλατφόρμα έθεσε με τροπολογία της στο συνέδριο προς ψήφιση τις εξής αιχμές: «Συνεργασία και συμπόρευση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μαζί με δυνάμεις της ριζοσπαστικής οικολογίας». Στην πρόταση αυτή ξεκαθαριζόταν επίσης η άρνηση συνεργασίας με τους Ανεξάρτητους Έλληνες: «Τέτοιου είδους ευρύτερες συνεργασίες δεν αφορούν δυνάμεις κεντροδεξιού προσανατολισμού … ανεξάρτητα από την αντιμνημονιακή ρητορική τους». Επίσης, η τροπολογία είχε και …ρήτρα ΔΗΜΑΡ: «Με την πολιτική που εκπέμπει η ηγεσία της δεν υπάρχουν περιθώρια πολιτικής συνεργασίας», ανέφερε η αριστερή αντιπολίτευση. Το γεγονός ότι απορρίφθηκαν από το σώμα οι θέσεις αυτές και στη θέση τους δεν υπάρχει διατυπωμένη κάποια σαφής μετωπική πολιτική, δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά ως εξουσιοδότηση στην ηγεσία να χειριστεί εν λευκώ και κατά το δοκούν το ζήτημα, όταν προκύψει. Η μόνη «δέσμευση» του συνεδρίου είναι να επιμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ «στην πρότασή του για συνεργασία με τις δυνάμεις της Αριστεράς», με τη σαφή όμως διευκρίνιση ότι «δεν μπορούμε να περιμένουμε έως ότου οι ηγεσίες της Αριστεράς κατανοήσουν την ανάγκη ενότητας και κοινής δράσης», ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι η επιδιωκόμενη ενότητα έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη «στήριξη της κυβέρνησης της Αριστεράς».
 
Για το δημόσιο χρέος και το ευρώ
Αρκετά από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και σχολιαστές υποστήριζαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει εξετάσεις στο συνέδριό του, ειδικά ως προς τα θέματα του χρέους και της ευρωπαϊκής προοπτικής, όπου καταγράφηκε και η συστηματικότερη αριστερή διαφωνία. Και πράγματι, ο σκόπελος αποφεύχθηκε. Στη σχετική τροπολογία που απορρίφθηκε, η Αριστερή Πλατφόρμα υπογράμμιζε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει αυτό το χρέος σαν χρέος του ελληνικού λαού». Και παρακάτω: «Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα προχωρήσει άμεσα στη διακοπή αποπληρωμής του χρέους (τόκων και χρεολυσίων) και στη διαγραφή του». Αντιθέτως, η θέσεις που υιοθετήθηκαν έχουν ως εξής: «Επαναδιαπραγματευόμαστε τις δανειακές συμβάσεις και ακυρώνουμε τους επαχθείς όρους τους, θέτοντας ως πρώτο θέμα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πραγματοποιώντας λογιστικό έλεγχο». Με άλλα λόγια το συνέδριο υποβίβασε ένα κεντρικό αίτημα σε διαπραγματευτικό επιχείρημα. Αντί της καθαρής απειλής μονομερών ενεργειών στο μόνο πεδίο που έχει ο δανειζόμενος ισχύ, αυτό της εξυπηρέτησης του χρέους, οι τελικές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ επιλέγουν διατυπώσεις με χαρακτηριστική αοριστία: «Απόλυτη προτεραιότητα για εμάς είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής … και όχι η υποταγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν», χωρίς να διευκρινίζεται ποιες είναι αυτές. Και παρακάτω, η επιλογή του κειμένου να μιλήσει συγκαλυμμένα είναι χτυπητή: «Θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα διαθέσιμα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε», χωρίς να τα απαριθμεί. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι η ψηφοφορία αυτή ήταν και η πλέον αμφίρροπη, με εκτιμήσεις της Αριστερής Πλατφόρμας να ανεβάζουν το ποσοστό αποδοχής των τροπολογιών της στο 40%.
 
«Όχι» όμως είπε και το πολυπληθές σώμα των συνέδρων του ΣΥΡΙΖΑ και σε σχετική προσθήκη με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Για ένα όχι μέχρι το τέλος στους εκβιασμούς». Σε αυτήν διατυπωνόταν ρητά ότι «ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη … σε καμία περίπτωση δεν συνιστά καταστροφή ή εθνική απομόνωση», αντιθέτως χαρακτηριζόταν «βιώσιμη και θετική πρόταση διεξόδου με ελπιδοφόρο ορίζοντα», στο βαθμό βέβαια που εντασσόταν «σε ένα προοδευτικό σχέδιο ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα». Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει τι απορρίπτει, δεν είναι απολύτως σαφές τι υιοθετεί, αφού και σε αυτό το πεδίο, οι προγραμματικές θέσεις είναι αρκετά ασαφείς. Ενώ υπάρχει η διαπίστωση ότι «το ευρώ αντιμετωπίζεται κυρίως ως όχημα της γερμανικής πολιτικής» και αναγνωρίζεται ότι «το μέλλον της ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της ενωμένης Ευρώπης καθίσταται διαρκώς περισσότερο επισφαλές», δεν διατυπώνεται με σαφήνεια μια κατεύθυνση για τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και κυρίως, της νομισματικής πολιτικής. Αφήνεται να εννοηθεί ότι διατηρώντας το διεθνές και ειδικά το ευρωπαϊκό πλαίσιο ανέπαφο, μπορεί μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί αυτοτελώς στο εσωτερικό της χώρας τις επιπτώσεις της κρίσης. Παράλληλα, εγκαταλείφθηκε στην Πολιτική Απόφαση η πολύ πρόσφατη θέση της ηγεσίας του κόμματος για «μέτωπο των χωρών του Νότου» σε επίπεδο κινημάτων ή κυβερνήσεων.

Για τις ιδιωτικοποιήσεις
Διαπάλη για τις διατυπώσεις σημειώθηκε και για τις τροπολογίες που αφορούσαν τις ιδιωτικοποιήσεις. Η Αριστερή Πλατφόρμα πρότεινε, αλλά το συνέδριο δεν υιοθέτησε, τις παρακάτω προσθήκες: «Εθνικοποίηση υπό εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας», θέση που εξειδικευόταν σε «πλήρη δημόσια ιδιοκτησία, δημόσια διαχείριση, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο», μιλώντας για το χρηματοπιστωτικό τομέα, τον τομέα της ενέργειας, τα μέσα μαζικής μεταφοράς,τα λιμάνια, τα αεροδρόμια και τους αυτοκινητοδρόμους, τα ΕΛΤΑ και την αμυντική βιομηχανία, αλλά και τα ναυπηγεία και τις επιχειρήσεις ορυκτού πλούτου. Οι θέσεις που προτίμησε να υιοθετήσει το σώμα κινούνται σε διαφορετικό πλαίσιο, αφού αποφεύγεται ο όρος «εθνικοποίηση» και «εργατικός έλεγχος». Για το τραπεζικό σύστημα αναφέρεται πως θα τεθεί «υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του Δημοσίου» ενώ για τις υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις γίνεται λόγος για ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων, την ίδια στιγμή που εξαγγέλλεται η επαναφορά του καθεστώτος όπως ίσχυε μέχρι σήμερα: «Επαναφέρουμε υπό δημόσιο έλεγχο και ταυτόχρονα ανασυγκροτούμε πλήρως τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας που έχουν ιδιωτικοποιηθεί», αναφέρει η Πολιτική Απόφαση, κάνοντας απλώς λόγο για «Δημόσιο νέου τύπου».
 
Για το β’ κύμα ριζοσπαστικοποίησης
Εύγλωττη όμως είναι και η τελευταία προσθήκη που έθεσε στο συνέδριο η Αριστερή Πλατφόρμα για να απορριφθεί, όπως και οι προηγούμενες. Σε αυτήν ζητείτο η «εμβάθυνση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του κόμματος, αναβάθμιση των κινηματικών και μαχητικών του χαρακτηριστικών», ενώ διατυπωνόταν η κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ «να επιδείξει αξιοπιστία στο ριζοσπαστισμό του και την ανατρεπτική του κατεύθυνση». Φαίνεται όμως ότι εκείνο που κυριάρχησε ήταν μια διαφορετική φυσιογνωμία για το ΣΥΡΙΖΑ, κλειστή πλέον για το ριζοσπαστισμό της πρώτης του περιόδου. «Αυτό το αγωνιστικό κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται προς όλους, προς όλους, προς όλους», τόνισε μετ’ επιτάσεως ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα του συνεδρίου για να κάνει ένα διπλό κάλεσμα: «Στο δημοκρατικό κόσμο που στήριξε της ελπίδες και τις προσδοκίες στο ΠΑΣΟΚ και έδωσε μάχες για την αλλαγή» αλλά και «προς τους συντηρητικούς πολίτες».
 
Ο Στάθης Κουβελάκης με άρθρο αποτίμησης που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα iskra.gr μίλησε για «ενίσχυση των δεξιόστροφων, διαχειριστικών απόψεων που καλλιεργούνται στον ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα ενός κοντόθωρου και στην ουσία επιπόλαιου ρεαλισμού». Ο Αντώνης Νταβανέλλος επίσης, με δικό του κείμενο στο rproject.gr στηλίτευσε τη λογική που υποστηρίζει ότι «προηγείται η σωτηρία της χώρας και κατά συνέπεια η αριστερή πολιτική, οι προγραμματικοί στόχοι και τα μέτρα σοσιαλιστικής κατεύθυνσης θα πρέπει να απωθηθούν στο μέλλον». Πιο αιχμηρός, ο Δημήτρης Μπελαντής έκανε λόγο για «συνέδριο στρατηγικής παλινδρόμησης». Είναι βέβαια θέμα πολιτικής εκτίμησης το πόσο και αν κλείνει ο δρόμος για μια νέα ριζοσπαστική στροφή του κόμματος. Με ανακοίνωσή της στο τέλος του συνεδρίου, η Αριστερή Πλατφόρμα εντόπισε «μεγάλη και ανοδική απήχηση» για τις εναλλακτικές της θέσεις, ενώ ο Δημήτρης Στρατούλης, όπως λέει σήμερα στο Πριν (βλ. σελ. 15) «αισιοδοξώ και αγωνίζομαι με άλλους συντρόφους μου αυτή η άποψη να γίνει γρήγορα πλειοψηφική στο ΣΥΡΙΖΑ». Η πραγματικότητα είναι ότι παρά την ισχυρή καταγραφή της αριστερής διαφωνίας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «κλείδωσε» με τον πιο επίσημο τρόπο πολιτικές θέσεις προς τον αντίθετο του ριζοσπαστισμού προσανατολισμό, την πιο κρίσιμη περίοδο για τη δοκιμασία των απόψεων αυτών στην πράξη.

Οργανωτικός φιλελευθερισμός με αποκλεισμούς
1069393_623754074309545_597614572_nΤο μεγαλύτερο μέρος του συνεδρίου, των συζητήσεων και των διαξιφισμών αφορούσε τα οργανωτικά ζητήματα του νέου, ενιαίου φορέα, που συμβολικά τροποποίησε εκ νέου το όνομά του σε σκέτο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια ότι τα αποτελέσματα υπήρξαν θετικά και για τις δύο κύριες πλευρές που είδαν τις δυνάμεις τους να αυξάνονται. Ο Αλέξης Τσίπρας εδραίωσε την κυριαρχία του μέσω της μεγάλης πλειοψηφίας που πήρε ως πρόεδρος από το σώμα των συνέδρων. Το 74,08% και οι 2.477 ψήφοι είναι ασφαλώς μια μεγάλη νίκη, ωστόσο υπολείπεται από το στόχο που είχε θέσει εκ των προτέρων η ηγετική ομάδα, ο οποίος σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ανέβαζε τον πήχη σε ποσοστά άνω του 80%. Στο αποτέλεσμα αυτό έπαιξε ρόλο η επιλογή των συνέδρων της Αριστερής Πλατφόρμας να ρίξουν στην κάλπη λευκά ψηφοδέλτια, τα οποία ανήλθαν σε 688, ποσοστό δηλαδή 20,57%.
 
Η αντιπαράθεση που προηγήθηκε αφορούσε τον τρόπο εκλογής του προέδρου του κόμματος, αν δηλαδή θα ψηφιζόταν από το ίδιο το συνέδριο, όπως και έγινε, ή αν θα ψηφιζόταν από την Κεντρική Επιτροπή. Η πλευρά Τσίπρα υποστήριξε ότι βάσει των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών, απαιτείτο ισχυρή εντολή και νομιμοποίηση για το νέο πρόεδρο, την ίδια στιγμή που η Αριστερή Πλατφόρμα είδε στην επιλογή αυτή μια επιχείρηση υποβιβασμού του ρόλου της Κεντρικής Επιτροπής με παράλληλη αυτονόμηση του προέδρου. Τελικώς, εγκρίθηκε η απόφαση εκλογής του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από το συνέδριο καθώς επίσης και η καταστατική ρύθμιση ο τρόπος εκλογής του προέδρου σε κάθε συνέδριο να αποφασίζεται από το σώμα. Στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας υποστήριξαν κατόπιν ότι αυτή ήταν μια λάθος επιλογή του Αλέξη Τσίπρα, καθώς ενδεχόμενη εκλογή του από την Κεντρική Επιτροπή θα εξασφαλιζόταν μάλλον ομόφωνα και χωρίς αντιπαραθετικές υποψηφιότητες, όπως αυτές της Σίσσυς Βωβού που έλαβε 157 ψήφους και ποσοστό 4,69% και του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, που έλαβε 22 ψήφους και ποσοστό 0,66%.
 
Στη μάχη της Κεντρικής Επιτροπής θέση της ηγεσίας ήταν να καταργηθεί το σύστημα της λίστας και συνακόλουθα η αναλογική εκπροσώπηση των τάσεων στο κεντρικό όργανο. Η άποψη αυτή δεν συνάντησε τη συναίνεση των υπόλοιπων πλευρών, με αποτέλεσμα να κατέλθουν 6 ψηφοδέλτια. Την πρώτη θέση κατέλαβε το Ενιαίο Ψηφοδέλτιο που συνένωσε τις τάσεις (Αριστερή Ενότητα, Πλατφόρμα 2010 και τις συνιστώσες ΚΟΕ, ΑΚΟΑ κ.λπ.) που στηρίζουν τον Αλέξη Τσίπρα, με 67,61%, δεύτερη ήρθε η Αριστερή Πλατφόρμα (από το πρώην Αριστερό Ρεύμα του Συνασπισμού και τις συνιστώσες ΔΕΑ, Κόκκινο, ΑΠΟ) με 30,15% και ακολούθησαν με πολύ μικρότερα ποσοστά (1% και κάτω) τα ψηφοδέλτια Ανένταχτοι εντός ΣΥΡΙΖΑ, Κομμουνιστική Τάση, Παρέμβαση των μελών και Παρέμβαση για την ενότητα.
 
Από τα μελανά σημεία της διαδικασίας, που δείχνει και τη σφοδρή διαπάλη των μηχανισμών που διεξήχθη στο κλειστό γήπεδο του Φαλήρου, το γεγονός ότι στη νέα Κεντρική Επιτροπή δεν υπάρχει κανένα μέλος που να εκπροσωπεί τα στελέχη που προέρχονται από τη σοσιαλιστική Αριστερά. Οι μεν Σοφία Σακοράφα και Παναγιώτης Κουρουμπλής επέλεξαν για δικούς τους λόγους να μη θέσουν καν υποψηφιότητα για το όργανο, υπήρξαν όμως και στελέχη που δεν «επιβίωσαν» πολιτικά από το διχασμό των δύο βασικών τάσεων. Έτσι απέκτησε ένα πιο ρεαλιστικό πέρα από συμβολικό χρώμα, η αποπομπή της προσθήκης «Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο» από τον τίτλο του κόμματος, που στις προηγούμενες εκλογές επιλέχθηκε για να σηματοδοτήσει ακριβώς αυτή τη συμμαχία με δυνάμεις που αποδεσμεύτηκαν από το ΠΑΣΟΚ, μετά την ψήφιση του Μνημονίου. Την τακτική τους να συγκρουστούν με την κορυφή «πλήρωσαν» όμως και οι Ενεργοί Πολίτες του Μανώλη Γλέζου, τα μέλη των οποίων δεν είδαν τα ονόματά τους στη λίστα των εκλεγμένων μελών της Κεντρικής Επιτροπής.
 
Η αναμενόμενη ως «μάχη των μαχών» για την επιβίωση ή μη των συνιστωσών έληξε, μετά και από την καθοριστική παρέμβαση του Μανώλη Γλέζου, με συμβιβασμό της πλευράς Τσίπρα. Σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το συνέδριο, όσες συνιστώσες δεν έλαβαν απόφαση αυτοδιάλυσης, «δεσμεύονται να παύσουν την ξεχωριστή δημόσια δράση ώστε να δοθεί έμφαση στην ενιαία δράση, στις κοινές εμφανίσεις χωρίς ξεχωριστή παρουσία, στη βάση των καταστατικών αρχών και των συλλογικών αποφάσεων του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ», όπως υπογραμμίζεται στην προσθήκη του καταστατικού που ψηφίστηκε. Παράλληλα, μετά από σοβαρή διαπάλη, αφαιρέθηκε και ο χρονικός προσδιορισμός της αυτοδιάλυσης: «Είναι λογικό να δοθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα ώστε να υπάρξουν οι αναγκαίες αποφάσεις από τις συνιστώσες», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση. Ήδη όμως, τα όποια ευεργετήματα απολάμβαναν με το καθεστώς της συνιστώσας, τα απώλεσαν οι οργανώσεις της Αριστεράς, αφού καταργήθηκε η δυνατότητα βέτο σε αποφάσεις, όπως ίσχυε στην παλιά «γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ», ενώ δύσκολα πια θα αποφασιστεί πολιτικά πριμοδότηση στελεχών σε εκλογές για την αναλογική εκπροσώπηση των απόψεων στο Κοινοβούλιο, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, πρακτική που είχε εκτός των άλλων και οικονομικό αντίκτυπο.
 
(Δημοσιεύτηκε στο Πριν, 21/7/2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου