Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Ο Φασισμός και η Ευρώπη: από το Άουσβιτς στο Κίεβο κι από εκεί στο Παρίσι, του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη

Ο ιστορικός, ξεκινώντας από το 1989, κοιτάζει τον χάρτη και βλέπει να αναδύεται, σχεδόν ανεπαίσθητα, η Ευρώπη του Μεσοπολέμου, κράτη που δεν πρόφθασαν καλά καλά να εκδώσουν γραμματόσημα. Από τις οθόνες του υπολογιστή ή της τηλεόρασης προβάλλουν ονόματα ξεχασμένων κομητειών της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Ονόματα πόλεων που...
άλλαζαν, ξανά, όπως το Μπόλεχιβ/Μπόλεχοβ, για το οποίο υπάρχει το χαρακτηριστικό ανέκδοτο για τον άνθρωπο που γεννήθηκε στην Αυστρία, πήγε σχολείο στην Πολωνία, παντρεύτηκε στη Γερμανία και απέκτησε παιδιά στη Σοβιετική Ένωση χωρίς να απομακρυνθεί από τη γειτονιά του. Σήμερα, αν ζούσε, θα βρισκόταν στην Ουκρανία.

Εβδομήντα χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τα δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς του, και παρά τον λόγο περί ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οριοθέτηση καθίσταται ξανά ζήτημα. Θα ήταν σωστότερο να πούμε: παρουσιάζεται το ενδεχόμενο η ευρωπαϊκή ενοποίηση να συνοδεύεται από νεκρούς και συνοριακές μεταβολές, με μια ολοκλήρωση εναντίον της Ευρώπης. Και με αυτό τον τρόπο, ίσως να διαρραγεί οριστικά, και να φανεί ως παρένθεση, το συμβόλαιο που συνήφθη κατά τη διάρκεια του πολέμου, με την παραβίαση και του τελευταίου, εν ισχύ, όρου του, αυτού της μη επιστροφής του φασισμού.

Τώρα που το φάσμα του νέου ναζισμού απλώνεται από την Αθήνα ως το Κίεβο, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να θυμηθούμε, να επικαιροποιήσουμε την παλιά ιστορία, πέρα από σχήματα επετείων κι εορτών. Διότι, το να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της μνήμης, εκκινώντας από την αρνητική της πλευρά, την απώλειά της, μπορεί να οδηγήσει στην ανάδυση της υλικότητάς της. Όταν την αναλογιστούμε υπό το φως της πιθανής της εξαφάνισης, η μνήμη αποκαλύπτεται όχι ως ένα διαρκές υπόλειμμα, αλλά ως μια ιστορική μορφή: όχι ως μια δυνατότητα, αλλά ως μια δραστηριότητα, όχι ως μια κληρονομιά που μας επιδόθηκε ειρηνικά αλλά ως μια εργασία, ένα όπλο κι ένα διακύβευμα. Διότι «ούτε καν οι νεκροί δεν θα “ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εχθρός είναι ο φασισμός. Και δεν είναι πλέον ένα σχήμα λόγου, μια λεκτική υπερβολή, αλλά μια απτή πραγματικότητα. Παρελαύνει στις πλατείες της Ευρώπης, και τα βήματά του θα συνεχίσουν να ηχούν, όσο η δημοκρατία θα απουσιάζει, όσο η έννοιά της θα απομακρύνεται από την πραγματικότητά της. Και, φυσικά, ισχύει ακέραια πως όποιος δεν θέλει να μιλήσει για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού δεν θα έπρεπε να μιλάει για τον φασισμό. Διότι, αν δεν μιλήσουμε για την δημοκρατία και τον καπιταλισμό, τότε ο λόγος μας θα εκπέσει είτε σε σχήματα περί μιας ανεξήγητης ομαδικής παράκρουσης κάποιων «απολίτιστων», αντίδοτο της οποίας θα ήταν, ενδεχομένως, μια έκκληση στη λογική, συνοδευόμενη από μια προτροπή στο «λαό» να υπακούσει τους «επαΐοντες», όσους κατέχουν την τεχνογνωσία της πολιτικής και της οικονομίας, είτε, απλώς, σε μια πρόταση για την επιβολή κατασταλτικών μέτρων, ικανών να διατηρήσουν την ισχύουσα κατάσταση πραγμάτων. Έτσι, βέβαια, οι «σεβαστές συμμορίες» θα συντηρούν τον φασισμό και οι «μη σεβαστές» θα τον ασκούν.

Οφείλουμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για την ναζιστική βία και την καταστροφή: των εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης, των ρομ, των κομμουνιστών, των ομοφυλόφιλων, των «αντικοινωνικών στοιχείων» – της ζωής «που δεν άξιζε κανείς να ζει», για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός βιβλίου που είχε γραφτεί όχι επί ναζισμού, αλλά ήδη το 1920, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

Εδώ, θα αναφερθώ επιγραμματικά μόνο σε ένα ζήτημα που τίθεται συχνά, κι από πολλούς, στο ερώτημα περί της δυνατότητας παρουσίασης του αντικειμένου «Ολοκαύτωμα»: «Το Άουσβιτς αντιστέκεται στις προσπάθειες της φαντασίας και της αντίληψης. Υποτάσσεται μόνο στη μνήμη (…), μεταξύ των νεκρών κι εμάς που επιζούμε υπάρχει μια άβυσσος, και δεν υπάρχει ένα τόσο μεγάλο ταλέντο ικανό να την διαβεί» [1].

Είναι λοιπόν αδύνατον να παρουσιάσουμε και να κατανοήσουμε την καταστροφή; Αν ήταν έτσι, τότε, με τον καιρό, η καταστροφή θα ήταν πλήρης. Τι θα γίνονταν οι νεκροί, μετά τον θάνατο του τελευταίου επιζώντα, του τελευταίου μάρτυρα; Η ιστορία θα κατέληγε στην σιωπή. Αν για τους επιζώντες οι λέξεις μοιάζουν, και δικαίως, συχνά αδύνατον να περιγράψουν όσα βίωσαν, τι σημαίνει όμως για μας η άρνηση της ιστορικοποίησης, μέσω της ταξινόμησης της βιομηχανικής εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων στον χώρο του «ανείπωτου», αυτού που μόνον μέσω της απουσίας του μπορεί να βρει χώρο στην ιστορία;

Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα μπορεί να ξενίσει. Σε πολιτικό επίπεδο, ο λόγος περί του μη παραστάσιμου της καταστροφής σημαίνει μια εκ των υστέρων νίκη του ναζιστικού σχεδίου, εφόσον έτσι, πράγματι, δεν θα έμενε ούτε ίχνος από τα εκατομμύρια των νεκρών. Αλλά όχι μόνον αυτό. Θα δικαιολογούσε την κοινότοπη, πια, κυρίαρχη και καθησυχαστικά προβαλλόμενη ερμηνεία του ναζιστικού φαινομένου ως μιας άπαξ εμφάνισης ενός μεταφυσικού Κακού επί γης. Διότι, μόνο τα μεταφυσικά συμβάντα είναι μη παραστάσιμα, άφατα κι αχεροποίητα.

Για να το πω ακόμα πιο ωμά: η στάση αυτή, μιας συχνά αισθητικίζουσας σιωπής, θα συμπλήρωνε το έργο των αρνητών της καταστροφής, το οποίο, όσο και να ακούγεται παράδοξο, πέρα από ανιστόρητο, εγκληματικό ή προσβλητικό, είναι και ιδεολογικά ηρεμιστικό, ως προς ένα σημείο: η προσπάθεια των αρνητών να εξαλείψουν την συγκεκριμένη καταστροφή από την ιστορία, επαναφέρει μια τρομακτική ειρήνευση εκεί που η ανάλυση των ιστορικών μορφών του ορθολογισμού, ο οποίος σχετίζεται με πολύπλοκο τρόπο με τον ρατσισμό και τις μεταμορφώσεις του, είχε εισαγάγει, σε έναν βαθμό, μια κριτική και αυτοκριτική ένταση στην θεωρία και την πρακτική.

Η διατήρηση αυτής της έντασης δεν είναι, απλώς, ένα ζήτημα υπεράσπισης της μνήμης, αλλά ένας αγώνας επικαιροποίησής της. Διότι, δεν υπάρχει τρόπος να διαφυλάξουμε το παρελθόν χωρίς να γινόμαστε «ενοχλητικοί» στο παρόν. Χωρίς, δηλαδή, να υπενθυμίζουμε ότι ο ναζισμός και η ιστορία του δεν αποτελεί το απολύτως Άλλο της κανονικότητάς μας.

Υστερόγραφο

Το κείμενο που προηγήθηκε, γράφτηκε στις αρχές Μαρτίου του 2014. Δυο μήνες μετά, επήλθε ένα γεγονός καίριο, το οποίο, δυστυχώς, ήταν και αναμενόμενο: τον θρίαμβο του κόμματος του «Εθνικού Μετώπου» της Μαρί Λε Πέν στις Ευρωεκλογές. Οφείλουμε, πέρα από την κατάθεση «αποτροπιασμού», να προβληματιστούμε. «Βρισκόμαστε στο έτος μηδέν ενός πατριωτικού κινήματος το οποίο βασίζεται στην άρνηση του υπερφιλελευθερισμού και του ευρωπαϊσμού»: Η συγκεκριμένη δήλωση εννοεί περισσότερα απ” όσα λέει. Η Γαλλία, από την Γαλλική Επανάσταση, είναι η καρδιά της Ευρώπης. Εδώ «ιδρύεται» ο εθνικισμός, συνδεόμενος με την έννοια του πολίτη-πατριώτη, εδώ και ο διεθνισμός -και μάλιστα, ταυτόχρονα. Οι επαναστάτες, από τη μια μεριά αποκεφαλίζουν τον βασιλιά με την κατηγορία της συνεργασίας με τον εχθρό, ενώ θεσπίζουν μια πολιτεία ανοιχτή σε όλους όσοι ενστερνίζονται τις αρχές της επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, η «Βανδέα» υπερασπίζεται την τάξη και το Παλαιό Καθεστώς, έχοντας στο πλευρό της όλες τις μοναρχίες της Ευρώπης.

Αυτή την δεύτερη παράδοση ενστερνίζεται η Λε Πέν, αυτή της Ιωάννας της Λωρραίνης, αλλά και της γαλλικής ιδιοτυπίας, της τόσο βαθιά ριζωμένης που φτάνει όχι μόνο στην Δεξιά, αλλά και στο (όχι και τόσο σοσιαλιστικής έμπνευσης …) σύνθημα του «Η Γαλλία ανήκει στους Γάλλους», το οποίο, τώρα πια, με την πάροδο του χρόνου, αποκαλύπτει τις άλλες μισές ρίζες του, τις σκοτεινές του πτυχές.

Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Και τι σχέση έχουν με τον φασισμό ή την Ουκρανία, δηλαδή, όπως φαίνεται πια, με το προανάκρουσμα μιας σύγκρουσης μεταξύ «Ευρώπης» και Ρωσίας; Δυο πράγματα: Ότι η Αριστερά οφείλει να ξαναπιάσει το νήμα από την Γαλλική Επανάσταση, για να την ολοκληρώσει. Να το ξαναπιάσει, όχι για να «σώσει» τον καπιταλισμό από την κρίση του, ούτε την παρούσα Ευρώπη από την «παρακμή» της. Η «άρνηση του υπερφιλελευθερισμού» δεν μπορεί παρά να είναι θεμέλιο της Αριστεράς. Όπως, επίσης, θεμέλιό της, οφείλει να είναι και ο διεθνισμός, αυτός του Ροβεσπιέρου, αυτός των οδοφραγμάτων του 1848, αυτός της Κομμούνας, της οκτωβριανής και της ισπανικής επανάστασης. Ο καπιταλισμός, όπως και η Ακροδεξιά διαθέτουν μνήμη, όσο κι αν προσπαθούν να μας κάνουν να λησμονήσουμε την δική μας. Ας ξαναγίνουμε λοιπόν ενοχλητικοί ριζοσπάστες. Είναι, ίσως, ο μόνος τρόπος για να επανιδρύσουμε μια άλλη Ευρώπη, κι έναν άλλο κόσμο.

___________

Σημείωση

[1] Elie Wiesel, «Does the Holocaust Lie Beyond the Reach of Art?», New York Times, 17/4/1983

πηγή: http://rednotebook.gr/2014/11/petros/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου