του
Χόρχε Αλταμίρα
Πραξικόπημα ΔΝΤ και αστικής τάξης
αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα: Nα ανακληθεί, μέσω της άμεσης δράσης, η εντολή μιας εκλεγμένης κυβέρνησης. Η προσπάθεια «προστασίας» των μεσαίων τάξεων μέσα από την κατάσταση πολιορκίας απαντήθηκε από μια τεράστια λαϊκή εξέγερση. Μεταξύ του «κίνδυνου» από τα κάτω και τις κατασχέσεις από τους «πάνω» , η μεσαία τάξη επέλεξε το δικό της στρατόπεδο.
Μέσα από αυτό, η άμεση παραίτηση της κυβέρνησης έγινε δυνατή με τη νομική συνέχεια του κράτους να διασφαλίζεται από μια κυβέρνηση που διορίζεται από το Κογκρέσο. Μια δεκαετία αργότερα, αυτό το δικαίωμα ανάκλησης παραμένει ζωντανό στη λαϊκή συνείδηση, ακόμα και τη συνείδηση του πολιτικού καθεστώτος.
Οδοφράγματα, διαδηλώσεις χωρίς άδεια, οι καταλήψεις επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και κολεγίων, είναι καθημερινά φαινόμενα. Η δέκατη επέτειος έφερε σε επαφή περίπου τριάντα χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς την παρουσία επισήμων ή της αντιπολίτευσης.
Η χρεωκοπία της Αργεντινής πριν από μια δεκαετία, αποτελεί τυπική περίπτωση αυτής της «καθαρής» διάλυσης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: Προς την κατεύθυνση αυτή συγκλίνει και η τρέχουσα παγκόσμια κρίση. Ήταν μια Λίμαν Μπράδερς «avant la lettre». Η υποτίμηση του πέσο ήταν μια έκφραση της οικονομικής κατάρρευσης, όχι μια «έξοδος» από την κρίση που προέκυψε από άλλες συνθήκες. Παρήγαγε συνολικά την πτώχευση του τραπεζικού συστήματος, την κάθετη πτώση της παραγωγής, την εικονική εξαφάνιση του νομίσματος και μαζική ανεργία (60% μεταξύ των ανέργων και υποαπασχολούμενων). Η οικονομική κατάρρευση της πολιτείας ανάγκασε καθένα από τα ομόσπονδα κράτη να εκδώσει το δικό του νόμισμα – δεκατέσσερα διαφορετικά νομίσματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις προέκυψαν ακόμη και περιστατικά αντιπραγματισμού. Η ενότητα της κρατικής πολιτικής ήταν η τελευταία λύση για την επιβίωση του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα η χρεωκοπία, η υποτίμηση του πέσο και η πτώση της κυβέρνησης απέκρυψαν ένα πραξικόπημα από το ΔΝΤ και την αστική τάξη στην Αργεντινή.
Hπρώτη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια του 2001, κατέληξε σε μια διαρροή κεφαλαίων ύψους περίπου 50 δισ. δολάριων, το οποίο λίγο απείχε από την χρεωκοπία. Η απάντηση της εθνικής αστικής τάξης ήταν η υποτίμηση του πέσο για την ανάπτυξη εμπορικών πλεονεκτημάτων. Η οικονομική απόσβεση (η αξία του ΑΕΠ μειώθηκε από 300 δισεκατομμύρια σε λιγότερο από 100 δισεκατομμύρια δολάρια), εμφανίστηκε ως όρος για την οικονομική ανάκαμψη ήδη από τα μέσα του 2002, αλλά μόνο επειδή η κρίση περιορίστηκε στα εθνικά σύνορα και σε συνδυασμό με την τεράστια έκρηξη της Κίνας στην παγκόσμια αγορά τροφίμων και μέταλλων έγινε δυνατή. Το ίδιο συνέβη και με όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής των οποίων τα νομίσματα ήταν υπερτιμημένα κατά τη διάρκεια όλης της δεκαετίας του ’90. Ως μέρος μιας παγκόσμιας κρίσης, όπως συμβαίνει σήμερα, κάτι παρόμοιο θα ήταν αδύνατο να επιτευχτεί.
Οι επίσημες πηγές ανέφεραν ότι έτσι διασφαλίστηκε η λύση του προβλήματος του 75% του εξωτερικού χρέους. Έκαναν όμως λάθος. Η αναχρηματοδότηση επηρέασε κατά κύριο λόγο μόνο το μισό του χρέους – μόνο εκείνο δηλαδή που είχε συναφθεί με ιδιώτες πιστωτές. Δεύτερον, η αναχρηματοδότηση του χρέους ήταν φουσκωμένη από τη συσσώρευση των μη καταβληθέντων τόκων από τις διασώσεις του 2001. Τρίτον, περιλαμβάνει την αναχρηματοδότηση του ομολόγου του Κίρχνερ που έχει προσδιοριστεί με βάση την αύξηση του ΑΕΠ, το οποίο έχει δώσει εξαιρετικές επιδόσεις τα τελευταία δέκα χρόνια. Το δημόσιο χρέος του 2011, υπερβαίνει τα 25 δισεκατομμύρια δολάρια για την εποχή προ της κρίσης. Για να πληρώσει την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, η κυβέρνηση προχώρησε σε κατάσχεση κεφαλαίων από το κρατικό συνταξιοδοτικό ταμείο, την υγειονομική περίθαλψη για τους συνταξιούχους, την Κεντρική Τράπεζα και άλλες κρατικές πηγές. Το εξωτερικό χρέος μετατρέπεται, κατά σχεδόν 60%, σε εγχώριο δημόσιο χρέος, το οποίο θα μεταφέρεται επ’ αόριστον, πράγμα που ισοδυναμεί με τη δήμευση των συντάξεων. Τώρα που η πολιτική δήμευσης έχει εξαντλήσει τα περιθώριά της, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια δραματική αύξηση (300%) σε φόρους και ΦΠΑ, η οποία συνοδεύεται από την ανακοίνωση για πάγωμα των μισθών, σε σύγκριση με τον ετήσιο πληθωρισμό του 30%. Αυτό δείχνει ότι η Αργεντινή εξακολουθεί να είναι υπό καθεστώς χρεωκοπίας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σύντομα μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη χειρότερη πολιτική κρίση από το 2003 ερχόμενη σε ρήξη με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και πολλούς επαρχιακούς κυβερνήτες.
Η πτώχευση του 2001 δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα σε διαρθρωτικούς όρους. Το Κογκρέσο δεν έχει ανανεώσει το νόμο έκτακτης οικονομικής ανάγκης εδώ και μια δεκαετία, ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος έχει περιοριστεί σε αυτόν του παρατηρητή, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας είναι στο 30%-35%. Ακόμη ο μέσος μισθός είναι 3.200 πέσος (520 ευρώ), μόλις το ήμισυ του κόστους ενός οικογενειακού προϋπολογισμού ενώ οι επιδοτήσεις κοινής ωφέλειας μαζί με άλλες επιδοτήσεις και φορολογικές απαλλαγές συνεχίζουν να καταναλώνουν το 40% του προϋπολογισμού. Δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος και το εξωτερικό χρέος εξακολουθούν να είναι πανάκριβα, γίνονται επίμονες προσπάθειες για την επανάληψη του διεθνούς δανεισμού. Η αύξηση των φόρων και των τιμολογίων σε συνδυασμό με τη σχετική μείωση των μισθών έχει οδηγήσει σε σύγκρουση με τα εργατικά συνδικάτα. Η πολιτική χρεωκοπία που έχει ξεσπάσει στο κυβερνών κόμμα λίγες μέρες μετά από την εκλογή του, έχει αρχίσει να ενισχύει μια βοναπαρτιστική τάση μέσα στο ίδιο το πολιτικό καθεστώς. Φτάνουμε δηλαδή το στάδιο πριν από την τελική κρίση.
Κανένα έθνος δεν μπορεί να αναδυθεί από την πτώχευση, χωρίς να αγνοήσει το εξωτερικό του χρέος, δηλαδή χωρίς να σπάσει όλες τις πολιτικές (εθνικές και διεθνείς) που το υποστηρίζουν. Η αποκήρυξη των δανειακών κεφαλαίων της Ευρώπης και η ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση ανέπτυξαν μια επαναστατική πραγματικότητα που δεν περιορίζεται σε μία μόνο χώρα. Στο σύνολό της, η πτώχευση της ΕΕ αυξάνει την πιθανότητα κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες και τη Σοσιαλιστική Ενότητα της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Η επιστροφή στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων δεν είναι μόνο αδιανόητη, αλλά θα οδηγήσει σε ενίσχυση της καταπίεσης των «περιφερειακών» χωρών από τον ιμπεριαλισμό και μπορεί να προκαλέσει ακόμη και ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο. Εμείς προτείνουμε τη Σοσιαλιστική Ενότητα της Λατινικής Αμερικής, συμπεριλαμβανομένου και του Πόρτο Ρίκο.
Η πτώχευση του 2001 προσέφερε μια νέα ευκαιρία για την ανάπτυξη του αστικού εθνικισμού, χάρη και στην εκδημοκρατισμένη αριστερή ουρά της (υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο εξακολουθεί και σήμερα να είναι στο εσωτερικό της κυβέρνησης) και τα πλήρως ενσωματωμένα μέχρι τότε συνδικάτα. Η αποτυχία αυτής της πολιτικής είναι αναμφισβήτητη, επειδή όχι μόνο δεν έχει αλλάξει, αλλά αντιθέτως έχει αυξήσει την εξάρτηση από το διεθνές κεφάλαιο. Η παρέμβαση του Εργατικού Κόμματος στο Αργεντινάζο (με το σύνθημα «να φύγουν όλοι» και «σύγκλιση συντακτικής συνέλευσης από την κυβέρνηση των εργατών») έβαλε τις βάσεις για την περαιτέρω πολιτική ανάπτυξη χωρίς προηγούμενο, που εκδηλώθηκε πρώτα στην οργάνωση της κίνησης των άνεργων και στη συνέχεια την κατάκτηση πολλών θέσεων εκπροσώπησης στα εργοστάσια και θέσεις σύμβουλων σε σχολεία, πανεπιστήμια και κολέγια. Στις πρόσφατες εκλογές το Αριστερό Μέτωπο κέρδισε τις περισσότερες ψήφους από ποτέ σε αυτό το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, με ένα επαναστατικό πρόγραμμα (άρνηση εξόφλησης χρέους, απαλλοτρίωση των τραπεζών, εθνικοποίηση χωρίς την καταβολή των βασικών αποζημιώσεων, έλεγχο της παράγωγης από τους εργαζόμενους, μια κυβέρνηση εργαζομένων). Σε πολλές πόλεις έφθασε το 6% των ψήφων, και μερικές (Σάλτα, Καπιτάν Μπερμούδεζ), 14%-18%. Αναπτύσσουμε εδώ μια επαναστατική πολιτική προοπτική, σε απάντηση μιας ασταμάτητης παγκόσμιας κυβερνητικής κρίσης.
Η Αργεντινάζο ήταν μια «πρόβα τζενεράλε».
εφημερίδα ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου