του Σίμου Ανδρονίδη* |
Στις 22 Νοεμβρίου θα διεξαχθεί η ανοιχτή
εκλογική αναμέτρηση για την ανάδειξη του νέου αρχηγού του κόμματος της Νέας
Δημοκρατίας. Λίγο καιρό μετά την πολιτική-εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας
στις βουλευτικές εκλογές (20 Σεπτεμβρίου), η πολιτική ένταση στο εσωτερικό του
κόμματος δεν έχει καταλαγιάσει. Αντιθέτως, το κόμμα έχει εισέλθει σε μία φάση
πολιτικής-ιδεολογικής περιδίνησης η οποία και αποτελεί προϊόν της στρατηγικής
πολιτικής ήττας που υπέστη.
Η ενσωμάτωση του μνημονίου ως μείζονος
πολιτικού προτάγματος και διακυβεύματος έχει ‘αφαιρέσει’ από το κόμμα της
μείζονος αντιπολίτευσης εκείνο τον ‘ζωτικό’ κοινωνικό-λαϊκό χώρο που του
επέτρεπε να συγκροτεί και να ανασυγκροτεί δεσμούς πολιτικής εκπροσώπησης με.....
τμήμα (τμήματα-μερίδες) του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων. Κι ήταν
αυτές οι σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης-συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων που
προσέδιδαν στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας άμεσα λαϊκά χαρακτηριστικά,
συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη ‘δομική’ της σταθεροποίηση στη θέση του κόμματος διεκδικητή
και κατόχου της κυβερνητικής εξουσίας.
Η ενσωμάτωση-εγκόλπωση των μνημονιακών
προταγμάτων αναδιατάσσει τα όρια της ‘λαϊκής’ Νέας Δημοκρατίας, περιορίζοντας
το ίδιο το εύρος της κοινωνικής της απεύθυνσης. Στο έδαφος της εφαρμογής
περιοριστικών πολιτικών λιτότητας, η Νέα Δημοκρατία εμβαθύνει περαιτέρω την
βασική αστική της συγκρότηση. Η λαϊκή-εργατική απεδαφικοποίηση του κόμματος
διαμορφώνει το πλαίσιο μίας ‘νέας’ κανονικοποίησης: πλέον, το κόμμα δεν
ορίζεται ως ‘ολικό’, ως πολιτικό κόμμα ενός διευρυμένου πεδίου δράσης, αλλά ως
στενά μονοθεματικό, κόμμα που συστηματικοποιεί και οργανώνει τα πολιτικά,
ιδεολογικά και προγραμματικά γύρω από την αναγκαιότητα διαχείρισης της βαθιάς
οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης. Λίγο γενικότερα, θα λέγαμε πως η κρισιακή
εκδίπλωση της μορφής πολιτικό κόμμα εξουσίας, εκφράζει την δομική αποστοίχιση
από τα ιδεολογικά διακυβεύματα της πολιτικής νεωτερικότητας του 20ου αιώνα.
Η άρση της πολιτικοποίησης-ιδεολογικοποίησης
προς όφελος μίας σταδιακής ‘τεχνοκρατικοποίησης’ του ίδιου του
πολιτικού-κομματικού γίγνεσθαι, διαμορφώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για
την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση μίας ‘νέας’ μορφής κόμματος: με αυτόν τον
τρόπο, το κόμμα εξουσίας ‘αποκαθάρεται’ από τις βαθιά λαϊκίστικες εκφάνσεις
του, συστηματικοποιεί τη δράση του στο πεδίο του κράτους, ανάγει έναν ιδιότυπο
‘οικονομισμό της ανάγκης’ σε δομικό εργαλείο χάραξης πολιτικών. Και από
αυτό το πλαίσιο δεν ξέφυγε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Οι τέσσερις υποψηφιότητες για την αρχηγία του
κόμματος καθίστανται συμπτώματα της στρατηγικής κρίσης που βιώνει το
συντηρητικό κόμμα. Και οι τέσσερις υποψήφιοι για την αρχηγία, αρθρώνουν έναν
πολιτικό λόγο που συμπυκνώνει την αναγκαιότητα μεσομακροπρόθεσμης (και
βραχυπρόθεσμης) χάραξης πολιτικών που ‘συναντούν’ την κοινωνική ‘κίνηση’ του
ελληνικού ‘αστισμού’, ήτοι του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Εν
καιρώ κρίσης, η δομική άρση και μετατόπιση παγιωμένων δεσμών κοινωνικής
άρθρωσης και συνάρθρωσης συμφερόντων, μεταβάλλει, αφενός μεν το εσωτερικό των
πολιτικών κομμάτων, αφετέρου δε την προγραμματική τους διαπάλη. Οι τέσσερις
υποψήφιοι συνθέτουν ένα αμάλγαμα ιδεολογικών-προγραμματικών θέσεων.
Ο νυν πρόεδρος του κόμματος, Ευάγγελος
Μεϊμαράκης, που από πολλούς θεωρείται και το φαβορί, προβάλλει και προωθεί την
‘επιστροφή’ στις νόρμες και τα προτάγματα της λαϊκής δεξιάς. Έτσι, αποδεχόμενος
το πλαίσιο και τις επιταγές της ‘ελεύθερης’ οικονομίας της αγοράς,
επιδιώκει να προσδώσει στο κόμμα ένα σημαίνον κοινωνικό πρόσημο δράσης. Σε αυτό
το πλαίσιο, βασικός του στόχος καθίσταται η εκ νέου διαμόρφωση σχέσεων
πολιτικής αντιπροσώπευσης με τμήμα-τμήματα των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων,
κάτι που θα συμβάλλει στην «επανασταθεροποίηση» της Νέας Δημοκρατίας στη θέση
του άμεσου διεκδικητή της κυβερνητικής εξουσίας.
Η λαϊκή δεξιά του Ευάγγελου Μεϊμαράκη, είναι
προσδιορισμένη και ‘λελογισμένη’, στο βαθμό που επιδιώκει την ‘καταπολέμηση’
και την άρση των παθογενειών της ύστερης μεταπολιτευτικής περιόδου. Η αναφορά
του σε «άχρηστους» δημοσίους υπαλλήλους αποτελεί μία χαρακτηριστική όψη του
ιδεολογικού του λόγου, στο πλαίσιο του οποίου το υπεράριθμο δημόσιο (και οι
«άχρηστοι» υπάλληλοι του) αποτελούν τροχοπέδη για τον αναγκαίο όσο και
απαραίτητο εκσυγχρονισμό της χώρας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι ο υποψήφιος που
συστηματοποιεί στο λόγο και στην προεκλογική του δραστηριότητα την αναγκαιότητα
εφαρμογής του μνημονίου σε όλα τα επίπεδα και σε κάθε έκφανση του
κοινωνικού-πολιτικού οικοδομήματος. Στο λόγο του συνυφαίνονται η καταδίκη του
λαϊκισμού με την ανάδυση ενός προσίδιου και εμπροσθοβαρούς τεχνοκρατισμού. Ο
Κυριάκος Μητσοτάκης, ως υποψήφιος πρόεδρος, στοχοποιεί τις λαϊκίστικες
πρακτικές των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων της Μεταπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ &
Ν.Δ), προτάσσει έναν επιθετικό τεχνοκρατισμό που συνάδει με το περιεχόμενο των
εφαρμοζόμενων πολιτικών, κατηγορεί το πελατειακό κράτος, επιδιώκει τον
‘εξορθολογισμό’ του δημοσίου, ενώ την ίδια στιγμή, ομνύει στην
δημοσιονομική πειθαρχία η οποία και θα οδηγήσει στην έξοδο από τη βαθιά
οικονομική κρίση.
Στο λόγο του, το μνημόνιο προσλαμβάνει
τα χαρακτηριστικά «ολικής» πολιτικής «κάθαρσης», γινόμενο μείζον
κοινωνικοπολιτικό διακύβευμα, ‘εργαλείο’ συγκρότησης ενός πειθαρχικού ελέγχου
των ατομικών-συλλογικών υποκειμένων.
Η μνημονιακή βιοπολιτική, η τεχνική
(αστικής) τροπικότητας της εξουσίας, συνίστανται σε ‘υλικό’ υπόβαθρο ρύθμισης
και ελέγχου του πεδίου δράσης του λαϊκού-εργατικού μπλοκ. Ο
κατακερματισμός της κοινωνικής ζωής στα κομμάτια της δομικής πλέον ανεργίας και
ανέχειας, υπερπροσδιορίζει το πλαίσιο της σημερινής κρισιακής βιοπολιτικής. Η
«κάθαρση» και η «εξάλειψη» των ποικίλων πολιτικών αναχρονισμών και στρεβλώσεων,
αποτελούν τις δύο όψεις του κοινού σωτηριολογικού μας μέλλοντος, συστατικά
στοιχεία της πολιτικής «ευτυχίας». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δρα στο παρόν με στόχο
να διαμορφώσει το πολιτικό μέλλον.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο υποψήφιος της
τελευταίας στιγμής, συγκροτεί την φορτισμένη ιδεολογικά νόρμα της (άκρο)
δεξιάς. Ο βουλευτής και υποψήφιος αρχηγός του κόμματος διεκδικεί την ενσωμάτωση
της πολιτικής κληρονομιάς της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά, καθώς και την
διάχυση της στο εσωκομματικό πεδίο, χωρίς να αφίσταται του περιώνυμου
αυταρχικού κρατισμού που αυτή ανέδειξε. H επιθετική δεξιά του Άδωνι Γεωργιάδη
επιδιώκει να διαμορφώσει το πεδίο της ιδεολογικής σύγκρουσης με την ηγεμονία
της ‘Αριστεράς’.
Η άρθρωση του πολιτικού-ιδεολογικού του λόγου
ενέχει τις όψεις της συνέχειας με πολιτικές που προσιδιάζουν αφενός μεν στην
ενεργοποίηση και φόρτιση της διαιρετικής τομής Δεξιά-Αριστερά, αφετέρου δε στην
αντίληψη και στη λογική της εμβάθυνσης του περιεχομένου των ασκούμενων
πολιτικών. Η με όρους νίκης-ήττας στρατηγική του Άδωνι Γεωργιάδη, θεωρεί
ότι η Αριστερά ως πολιτικός αμφισβητίας και ιδεολογικός ‘αρνητής’ δύναται να
ηττηθεί στρατηγικά. Ο Άδωνις Γεωργιάδης προβάλλει το πρόσημο της δεξιάς
ιδεολογικοποίησης.
Τέλος, ο Απόστολος Τζιτζικώστας,
περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας που διεκδικεί την αρχηγία του κόμματος,
διεκδικεί την υιοθέτηση των πολιτικών προσλαμβανουσών του ύστερου
καραμανλισμού. Επενδύοντας στο ‘άφθαρτο’ στοιχείο που κομίζει η υποψηφιότητα
του, καθώς και στην ‘από τα κάτω’ ανάδειξη των χαρακτηριστικών εκείνων που
προσδιορίζουν την παρουσία του, προβάλλεται ως ο ιδανικός αντί-Τσίπρας, ο
υποψήφιος εν δυνάμει πρόεδρος που θα διαμορφώσει κλίμα και παράσταση νίκης. Η υποψηφιότητα
του δομείται πάνω στον άξονα, ή καλύτερα στην τομή παλιό/νέο, ή αλλιώς
ειπωμένο, εσωστρέφειας/ εξωστρέφειας.
Οι ερχόμενες εκλογές θα σημασιοδοτήσουν την
κατεύθυνση που θα λάβει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις συνθήκες
που διαμορφώνει η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών-επίδικων από την κυβέρνηση
του ΣΥΡΙΖΑ. Η απουσία κοινωνικής γείωσης επηρεάζει την πορεία του
κόμματος.
*υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ, πολιτικός επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου