Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Βουλγαρία - Εργασία μαζικής καταστροφής

Την 1η Οκτωβρίου το χωριό Γκόρνι Λομ, στη
βορειοδυτική Βουλγαρία συγκλονίστηκε από μια τεράστια έκρηξη στο εργοστάσιο
εξουδετέρωσης πυρομαχικών. Αποτέλεσμα, 15 νεκροί. Το δυστύχημα ήταν το έκτο
μέσα σε δώδεκα χρόνια. Σημειωτέον, η τελευταία παρτίδα ναρκών είχε φτάσει από
την Ελλάδα. Δεν είναι ωστόσο αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο το κείμενο που
ακολουθεί ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον έλληνα αναγνώστη. Διαβάζοντάς το,
θα αντιληφθεί ότι οι...
κυρίαρχες αναλύσεις περί «εγχώριου στρεβλού, δύσμορφου
καπιταλισμού», «συντεχνιακής ψήφου», συμμαχίας «αριστεράς και συμφερόντων», της
ευθύνης των φτωχών για τη φτώχεια τους κ.ο.κ. είναι εξαιρετικά οικείες όχι μόνο
στην Ελλάδα, αλλά και στη γειτονική μας χώρα.



της Γιάνα
Τσόνεβα και της Μαντλέν Νικόλοβα
μετάφραση:
Δημήτρης Ιωάννου

Είναι πλέον οδυνηρά ξεκάθαρο πως η έλλειψη επαρκούς νομοθετικής ρύθμισης
και επιβολής εκ μέρους του κράτους επιτείνει την τάση που έχει το κεφάλαιο να
αποφεύγει τον επωμισμό του κόστους των μέτρων και του εξοπλισμού εργασιακής
ασφάλειας, η οποία είναι εγγενής σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση. Η εικόνα
ερειπίου που είχε το εργοστάσιο ακόμα και πριν από την
τραγωδία, μας παρέχει την πιο εναργή εικόνα του πολέμου που διεξάγεται
παγκοσμίως εναντίον της εργασίας: η ελάχιστη δυνατή επένδυση (σε μέτρα
ασφάλειας, σε ασφαλιστικές καλύψεις, σε τεχνικές βελτιώσεις) συνεπάγεται το
μέγιστο αποτέλεσμα (= κέρδος). Λειτουργώντας μέσα στο νομικοπολιτικό πλαίσιο
ενός καθεστώτος λιτότητας που γέρνει μονόπαντα υπέρ τους, οι κεφαλαιοκράτες
έχουν την άνεση να μην αναλαμβάνουν πια το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής
δύναμης· την ίδια στιγμή, η εργασία αποστερείται κάθε προστασία και
επιβαρύνεται με την ευθύνη και το κόστος της ίδιας της ασφάλειας και της
αναπαραγωγής της. Οι εργαζόμενοι σ' εκείνο το αξιοθρήνητο εργοστάσιο,
δείχνοντας τα γεμάτα φλύκταινες χέρια τους, μίλησαν για τις απαράδεκτες
συνθήκες εργασίας που υπάκουαν στη γενική αρχή «βγάλτε τα πέρα όπως μπορείτε»:
γάντια και μάσκες μιας χρήσεως χρησιμοποιούνταν ως μόνιμος εξοπλισμός
«ασφαλείας» με τον οποίο καλούνταν να χειριστούν πυρακτωμένα μηχανήματα (η
υποχρεωτική ψύξη των οποίων με νερό είναι πλέον μια πολυτέλεια περασμένων
εποχών), και μάλιστα σ' ένα περιβάλλον εξαιρετικά εύφλεκτο.
Ακόμα πιο εξωφρενική ήταν η χρήση παλιών σφυριών για την εξουδετέρωση
ναρκών ξηράς. Σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ, η έκρηξη οφειλόταν ακριβώς σε μια νάρκη
που χτυπήθηκε με σφυρί. Απαρχαιωμένη τεχνολογία, άθλιες εργασιακές συνθήκες,
εξευτελιστικοί και ακανόνιστα καταβαλλόμενοι μισθοί (περίπου 120 ευρώ/μήνα) και
απαγόρευση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας συνθέτουν ένα σατανικό μείγμα,
πιο θανατηφόρο κι απ' τις νάρκες ακόμα. Όταν δεν σκοτώνει η έλλειψη μέτρων
ασφάλειας, το κάνουν οι μισθοί πείνας ή οι διαρκείς απολύσεις
"υπεράριθμων", οι οποίες έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα να ηρεμούν
τους ανήσυχους εργάτες και να μετατρέπουν τη δυσφορία τους για την εργοδοσία σε
ανταγωνισμό μεταξύ τους για το ποιος θα κρατηθεί στη δουλειά.
Οι κυρίαρχες ερμηνείες του ατυχήματος το ενέγραψαν αμέσως σε δύο
επικρατούσες ιδεολογικές φαντασιώσεις. Κατά πρώτον, το συμβάν διαμεσολαβήθηκε
από την κύρια συνωμοσιολογική φαντασίωση που «εξηγεί» γιατί η πολυπόθητη
αποσύνθεση της σοσιαλιστικής πολιτικής οικονομίας δεν επέφερε τα αναμενόμενα
αποτελέσματα. Αυτή η φαντασίωση λειτουργεί διά της μετάθεσης του εγγενούς
χαρακτηριστικού κάθε καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή του ότι παράγει δυστυχία
για τον έναν πόλο και πλούτο για τον άλλο, σε ένα εξωτερικό πεδίο: εάν δεν
υπήρχε η τάδε υποτιθέμενη εξωτερική δύναμη που ανακατεύεται στο σύστημα, όλα θα
ήταν εντάξει.
Αμέσως μετά από την έκρηξη, τα ΜΜΕ κυκλοφόρησαν την είδηση πως ο
ιδιοκτήτης της ιδιωτικοποιημένης βιομηχανίας όπλων είναι μασόνος. Ακόμα και τα
πιο αξιόπιστα φιλελεύθερα μέσα δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό της
αναπαραγωγής ολίγων συνωμοσιολογικών φαντασιοκοπημάτων. Η φιγούρα του μασόνου
στη συγκεκριμένη περίπτωση παίζει διπλό ρόλο, μια και επιτρέπει ταυτόχρονα και
στο ίδιο υποκείμενο, τόσο την αγκύρωση και διατήρηση της πίστης του
στον καπιταλισμό σε αφηρημένο επίπεδο όσο και τη διατύπωση κριτικής ή και
καταγγελίας ακόμα της συγκεκριμένης ενσάρκωσης της καπιταλιστικής σχέσης. Έτσι,
ενώ ο «καπιταλισμός-καθαυτός» δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα, ο
συγκεκριμένος, δικός μας «τύπος» καπιταλισμού είναι στρεβλός», παράγοντας πόνο
και δυστυχία αντί για την αενάως προσδοκώμενη και ποτέ υλοποιούμενη δικαιοσύνη.
Οι επιχειρηματίες παρουσιάζονται ως «μασόνοι», μυστικοί πράκτορες του
κομμουνισμού, ερπετοειδή ή εξωγήινοι, σε μια ανεξέλεγκτη σειρά από
δαιμονοποιήσεις, που γεννά την ιδέα μιας ολοένα και πιο σκοτεινής δύναμης που
κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο. Πρόκειται για την εκλαϊκευμένη εκδοχή των
προσεγγίσεων του «ορθού» καπιταλισμού στην πολιτική επιστήμη, οι οποίες
αποκηρύσσουν τις «διεφθαρμένες» ή «πελατειακές» μορφές του, από τη θέση ενός
θεωρητικά αυθεντικού, καθαρού και καλού καπιταλισμού του οποίου η
πραγματοποίηση υποτίθεται πως εμποδίζεται από εξωτερικά προσκόμματα.
Η δεύτερη λογοθετική προσέγγιση της τραγωδίας την ενέγραφε σε ένα αφήγημα
το οποίο συναρθρώθηκε κατά τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του 2013 ενάντια
στον τότε κυβερνώντα συνασπισμό του Βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΒΣΚ)
και του Κινήματος για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες (ΚΔΕ, κόμμα που
παραδοσιακά εκπροσωπεί την ευμεγέθη στη Βουλγαρία τουρκική μειονότητα). Κατά τη
διάρκεια εκείνων των μαζικών διαδηλώσεων, φιλελεύθεροι ακτιβιστές διατύπωσαν με
κυνισμό την άποψη πως, σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις για το ηλεκτρικό και τη
θέρμανση που είχαν γίνει τον Φεβρουάριο του 2013, οι δεύτερες διαδηλώσεις
γίνονταν από τη «μεσαία τάξη» για «ευρωπαϊκές αξίες» ενάντια σε μια σκιώδη
«ευρασιατική» ελίτ. Το αποκορύφωμα αυτής της λογικής σημειώθηκε, μάλλον, όταν ένας
καθεστωτικός «φιλελεύθερος ακτιβιστής» προέβη σε μια «ταξική ανάλυση» στην
οποία υποστήριζε ότι υπάρχει μια συμμαχία μεταξύ της ολιγαρχίας και του
«προλεταριάτου».
Έτσι, εκτός από τον ηθικό πανικό που επέφερε η πληροφορία για τις
διασυνδέσεις του ιδιοκτήτη με τη Μασονία, πολλές εφημερίδες υπογράμμιζαν και
τους δεσμούς του με το ΒΣΚ και με τον πρώην Πρόεδρο της χώρας, που προερχόταν
επίσης από το ΒΣΚ. Εν τω μεταξύ, ένας δημοσιογράφος μιας από τις μεγάλες
φιλελεύθερες εφημερίδες έκανε μια έρευνα και ανακάλυψε ότι το χωριό κοντά στο
εργοστάσιο ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ του ΚΔΕ στις τελευταίες
ευρωεκλογές. Η επιλογή των λέξεων πρόδιδε τον καλυμμένο ενθουσιασμό του
δημοσιογράφου («Δεν είναι τελικά ευθύνη των ίδιων των φτωχών η δυστυχία τους,
αφού ψηφίζουν τα λάθος κόμματα;»). [...] Και το άρθρο κατέληγε βαθυστόχαστα:
«όπου υπάρχει συντεχνιακή ψήφος [άλλη μια λέξη για την «ελεγχόμενη ψήφο»],
υπάρχουν και συμφέροντα που δρουν ενάντια στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων
γιατί, εάν αυτοί είναι φτωχοί, μπορούν να εκβιαστούν για ένα κομμάτι ψωμί».
Ιδού λοιπόν πώς ο φιλελεύθερος τύπος αθωώνει τον «καπιταλισμό-καθεαυτόν»
ενάντια στον «δικό μας» που δήθεν αποτελεί μια διεφθαρμένη και οπισθοδρομική
εκδοχή του πρώτου καθώς δεν ευδοκιμεί σε συνθήκες ελευθερίας, αλλά αντίθετα
παράγει σχέσεις που θυμίζουν δουλοπαροικία κι έτσι κανείς φιλελεύθερος δεν
μπορεί να τις αγνοεί. Κι όμως, οι σχολιαστές αυτού του είδους αισθάνονται την
ανάγκη να ξεμπερδεύουν με αυτή την αδικία, φροντίζοντας όμως να μην πετάξουν το
καπιταλιστικό μωρό μαζί με τα καπιταλιστικά απόνερα του μπάνια.
Οι αναφορές στη λεγόμενο «ελεγχόμενη ψήφο» αφθονούσαν, μαζί με τη
μνησίκακη υπόνοια ότι τα θύματα θα έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να λογοδοτήσουν
αφού ψηφίζουν τα χειρότερα κόμματα για να τα κυβερνούν. Ένα άλλο ρεπορτάζ για
τις εργασιακές συνθήκες κατέληγε σε δραματικούς τόνους με τον δημοσιογράφο να
αφηγείται πως κάποιοι από το χωριό έλπιζαν ότι αυτός ήταν εκεί για να
εξαγοράσει τις ψήφους τους. Πίσω απ' τις γραμμές ξεπρόβαλλε η υπόθεση ότι η
«ελεγχόμενη ψήφος» κρατά στην εξουσία τα κόμματα που είναι υπεύθυνα για τη
«στρεβλότητα» της καπιταλιστικής μας οικονομίας. (Οι προσπάθειες των
φιλελεύθερων ακτιβιστών να καταπολεμήσουν τη λεγόμενη «ελεγχόμενη ψήφο» παίρνει
μερικές φορές καθαρά φασιστικές μορφές. Πάρτε για παράδειγμα τις εκστρατείες
ενημέρωσης στις παραγκουπόλεις –ιδίως των Ρομά, καθώς αυτοί είναι οι συνήθεις
ύποπτοι για όλα τα δεινά του κόσμου: οι ακτιβιστές ραίνουν το ακροατήριό τους
με ηθικολογίες για την «πώληση» των ψήφων του, αγνοώντας απολύτως τις άθλιες
συνθήκες διαβίωσής του οι οποίες θα αρκούσαν να δικαιολογήσουν αυτή την
πρακτική– εάν κάποιοι καταφεύγουν καν σε αυτή, γιατί και αυτό θεωρείται
δεδομένο πολύ συχνά και αποδεικνύεται πολύ σπάνια.)
Όλο αυτό καταλήγει στο να κατηγορούνται τα ίδια τα θύματα για τη δυστυχία
τους ή και για τον θάνατό τους ακόμα («Θα έπρεπε να έχουν κάνει σωματείο!»,
αναφωνούν με πάθος κάποιοι εν μέσω ψυχρών υπολογισμών για το πόσοι κάτοικοι του
χωριού ψήφισαν το ΚΔΕ, λες και υπάρχει κάποια λογική αναγκαιότητα που συνδέει την
εκλογική συμπεριφορά των εργατών με την αποτρόπαια βία που τους ασκήθηκε!). Η
ελαστικότητα των ιδεών της υπευθυνότητας και της αυτοβοήθειας –των κύριων
συστατικών του νεοφιλελεύθερου ιδεολογικού πολτού– δεν υποχωρεί ούτε μπροστά
στον θάνατο.
Μια και αναφέραμε τον θάνατο, είναι διδακτικό το πόσο διαφορετικά
αντιμετώπισαν τα ΜΜΕ τον χαμό των εργατών και αυτόν του γιού του εργοδότη που
βρισκόταν στο εργοστάσιο όταν έγινε η έκρηξη. Οι φιλελεύθεροι ανθρωπιστές
αρέσκονται να επικαλούνται την υποτιθέμενη καθολικότητα του θανάτου, του
σωματικού εκφυλισμού των γηρατειών, του σωματικού πόνου κ.λπ., προκειμένου να
αποδείξουν τη «μεροληπτικότητα» της ταξικής ανάλυσης. Σύμφωνα με αυτή τη
λογική, η πάλη των τάξεων διεξάγεται εις μάτην, διότι, εν αγνοία μας, ο θάνατος
μάς έχει ήδη συμφιλιώσει, τους μεν με τους δε. Ωστόσο, τα ρεπορτάζ για την
έκρηξη αποκάλυψαν γρήγορα τα όρια αυτής της φιλελεύθερης ανθρωπιστικής
κοινοτοπίας. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και ο γιος του εργοστασιάρχη αναφερόταν
πλέον με το όνομά του, ενώ άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως ρεπορτάζ για τις
τελευταίες του διακοπές στην Ταϋλάνδη. Αντίθετα, τρεις μέρες μετά την έκρηξη,
δεν ήταν ακόμα σαφές αν οι εργάτες που είχαν σκοτωθεί ήταν 15 ή 16.
Κι έτσι, η ψευδο-αδελφοσύνη όλων μας μπροστά στον θάνατο κατέρρευσε υπό
το βάρος του ονόματος ενός και μόνο ανθρώπου.

 Jana Tsoneva είναι υπ. δρ
κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης, στη Βουδαπέστη. H Madlen Nikolova είναι
φοιτήτρια πολιτισμικών σπουδών. Και οι δύο είναι μέλη του Κοινωνικού Κέντρου Xaspel (Σόφια)
και της συλλογικότητας 
Νέες Αριστερές Προοπτικές. Το
κείμενο (που εδώ μεταφράζεται με μικρές περικοπές) δημοσιεύθηκε στο σάιτ της
συλλογικότητας(novilevi.org/), στις 4.10.2014.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου