του Σίμου Ανδρονίδη* |
«Καθένας
έχει μια νίκη μέσα του και μιαν ήττα ενδοξότερη από τη νίκη έχεις μια νίκη
μέσασου- να το ξέρες και μιαν ήττα
ενδοξότερη από τη νίκη (Ηλίας Τσέχος, ‘20ος αιώνας’, Ποιητική
συλλογή, ‘Τα πάθη που φοράς’).
Οι έννοιες της εύρεσης, της σταθεροποίησης και της
ρύθμισης του ‘χώρου’ αποτελούν εκείνες τις ορίζουσες που ανατροφοδοτούν την
νεοναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτό το πλαίσιο, η Χρυσή Αυγή
«εδαφικοποίησε» τη δράση και την παρουσία, κάτι που διαμόρφωσε τους όρους και
τις .....
προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση μίας έντονα βιωμένης
‘υλικότητας’ βίας. Ο ‘χώρος’ ως έννοια και
ως κοινωνική αναπαράσταση προσέλαβε και
τις εκφάνσεις μίας νεοναζιστικής αναδιαμόρφωσης: η τροπικότητα αφήγησης
του νεοναζιστικού μορφώματος (έντονος ρατσισμός, ξενοφοβία, σήμανση του τύπου
‘έξω οι ξένοι’), οριοθέτησε την ίδια την
‘τροπικότητα’ της βίαιης δράσης.
Με αυτόν τον τρόπο, έλαβε χώρα ακριβώς η συγκρότηση
μίας ‘τροπικότητας’ δράσης η οποία, διαμέσου των περιώνυμων ταγμάτων
εφόδου, ενσωματώθηκε στο πεδίο του
ρέοντος ‘χώρου’, εκεί όπου διαμορφώνονται οι ταυτοτικές προσλαμβάνουσες,
προσλήψεις και αναπαραστάσεις των κοινωνικών υποκειμένων. Σε συνοικίες πέριξ
του κέντρου των Αθηνών, η Χρυσή Αυγή, θα λέγαμε πως μετασχηματίστηκε σε βίαιη
ολότητα χρησιμοποιώντας ως ελκτική δύναμη, ως δεδομένο ιδεολογικό πλέγμα
την αφήγηση του ‘βέβηλου’ που «επιμολύνει» το ‘ιερό’, και την δοσμένη
‘ιερότητα’ του εδαφικού-κοινωνικού ‘χώρου’.
Πραγματικά, ο «καθαρά» ρατσιστικός λόγος της
νεοναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή εξετράπη στην ατραπό της βέβηλης στάσης και
πτυχής, εκεί όπου ενυπάρχει η λογική της συγκρότησης ενός ταυτοτικού δίπολου:
έτσι, από τη μία πλευρά, ενυπάρχουν οι βέβηλοι και «μιαροί» διαφορετικοί, αυτοί
που «επιμολύνουν» ότι ακριβώς θεωρείται «ιερά» εθνικό, «ιερά» εθνικό ως ‘χώρος’
και ως υποκείμενο. Το συγκριμένο ταυτοτικό δίπολο «βέβηλος-ιερός» ως ιδεολογικό
πλαίσιο στο βαθμό που επιδιώκει να κανοναρχήσει και να ρυθμίσει την κοινωνική
«κυκλοφορία» του ‘χώρου’ αποτελεί την εναντιωτική προς το διαφορετικό ελκτική
δύναμη απεύθυνσης της Χρυσής Αυγής προς συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και
μερίδες τάξεων.
«Ριγμένη» στον τοπικό ‘χώρο’ ως κρίκος
«εκκαθάρισης» του από τους βέβηλους «μιαρούς»,
η Χρυσή Αυγή συστηματοποιεί τη διάσταση του εσωτερικού και εξουσιαστικού
εχθρού, έχοντας ως στόχο-πρόταγμα τη διαμόρφωση μίας δομής κυριαρχικότητας στον δοσμένο υλικά ‘χώρο’. Η βία, εκφεύγοντας
από τις σημάνσεις του λεκτικού-σωματικού, προσέλαβε και τα χαρακτηριστικά της
απεύθυνσης ως πολιτικής πράξης σε κοινωνικές τάξεις: άλλοτε ως πρόταγμα και
διακύβευμα «κάθαρσης» του ‘χώρου’ από την «βέβηλη» παρουσία και τις «βέβηλες»
πράξεις των «ακάθαρτων» που «ευθύνονται» για την «έλευση» της οικονομικής
κρίσης και κλέβουν τις δουλειές, το ψωμί και τον ιδρώτα των τίμιων και
προπάντων «καθαρών» Ελλήνων» εργαζομένων και καταστηματαρχών (απεύθυνση στην
παραδοσιακή μικροαστική τάξη της πόλης και στο εργατικό μπλοκ), άλλοτε ως
ιεραρχημένη, κανονικοποιημένη και τυποποιημένη μορφή απεύθυνσης στο άρχον
αστικό συγκρότημα εξουσίας, διαμέσου της επιδίωξης «πάταξης» όλων όσοι
αμφισβητούν το τρέχον κεφαλαιοκρατικό υπόδειγμα συσσώρευσης. Η βία ως εγγενές
ιεροποιημένο «σύμβολο», ως τοτέμ, αποτέλεσε τον κρίκο δράσης στο δρόμο για την
ανασημασιοδότηση του ‘χώρου’ ως νεοναζιστικού, ήτοι για την ίδια τη συγκρότηση
της πόλης της Χρυσής Αυγής. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ‘χώρος’, η γη, προσλαμβάνουν
τα χαρακτηριστικά του μύθου στη συγκρότηση του νεοναζιστικού μορφώματος.
Το σύνθημα ‘αναρχικοί και μπολσεβίκοι, αυτή η γη
δεν σας ανήκει’ αποτελεί το φανερό «λάβαρο» της οργάνωσης, «μορφή» μίας εθνικής
συμπερίληψης και αναπαράστασης του βιωμένου και κατεστημένου «είναι». Η γη και
ο ‘χώρος’ αναπαρίστανται στη βάση μίας
«εξισωτικής» (προς το «καθαρό» έθνος) και σχεσιακής διαδικασίας ανασυγκρότησης
του συλλογικής-εθνικής δομής, την ίδια στιγμή που επιδιώκει να εμπεδώσει το
εθνικό-κεφαλαιοκρατικό προτσές δια της μεθόδου της απόταξης και της εξ ορισμού
αναγκαστικής και απαραίτητης «εξορίας» αυτών που αμφισβητούν το δοσμένο
υπόδειγμα ταξικής κυριαρχίας. Ο τοπικός ‘χώρος’ ως υπόδειγμα βίαιης έκφανσης
και δράσης επιδιώκεται να αναχθεί σε εθνικό υπόδειγμα, σε υπόδειγμα ανάδειξης
της ομοιογένειας.
Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνουν οι Μιχάλης Πέτρου,
Γιώργος Κανδύλης & Κώστας Βακαλόπουλος: «Επικεντρώνοντας στις στρατηγικές
που χαράσσει ένα τοπικό στέλεχος της ΧΑ, επιχειρήσαμε να αναδείξουμε τον
κομβικό και συνάμα διαμεσολαβητικό ρόλο που διαδραματίζει, τόσο στη συγκρότηση
και ενίσχυση ενός από τα κάτω συμπαγούς δικτύου αφοσίωσης και εξοικείωσης με
αξίες και αρχές αυταρχισμού και βίας, όσο και στην υποστήριξη αυτού του τοπικού
κοινοτικού δικτύου προς το ευρύτερο μόρφωμα της ΧΑ. Υπό το πρίσμα αυτό,
αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο θεμελιώνεται και ενορχηστρώνεται δημόσια ή
παρασκηνιακά το πεδίο των σχέσεων εξουσίας στη μικροκλίμακα του τοπικού. Μέσω
της στοχευμένης δόμησης ενός φριχτού επινοημένου συμβάντος και της
ενορχηστρωμένης διάχυσης του, διαμορφώνεται σταδιακά ένα πεδίο έμμεσων
εξουσιαστικών σχέσεων, εντός του οποίου η βία αποσπάται μεν από το στενό εννοιολογικό
προσδιορισμό της σωματικής βλάβης, αποκτά, ωστόσο, σημαίνουσα συμβολική
διάσταση. Έτσι, ο ρυθμιστικός της ρόλος ως προς τη συγκρότηση κοινωνικών
δικτύων υποστήριξης της ΧΑ, ενισχύεται από τα σύνδρομα πανικού και ανασφάλειας
που παράγει η λειτουργία του μύθου μέσω κατασκευασμένων αναπαραστάσεων για τον
επικίνδυνο «ξένο» που ριζώνουν βαθιά στις ανθρώπινες συνειδήσεις και κατ’
επέκταση στις κοινωνικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η αδιάλειπτη συγκρότηση και
ανασυγκρότηση μιας ρητορικής δαιμονοποίησης
και στιγματισμού του διαφορετικού «Άλλου», μέσα από τον μύθο, προβάλλει
αναγκαία».[1]
Κάνουμε λόγο για τη διαμόρφωση ενός τύπου και προτύπου
εξουσίας το οποίο και χαράζει τα όρια δράσης της Χρυσής Αυγής στη μικροκλίμακα του κοινωνικού πεδίου. Η
δοσμένη εξουσιαστική τροπικότητα του νεοναζιστικού μορφώματος διαμεσολαβεί και
αντανακλά την ανάγκη σταθεροποίησης και εγκιβώτισης των δικών της πεδίων και
διακυβευμάτων λειτουργίας, διεύρυνσης και δράσης. Η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή
επιχειρεί να συγκροτήσει το δικό της ‘κοινωνικό’ βιόκοσμο.
«Ριγμένη» ακριβώς στην πολιτική σκηνή ως απείκασμα
της βίαιης και ρατσιστικής «ριζοσπαστικοποίησης» ενός τμήματος της παραδοσιακής μικροαστικής
τάξης, ευρύτερα ενός τμήματος του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων, υπό
την υψηλή κάθε φορά εποπτεία μερίδων του άρχοντος αστικού μπλοκ εξουσίας,
«νομιμοποιημένη» στο βαθμό που διαχέει τη δράση της σχεσιακά ως εκφραστής
κοινωνικής συμμαχίας-κοινωνικών συμμαχιών, λειτουργικά «ενοποιημένη» ως
κοινωνικοπολιτική «κατηγορία» διαμέσου της δράσης των ταγμάτων εφόδου της,
ενσωματωμένη στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου «αυταρχικού κρατισμού», η Χρυσή Αυγή
υπήρξε συνώνυμο μίας διάχυτης και ποιοτικά φορτισμένης
νεοναζιστικής-ρατσιστικής «κυβερνομηχανικής», ιδιότυπο «εργαλείο» κατεύθυνσης
και απόπειρας πλοήγησης της κοινωνικής συμμαχίας που εξέφρασε, με δεσπόζον
άξονα τη μέθοδο της ρατσιστικής-κοινωνικής «κυβερνομηχανικής», ήτοι τη μέθοδο
συγκρότησης «ιερών» εθνικών αναπαραστάσεων και τρεχουσών αφηγήσεων καθώς και
καθεστώς ρατσιστικής ιδιοποίησης ‘χώρου’, εκεί όπου συσσωρεύονται στάσεις,
όψεις και αντιλήψεις που σχετίζονται και προσομοιάζουν με ότι καταστατικά και
ιδεολογικά αντιμετωπίζεται ως ιστορικός φασισμός-ναζισμός.
Το νεοναζιστικό μόρφωμα συμπληρώνει και συμπυκνώνει
την προσίδια διάσταση μίας ιδιότυπης διαχείρισης ‘χώρου’, ενός ‘χώρου’ που
μετουσιώνει το ίδιο το ναζιστικό μικροπεριβάλλον δράσης, προοικονομώντας, κι
προεικάζοντας το κάθε φορά ‘μέγαπεριβάλλον’, πλαίσιο και πεδίο γεωγραφικής και
ταυτόχρονα υλικής-κοινωνικής συμπύκνωσης ενός ‘εθνικού’ κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής ο οποίος εδράζεται σε μία τύποις ‘ταυτοτική’ κοινότητα συμφερόντων
και συνάρθρωσης συμφερόντων, μία ‘κοινότητα’ της οριοθετημένης ολότητας που
επιδιώκει να «συσκοτίσει» και να επικαλύψει τη διάσταση της ταξικής
εκμετάλλευσης και της συνακόλουθης κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Ο ‘χώρος’ (περιοχές και συνοικίες της Αθήνας, η
ίδια η πόλη ως χώρος συναίνεσης και έκφρασης μίας ταξικότητας-ιδεολογικής κυριαρχίας), της
Χρυσής Αυγής είναι ο κάθε φορά χώρος της επιδίωξης απόσπασης κοινωνικής
συναίνεσης διά των αφηγήσεων του μύθου και των πολλαπλών εκφάνσεων της ασκούμενης
βίας, μίας βίας που μετασχηματίζεται σε κοινωνικά «άναρχη», (ασκούμενη σε όλους
όσοι διαφέρουν Αξιακά και Φυλετικά) και σε σωματικά «ελεγχόμενη» διαμέσου της
έκχυσης των δόσεων της φυσικής εξόντωσης, εκεί όπου λαμβάνει χώρα η αντίληψη
ενός «τμηματικού καπιταλισμού» της ίδιας της επιδίωξης φυσικής θανάτωσης. Επιδιώκοντας
να διευρύνουμε μία μαρξιστική προσέγγιση του φασιστικού φαινομένου και της
Χρυσής Αυγής, θα λέγαμε πως το νεοναζιστικό μόρφωμα αποτελεί τον δεσπόζον και
δομικό «κρίκο» στην αλυσίδα της
επιδίωξης ρατσιστικοποίησης-φασιστικοποίησης του πεδίου του κοινωνικού, «κομματική» συσσωμάτωση που συστηματοποίησε,
ρύθμισε και οργάνωσε μία λανθάνουσα και υφέρπουσα τάση ρατσιστικοποίησης
τμήματος της κοινωνικής δομής η οποία προϋπήρχε της κρίσης.
Η Χρυσή Αυγή, δια και μέσω της διαδικασίας
ιδεολογικής συγκεντροποίησης-κεντροποίησης, «συνένωσε» τα διάχυτα
και εν πολλοίς κατακερματισμένα ιδεολογικά αφηγήματα περί ερμηνείας και
πρόσληψης του πολλαπλού κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, συγκροτώντας έναν ιδεολογικό
μηχανισμό ο οποίος και αποτέλεσε το αντηχείο της δράσης της και της
συσπειρωτικής τομής και εγκάρσιας ρήξης γύρω από ότι πρεσβεύει ως «καλπάζων
εθνικισμό». Η Χρυσή Αυγή υπήρξε το
κατεξοχήν πεδίο της τρέχουσας και βαθιάς διαστρέβλωσης, αντανακλών πεδίο ενός
«κρετινισμού» σε επίπεδο λόγου και ιδεολογίας και ενός «καισαρισμού» δράσης που
συμφύει την μίκρο με την μάκρο κεφαλαιοκρατική εξουσία-κυριαρχία.
Όπως επισήμανε με ενάργεια ο Νίκος Πουλαντζάς:
«Σχετικά με το συνασπισμό εξουσίας, η συγκυρία των φασισμών και οι αρχές της
διαδικασίας εκφασισμού αντιστοιχούν σε μια κατάσταση που θα ορίζαμε ως κρίση
κομματικής εκπροσώπησης. Μ’ άλλα λόγια, διαπιστώνουμε ρήξη της
σχέσης ανάμεσα σε άρχουσες τάξεις και τμήματα κυρίαρχων τάξεων και τα πολιτικά
τους κόμματα. Η ρήξη αυτή πραγματοποιείται ταυτόχρονα τόσο στο επίπεδο της
εκπροσώπησης μέσα στο κρατικό σύστημα όσο και στο οργανωτικό πεδίο».[2]
Στα χάσματα και στα ιστορικά διάκενα της κρίσης,
υπό το καθεστώς μίας βαθιάς «ιστορικοποίησης» του γίγνεσθαι, του πολιτικού
πεδίου, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή λειτούργησε ως ο τακτικός και συστηματικός
«ενδιάμεσος» δρων όχι απλά υπέρβασης της κρίσης κομματικής εκπροσώπησης, ήτοι
της κρίσης αντιπροσώπευσης και άρθρωσης στην δομική-κρατική «σφαίρα» κοινωνικών
συμφερόντων. Πέρα από αυτό το πλαίσιο, επιδίωξε να καταστεί η συσσωμάτωση
εκείνη που συνυφαίνει την κρίση ως δεσμός ανάκτησης και συγκρότησης ενός
συνασπισμού εξουσίας που δεν θα την περιλαμβάνει απλά ως τον ενδιάμεσο κρίκο,
αλλά ως το βασικό και μείζον δρων-παίγνιο.
Με αυτόν τον τρόπο, στον «τόπο» της κοινωνικής
δράσης, αναδιατάσσεται η «δομή» της συνάρθρωσης και εκπροσώπησης κοινωνικών
συμφερόντων, καθότι η ίδια η νεοναζιστική οργάνωση εκπέμπει και προβάλλει το
διαταξικό-εθνικό, συσσωρεύοντας τα ταξικό στοιχείο. Για συγκεκριμένες
κοινωνικές τάξεις και μερίδες τάξεων το νεοναζιστικό μόρφωμα δεν αποτελεί την
«ερώτηση» αλλά την «απάντηση» στις κρισιακές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Όπως επισημαίνουν οι Μιχάλης Πέτρου, Γιώργος Κανδύλης & Κώστας
Βακαλόπουλος, «με αυτή την έννοια, η ψήφος προς τη ΧΑ ήταν από την πρώτη στιγμή
της εισόδου της στην κεντρική πολιτική σκηνή μία «πολιτική ψήφος» και όχι ψήφος
αόριστης διαμαρτυρίας».[3]
Αυτός ο «κόμβος φασιστικοποίησης» διατρέχει τις
γωνίες της απωλεσθείσας «υλικότητας» αναπαραγωγής συγκεκριμένων κοινωνικών
τάξεων, καθιστώντας τον εκ-φασισμό πεδίο όχι μίας απλής κοινωνικής στάσης, αλλά
ως το επιστέγασμα και τον τερματικό σταθμό της κοινωνικής-πολιτικής πορείας
της.
[1] Βλέπε σχετικά, Πέτρου Μιχάλης, Κανδύλης Γιώργος &
Βακαλόπουλος Κώστας, ‘Μυθοποιητική αφήγηση και κουλτούρα βίας. Ερμηνεύοντας την
υποστήριξη της Χρυσής Αυγής στην Ελληνική περιφέρεια,’, στο, Δεμερτζής Νίκος
& Γεωργαράκης Ν.Γ, (επιμ.), ‘Το πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η
αποδόμηση του πολιτικού’, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 256-257.
[2] Βλ.
σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη
στον φασισμό’, Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006,
σελ. 79-80.
[3] Βλ. σχετικά, Πέτρου Μιχάλης, Κανδύλης Γιώργος &
Βακαλόπουλος Κώστας, Μυθοποιητική αφήγηση και κουλτούρα βίας…ό.π, σελ. 256.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου