1.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 20 Σεπτέμβρη δεν τερματίζει την πολιτική κρίση
που χαρακτηρίζει την κατάσταση στην Ελλάδα όλα τα τελευταία χρόνια καθώς ο
κόσμος αντιστέκεται μαζικά στις μνημονιακές επιθέσεις.
Είναι
ακραία λαθροχειρία ο ισχυρισμός ότι ο κόσμος «ψήφισε μνημονιακά». Η νέα
συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ξεκινάει από πιο αδύνατη αφετηρία την υλοποίηση του
τρίτου μνημόνιου, ενώ αντίθετα το στρατόπεδο της εργατικής αντίστασης μπορεί να
υπολογίζει στη στήριξη ισχυρότερης αριστερής αντιπολίτευσης. Οι δυνατότητες για
να φράξουμε το ....
δρόμο στις αντεργατικές επιθέσεις είναι μπροστά μας και είναι
μεγαλύτερες,
2.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές χάνοντας περίπου 300.000 ψηφοφόρους, από τους οποίους
τουλάχιστον οι μισοί μετακινήθηκαν προς τα αριστερά, ενώ ένα μεγάλο τμήμα
απείχε. Η άνοδος της αποχής δεν είναι σημάδι «συντηρητισμού και επικράτησης του
απολίτικου», αντίθετα ένα μεγάλο τμήμα της οφείλεται στις πρακτικές δυσκολίες
μετακίνησης άνεργων και φτωχών ψηφοφόρων για τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο, ενώ
αυτή η εικόνα συμπληρώνεται και από στοιχεία οργής για το πολιτικό σύστημα που
κάθε άλλο παρά φιλομνημονιακή διάθεση εκφράζουν.
Ακόμη
και με όρους κοινοβουλευτικής λογικής, μια κυβερνητική πλειοψηφία των 155 είναι
πιο περιορισμένη και πιο ευάλωτη σε νέες ανταρσίες απέναντι στην ψήφιση των
σκληρών μέτρων του τρίτου μνημόνιου. Τέτοιες ανταρσίες παραμένουν πιθανές για
δυο λόγους. Πρώτο η κομματική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ δεν τελείωσε με την αποχώρηση
της Λαϊκής Ενότητας. Παραμένουν στο εσωτερικό του τμήματα που δυσφορούν με την
πορεία της ηγεσίας του. Και δεύτερο και πιο σημαντικό, ο κόσμος της βάσης του
προέρχεται από την εργατική τάξη και ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο κάτω από την
πίεση της εκβιαστικής απειλής ότι επιστρέφει η δεξιά και με λιγότερες
αυταπάτες για το πρόγραμμά του.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς, ένα κόμμα με εργατική βάση
αλλά με ηγεσία που συμπλέει με τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης. Αυτή η
σύμπλευση είναι σήμερα πιο ορατή και χειροπιαστή μετά τις δεσμεύσεις που
ανέλαβε απέναντι στους δανειστές, ντόπιους και ξένους. Ταυτόχρονα, όμως, ο
κόσμος στις εργατογειτονιές που έδωσε μεγάλες πρωτιές στον ΣΥΡΙΖΑ δεν
χειροκρότησε αυτές τις μνημονιακές δεσμεύσεις, αντίθετα, έχει δείξει με κάθε
τρόπο την αντίθεσή του, με πιο πρόσφατη τη μαζική ψήφο του για το ΟΧΙ.
Για
να ξαναπάρει την ψήφο αυτού του κόσμου, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μια προεκλογική
εκστρατεία όπου κυρίαρχο στοιχείο ήταν η υπόσχεση ότι ο μνημονιακός συμβιβασμός
είναι προσωρινός και ότι παραμένει ο κυριότερος αντίπαλος των δυνάμεων που τον
υποχρέωσαν να συμβιβαστεί. Ενώ ξεκίνησε την προεκλογική περίοδο λέγοντας ότι
τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πιο προσγειωμένος, στην τελική ευθεία μιλούσε για
νέες μάχες που θα δώσει για να απαλύνει τα μέτρα και για σκληρή
διαπραγμάτευση που θα κάνει για την ελάφρυνση του χρέους.
Αυτές
οι υποσχέσεις δεν έχουν καμιά πραγματική βάση. Η διεθνής οικονομική συγκυρία
επιδεινώνεται, όπως έδειξε η κρίση στην Κίνα. Οι πρώτες τοποθετήσεις των
«θεσμών» της ΕΕ και του ΔΝΤ για το χρέος μιλάνε για «ελαφρύνσεις» που θα
σημαίνουν ότι το ελληνικό δημόσιο πληρώνει το 15% του ΑΕΠ (!) για την
εξυπηρέτησή του. Είναι αυταπάτη να ελπίζει κανείς στις υποσχέσεις του Τσίπρα
και αυτές τις προσδοκίες θα τις βρει μπροστά του, με μειωμένες δυνατότητες να
τις ελέγξει σε σύγκριση με το προηγούμενο διάστημα.
Τόσο
οι αναλύσεις των δημοσκοπήσεων και των exit-poll, όσο και οι ζωντανές εμπειρίες
από τις συζητήσεις στους εργατικούς χώρους συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι ένας
κόσμος που ταλαντευόταν ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες δυνάμεις της
Αριστεράς επέλεξε με κρύα καρδιά και για λόγους αντιδεξιάς ταχτικής να δώσει
ξανά ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν «ντέρμπι» ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ
διαψεύστηκαν για άλλη μια φορά, αλλά στο μεταξύ έπαιξαν ρόλο. Τον Γενάρη
έδειχναν ότι τάχα κλείνει η ψαλίδα και στο τέλος έφτασε τις 8,5 μονάδες. Στο
δημοψήφισμα μιλάγανε για οριακό προβάδισμα του ΝΑΙ και τελικά το ΟΧΙ σάρωσε.
Αυτή τη φορά πίεσαν ξανά αναδεικνύοντας την απειλή του διλήμματος που έβαζε ο Τσίπρας
ανάμεσα στο «παλιό και το νέο». Ο κόσμος που αποδέχθηκε αυτή την απειλή έχει
λιγότερους δεσμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα σε σύγκριση με τον Γενάρη. Τότε δεν
σήκωνε κουβέντα για την προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, τώρα είναι
γεμάτος κριτικές για τα όριά της.
3.
Η νέα κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου δεν θα έχει εύκολη προσφυγή στη στήριξη των 222
βουλευτών της προηγούμενης βουλής που ψήφισαν το τρίτο μνημόνιο. Η Νέα
Δημοκρατία βγήκε ηττημένη για τρίτη φορά μέσα σε λίγους μήνες και ήδη έρχονται
στην επιφάνεια οι εντάσεις από τις εσωτερικές διαμάχες.
Όλες
οι πτέρυγές της ξεκινούν με έναν καλό λόγο για την ηγεσία Μεϊμαράκη που έδωσε
τα ρέστα της για να συγκολλήσει όλα τα διαμερίσματα της δεξιάς πολυκατοικίας.
Αλλά αμέσως μετά οι μισοί απαιτούν επιστροφή στη σκληρή αντιπολίτευση με την
προοπτική της «αριστερής παρένθεσης» και οι άλλοι μισοί θέλουν να συνεχιστεί η
τακτική των προσκλήσεων προς τον ΣΥΡΙΖΑ για κυβερνητική συνεργασία.
Η
πτέρυγα των Σαμαράδων προσπάθησε ξανά και ξανά να τρομάξει τον κόσμο για να μην
ψηφίζει αριστερά και απέτυχε. Οι διακηρύξεις Μεϊμαράκη για το «κόμμα της
Ομόνοιας και όχι της διχόνοιας» δεν απέδωσαν. Πουθενά δεν διαφαίνεται ένας
εύκολος συγκερασμός και αυτό έχει δυο συνέπειες: πρώτο ο διχασμός θα οξύνεται
καθώς θα έρχονται στη Βουλή τα μέτρα του τρίτου μνημόνιου και δεύτερο η
αριστερή αντιπολίτευση θα έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από την κρίση της
δεξιάς.
Η
ιδεολογική χρεοκοπία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ξεπροβάλλει μαζικά στα μάτια
εκατομμυρίων σαν ένας θεσμός όχι μόνο της λιτότητας και των μνημονίων αλλά και
του ρατσισμού απέναντι στο κύμα των προσφύγων, επιτείνει τα αδιέξοδα των
παραδοσιακών υποστηρικτών της. Αυτό θα είναι ένα από τα προβλήματα της
κυρίαρχης τάξης το επόμενο διάστημα.
4.
Το κενό αυτό δεν καλύπτεται από τις δυνάμεις του κέντρου και της
«κεντροαριστεράς». Η άνοδος που κατέγραψε η συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ
αντισταθμίζεται από τις απώλειες που είχε Το Ποτάμι. Η μεταξύ τους αναμέτρηση
για την ηγεμονία σε αυτόν το χώρο αποδεικνύεται υπόθεση «μηδενικού αθροίσματος»
και κανένας από τους δυο δεν αναδεικνύεται σαν ισχυρός πόλος. Ο χώρος δεν έχει
δυναμική μέσα σε συνθήκες σκληρής ταξικής πόλωσης και αυτό μεταφράζεται σε
διαλυτικές τάσεις για Το Ποτάμι και ετεροκαθορισμό για το ΠΑΣΟΚ ανάλογα με την
έκβαση της κρίσης στη Νέα Δημοκρατία: σκληρή ή «δημιουργική» αντιπολίτευση στα
κενά που θα αφήνει η μια ή η άλλη επιλογή. Όσο για την προσθήκη των δυνάμεων
του κόμματος του Λεβέντη, η όποια τέτοια προσέγγιση θα είναι ο ταχύτερος δρόμος
προς τη μεγαλύτερη γελοιοποίηση αυτού του χώρου.
5.
Το πραγματικό ζήτημα που αναδεικνύεται την επόμενη των εκλογών είναι αν και πώς
η Αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που
υπάρχουν.
Οι
150 000 ψήφοι που πήρε η Λαϊκή Ενότητα είναι μια αδιαμφισβήτητη ενίσχυση για
την αριστερή αντιπολίτευση. Το άθροισμα των ποσοστών του ΚΚΕ, της ΛΑ.Ε., της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των άλλων οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς φτάνει το
9,46%. Είναι ένα εντυπωσιακό νούμερο σε συνθήκες όπου στην κυβέρνηση
βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχουν άλλες χώρες όπου να ισχύει κάτι αντίστοιχο.
Χρειάζεται να ανατρέξουμε σε άλλες περιόδους για να βρούμε ιστορικά
παραδείγματα όπου τη δυσαρέσκεια από κυβέρνηση της αριστεράς την αντλούν άλλες
δυνάμεις της αριστεράς. Πέρα από την εκλογική παρουσία, όμως, πιο σημαντική
είναι η παρέμβαση όλου αυτού του κόσμου στις μάχες που έρχονται.
Ανοίγουν
πραγματικές δυνατότητες ώστε να μετατρέψουμε κάθε εργατικό χώρο που θα χτυπηθεί
από τις νέες μνημονιακές επιθέσεις σε κάστρο αντίστασης. Οι μάχες που έδωσε η
ΕΡΤ όταν την έκλεισαν οι Σαμαροβενιζέλοι μπορούν να επαναληφθούν στα Λιμάνια,
στη ΔΕΗ, σε κάθε νοσοκομείο και σχολείο και να έχουν δίπλα τους ένα πλατύ
κίνημα αλληλεγγύης με τη στήριξη όχι μόνο της πέρα από το ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς αλλά
και μεγάλου τμήματος από τον κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ. Τα ίδια ισχύουν για τις
μάχες ενάντια στους φασίστες και στο πλευρό των προσφύγων και των μεταναστών.
Για
να οργανώσουμε, όμως, όλα αυτά χρειάζεται να απορρίψουμε αρχικά την ηττοπάθεια
των παραδοσιακών ηγεσιών και να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα στρατηγικής που
έρχονται πιεστικά στο προσκήνιο.
Η
ηγεσία του ΚΚΕ έχει ευθύνες για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να ενισχύσει το
ρεύμα αποδέσμευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η τακτική των συνεχών καταγγελιών σε
συνδυασμό με τη συστηματική άρνηση κάθε κοινής δράσης αποδείχθηκε ότι υψώνει
τείχη αντί να κερδίζει τον κόσμο που αναζητάει αριστερή στήριξη και προοπτική.
Η στάση της αποχής και του άκυρου στο δημοψήφισμα προφανώς δεν βοήθησε. Μετά
από αυτά, είναι προβληματικό να μεταθέτει τις ευθύνες αλλού και να ζωγραφίζει μια
εικόνα όπου η αριστερά πρέπει να ταμπουρωθεί μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό.
Η
ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του κόσμου που
αγανάκτησε με τους συμβιβασμούς του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τάση που εκπροσωπούσε το 30%
του οργανωμένου ΣΥΡΙΖΑ και διεκδικούσε να γίνει πλειοψηφία στο επόμενο συνέδριο
βρέθηκε να συσπειρώνει ένα μικρό μέρος των ψηφοφόρων του ώστε να μείνει εκτός
βουλής. Αλλά αυτό το γεγονός δεν πρέπει να γίνει αιτία απογοήτευσης και
ηττοπάθειας.
Ένα
μέρος της εξήγησης βρίσκεται στην υπεροψία που έδειξε απέναντι στην υπόλοιπη
αριστερά. Καμιά ουσιαστική προσπάθεια να δείξει ότι είναι πιο ενωτική από την
ηγεσία του ΚΚΕ. Απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προτίμησε μια μικρή διάσπασή της και
όχι τον ειλικρινή διάλογο. Υπάρχουν βέβαια οι εκτιμήσεις ότι ο χρόνος για την
ΛΑ.Ε ήταν λίγος, αλλά και αυτό τελικά ήταν αποτέλεσμα της βραδύτητας που
επέδειξε η ηγεσία της στη ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το
πιο σημαντικό πρόβλημα, όμως, είναι η ημιτελής ρήξη με τη στρατηγική του
ΣΥΡΙΖΑ. Αντί να αναδείξει μια διαφορετική προσέγγιση στα ζητήματα της
σύγκρουσης με το σύστημα που γεννάει τις κρίσεις και τα μνημόνια, η ΛΑΕ
επικεντρώθηκε στην αναζήτηση ενός ρεαλιστικού κυβερνητικού προγράμματος μιας
μελλοντικής «πραγματικής» κυβέρνησης της αριστεράς. Αυτό την άφηνε στη μέση του
πουθενά: ούτε προοπτική να γίνει κυβέρνηση είχε, ούτε νέους ορίζοντες δεν
άνοιγε για τις τωρινές μάχες του κινήματος. Ο διάλογος για την
αντικαπιταλιστική στρατηγική είναι επείγουσα ανάγκη, πλάι στην κοινή δράση στις
μάχες αυτές.
6.
Μια από τις πρώτες μάχες είναι για την ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος
ενάντια στη νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Τα αποτελέσματα των εκλογών
δεν καταγράφουν άνοδο της ΧΑ: πήρε λιγότερες ψήφους και αύξησε οριακά το
ποσοστό της εξαιτίας της αποχής. Για την ακρίβεια, ο αριθμός των ψήφων της στις
μεγάλες πόλεις έχει μειωθεί αισθητά και μόνο εν μέρει αντισταθμίζεται από άνοδο
σε συντηρητικές αγροτικές και τουριστικές περιοχές.
Αυτό,
παρά το γεγονός ότι της δόθηκαν στο πιάτο πολλές ωθήσεις: δικαστικές και
κοινοβουλευτικές διευκολύνσεις ώστε να αποφεύγει τη δίκη της και να εμφανίζεται
στα έδρανα της Βουλής σαν άλλο ένα κόμμα. Προβολή του Μιχαλολιάκου την παραμονή
των εκλογών από τον Χατζηνικολάου που του έδωσε την ευκαιρία να παρομοιάζει ο
φασίστας τον εαυτό του με τον Καραμανλή και τον Μητσοτάκη που ποτέ δεν
δικάστηκαν για τους φόνους του Λαμπράκη και του Τεμπονέρα. Και βέβαια, η
ρατσιστική πολιτική της ΕΕ απέναντι στους πρόσφυγες που αφήνει τα περιθώρια
παντού στην ακροδεξιά να πλειοδοτεί σε ισλαμοφοβική υστερία.
Παρ’
όλα αυτά, η «θεωρία» ότι η Χρυσή Αυγή θα είναι η μεγάλη ωφελημένη από την κρίση
του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιβεβαιώθηκε. Δεν ισχύουν τέτοιοι αυτοματισμοί. Η δράση του
αντιφασιστικού κινήματος μπορεί και κάνει τη διαφορά. Οι αντιφασίστες που
βγήκαν ξανά και ξανά στους δρόμους, έξω από τη δίκη στον Κορυδαλλό, στο κέντρο
του Πειραιά, στην επέτειο του Παύλου Φύσσα, κόντρα σε κάθε επίθεση των ταγμάτων
εφόδου έδειξαν καθαρά τα καθήκοντα που αναλογούν στην Αριστερά το επόμενο
διάστημα.
7.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βγαίνει από τη μάχη των εκλογών
ξεκάθαρα σαν μια δύναμη που μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της εργατικής
αντίστασης σε όλα τα επίπεδα.
Παρά
το χτύπημα που δέχτηκε στο ξεκίνημα της εκλογικής περιόδου από την επιλογή των
ηγεσιών της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ να την εγκαταλείψουν και να ενταχθούν στη ΛΑΕ,
κατάφερε να σημειώσει άνοδο και σε ψήφους και σε ποσοστό.
Αυτό
το χρωστάει πρώτα απ’ όλα στους χιλιάδες συντρόφους και συντρόφισσες που
οργάνωσαν μια εντυπωσιακή παρουσία με εκατοντάδες προεκλογικές συγκεντρώσεις σε
εργατικούς χώρους και γειτονιές, μια πραγματική παρακαταθήκη για το άπλωμα των
ιδεών και της δράσης του αντικαπιταλισμού εκεί που ζει, δουλεύει, σπουδάζει και
παλεύει η εργατική τάξη και η νεολαία της.
Το
χρωστάει επίσης στην ενωτική στάση που έχει κρατήσει σε όλες τις μάχες, μικρές
και μεγάλες, που διαμόρφωσαν το ρεύμα προς τα αριστερά όλο το προηγούμενο
διάστημα. Παρά τις εντάσεις και τις διαφωνίες στο εσωτερικό της που την
κράτησαν για πολύ καιρό προς τα πίσω, ποτέ δεν αντιμετώπισε τους αγώνες
σεχταριστικά. Μέσα από τις πρωτοβουλίες του Συντονισμού ενάντια στα κλεισίματα
και τις διαθεσιμότητες βρέθηκε στο πλευρό των αλληλέγγυων σε όλες τις
περιπτώσεις. Μέσα από τις πρωτοβουλίες της ΚΕΕΡΦΑ στήριξε το αντιφασιστικό και
το αντιρατσιστικό κίνημα. Ιδιαίτερα στη μάχη του δημοψηφίσματος έδειξε στην
πράξη σε καθένα και σε καθεμιά που θέλει να αντιπαλέψει τους συμβιβασμούς ότι
μπορεί να βασίζεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και έδειξε ότι μπορεί να συνεργάζεται και
εκλογικά όταν προκύπτουν οι όροι όπως έγινε με το ΕΕΚ σε αυτές τις εκλογές.
Πάνω
απ’ όλα, όμως, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεχωρίζει με τη συμβολή της στη μεγάλη συζήτηση της
ανατρεπτικής στρατηγικής που γίνεται πιεστικά επίκαιρη σήμερα. Κάθε μέρα που
περνάει αποδεικνύεται ότι τα μνημόνια, η λιτότητα και ο ρατσισμός δεν αντιμετωπίζονται
επειδή κάποια στελέχη της Αριστεράς θα καθήσουν σε υπουργικές καρέκλες. Το
ερώτημα για το πώς προχωράμε πέρα από τα όρια μιας κυβερνητικής διαχείρισης που
σπάει τα μούτρα της στους εκβιασμούς των κυρίαρχων τάξεων και των μηχανισμών
τους, εθνικών και υπερεθνικών, απασχολεί χειροπιαστά χιλιάδες αγωνιστές της
εργατικής τάξης και της Αριστεράς. Οι απαντήσεις της αντικαπιταλιστικής
στρατηγικής είναι πολύτιμες και η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι απαραίτητη.
Με
αυτό τον προσανατολισμό έχει μπροστά της την τρίτη Συνδιάσκεψή της που τόσο
έχει καθυστερήσει και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θα συμβάλει σε μια τέτοια
πορεία. Ώστε όλοι μαζί να κάνουμε την εργατική αντίσταση την επόμενη περίοδο
νικηφόρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου