του Θανάση Καμπαγιάννη* |
Η συγκυρία μετά την υπογραφή της συμφωνίας από την
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι κρίσιμη. Ο Αλέξης Τσίπρας, από αρχηγός αριστερού
κόμματος που αναδείχθηκε στην εξουσία για να καταργήσει τα Μνημόνια, καλείται
τώρα να υλοποιήσει ένα καινούργιο και να πειθαρχήσει τον κόσμο της εργασίας στο
νέο πολιτικό του σχέδιο. Για να ....
το κάνει αυτό, εξαπολύει μια μετωπική επίθεση
στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, ψηφοφόρους, μέλη και στελέχη, που αντιδρούν στην
υπογραφή του νέου Μνημονίου. Για την αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν είναι ώρα
για να επιχαίρει για την επιβεβαίωση των πολιτικών της εκτιμήσεων ούτε για να
προτάξει τις ευθύνες των στελεχών που τώρα ανακαλύπτουν τα όρια της στρατηγικής
του ΣΥΡΙΖΑ. Η ματιά μας πρέπει να είναι στραμμένη επίμονα προς τα κάτω: στους
χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που διαψεύδονται και εγκαταλείπουν τον
ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για συντρόφισσες και συντρόφους με τους οποίους έχουμε δώσει
κοινούς αγώνες. Καθήκον της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, και ιδιαίτερα της πιο
οργανωμένης της έκφρασης, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι ότι κανείς δεν θα αποστρατευτεί,
κανείς δεν θα ιδιωτεύσει. Η επίθεση Τσίπρα στα αριστερά του πρέπει να ηττηθεί.
Για να είναι χρήσιμη στο καθήκον αυτό, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει
να ανοίξει πλατύ και συντροφικό διάλογο με το ρεύμα που εγκαταλείπει τον ΣΥΡΙΖΑ
προς τα αριστερά, είτε εντάσσεται στη Λαϊκή Ενότητα είτε όχι. Δεν είναι τώρα η
ώρα τού “σας τα λέγαμε”, μια τακτική στην οποία θριαμβεύει το ΚΚΕ. Αλλά ούτε
είναι και η ώρα της συγκάλυψης των πολιτικών και στρατηγικών λαθών που οδήγησαν
στη συνθηκολόγηση του Τρίτου Μνημονίου. Χρειάζεται ειλικρινής συζήτηση, για να
αποφύγει η Αριστερά τα ίδια λάθη. Η εργατική τάξη έχει, στα χρόνια του
Μνημονίου, ήδη αλλάξει μία φορά τις πολιτικές της προτιμήσεις, από το ΠΑΣΟΚ
προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και τώρα καλείται να το ξανακάνει. Αλλά τέτοιες τεκτονικές
αλλαγές, όταν αφορούν όχι άτομα αλλά ολόκληρες κοινωνικές τάξεις, δεν μπορούν
να συμβαίνουν ακατάπαυστα. Ας μην έχουμε αυταπάτες: τρίτη ευκαιρία δεν
πρόκειται να μας δοθεί. Γι' αυτό η συζήτηση επείγει στο σήμερα. Κάποιες
σκέψεις, έστω και τηλεγραφικά:
α. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν “μεταλλάχτηκε”. Δοκιμάστηκε και απέτυχε στο
πεδίο της μάχης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με το στρατηγικό σχέδιο
που διέθετε, ήταν εξαρχής αδύνατον να κερδίσει αυτό που υποσχέθηκε στον κόσμο
της εργασίας, που ήταν το ελάχιστο: το σταμάτημα της αντεργατικής μνημονιακής
επίθεσης. Η αποσυσχέτιση των δανειακών συμβάσεων από τα Μνημόνια, η “σύγκρουση
εντός ευρωζώνης”, η “κυβέρνηση όλων των Ελλήνων” προδιέθεταν, για όποιον ήθελε
να το δει, το τελικό αποτέλεσμα. Δεν ήταν η λάθος στάση αυτή στην οποία επέλεξε
να κατέβει ο Αλέξης Τσίπρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το λάθος τρένο.
β. Απέτυχε ο ρεφορμισμός, όχι απλώς ο αριστερός ευρωπαϊσμός. Το στρατηγικό σφάλμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά απλώς το νόμισμα και τη
σύγκρουση με την ευρωζώνη και την ΕΕ, αυτό που συνήθως αναφέρεται ως “αριστερός
ευρωπαϊσμός”. Ο αριστερός ευρωπαϊσμός είναι το επιφαινόμενο της βαθιά ριζωμένης
ρεφορμιστικής στρατηγικής του ιστορικού Συνασπισμού. Και όταν αναφερόμαστε στον
ρεφορμισμό, δεν μιλάμε απλά για το ιστορικό δίλημμα του εργατικού κινήματος
“μεταρρύθμιση ή επανάσταση” αλλά για τη βιωμένη εμπειρία των έξι μηνών
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, η τοποθέτηση του Π. Παυλόπουλου
στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, η προστασία του βαθέος κράτους με την
υπουργοποίηση Καμμένου, Πανούση, Κοτζιά, για να αναφέρουμε μονάχα κάποια από τα
τόσα δείγματα, δεν οφείλονται στον “αριστερό ευρωπαϊσμό”, αλλά στους όρκους
πίστης στη “συνέχεια του κράτους”: σ' αυτή τη συνέχεια δηλαδή την οποία το
βράδυ κιόλας των εκλογών ο Θ. Δρίτσας εγγυήθηκε στο γνωστό του τηλεφώνημα προς
τον αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού. Πριν να συμβιβαστεί με τη Μέρκελ και
τον Σόιμπλε, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε συμβιβαστεί με το κράτος και το κεφάλαιο εντός
συνόρων.
γ. Μαζί με τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, απέτυχε η στρατηγική της
αριστερής του πτέρυγας. Η Λαϊκή Ενότητα σωστά υποδεικνύει
την φιλο-ΟΝΕ εμμονή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και τα όρια που αυτή έθετε. Μέλη της
μάλιστα δηλώνουν πλέον ότι η πορεία των πραγμάτων, με δεδομένη αυτή τη
στρατηγική επιλογή της πλειοψηφίας, ήταν “προδιαγεγραμμένη”. Αυτή όμως είναι
μια εκ των υστέρων ανάγνωση. Η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε ότι η
αδιαλλαξία των δανειστών θα ανάγκαζε την κυβέρνηση και το κόμμα να στρίψουν
αριστερά όταν θα έφτανε η ώρα του αναπόδραστου διλήμματος. Ήταν η φυσιολογική
συνέχεια μιας επιχειρηματολογίας που παρουσίαζε τον ΣΥΡΙΖΑ σαν ένα
“αντικαπιταλιστικό κόμμα” και ένα “στρατηγικά ανοιχτό” εγχείρημα. Η στρατηγική
αυτή διαψεύστηκε με πάταγο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ποτέ στρατηγικά ανοιχτό πεδίο. Η
αδυναμία του ήταν ακριβώς ότι η ρεφορμιστική στρατηγική ήταν στο τιμόνι, όπως
συμβαίνει πάντα σε όλα τα κόμματα, όσο “πλουραλισμό” και “πολυσυλλεκτικότητα”
και αν επιτρέπουν οι ηγεσίες τους. Για διαφορετικό αποτέλεσμα, χρειαζόταν
πολιτικό φορέα με διαφορετική στρατηγική στο τιμόνι: αυτή είναι η πικρή αλήθεια
της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ.
δ. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην αντινεοφιλελεύθερη και την
αντικαπιταλιστική στρατηγική είχε πολιτικό νόημα και πρακτική σημασία. Η συζήτηση μέσα στην Αριστερά και το κίνημα κατά της καπιταλιστικής
παγκοσμιοποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχε αγγίξει αυτά τα
ζητήματα. Η οικοδόμηση κομμάτων με πολιτικό άξονα τον αντινεοφιλελεύθερο μέσο
όρο μπορεί να αποδείχτηκε πιο πετυχημένη εκλογικά στην πορεία της δεκαετίας.
Οφείλουμε ωστόσο να ομολογήσουμε ότι, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η
προοπτική πως η Αριστερά δεν θα κληθεί μόνον να αντιπολιτευτεί αλλά και να
κυβερνήσει ήταν αρκετά μακρινή. Σήμερα, με δεδομένο το βάθος της καπιταλιστικής
κρίσης και τον κλονισμό των διπολικών πολιτικών συστημάτων σε πολλές χώρες, η
Αριστερά πρέπει να αναμετρηθεί, πολύ πιο γρήγορα από όσο φανταζόμασταν με τα ζητήματα
του κράτους και της εξουσίας.
ε. Οι συνεδριακές αποφάσεις και οι προγραμματικές
επεξεργασίες δεν είναι αρκετές για να αποτρέψουν μια δεξιά στροφή. Μπορεί στο θέμα του ευρώ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθέτησε αμφίσημες
τοποθετήσεις (“Καμία θυσία για το ευρώ”), σε πολλά ωστόσο άλλα ζητήματα οι
προγραμματικές της τοποθετήσεις ήταν καθαρές και ρητά αποτυπωμένες (παράδειγμα
το παλαιστινιακό ή τα ζητήματα δικαιωμάτων). Κι όμως δεν ήταν αρκετές για να
αποτρέψουν τις ακριβώς αντίθετες πολιτικές πρακτικές. Αυτό σημαίνει ότι οι
προγραμματικές αποτυπώσεις είναι μεν αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για μια
νέα ριζοσπαστική Αριστερά. Εντελώς τηλεγραφικά, αυτο που απαιτείται πρώτα από
όλα σήμερα είναι μια πολιτική πρακτική που είναι στοχοπροσηλωμένη στη δράση των
από τα κάτω, των εργαζόμενων και της νεολαίας, χωρίς να υποτάσσεται στους
εκλογικίστικους σχεδιασμούς και στην κυβερνησιμότητα, όσο “ρεαλιστική” κι αν
μοιάζει αυτή ακόμα και σε πλατιά λαϊκά στρώματα.
στ. Το αναγκαίο πρόγραμμα της εποχής μας είναι πρόγραμμα ταξικής
αναμέτρησης. Τα ζητήματα της σύγκρουσης με το
ευρώ και την ΕΕ, που τόσο δείχνουν να δυσκολεύουν τις συνεννοήσεις ανάμεσα στα
διαφορετικά κομμάτια της Αριστεράς, δεν έχουν αξία ως κοπτορραπτική πλαισίων,
αλλά ως βασικές πολιτικές κατευθύνσεις. Η σύγκρουση με το ευρώ (που τόσο φόβισε
την κυβερνηση Τσίπρα) δεν είναι ένα εργαλείο ανάκτησης της “ανταγωνιστικότητας”
της ελληνικής οικονομίας, ούτε σχέδιο “ανασυγκρότησής” της με τις παραγωγικές
σχέσεις ανέπαφες. Είναι προϋπόθεση για να ικανοποιήσει η εργατική τάξη τα
συμφέροντά της, για να κερδίσει στην ταξική αναμέτρηση με τα αφεντικά στην ίδια
μας τη χώρα και, βέβαια, με τους διεθνείς τους συμμάχους. Γι' αυτό και η
σύγκρουση με το ευρώ δεν μπορεί να διαχωριστεί από την έξοδο από την ΕΕ, ούτε
από τους υπόλοιπους κόμβους του αντικαπιταλιστικού προγράμματος.
ζ. Η αυτοτελής ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι χρήσιμη για την
εξασφάλιση της νίκης μιας νέας συνεργασίας, τόσο σε κινηματικό όσο και σε
πολιτικό πεδίο. Οι δυνάμεις που συναποτελούν την
ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να μη συμμετείχαν στο πολιτικό σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έδωσαν
κοινούς αγώνες με χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριές του. Θεωρούμε ότι αυτή η
πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία δεν έβλαψε την κινηματική μας συμπόρευση,
τουναντίον η πρόσφατη εμπειρία του δημοψηφίσματος ανέδειξε τη σημασία της στην
επίτευξη της μεγάλης νίκης του ΟΧΙ. Σήμερα που ο Τσίπρας μετατρέπει τον ΣΥΡΙΖΑ
σε εργαλείο επιβολής λιτότητας, η ανεξάρτητη ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί
αγκωνάρι στον αγώνα για την ανατροπή της νέας μνημονιακής επίθεσης.
η. Η εκλογική συνεργασία είναι επιθυμητή, αλλά η μη επίτευξή
της δεν είναι το τέλος του δρόμου. Η ηγεσία της
Λαϊκής Ενότητας δείχνει να ενδιαφέρεται πρώτιστα για τη συγκρότηση του νέου
φορέα που αναδεικνύεται μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ και να απορρίπτει την πρόταση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ για εκλογική συνεργασία με βάση το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που
χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες πλέον – έξω από τις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ –
αποδέχονται. Στην περίπτωση αυτή, δεν χρειάζεται καταγγελιολογία, αλλά επιμονή
στην κοινή δράση σε όλα τα μέτωπα του κινήματος και εμβάθυνση της συζήτησης,
τόσο από τα κάτω όσο και από τα πάνω. Μέχρι τότε, η ενίσχυση της
αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, εκλογικά και οργανωτικά, είναι καθήκον που
καλούνται να σηκώσουν στις πλάτες τους όχι μόνο τα υπάρχοντα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ,
αλλά και χιλιάδες άλλοι που αντιλαμβάνονται πλέον την αναγκαιότητά της.
Θανάσης Καμπαγιάννης,
μέλος Τ.Ε. ΑΝΤΑΡΣΥΑ Γαλάτσι-Πατήσια-Κυψέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου