του Δημ. Σαραφιανού |
σχέδια του ιμπεριαλισμού
Με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού, η Ουκρανία, όπως και άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ κυριαρχήθηκαν από μια κάστα ολιγαρχών που συγκέντρωσαν τεράστια πλούτη εκμεταλλευόμενοι την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και της δημόσιας περιουσίας των ΣΣΔ (είτε μέσω των θέσεων που κατείχαν στα πλαίσια του κρατικού καπιταλισμού, είτε μέσω του οργανωμένου εγκλήματος). Ιδιαίτερα στην Ουκρανία, το φαινόμενο αυτό κυριάρχησε πλήρως στην οικονομική ζωή. Το 2008 ο πλούτος που κατείχαν οι 50 πλουσιότεροι ολιγάρχες αντιστοιχούσε στο 85% του ΑΕΠ της Ουκρανίας.
Μάλιστα –σε αντίθεση με τις ισορροπίες που διαμορφώθηκαν από το καθεστώς Πούτιν στη Ρωσία- το πολιτικό προσωπικό της Ουκρανίας συγκροτήθηκε σε άμεση σχέση και εξάρτηση από τους ολιγάρχες, αποκτώντας σημαντικά πλούτη και το ίδιο.
Συχνά βέβαια υπερτονίζονται τα χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής δομής και παραγνωρίζεται ότι τα πολιτικά γεγονότα δεν παράγονται μονοσήμαντα από σχέσεις οικονομικής εξάρτησης, αλλά από την επίδραση που ασκούν στο κράτος και στο πολιτικό προσωπικό οι κοινωνικές συμμαχίες του συνασπισμού εξουσίας και οι εκπροσωπήσεις κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Εκει άλλωστε βρίσκεται και η βάση των κάθετων πολιτικών διαφοροποιήσεων που αποτυπώνονται και εκλογικά στο χάρτη της Ουκρανίας. Στο ανατολικό και νοτιοανατολικό τμήμα της Ουκρανίας και κυρίως στο τμήμα της κοιλάδας του Ντον (Ντονμπας) που ανήκει στην Ουκρανία και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα των περιφερειών του Ντονέτσκ, του Λουγκάνσκ και το ανατολικό τμήμα της περιφέρειας του Ντνιπροπετρόβσκ βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο τμήμα της βιομηχανίας και των ανθρακωρυχείων της Ουκρανίας και ένας εξαιρετικά σημαντικός εργατικός πληθυσμός. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων στην περιοχή αυτή είναι ρωσικής καταγωγής, μιλάνε ρωσικά και θρησκευτικά ανήκουν στην ορθόδοξη ουκρανική εκκλησία που υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας. Τόσο το κατά κεφαλή εισόδημα, όσο και ο μέσος μισθός των περιοχών αυτών (με πρώτο το Ντνιπροπετροβσκ και εν συνεχεία το Ντονέτσκ, το Ζαπορόζγιε, την Παλτάβα, το Χάρκοβο, το Λουγκανσκ και την Οδησσό) είναι τα υψηλότερα στην Ουκρανία, παρουσιάζουν δε εμπορικά πλεονάσματα. Η μόνη άλλη περιοχή με αντίστοιχα οικονομικά μεγέθη είναι η περιοχή της πρωτεύουσας του Κιέβου, που όμως παρουσιάζει εμπορικό έλλειμμα. Το δυτικό τμήμα της Ουκρανίας –γενέτειρα του ουκρανικού εθνικισμού και κύρια βάση ισχύος τόσο των πορτοκαλί φιλοδυτικών υποψηφίων, όσο και των φασιστικών οργανώσεων, παραμένει σε μεγάλο τμήμα του αγροτικό με χαμηλά εισοδήματα και μικρή συμμετοχή στις συνολικές εισαγωγές-εξαγωγές, μιλάνε κατά κύριο λόγο ουκρανικά και θρησκευτικά είτε ανήκουν στους Ουνίτες (καθολικοί με ορθόδοξο τυπικό), είτε στο ορθόδοξο Πατριαρχείο Κιέβου, που έχει ασποπασθεί από το Πατριαρχείο Μόσχας
Η κατάσταση αυτή παρήγαγε και συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις στις πολιτικές ισορροπίες. Η ίδια διαχωριστική γραμμή που αποτυπώθηκε στις εκλογές του 2010 μεταξύ Τιμοσένκο και Γιανουκόβιτς είχε αποτυπωθεί αυτούσια στις εκλογές του 2004 μεταξύ Γιούσενκο και Γιανουκόβιτς (όταν η υποτιθέμενη εκλογική νοθεία από τον Γιανουκόβιτς οδήγησε στην «πορτοκαλί επανάσταση» και στην επανάληψη των εκλογών που οδήγησε στην εξουσίατο Γιουσένκο ), αλλά και σχεδόν αυτούσια και στις εκλογές του 1999 μεταξύ του εκλεγέντος Λεονίντ Κούτσμα (που προηγήθηκε στις ανατολικές και νότιες περιφέρειες) και του απερχόμενου προέδρου Λεονίντ Κραβτσούκ (που προηγήθηκε στις δυτικές περιφέρειες). Η μόνη φορά που δεν αποτυπώθηκε αυτή η διαχωριστική γραμμή ήταν στις εκλογές του 1999 όταν ως αντίπαλος του Κούτσμα κατέβηκε ο γ.γ. του ΚΚΟυκρανίας Πέτρο Σιμονένκο (οπότε και πήρε 38% κερδίζοντας την πρώτη θέση σε Βίνιτσα, Πολτάβα, Χερσώνα, Τσερκάσσι, Κριμαία, Κιροβογκραντ και Λουγκάνσκ έναντι 57,7% του Κούτσμα, ο οποίος κέρδισε τόσο τις δυτικές, όσο και τις νοτιοανατολικές περιοχές).
Δεν πρέπει όμως κανείς να νομίζει ότι από τη μια μεριά της χώρας υπάρχει μια προσανατολισμένη προς τη Ρωσία βιομηχανική-παραγωγική οικονομία και από την άλλη μεριά ένα προσανατολισμένο προς τη Δύση νεοφιλελεύθερο μπλοκ. Ένα μεγάλο τμήμα της ουκρανικής ολιγαρχίας που είναι επαρκώς ενταγμένο σε νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα χρηματοπιστωτικές επενδύσεις έλκει τη βάση του από τις βιομηχανίες της νοτιοανατολικής Ουκρανίας (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Αχμέτοφ, τον πλουσιότερο άνθρωπο της Ουκρανίας, αλλά και τον Κολομόισκυ, τον τρίτο πλουσιότερο ολιγάρχη). Η διαφορά μεταξύ του κόμματος των περιφερειών του Γιανουκόβιτς (που στηριζόταν από τον Αχμέτοφ και άλλους ολιγάρχες) από τα κόμματα της πορτοκαλί επανάστασης έγκειται περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τις κοινωνικές ισορροπίες και συμμαχίες (με τα εργατικά στρώματα ή με τους αγρότες και τα νέα μικροαστικά στρώματα) σε συνδυασμό βέβαια με αρκετές ιδεολογικές διαστρεβλώσεις (όπως π.χ. ότι ο ένας ή ο άλλος υποψήφιος θα ενισχύσει τις δυτικές ή νοτιοανατολικές περιφέρειες επειδή κατάγεται από εκεί ή επειδή συνδέεται με τα συμφέροντα των ολιγαρχών που κατάγονται από εκεί ή θα κατοχυρώσει με καλύτερο τρόπο τα δικαιώματα των πολιτών συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής)
Φυσικά τα δυο μπλοκ δεν λειτουργούσαν με στεγανό τρόπο (άλλωστε ο Γιανουκόβιτς είχε διατελέσει μεταξύ 8/2006- 12/2007 πρωθυπουργός υπό τον Γιούσενκο). Η αποκρυστάλλωση των κοινωνικών συμμαχιών που μπορούν να διαφανούν κυρίως στην πολιτική της τιμής της ενέργειας και της στέγης (της οποίας το κράτος επιδοτεί το κόστος για τις φτωχότερες οικογένειες) και στην αύξηση των πραγματικών μισθών (που είναι βέβαια τρεις φορές χαμηλότεροι από αυτούς της Πολωνίας) εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από μετατοπίσεις πολιτικής ισχύος. Έτσι, αν και η παρουσία του ΔΝΤ στην Ουκρανία στα πλαίσια της παρούσας κρίσης χρονολογείται ήδη από τον Νοέμβριο του 2008 (με αποτέλεσμα την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των γυναικών, την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 20%, αλλά και την συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 15% και της βιομηχανικής παραγωγής κατά 22%) οι αυξήσεις στο βασικό μισθό κατά 11% και η αύξηση του επιπέδου διαβίωσης κατά 12-18% από τον Νοέμβριο του 2009 έως τον Ιανουάριο του 2010 πραγματοποιούνται από τον «πορτοκαλί» φιλοδυτικό Γιούσενκο ενόψει βέβαια των επικείμενων εκλογών (στις οποίες καταβαραθρώθηκε). Η απάντηση του ΔΝΤ ήταν η άμεση αναστολή των δόσεων.
Από την άλλη ήταν σαφές ότι το καθεστώς Γιανουκόβιτς ήταν κι αυτό προσανατολισμένο στην προσέγγιση με τη δύση, λόγω όμως και των κοινωνικών ισορροπιών που εκπροσωπούσε ήταν λιγότερο διατεθειμένο να δεχθεί μια πλήρη υποτέλεια προς τα κελεύσματα της βίαιης νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της ουκρανικής οικονομίας. Αν εξαρτιόταν αποκλειστικά από το καθεστώς, το θέμα θα ήταν περισσότερο οι ρυθμοί ένταξης σε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο, παρά ο στόχος καθ’εαυτόν. Αυτή η «δυσκαμψία» του καθεστώτος Γιανουκόβιτς προσδιόρισε και την τύχη του σε μια περίοδο όξυνσης των αντιθέσεων.
Η οικονομική κρίση όξυνε σε μεγάλο βαθμό τις αντιφάσεις της ουκρανικής οικονομίας: το δημόσιο χρέος (είτε για την αποπληρωμή ομολόγων είτε προηγουμένων δανείων του ΔΝΤ, είτε χρεών προς την ρωσική Γκαζπρομ) εκτινάχτηκε. Η ανάγκη άμεσης κάλυψης των απαιτήσεων έθεσε την Ουκρανία μπροστά σε ένα πιεστικό δίλλημα: προσφυγή στο ΔΝΤ και την ΕΕ ή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών δανειοδότησης.
Ο Γιανουκόβιτς δεν δίστασε. Υπέγραψε το 2010 συμφωνία δανειοδότησης με το ΔΝΤ έναντι 15 δις δολ. με αντάλλαγμα την περαιτέρω αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης για άνδρες και γυναίκες, κατάργηση επιδομάτων (όπως των εργατών του Τσερνομπιλ), τη μείωση του ελλείμματος -που πράγματι επιτεύχθηκε με μεταρρυθμίσεις και λιτότητα-, πλην όμως αυτά δεν ήταν αρκετά για το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ απαιτούσε αύξηση της τιμής της ενέργειας κατά 40% και κατάργηση των επιδοτήσεων στην τιμή του φυσικού αερίου για τις φτωχότερες οικογένειες, περικοπή των δημόσιων επενδύσεων και μείωση του δημόσιου τομέα
Ταυτόχρονα, η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ προέβλεπε κατάργηση των δασμών και των περιορισμών κινήσεως κεφαλαίων, καθώς και υιοθέτηση κανονισμών της ΕΕ για τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Από την άλλη, η πρόταση του ρωσικού δανείου περιελάμβανε δάνειο ύψους 15 δις. δολ και έκπτωση 30% στην τιμή του φυσικού αερίου, χωρίς να περιέχει όρους μεταρρυθμίσεων
Αν και οι όροι της ρωσικής πρότασης ήταν προφανώς καλύτεροι, θα οδηγούσε την Ουκρανία σε μια μεγαλύτερη απομάκρυνση από την διαδικασία ένταξης της στο διεθνή νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας και θα την ωθούσε προς την κατεύθυνση συμμετοχής της στην ευρωασιατική οικονομική ένωση Ρωσίας-Καζακσταν-Λευκορωσίας, διαδικασία που ούτε το μεγάλο ουκρανικό κεφάλαιο, ούτε η πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων έβλεπε ευνοϊκά. Η μεταπήδηση π.χ. στρατοπέδου από τον Αχμέτοφ είχε διαφανεί την εποχή που το μαϊντάν ήταν ακόμα στα σπάργανα. Η βιαιότητα με την οποία τέθηκε το δίλημμα από τους ιμπεριαλιστικούς πόλους (πρωτίστως τον ευρωατλαντικό) έκρινε την τύχη του καθεστώτος, που σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στηριζόταν στην ισχύ των ολιγαρχών που ήδη είχαν αρχίσει να μετατοπίζονται παρά στην ενεργητική συναίνεση των εργατικών λαϊκών στρωμάτων (όπως φάνηκε και από την απόλυτη αδράνεια τους κατά το ξεδίπλωμα της εξέγερσης του μαϊντάν, γεγονός που σε πολύ μεγάλο βαθμό οδήγησε το Γιανουκόβιτς να προσφύγει σε αυταρχικά μέτρα περιορισμού των ελευθεριών και να ανεβάσει το επίπεδο της καταστολής, ανάλογα βέβαια και με την αντίστοιχη αύξηση του επιπέδου της βίας από τις φασιστικές δυνάμεις που διεκδικούσαν τη διαμόρφωση πεδίων δυαδικής εξουσίας). Εν τέλει οι όροι του ΔΝΤ θα επιβληθούν από την κυβέρνηση του Μαϊντάν.
Δεν είναι βέβαια σπάνιο το φαινόμενο στην Ουκρανία, να μετατοπίζεται η πολιτική ισχύς μεταξύ των δυο εκλογικών μπλοκ, ανάλογα με τη στάση που κρατάν οι διάφοροι ολιγάρχες. Το 2004 ο Γιανουκόβιτς κατηγόρησε για προδοσία τον τότε πρόεδρο Κούτσμα που τον στήριζε, καθώς άλλαξε στρατόπεδο και συνέβαλε στην πορτοκαλί επανάσταση υποστηρίζοντας ότι η εκλογή Γιανουκόβιτς ήταν προϊόν νοθείας (εν συνεχεία και μετά την χρεωκοπία της πορτοκαλί επανάστασης ο Κούτσμα παραδέχθηκε ότι νομίμως είχε εκλεγεί ο Γιανουκόβιτς, ενώ σήμερα βρίσκεται επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας που συζητά την εκεχειρία με τους αντάρτες της Νοβορωσίας –όχι άδικα, ένας από τους όρους των ανταρτών είναι η αποχώρηση του Κούτσμα από την αντιπροσωπεία, όρος όμως που δεν έγινε δεκτός)
Η πολιτική του ΔΝΤ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ έχει συγκεκριμένες κατευθύνσεις: την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας με την άρση των κοινωνικών συμμαχιών, την έκθεση των ουκρανικών κεφαλαίων στο διεθνή ανταγωνισμό, την ένταξή της στον ευρωατλαντικό οικονομικό και στρατιωτικό άξονα . Η στρατηγική των ΗΠΑ προσδιορίζεται κυρίως από το ρόλο που επιτελούν ως «συλλογικός ιμπεριαλιστής» να «ανοίξουν» όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές και τομείς στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και να τις εντάξουν στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο συσσώρευσης και το διεθνή καταμερισμό εργασίας, αναιρώντας μια σειρά κοινωνικών σχέσεων και ισορροπιών που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού ή τις χώρες του αραβικού κόσμου. Πολλώ δε μάλλον αφού μια από τις κυρίαρχες στρατηγικές για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης είναι η διευρυμένη επαγωγή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης σε αναπτυσσόμενες χώρες. Στην κατεύθυνση αυτή έλκουν το σύνολο των δυτικών ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο έδαφος του κοινού αυτού πλαισίου δεν αναπτύσσονται ενδοϊιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που αποτυπώνονται και δημόσια (και αφορούν τόσο τους όρους πρόσβασης στην οικονομία των χωρών αυτών και τις γεωπολιτικές ισορροπίες –είναι προφανές ότι η ΕΕ και ιδίως η Γερμανία πλήττεται πολύ περισσότερο από τις κυρώσεις προς τη Ρωσία απ’ότι οι ΗΠΑ- μέχρι και το ποια κόμματα στηρίζει η κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη –είναι γνωστή πλέον η φράση της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόριας Νιούλαντ: Fuck EU, we want Yatcheniouk). Ανταγωνισμοί που άλλωστε έχουν αναπτυχθεί και σε άλλες χώρες της περιοχής (είναι γνωστό ότι οι Ηπα έχουν καταφέρει να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή στην Πολωνία απ’ότι η Γερμανία-παρά τις προσπάθειες της τελευταίας). Στη διαδικασία αυτή είναι βέβαιο ότι οι ΗΠΑ ως η ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη διεκδικούν προνομιακή πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικές πηγές (για τις οποίες φυσικά θα έλθουν σε σύγκρουση με ανταγωνιστικούς ιμπεριαλισμούς), αλλά και ευρύτερα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα πιέζοντας αντίπαλα ιμπεριαλιστικά μπλοκ –πολλώ δε μάλλον αν αυτά δεν εντάσσονται με ομαλό τρόπο στον νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας, όπως η Ρωσία . Στόχος όμως δεν είναι (σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται καταστροφολογικές αναγνώσεις της κρίσης) οι διευρυμένες πολεμικές αναμετρήσεις προκειμένου να καταστραφεί πλεονάζον κεφάλαιο, αλλά ούτε η σημερινή κρίση του νεοφιλελευθερισμού οδηγεί αντικειμενικά σε μια διαδικασία πολεμικών συρράξεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι πολεμικές αναμετρήσεις παράγονται κατά κύριο λόγο σήμερα ως αποτέλεσμα αντιστάσεων που φέρνουν το στίγμα μιας αντικειμενικά αντιιμπεριαλιστικής στρατηγικής, σε προοδευτική –όπως στη Λατινική Αμερική- ή και αντιδραστική κατεύθυνση –όπως στον αραβικό κόσμο, όπου η άνοδος των ισλαμιστών είναι αποτέλεσμα της διάλυσης των εθνικιστικών καθεστώτων που δεν εντάσσονταν με ένα απόλυτα συμβατό τρόπο στην νεοφιλελεύθερη ρύθμιση όπως θέλανε να την επιβάλλουν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές και κυρίως οι ΗΠΑ-, \
Η πολιτική ΔΝΤ-ΕΕ-ΝΑΤΟ βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο εσωτερικό της Ουκρανικής κοινωνίας, όχι μόνο μεταξύ των ολιγαρχών, αλλά και μεταξύ νέων ή παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, που είτε θεωρούν ότι το άνοιγμα προς τη δύση θα τους δώσει τη δυνατότητα να αναζητήσουν περισσότερες πηγές χρηματοδότησης χάρη στην ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων (κυρίως μικροεπιχειρηματίες προσανατολισμένοι προς δυναμικούς τομείς της οικονομίας, όπως η πληροφορική κλπ, που εν πολλοίς ασφυκτιούν και από τον τρόπο που οικοδομούνται οι σχέσεις ισχύος εντός της ουκρανικής οικονομίας με την αυξημένη επιρροή των μεγαλοκεφαλαιούχων, αλλά και του δημόσιου τομέα), είτε αναμένουν προνομιακές εμπορικές σχέσεις και επιδοτήσεις όπως οι αγρότες (υπάρχουν άλλωστε ήδη προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας που στοχεύουν στην διευκόλυνσης πρόσβασης της ουκρανικής αγροτικής οικονομίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εκτός Ουκρανίας). Όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση του Ευρωμαϊντάν, ένα χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο επεμβαίνουν πλέον οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ιδίως οι ΗΠΑ στο εσωτερικό διαφόρων χωρών για να πετύχουν τους στόχους τους είναι ότι προνομοποιούν τις κινητοποιήσεις ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων (κατά βάση μικροαστικών) οι οποίες αντανακλούν και μία εσωτερική συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης. Η μετατόπιση σε αυτή την πολιτική της αξιοποίησης μαζικών κινητοποίησεων και όχι πραξικοπημάτων ή στρατιωτικών επεμβάσεων, είναι αποτέλεσμα αφενός μεν του σημαντικού οικονομικού και πολιτικού κόστους, που έχουν οι άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις, σε χώρες όπως το Ιρακ, ή παλαιότερα η Γιουγκοσλαβία, αφετέρου δε της κατάρρευσης του αντίπαλου μπλοκ των «σοσιαλιστικών» κρατών που κατέστησε μικρότερους τους κινδύνους για τις ΗΠΑ -άρα και όχι τόσο αναγκαία την προσφυγή σε έκτακτα μέτρα όπως τα πραξικοπήματα
Τόσο η κοινωνική βάση, όσο και οι πολιτικές δυνάμεις που προσδιόρισαν την πολιτική κατεύθυνση του Ευρωμαϊντάν χαρακτηρίζουν την εξέγερση αυτή ως ένα κίνημα που στο έδαφος μιας κρίσης στρατηγικής της ουκρανικής αστικής τάξης πολώθηκε προς τα δεξιά και εκπροσωπήθηκε από φασιστικά και νεοναζιστικά κόμματα. Το καθεστώς του Κιέβου, όπως διαμορφώθηκε μετά την εκδίωξη Γιανουκόβιτς, αποτελεί μια ιδιότυπη πολιτική συμμαχία νεοφιλελεύθερων κομμάτων με ισχυρή εθνικιστική ρητορεία και ανοικτά φασιστικών και νεοναζιστικών κομμάτων, που επιδρούν άμεσα στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας (κατάργηση δικαιωμάτων μειονοτήτων, απαγόρευση κομμουνιστικής ιδεολογίας και αριστερών πολιτικών κομμάτων). Η κρίση στρατηγικής που αποτυπώθηκε και στις παλινωδίες της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς (από τη μια προσέγγιση του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και του ΔΝΤ, από την άλλη προσφυγή στη Ρωσία για δάνειο) παρήγαγε ένα κενό πολιτικών και κοινωνικών εκπροσωπήσεων που καλύφθηκε από την εξέγερση του μαϊντάν. Η ιδιοτυπία έγκειται στο ότι μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία δεν αναδείχθηκε ένας αυτοτελής βοναπαρτιστικός πόλος εξουσίας, αλλά –χάρη και στις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις- παρήχθη μια ασταθής ισορροπία νεοφιλελεύθερων και φασιστικών κομμάτων που θα εξακολουθεί να παράγει αντιφάσεις στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας στην Ουκρανία.
Είναι σε κάθε περίπτωση πραγματικά ενδεικτική ιδεολογικοπολιτικής χρεωκοπίας η αδυναμία μεγάλου τμήματος δυνάμεων της αριστεράς να αντιληφθούν τον αντιδραστικό χαρακτήρα του ευρωμαϊντάν. Για τον ρεφορμισμό η αδυναμία του εν πολλοίς εξηγείται από το γεγονός ότι έχει εδώ και χρόνια προσδεθεί σε μια ευρωλαγνική, εσκυγχρονιστική και οικονομίστικη ανάγνωση των αντιθέσεων, όπου ο περισσότερο αναπτυγμένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός φαντάζει προοδευτικότερος (παρά τις καταστροφές που έχει επιφέρει στα λαϊκά στρώματα). Για τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ που βλέπει κύρια στην Ουκρανία το ξεδίπλωμα ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ή διαμαχών μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου και για τμήματα της άκρας αριστεράς –είτε εντασσόμενα στο μλ ρεύμα, είτε σε διεθνή τροτσκιστικά ρεύματα-, αλλά και της αναρχοαυτονομίας, η οικονομίστικη - εργατίστικη τοποθέτηση του «δεν παίρνουμε θέση σε ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς» αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι ενισχύει τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αποπροσανατολίζοντας τις λαϊκές μάζες και συσκοτίζοντας την κύρια πλευρά της αντίθεσης δηλαδή την επιθετικότητα των βασικών ιμπεριαλιστικών κέντρων ειδικά για ορισμένα τμήματα της άκρας αριστεράς που προέρχονται ευρύτερα από το τροτσκιστκό ρεύμα, ή την αναρχοαυτονομία μία τέτοια στάση αποτελεί συνέχεια τοποθετήσεων όπως έγινε σε μια σειρά κρίσεων από τη Γιουγκοσλαβία μέχρι τη Λιβύη. Παράλληλα τα τμήματα αυτά της άκρας αριστεράς δεν αντιλαμβάνονται σωστά τη φύση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και σχέσεων, ιδίως δε την ιεραρχία στο εσωτερικό τους και αναδεικνύουν δύο σχεδόν ισοδύναμους ιμπεριαλισμούς τον αμερικανο ευρωπαϊκό και το ρώσικο, ιδεολογικό κατάλοιπο της αντιυπερδυναμικής ρητορείας της εποχής των δύο «στρατοπέδων». Ομως το κίνημα του Μαιντάν, αποτέλεσε ένα ακροδεξιό κίνημα, στο πλαίσιο του κενού στρατηγικής του αστικού συνασπισμού εξουσίας στην Ουκρανία, το οποίο εκπροσωπούσε στο εσωτερικό του και τα διευρυμένα συμφέροντα των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με κυρίαρχα των ΗΠΑ, και είχε ως στόχο την πλήρη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας και την διάλυση των όποιων κατακτήσεων και συμβιβασμών είχαν κληρονομηθεί από την σοβιετική εποχή ή είχαν οικοδομηθεί στο πλαίσιο της ταξικής πάλης στην Ουκρανία τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Μια ιμπεριαλιστική στρατηγική που είχε ταυτόχρονα ως στόχο να οριοθετήσει την πολιτική και οικονομική παρουσία της Ρωσίας και τις σφαίρες οικονομικής της επιρροής (όπως την ανάπτυξη σχέσεων με τις χώρες της Δ. Ευρώπης, κυρίως με την πώληση ενέργειας και πρώτων υλών). Αλλωστε μην ξεχνάμε ότι και η ίδια η Ρωσία δεν εντάσσεται με ομαλό τρόπο στο διεθνή νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας, αφού ο συνασπισμός εξουσίας στο εσωτερικό της ανασυγκροτεί σε επίπεδο πολιτικής και οικονομικής εξουσίας μία «εθνική» αστική τάξη και την αντίστοιχη κρατική πολιτική που ενέχει στοιχεία ανταγωνισμού αλλά και συμπληρωματικότητας με τους άλλους ιμπεριαλιστικούς πόλους.
Αντίστοιχα πολιτικά λάθη σε αυτές τις αναγνώσεις των διεθνών αντιθέσεων αλλά και της εξέλιξης στην Ουκρανία αφορούν
α) στην αποσύνδεση της σχέσης πολιτικής κατεύθυνσης – πολιτικής μορφής ενός «κινήματος» και στην υποτίμηση της πρωτοκαθεδρίας της πρώτης έναντι της δεύτερης για τον καθορισμό του ταξικού του χαρακτήρα και του προσανατολισμού του. Οι αντιλήψεις αυτές προνομοποιούν την μορφή, που παίρνει μία κοινωνική κίνηση (τις διαδηλώσεις, τις απεργίες – παρ όλο που τέτοιες δεν υπήρχαν στο Ευρωμαιντάν – τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, και υποβαθμίζουν την πολιτική κατεύθυνση που κυριαρχεί. Στο πλαίσιο μιας γενικότερης ανάλυσης για την περίοδο και τον υποτιθέμενο «επαναστατικό» χαρακτήρα της αλλά και στο πλαίσιο ενός κινηματισμού, αναγνώρισαν μια σειρά από αντιφατικά κινήματα όπως π.χ . της Αραβικής άνοιξης, της αντιπολίτευσης στη Συρία κ.λ.π. ως δείκτη γενικότερων διεθνών μεταβολών σε προοδευτική κατεύθυνση. Ανάλογη ήταν η αρχική αντιμετώπιση του Μαιντάν από αυτές τις δυνάμεις. Ομως ο πολιτικός χαρακτήρας του κινήματος, το ποιες πολιτικές δυνάμεις ηγεμονεύουν, σε ποια κατεύθυνση κινούνται, ποια είναι η σύνδεση τους με τις επιδιώξεις των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (που χωρίς καμία αμφιβολία είναι ο αμερικάνο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός), αν επιτρέπουν σε δυνάμεις της αριστεράς να υπάρξουν στο εσωτερικό του ή κλιμακούμενα τις εξοντώνουν είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για τον αν μία κοινωνική κίνηση είναι αντιδραστική (ανεξάρτητα αν κινητοποιεί λαϊκές μάζες ή και συγκρούεται με τις δυνάμεις καταστολής ενός αυταρχικού καθεστώτος). Το καθοριστικό ζήτημα της περιόδου που επανέρχεται και το οποίο επιχειρείται να συγκαλυφθεί με ανακάλυψη νέων κοινωνικό πολιτικών υποκειμένων, αφορά στην έλλειψη επαναστατικών πόλων με οργανικές συνδέσεις με τα κινητοποιούμενα στρώματα, που να διεκδικούν την ηγεμονία στο εσωτερικό μίας μαζικής κοινωνικής κίνησης. Χωρίς την ύπαρξη «επαναστατικού κόμματος» ούτε ένα συγκεκριμένο κίνημα μπορεί να χαρακτηριστεί επαναστατικό - πολύ περισσότερο μία ολόκληρη περίοδος.
β) Το δεύτερο ζήτημα αφορά στις πολιτικό θεωρητικές αδυναμίες ορθής ιεράρχησης των παραγόντων, που παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη τέτοιου τύπου κινημάτων είτε σε αντιδραστική κατεύθυνση όπως το Μαϊνταν είτε σε προοδευτική κατεύθυνση όπως το Αντι Μαιντάν ή της εξέγερσης στην Ανατολική Ουκρανία. Οι κύριοι παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη αντιδραστικών ή προοδευτικών κινημάτων προκύπτουν από τις εσωτερικές αντιθέσεις και τις εσωτερικές ταξικές ισορροπίες πάνω στις οποίες παρεμβαίνουν και αξιοποιούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και όχι το αντίστροφο. Ισχύει επίσης ότι οι δυνατότητες παρέμβασης στην διαμόρφωση εσωτερικών ισορροπιών των ισχυρότερων ιμπεριαλισμών που διαπλάθουν το διεθνές νεοφιλελεύθερο πλαίσιο είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτών όπως της Ρωσίας που εντάσσονται με ανισόμετρο τρόπο στον ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας. Ομως πολιτικές αντιλήψεις όπως π.χ. του Αγγλικού SWP (αδελφής οργάνωσης του ΣΕΚ) μεταξύ αρκετών άλλων, αντιμετωπίζουν όχι μόνο ως ισοδύναμες τις «επιδράσεις» και τις στοχεύσεις των δύο ιμπεριαλιστικών πόλων, αλλά τείνουν να αναδείξουν ως σημαντικότερο τον αντιδραστικό ρόλο της Ρωσίας του Πούτιν για την πρόσδεση της Ουκρανίας στον ρώσικο ιμπεριαλισμό. . Πρόκειται για μια αντιδραστική προσέγγιση η οποία σε πολλά τμήματα της ρητορείας της συγκλίνει – όσο μπορεί βέβαια να συγκλίνει μία ανάλυση που τοποθετείται στην άκρα αριστερά- με την κυρίαρχη ιμπεριαλιστική αφήγηση.
Για να είμαστε βέβαια δίκαιοι μεγάλο τμήμα και της ουκρανικής και ρωσικής αριστεράς, που εν συνεχεία τάχθηκε με τους Νοβορώσους αντάρτες, αντιμετώπισε αμήχανα τη σύγκρουση μαϊντάν-Γιανουκόβιτς. Το γεγονός αυτό βέβαια ήταν περισσότερο δείκτης της αδυναμίας της να χαράξει μια τακτική, λόγω και της περιθωριακής σύνδεσής της με τμήματα της τάξης, παρά (αντίθετα μάλιστα) αδυναμία αναγνώρισης των χαρακτηριστικών του μαϊντάν (όσοι κατ’αναλογία των «αντικαπιταλιστών» της δύσης προσπάθησαν να παρέμβουν στο μαϊντάν εκδιώχθηκαν γρήγορα και κακήν κακώς, ως πρελούδιο του τι θα ακολουθούσε με την επικράτησή των φασιστικών δυνάμεων-μόνο μετά τη σφαγή της Οδησσού άρχισαν να κλονίζονται όσοι «μαϊνταν»οί υποστήριξαν τα «λαική» φασιστική εξέγερση).
Όσον δε αφορά το ΚΚΟυκρανίας, αναμφίβολα το μεγαλύτερο κόμμα της ουκρανικής αριστεράς (13% στις τελευταίες εκλογές), αυτό είχε ήδη φροντίσει να ακυρώσει κάθε δυνατότητα κινητοποίησης μαζών, έχοντας ταχθεί επί χρόνια στην οικοδόμηση της συμμαχίας μεταξύ των εργατικών στρωμάτων και του μεγάλου κεφαλαίου. Παρά την επίσημη τοποθέτηση ότι και ο Γιανουκόβιτς και οι πορτοκαλί είναι το ίδιο (μάλιστα στο παρελθόν και για ένα σύντομο διάστημα ο Σιμονένκο είχε υπογράψει διακηρύξεις μαζί με τους ηγέτες των πορτοκαλί) πήρε ενεργό μέρος στη διακυβέρνηση Γιανουκόβιτς. Άλλωστε χωρίς τους ψήφους του ΚΚΟυ, το κόμμα του Γιανουκόβιτς δεν διέθετε πλιοψηφία στο Κοινοβούλιο. Με τη στάση του αυτή και παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις του (ενάντια στην προσέγγιση με το ΝΑΤΟ ή την ένταξη στον ΠΟΕ) το ΚΚΟυ χρεωνόταν τη λιτότητα και την κακή οικονομική κατάσταση. Οι πολιτικές και οργανωτικές του αδυναμίες κατέστησαν έκδηλες με την ανάπτυξη και πολύ περισσότερο με την επικράτηση του μαϊντάν, όταν δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει εργατικές μάζες ενάντια στη φασιστική απειλή και παρά το ότι καλούσε για τον τερματισμό της «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» του Κιέβου δεν τόλμησε να υποστηρίξει ανοικτά την εξέγερση στη Νοβορωσία επικαλούμενο την αναγκαιότητα για μια ενωμένη Ουκρανία και για επαναφορά στη δημοκρατική νομιμότητα. Η στάση του αυτή δεν απέτρεψε φυσικά την απαγόρευση του από το καθεστώς της μεταμαϊντάν χούντας. Ωστόσο παρά την στάση αυτή του ΚΚΟυ, ένα σημαντικό τμήμα των οργανωμένων μελών του στην Ανατολική Ουκρανία, διαφοροποιήθηκε από την επίσημη κομματική γραμμή και συμμετέχει στον στρατό των ανταρτών και τις νέες δομές που συγκροτούνται στις περιοχές των «λαϊκών δημοκρατιών».
Η απόλυτη πρόσδεση της Ουκρανίας στην πολιτική της ΕΕ και του ΔΝΤ θα σήμαινε όχι μόνο την αύξηση του κόστους ενέργειας και διαβίωσης, αλλά και την αποβιομηχάνιση μεγάλων περιοχών και τη συρρίκνωση της ουκρανικής οικονομίας (κατά 6,5% μόνο για το 2014 όπως παραδέχθηκε το ίδιο το ΔΝΤ πριν το ξεδίπλωμα της εξέγερσης στη Νοβορωσία). Αυτό θα επηρέαζε πολύ περισσότερο τις ζωές των εργατικών στρωμάτων των περιοχών αυτών, -κυρίως με την αύξηση της ανεργίας- παρά των επιμέρους κεφαλαιούχων, οι οποίοι λόγω του όγκου των χρημάτων που έχουν συσσωρεύσει και των επενδύσεων που έχουν κάνει σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την ενσωμάτωσή τους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας
Το γεγονός αυτό είναι σε πλήρη γνώση των εξεγερμένων εργατών της ανατολικής Ουκρανίας (βλ. και τη σχετική έκκληση προς τους ανθρακωρύχους της δυτικής Ουκρανίας). Σε συνδυασμό με την καταπίεση των δικαιωμάτων τους στη γλώσσα, που αποτελεί μόνο ένα δείκτη για το τι θα ακολουθήσει ως προς την αντιμετώπισή τους ως εθνική μειονότητα (ανάλογα με το ο,τι συνέβη στις Βαλτικές χώρες), διαμορφώνεται ένα πλαίσιο διπλής –εθνικής και ταξικής- καταπίεσης , εκρηκτικό. Αυτή είναι η κοινωνική βάση της εξέγερσης στη Νοβορωσία, η οποία αποκτά και ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά: η προσπάθεια να συγκροτηθεί από τις πολιτικές δυνάμεις στο Κίεβο ένα πλαίσιο επίσημης εθνικής ιδεολογίας βασισμένο στην αντίσταση εναντίον της Ρωσίας ανέδειξε ως εθνικούς ήρωες τους στρατηγούς των λευκών και τους φασίστες του Μπαντέρα (ήδη επί προεδρίας του πορτοκαλί φιλοδυτικού Γιούσενκο). Πέραν των αντιφάσεων που η διαδικασία αυτή παράγει (σε μια χώρα κατοικημένη από εθνότητες που έχουν υποστεί εθνοκαθάρσεις) έχει σαν αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ως αυτονόητη αντίπαλη ιδεολογική βάση ο μεγάλος πατριωτικός πόλεμος που διεξήγαγε το σοβιετικό καθεστώς και ο κόκκινος στρατός απέναντι στους ναζί. Εάν το γεγονός αυτό συνδυασθεί με μια επίσης διαδομένη «νοσταλγία του υπαρκτού», βασισμένη στις εξασφαλίσεις κοινωνικών δικαιωμάτων που αναιρέθηκαν, η ιδεολογία στην οποία θεμελιώνεται η εξέγερση και η συγκρότηση του κρατιδίου της Νοβορωσίας έχει προφανή ταξικά χαρακτηριστικά.
Η ταξικότητα της εξέγερσης (που αποτυπώνεται τόσο στο όνομα «Λαϊκή Δημοκρατία», όσο και στις κοινωνικές διεκδικήσεις που διατυπώνονται –ιδίως για εθνικοποίηση των επιχειρήσεων) έχει και άλλες βάσεις, που ενισχύθηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων: πέρα από τις ανοικτές πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις του καθεστώτος του Κιέβου και την ανοικτή στήριξή του από τους φασιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς, το καθεστώς διόρισε ως περιφερειάρχες στις νοτιοανατολικές περιοχές τους ολιγάρχες που κατάγονταν από κει και στήριζαν σε μια προηγούμενη περίοδο τον Γιανουκόβιτς, σε μια προσπάθεια να αποσοβηθούν κοινωνικές εντάσεις. Οι ολιγάρχες αυτοί στήριξαν ένθερμα το νέο καθεστώς και σε ορισμένες περιπτώσεις (Κολομόισκυ στο Ντνιπροπετροβσκ) κατάφεραν πράγματι να αποτρέψουν φαινόμενα εξέγερσης. Παραταύτα εξέθεσαν ακόμα περισσότερο την ταξικότητα του νεου καθεστώτος του Κιέβου και αντικειμενικά ενίσχυσαν την κοινωνική ριζοσπαστικότητα της εξέγερσης. Περαιτέρω και ακριβώς επειδή οι ολιγάρχες αυτοί έχουν επενδεδυμένα συμφέροντα στην περιοχή βρίσκονται σε μια διαρκή προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικών λύσεων. Κατεύθυνση που αποτελεί και την κυρίαρχη επιλογή του Κρεμλίνου. Στο πρώτο στάδιο της «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» του Κιέβου και αφού δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την εξέγερση, οι ολιγάρχες και το πολιτικό προσωπικό τους ήταν έτοιμοι να παραδώσουν το Ντονετσκ στα στρατεύματα του Κιέβου, γεγονός που απετράπη από την πολιτοφυλακή των εξεγερμένων. Αυτό τους εξέθεσε ακόμα περισσότερο ως «Πέμπτη φάλαγγα» σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα της περιοχής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει παρά απώλεια τμήματος μόνο της οικονομικής και κοινωνικής ισχύος τους στην περιοχή. Κάτω από την λαϊκή πίεση και προκειμένου να μην ενισχυθεί ακόμα περισσότερο ο ταξικός χαρακτήρας της εξέγερσης –με την εφαρμογή μέτρων αναίρεσης της οικονομικής τους ισχύος- αναγκάστηκαν να μπούν σε μια διαδικασία οικονομικής ενίσχυσης των καραβανιών ανθρωπιστικής βοήθειας προς την περιοχή και διαρκούς πίεσης για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσεως με το καθεστώς του Κιέβου. Η κατάσταση συνεπώς θα παραμένει αντιφατική στο στρατόπεδο της εξέγερσης.
Ο συνδυασμός της κοινωνικής βάσης της εξέγερσης με τη διαμόρφωση ενός πλέγματος θεσμών αυτόνομης κρατικής εξουσίας και ιδεολογίας –κυρίως με την διαμόρφωση ενιαίας στρατιωτικής διοίκησης των πολιτοφυλακών της ΛΔ του Ντονέτσκ και δευτερευόντως του Λουγκάνσκ- διαμόρφωσε τις βάσεις για μια νεα κρατική υπόσταση με ισχυρότατη λαϊκή βάση και τη σφραγίδα ταξικών αγώνων. Η αποφασιστικότητα των εξεγερμένων και οι νίκες που κατήγαγαν οφείλεται ακριβώς σην παλλαϊκή βάση της εξέγερσης. Η παλλαϊκότητα συνέβαλε ακόμα και στο να διαμορφωθούν οι συνθήκες για την μεταφορά του συνόλου σχεδον του στρατιωτικού υλικού που βρισκόταν ούτως ή άλλως στην περιοχή στην πλευρά των εξεγερμένων. Αλλωστε ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγαν την «αντιτρομοκρατική εκστρατεία» οι δυνάμεις του Κιέβου, (στηριζόμενες εν πολλοίς και σε αυτοτελή φασιστικά τάγματα, που είχαν την μεγαλύτερη συνοχή και αποφασιστικότητα), θύμιζε περισσότερο διαδικασία εθνοκάθαρσης από τον ρώσικο πληθυσμό, παρά «τιμωρία» των επικεφαλής μιας εξέγερσης. Ετσι κατέστη σαφές ότι αυτό που διακυβεβευόταν ήταν η αποτίναξη μιας προοπτικής διπλής καταπίεσης. Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την εξεγερτική πλευρά και παρά το ότι φάνηκε αρκετά γρήγορα ότι το πείραμα της Κριμαίας δεν θα επαναλαμβανόταν, παρήγαγε ιδεολογικά αποτελέσματα που στήριζαν μια διαφορετική προοπτική για την περιοχή. Ευρύτερα στρώματα πιστεύουν ακόμα και σήμερα ότι η Ρωσία θα προσαρτήσει τις περιοχές αυτές (στηριζόμενες και σε αμφίσημες δηλώσεις του Πούτιν). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι υπάρχουν κι άλλες περιοχές με ανάλογα οικονομικά χαρακτηριστικά και ακόμα μικρότερο γεωγραφικό μέγεθος (όπως η Υπερδνειστερία) που διαθέτουν de facto κρατική υπόσταση ανεξάρτητη από το κράτος στο οποίο υποτίθεται ότι ανήκουν.
Τα δεδομένα αυτά διαμόρφωσαν τις συνθήκες για την ήττα της χούντας του Κιέβου. Η χούντα του Κιέβου επιχείρησε μετά την κατάληψη του Σλαβιάνσκ να καταλάβει τάχιστα και τις υπόλοιπες βασικές πόλεις της περιοχής του Ντονμπας και να κλείσει τις διόδους προς τη Ρωσία, χωρίς να περιμένει ενισχύσεις και προχωρώντας βαθιά μέσα σε ένα εχθρικό γι’αυτή έδαφος. Υπολόγιζε πιθανόν ότι οι οικονομικοί πόλοι ισχύος δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση της αντιπαράθεσης και ότι η Ρωσία ήταν επίσης διατεθειμένη να κλείσει σχετικά γρήγορα το μέτωπο, με την εγγύηση της παραχώρησης της Κριμαίας. Δεν υπολόγισε αντίθετα τη σημασία του γεγονότος ότι οι πολιτοφυλακές που μάχονταν στο Σλαβιάνσκ κατάφεραν να σπάσουν τον κλειό και να ανασυγκροτηθούν στο Ντονετσκ, αναδιαμορφώνοντας και τα πολιτικά κέντρα εντός της εξεγερμένης περιοχής του Ντονέτσκ. Η εν συνεχεία κατάρρευση του νότιου μετώπου, η περικύκλωση των σημαντικότερων στρατιωτικών τμημάτων της χούντας που άρχισαν να παραδίνονται ή να εξολοθρεύονται (με αποτέλεσμα και τη μεταφορά σημαντικότατου στρατιωτικού υλικού στη μεριά των εξεγερμένων) έγειρε αναμφίβολα την πλάστιγγα προς τη μεριά των εξεγερμένων, παρά το γεγονός ότι ιδίως στο βορειοανατολικό μέτωπο του Λουγκανσκ η κατάσταση είναι πολύ πιο αμφίρροπη, ότι περιοχές της περιφέρειας του Ντονέτσκ (π.χ. Σλαβιάνσκ) εξακολουθούν να κατέχονται από το στρατό του Κιέβου και παρά το ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κιέβου και εξεγερμένων διεξάγονται με τη μεσολάβηση διαφόρων ισχυρών οικονομικών παραγόντων και της Ρωσίας που επιθυμεί τον γρήγορο τερματισμό της κρίσης (και ιδίως δεν επιθυμεί να επεκταθούν τα εξεγερτικά φαινόμενα και σε άλλες περιφέρειες της νοτιοανατολικής ουκρανίας –άλλωστε η επέκταση των φαινομένων αυτών δεν μπορεί να γίνει με την «εξαγωγή» της εξέγερσης προς άλλες περιφέρειες: αντίθετα οι πολιτοφυλακές δεν έχουν καν το επαρκές προσωπικό να διατηρήσουν τις εδαφικές κατακτήσεις τους –μόνο με την αυτοτελή εξέγερση των τοπικών λαϊκών στρωμάτων μπορεί να δημιουργηθεί το πλαίσιο για νεες λαϊκές δημοκρατίες στην περιοχή).
Είναι πιθανό, αν συνεχισθεί η εξέγερση να καταλήξει στην αναγνώριση της αυτονομίας της περιοχής του Ντονμπας (ή μέρους της) που γρήγορα να οδηγήσει και στην ντε φακτο ανεξαρτητοποίησή της, ιδίως αν βαθύνει ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της οικονομικής και πολιτικής της δομής. Δεν θα πρέπει όμως να θεωρούμε ότι είναι ληγμένο και το κατά πόσο τα ταξικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης θα καταλήξουν σε σταθερές ταξικές κατακτήσεις ή στην παγίωση κάποιων πιο προωθημένων κοινωνικών χαρακτηριστικών από τους κοινωνικούς συμβιβασμούς του παρελθόντος. Παρά το ότι η περιοχή ήταν από τις πιο αναπτυγμένες οικονομικά και παρά το ότι είναι βέβαια ότι θα εξακολουθήσει να έχει προνομιακές εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, μακριά από την εφαρμογή προγραμμάτων τύπου ΔΝΤ, η ανασυγκρότηση μετά την πολεμική καταστροφή είναι πολύ πιο πιθανό να επιχειρηθεί να περάσει μέσω της ενεργοποίησης επενδύσεων από τους ολιγάρχες παρά με ένα νέο κρατικό σχεδιασμό βασισμένο στην κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων. Παρά το ότι στις περιοχές αυτές το ΚΚΟυκρανίας είχε αρκετά σημαντική ισχύ και η αίγλη του διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε από τη στάση των τοπικών του οργάνων που έσπασαν τους δεσμούς τους με την κεντρική κομματική γραμμή και παρά το γεγονός ότι η εξέγερση στηρίχθηκε έμπρακτα από μια σειρά (μικρών) αντικαπιταλιστικών σχηματισμών της Ουκρανίας και της Ρωσίας, διαμορφώνοντας ένα πολύ πιο εύφορο κλίμα υποκειμενικών συνθηκών στην περιοχή, είναι στοίχημα κατά πόσο θα αποτυπωθεί μια αναβαθμισμένη ισχύς των ταξικών δυνάμεων και στο πολιτικό επίπεδο –κάτι που προς το παρόν δεν αποτυπώνεται στα «κυβερνητικά» όργανα των Λαϊκών Δημοκρατιών. Είναι αντίθετα σίγουρο ότι οι ολιγάρχες θα προσπαθήσουν να προσεταιρισθούν (με την αγαστή συμβολή και της ρωσίας) τμήματα της πολιτικής ηγεσίας των εξεγερμένων.
Σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα της νίκης των εξεγερμένων θα είναι ιδιαίτερα σημαντικά: πρώτα και κύρια καταγράφεται μια ήττα των ιμπεριαλιστικών σχεδίων για ένα τουλάχιστον μέρος της Ουκρανίας, δεύτερον η στηριζόμενη από τους φασίστες κυβέρνηση υπέστη δεινή πολιτικοστρατιωτική ήττα. Αυτό για τους φασίστες συνιστά τεράστια υπόσκαψη της πολιτικής τους δυναμικής και επιδρά και στο διεθνές τους κύρος: μόνος τρόπος να συνέλθουν από αυτή την ήττα είναι να ρίξουν το βάρος της ήττας στους ολιγάρχες, τύπου Ποροσένκο και στο πολιτικό προσωπικό τύπου Γιάτσενιουκ και Τιμοσένκο για να διεκδικήσουν μια καθαρά φασιστική Ουκρανία. Η ανοικτή κρίση του κράτους παράγει γόνιμο έδαφος για την ενίσχυση του φασισμού. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η ήττα αυτή αποτελεί θρυαλλίδα για τις κοινωνικές συμμαχίες που επιχειρούσε να συγκροτήσει το καθεστώς του Κιέβου: θα χρειαστεί πολύ γενναία οικονομική βοήθεια από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να ξεχαστεί το γεγονός ότι το Ευρωμαϊντάν κατέληξε σε μια κυβέρνηση που όχι μόνο εξαγγέλει μέτρα λιτότητας, αλλά και απώλεσε τμήμα της κρατικής υπόστασης. Και με τα διεθνή δεδομένα, αυτή η βοήθεια είναι πολύ δύσκολο να έρθει. Πολλώ δε μάλλον το γεγονός αυτό ενισχύεται από την προαναφερθείσα οικονομική διάρθρωση της Ουκρανίας ανά περιοχές. Για το καθεστώς του Κιέβου είναι εξαιρετικά κρίσιμο να μην επεκταθεί η εξέγερση και σε άλλες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Παρά συνεπώς τα αντιφατικά χαρακτηριστικά που εμπεριέχει η εξέγερση στη Νοβορωσία (όπου πολιτικά κυρίαρχα παραμένουν τα εθνικιστικά στοιχεία) το γενικό ισοζύγιο της εξέγερσης είναι σε προοδευτική κατεύθυνση (και λόγω της σύγκρουσης της με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τη φασιστική απειλή και λόγω της ταξικής σφραγίδας των αιτημάτων που διατυπώνονται και αναδεικνύουν τη δυνατότητα της αριστεράς να επηρεάζει τις κινητοποιούμενες ένοπλες εργαζόμενες μάζες). Για μια ακόμα φορά, μια ένοπλη εξέγερση εργατικών στρωμάτων βάζει φραγμούς στα σχέδια του ιμπεριαλισμού και δείχνει ότι ακόμα και στο ασφυκτικό πλαίσιο των σύγχρονων (μετά την πτώση του υπαρκτού) διεθνών σχέσεων οι λαοί μπορούν να χαράξουν το δικό τους δρόμο
Η στάση της Ρωσίας στην κρίση δεν έχει φυσικά καμία σχέση με αυτά που μεταδίδουν τα διεθνή μέσα. Καμία εισβολή δεν πραγματοποιήθηκε ούτε στην Κριμαία (όπου υπήρχαν ήδη εγακτεστημένες ρωσικές βάσεις), ούτε στη Νοβορωσία. Υπάρχουν φυσικά ρώσοι εθελοντές που πολεμούν στη Νοβορωσία (όπως υπάρχουν εθελοντές από την Πολωνία και τις βαλτικές χώρες που πολεμούν στο πλευρό του καθεστώτος του Κιέβου), υπάρχουν σίγουρα παρατηρητές και σύμβουλοι που διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στις διαπραγματεύσεις, αλλά πιθανό και στις πολεμικές επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα όμως οι Ρώσοι προσπαθούν να αποφύγουν τον πόλεμο, έτσι ώστε να διατηρήσουν τα επενδεδυμένα οικονομικά τους συμφέροντα στην περιοχή (και κυρίως την ομαλή ροή του φυσικού αερίου προς τη Δύση).Περαιτέρω, το οικονομικό κόστος της προσάρτησης αυτών των εδαφών είναι ιδιαίτερα σοβαρό για τη Ρωσία. Αν η εγκατάλειψη της Κριμαίας θα παρήγαγε σοβαρές γεωπολιτικές συνέπειες (όπως την προσπάθεια να λειτουργήσουν στρατιωτικές βάσεις μέσα σε ένα κράτος με ολοένα και πιο έντονα φασιστικά και αντιρωσικά στοιχεία), αλλά και κοινωνικές αντιδράσεις εντός της Ρωσίας, η στάση της Ρωσίας απέναντι στη Νονοβορωσία δεν είναι ίδια. Βασίζεται κυρίως στο σενάριο της όσο το δυνατόν ταχύτερης επίλυσης της κρίσης, χωρίς να φανεί μια πλήρης εγκατάλειψη των κατοίκων της Νοβορωσίας από τη Μόσχα. Η κυρίαρχη κατεύθυνση θα είναι η επίλυση της κρίσης εντός του Ουκρανικού Κράτους (με την αναγνώριση ευρείας αυτονομίας ενός ομόσπονδου κρατιδίου), αν και είναι πιθανό οι νίκες των εξεγερμένων- που σαφώς ανέτρεψαν ακόμα και τα σχέδια της Μόσχας-να οδηγήσουν στην αποδοχή μια ντε φακτο ανεξάρτητης Νοβορωσίας κατά τα πρότυπα της Υπερδνειστερίας. Αυτή η επαμφοτερίζουσα στάση της Ρωσίας δεν προέρχεται από το ότι δεν είναι ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά από τα ιδιαίτερα συμφέροντα που υπερασπίζεται και την θέση της στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η Ρωσία προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή της στην ουκρανική οικονομία προσφέροντας ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους δανειοδότησης, διευθέτησης του ουκρανικού χρέους προς την Γκαζπρομ και παροχής φυσικού αερίου σε ευνοϊκές τιμές, με την ελπίδα ίσως ότι η Ουκρανία θα εντασσόταν στην Ευρωασιατική Οικονομική Ενωση, πλην όμως η αντίδραση των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και η στήριξη που προσέδωσαν στο φασιστικό κίνημα του ευρωμαϊντάν έβαλαν φρένο σε μια τέτοια προοπτική. Ενδεικτικό δε της στάσης των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δεν είναι μόνο η στρατιωτική ενίσχυση του καθεστώτος του Κιέβου μέσω ιδιωτικών παραστρατιωτικών οργανώσεων, αλλά κυρίως η διαρκής «τιμωρητική» τους στάση (από τις κυρώσεις ακόμα και μετά τη συμφωνία εκεχειρίας, μέχρι τους πολεμικούς λεονταρισμούς που σίγουρα αλληλοακυρώνονται λόγω των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών-χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα δούμε το επόμενο χρονικό διάστημα την ανάπτυξη νατοϊκής δύναμης στο εσωτερικό του επίσημου ουκρανικού κράτους). Παρά ταύτα, η στάση της Ρωσίας σήμερα προσδιορίζεται κύρια από τον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και από τις απώλειες που θα έχει από την επιβολή του οικονομικού εμπάργκο (σε αντίθεση με τις μηδαμινές απώλειες που θα έχουν οι ΗΠΑ) Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μια ένοπλη εξέγερση στο εσωτερικό της οποίας αναπτύσσονται προωθημένα αντιολιγαρχικά κοινωνικά αιτήματα, σε καμία περίπτωση δεν συμφέρει το ρώσικο συνασπισμό εξουσίας. Απ’ότι φαίνεται η Μόσχα έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο τόσο στην αντικατάσταση της στρατιωτικής ηγεσίας των εξεγερμένων και πρωτίστως βέβαια στις διαπραγματεύσεις για την επιβολή της τρέχουσας εκεχειρίας που όχι μόνο δεν ενισχύει τους εξεγερμένους, αλλά είναι σαφώς προς το συμφέρον του καθεστώτος του Κιέβου που μπορεί να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του μετά από μια μεγάλη ήττα και να επανέλθει με νεες στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλωστε, τα φασιστικά τάγματα ήδη διακήρυξαν ότι δεν θεωρούν τους εαυτούς τους δεσμευόμενους από την εκεχειρία, ενώ οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να εξοπλίσουν δια των συμμάχων τους το καθεστώς του Κιέβου.
Μάλιστα, οι όροι της εκεχειρίας που είδαν το φως της δημοσιότητας, είναι πραγματικά απαράδεκτοι. Αναφέρονται σε ειδικό καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης και μάλιστα «προσωρινό» και επιβαλλόμενο «σε ορισμένες περιοχές» του Ντονετσκ και του Λουγκανσκ. Προβλέπουν ανάπτυξη δυνάμεων του ΟΑΣΕ στο έδαφος των περιοχών αυτών και κυρίως στα σύνορα με τη Ρωσία και απαιτούν τη διάλυση των «μη νόμιμων» στρατιωτικών τμημάτων. Το ποια θα θεωρηθούν ως τέτοια μέσα στα πλαίσια του αναγνωριζόμενου καθεστώτος αυτονομίας θα αποτελέσει αιτία αστάθειας στο άμεσο μέλλον. Εάν οι όροι αυτοί υλοποιηθούν θα οξύνουν τις αντιφάσεις του στρατοπέδου της εξέγερσης.
Η στάση των δυνάμεων της αριστεράς και ιδιαίτερα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς πρέπει να είναι απόλυτα σαφής: υποστηρίζουμε αδιαπραγμάτευτα τον αγώνα του λαού της Νοβορωσίας για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία από το καθεστώς του Κιέβου. Η νίκη τους, η ήττα του στηριζόμενου στους φασίστες καθεστώτος του Κιέβου, η ήττα των ιμπεριαλιστικών σχεδίων του ευρωατλαντικού άξονα στην περιοχή θα αποτελέσει νίκη για όλους τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα. Σε δεύτερο επίπεδο οι ταξικές δυνάμεις στην περιοχή θα πρέπει να παλέψουν αφενός μεν για να βαθύνουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της εξέγερσης στη Νοβορωσία -δείχνοντας το πώς ο αντιφασιστικός αγώνας συνδέεται με τον αντιολιγαρχικό- και για την εφαρμογή μέτρων, όπως η κοινωνικοποίηση των στρατηγικών επιχειρήσεων που θα αλλάξουν τους ταξικούς συσχετισμούς, αφετέρου δε για την απόσυρση των ουκρανικών στρατευμάτων από την Νοτιοανατολική Ουκρανία, την ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος του Κιέβου και την επέκταση της εξέγερσης και σε άλλες περιοχές στο εσωτερικό της Ουκρανίας (όσο δύσκολο και αν είναι με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς). Στην αλλαγή των συσχετισμών μπορεί να συμβάλλει η συγκρότηση μίας νέας κρατικής οντότητας στη Νοβορωσία με στοιχεία σοσιαλιστικού προσανατολισμού στον καταστατικό της χάρτη ή ακόμα και η αναγνώριση ευρύτατων δικαιωμάτων αυτονομίας που γρήγορα μπορεί να οδηγήσει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ειδικά για την αριστερά της χώρας μας η κατεύθυνση θα πρέπει να περιλαμβάνει και την πάλη ενάντια στη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, προκειμένου να σταματήσει να αναγνωρίζει και να στηρίζει το φασιστικό καθεστώς του Κιέβου και να άρει τις κυρώσεις προς τη Ρωσία που πλήττουν και τμήματα της ελληνικής αγροτιάς
του Δ.Σαραφιανού μέλους του Κ.Σ.Ο. της ΑΡ.Α.Σ. και του Π.Σ.Ο. της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. για τις εξελίξεις στην Ουκρανία
Το κείμενο πολύ εκτεταμένο .
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν έχουμε τόσο ελεύθερο χρόνο .