Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

ΕΙΝΑΙ (ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ) ΤΟ ΚΚΕ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ; / Δ. Μαρούδας


Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΡΟΥΔΑ

Είναι φανερό πως το ΚΚΕ (πιο σωστά: η ηγεσία του ΚΚΕ) έχει επιλέξει το πέρασμα του κόμματος σε μιανέα φάση της ύπαρξής του. Σημαντικός μοχλός αυτής της διαδικασίας «μετάβασης» αποτελεί το«ξαναδιάβασμα» ή η «εμπεριστατωμένη μελέτη» του παρελθόντος, της ιστορίας και η...
κριτική 
αποτίμηση μιας σειράς επιλογών και προσανατολισμών.

Υπό μια έννοια,  κάποιου είδους «μετάβαση» είναι επιβεβλημένη. Γιατί, η αναντιστοιχία μεταξύ αναγκών και καθηκόντων αφενός, ανταπόκρισης και αποτελεσμάτων αφετέρου, αναντιστοιχία που βοά και εκφράζεται έντονα για δεκαετίες, σήμερα, στην εποχή της κρίσης, των μνημονίων, της διάλυσης της οικονομίας και του κοινωνικού ιστού της χώρας, στην ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής υπόστασης και ανεξαρτησίας, παίρνει γιγάντιες διαστάσεις.
Καθημερινά, άνθρωποι που αγωνιούν για την πορεία του τόπου, για το παρόν και μέλλον της χώρας και του λαού, άνθρωποι αριστεροί, κομμουνιστές, προοδευτικοί, ακόμη και άνθρωποι μακριά από τους χώρους αυτούς, οι οποίοι όμως αναζητούν απαντήσεις στα σημερινά αδιέξοδα, αναρωτιούνται: που είναι η αριστερά σήμερα; είναι ο ΣΥΡΙΖΑ η αριστερά; εξαντλείται σε αυτόν; ιδιαίτερα, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει την απομάκρυνση από το πεδίο της αριστεράς, υπάρχει αριστερά πλην της εκδοχής της “αριστεράς” του ΣΥΡΙΖΑ; υπάρχει κομμουνιστική αριστερά σήμερα; τι κάνει η κομμουνιστική αριστερά; ποιός ο ρόλος, τα καθήκοντα, η πράξη, οι πρωτοβουλίες, η προοπτική που δίνει ένας κομμουνιστικός φορέας σήμερα; το ΚΚΕ, μπορεί να υπερβεί τον εαυτό του, τουλάχιστον αυτόν που γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες; είναι δυνατό να μετασχηματιστεί σε κόμμα της πράξης, της ανάληψης της ευθύνης, μπορεί να πρωτοστατήσει στη δημιουργία ενός μετώπου διεξόδου από το αστικό – ευρωπαϊκό – τροϊκανό αδιέξοδο; υπάρχει η θέληση και η ικανότητα από την εξω – ΣΥΡΙΖική αριστερά να παρέμβει στο πολιτικό σκηνικό σήμερα; ή προσανατολίζεται στην εκχώρηση του παιχνιδιού συνολικά στο ΣΥΡΙΖΑ, με μοναδικό πολιτικό «όφελος” μια επιβεβαίωση του στιλ «εμείς τα λέγαμε”, πάνω στα ερείπια της ελληνικής κοινωνίας;
Τα παραπάνω ερωτήματα, καθιστούν επιβεβλημένη κάποια «μετάβαση», κάποιον «μετασχηματισμό» του ΚΚΕ, ή και ευρύτερα, των δυνάμεων που αναφέρονται στην κομμουνιστική αριστερά, προς την υπέρβαση της ανεπάρκειας, της αναντιστοιχίας και της αδιαφορίας της προηγούμενης και της τωρινής περιόδου, υπέρ της θετικής απάντησης των παραπάνω ερωτημάτων.
Το πρόβλημα είναι πως η «νέα φάση» στην οποία επιδιώκει να σπρώξει η ηγεσία το κόμμα, καταρχήν δεν είναι και τόσο νέα, κατα δεύτερον δεν έχει καμία σχέση με τις ανάγκες και τους προσανατολισμούς που περιγράφονται παραπάνω.
Ουσιαστικά αποτελεί βάθαιμα και απογείωση των επιλογών του κόμματος για μοναχική πορεία, παράλληλη με την πραγματικότητα, που έχει την αφετηρία της στο ΄91 και βήμα το βήμα παγιώνεται και εντείνεται τα τελευταία χρόνια. Μόνο που στη διάρκεια αυτής της ενιαίας και κλιμακούμενης κίνησης της τελευταίας 20ετίας υπήρξε μια «συνύπαρξη» με διάφορα «βαρίδια» (διαφόρων προσήμων, θετικής και αρνητικής κληρονομιάς) τα οποία αποτινάσσονται με πάταγο σήμερα, με στόχο την ολοκλήρωση του μετασχηματισμού με «καθαρό» τρόπο.
Το σημείωμα της σύνταξης στην 6η ΚΟΜΕΠ του 2013, δίνει το στίγμα, τον πυρήνα του μετασχηματισμού που επιδιώκεται:
«Τα 100 χρόνια του Κόμματος μπορούν ν’ αποτελέσουν σταθμό στη σφυρηλάτησή του ως «κόμματος παντός καιρού», να επισφραγίσουν την ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική αντοχή του, μη υποχώρησή του σε συνθήκες σημαντικών πολιτικών αλλαγών (άνοδος φασισμού, νέα σοσιαλδημοκρατική-οπορτουνιστική διακυβέρνηση) που όμως δε συνιστούν πολιτική ωρίμανση ευρύτερου μέρους της εργατικής τάξης, δεν αντανακλούν ανάπτυξη του εργατικού κινήματος χειραφετημένου από την αστική και κυρίως από τη μικροαστική επίδραση.
Η μέχρι τώρα μελέτη της ιστορίας του Κόμματός μας και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δείχνει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ιδεολογικής-πολιτικής και οργανωτικής ετοιμότητας ΚΚ σε επαναστατικές συνθήκες, ώστε να κατευθύνουν την εργατική-λαϊκή εξέγερση στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η ολόπλευρη προετοιμασία πρέπει να έχει προηγηθεί, δηλαδή να κατακτάται σε μη επαναστατικές συνθήκες. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να μην αποσπάται ο τρέχων οικονομικός και πολιτικός αγώνας, σε συνθήκες ανόδου ή υποχώρησης, από το κύριο επαναστατικό πολιτικό καθήκον, να μην παραμερίζεται ο στόχος της εξουσίας από άλλο στόχο διακυβέρνησης στο καπιταλιστικό έδαφος σε συνθήκες επιδείνωσης της κατάστασης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ιμπεριαλιστικού πολέμου, ανοιχτής τρομοκρατίας προς το ΚΚ και το εργατικό κίνημα από ναζιστικές-φασιστικές οργανώσεις, έντασης της κρατικής βίας κλπ.»
Συνεπώς, το βασικό καθήκον για το κόμμα, σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ είναι η «αντοχή» του κόμματος στη δύσκολη συγκυρία της κρίσης. Η δυσκολία αυτή δεν αφήνει περιθώρια για πολιτική πρακτική που θα δίνει έμπρακτα αποτελέσματα, που θα δίνει διέξοδο στο λαό, θα απαντάει στην αγωνία της επιβίωσης, θα δίνει προοπτική, θα χαράσσει άλλη πορεία. Η περίοδος αυτή μπορεί μόνο να αξιοποιηθεί ως περίοδος προετοιμασίας για κάποια μελλοντική «επαναστατική κατάσταση», και μάλιστα, στο όνομα της μελλοντικής – χρονικά απροσδιόριστης προφανώς – επαναστατικής κατάστασης, κρίνεται εγκληματική η απόσπαση στο σημερινό χρόνο από την προετοιμασία για ανταπόκριση στο μελλοντικό χρόνο. Όποια προσπάθεια για ανταπόκριση σήμερα, τη στιγμή που οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν, είναι για την ηγεσία του ΚΚΕ οπορτουνισμός. Συνεπώς, τα μεταβατικά προγράμματα, τα μέτωπα, οι συμμαχίες, οι εργατικές – λαϊκές – αριστερές κυβερνήσεις ενώ υπάρχει ακόμα καπιταλισμός, η ανακούφιση των εργαζομένων, το χάραγμα δρόμων μέσα από ρήξεις με τις κύριες συστημικές επιλογές, ισοδυναμούν με προδοσία από την «υπόθεση της επανάστασης» (κάπου – κάπως – κάποτε).
Μια σειρά κειμένων συνεδρίων και συνδιασκέψεων από το 2009 μέχρι σήμερα, ανοίγουν μια διαδικασία η οποία κορυφώνεται με το πρόσφατο κείμενο της ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», που δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος της ΚΟΜΕΠ του 2013.
Στο τελευταίο κείμενο, το ΠΓ διατυπώνει θέσεις ιδιαίτερα τολμηρές. Δε διστάζει να προχωρήσει ακόμα και σε (έμμεση ή άμεση) αποκαθήλωση προσώπων, θεσμών ή καταστάσεων που αποτέλεσαν «σημαίες» του κόμματος για δεκαετίες. Αρκεί αυτή να συντείνει στην ενίσχυση της γραμμής της καθαρότητας, της άρνησης συνεργασιών, ευθύνης διακυβέρνησης, μετώπων, γενικά άμεσων καθηκόντων.
1. το ΚΚΕ αναθεωρεί την αντίληψη που αναφέρεται «στα δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας, στην αντίληψη ότι μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού μ΄ένα μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί ν΄ανοίξει την επαναστατική διαδικασία, να διαπαιδαγωγήσει επαναστατικά την εργατική τάξη». Γίνεται κριτική κυρίως στο 9ο συνέδριο (1973) και στο 10ο (1978), επειδή «διατηρεί τη λογική της στρατηγικής των σταδίων του 8ου συνεδρίου (1961)», αλλά και στα μετέπειτα συνέδρια. Φυσικά, η κριτική και η αποδόμηση ξεκινούν από πολύ πιο πίσω, και συγκεκριμένα εντοπίζονται στο Ν.Ζαχαριάδη και το 5ο συνέδριο του κόμματος το 1934, το οποίο καθόρισε το χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα ως “αστικοδημοκρατικό, με τάσεις γρήγορης μετατροπής της σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση».
Το πρόβλημα με τη λογική των «2 σταδίων» είναι ότι επί της ουσίας απομονώνει το πρώτο από το δεύτερο, τα αυτονομεί. Και στη βάση αυτή αφαιρεί το στοιχείο της ρήξης – το επαναστατικό στοιχείο και από το πρώτο «στάδιο», καταλήγωντας σε μια σειρά ευκαιριακές κινήσεις, ακολουθητισμό προς τις αστικές δυνάμεις, πολιτική ουράς, αστικό ρεαλισμό, κυβερμητισμό, δεξιά πολιτική. Από την άποψη αυτή, αποτελεί θετικό στοιχείο η εγκατάλειψη της ρεβιζιονιστικής θεωρίας των σταδίων.
Αντίθετα, η αντίληψη που θέτει το ΚΚΕ του ΄34, που ορίζει το χαρακτήρα της επανάστασης “αστικοδημοκρατικό, με τάσεις γρήγορης μετατροπής της σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση”, δεν είναι θεωρία των 2 σταδίων, άσχετα αν κάποιοι βολεύονται σε εύκολες ταυτίσεις και ξεμπερδεύουν μια και καλή. Και αυτό γιατί στην προκειμένη περίπτωση τα “2 στάδια” είναι άρρηκτα δεμένα το ένα με το άλλο, το πέρασμα από το ένα στο άλλο προβλέπεται σύντομο, δεν υπάρχει αυτονόμηση. Και το πρώτο στάδιο ακόμη, είναι ποτισμένο από επανάσταση, αντίληψη και πρακτική ρήξεων. Εξάλλου αυτό μαρτυράται και από της έμπρακτη πολιτική εκείνης της περιόδου, με το έπος του ΕΑΜ κλπ, σε αντίθεση με την πολιτική ουράς του κέντρου που ακολουθήθηκε κατά τις δεκαετίες ΄60, ΄70, ΄80 από το μετέπειτα ΚΚΕ. Το ΚΚΕ του ΄40 δεν πέρασε ποτέ στο «2ο στάδιο», εννοώντας τη «σοσιαλιστική επανάσταση», αλλά αυτό δε μειώνει τη γνήσια επαναστατικό χαρακτήρα της αντίστασης με κέντρο το ΕΑΜ. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να χρεώνεται το ΚΚΕ του ΄40 και ο Ν.Ζαχαριάδης το «θεωρία των σταδίων», καθαρό δημιούργημα του μετα – 20συνεδριακού ΚΚΕ, ούτε φυσικά η ΚΔ του ΄30 με τη γραμμή των μετώπων, η οποία επίσης καταγγέλλεται.
2. η αποδόμηση δεν παραλείπει να περιλάβει και την ΚΔ και τη γραμμή των ανταφασιστικών μετώπων:
«...στα περισσότερα προγράμματά του διατύπωνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη λαθεμένη στρατηγική των σταδίων, υπό την καθοδήγηση και της ΚΔ. Στην πορεία επίσης έπαιξε ρόλο το 7ο Συνέδριο της Διεθνούς για το αντιφασιστικό μέτωπο, οι εκτιμήσεις για τους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο μετά από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο στη νίκη της σοσιαλιστικής εξουσίας...”
Στην παραπάνω περικοπή, η ΚΔ χρεώνεται τη «θεωρία των σταδίων», παρέα με το Ν.Ζαχαριάδη, ενώ αποκαθηλώνεται και η γραμμή των αντιφασιστικών μετώπων. Η τελευταία αποκαθήλωση γίνεται με πιο «εύγλωττο» τρόπο στον πρόλογο της Ε. Μπέλλου στις Θέσεις και το Καταστατικό του 2ου συνεδρίου της ΚΔ, το 2007, όπου αναφέρει:
«… Στην πορεία η εμφάνιση του φασισμού αιχμαλώτισε την επαναστατική γραμμή του εργατικού κινήματος στα δίκτυα των αστικών πολιτικών αντιθέσεων, σε συνθήκες μιας νέας επαναστατικής ανόδου που γεννήθηκε μέσα στην κρίση ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου, του Β΄ Παγκόσμιου»
3. το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ φτάνει ως το σημείο να απορρίπτει τη μεγαλειώδη κληρονομιά του ΕΑΜ,καθώς στην κριτική του για το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1978, αναφέρει: «... τόνιζαν ότι μπορούσε ν΄αξιοποιηθεί η πείρα του Λαϊκού Μετώπου, του ΕΑΜ, της ΕΔΑ και μερικότερων συνεργασιών στην προδικτατορική περίοδο. Πρόκειται στην ουσία για σχήματα πολιτικής συνεργασίας που καταργούν την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια του Κόμματος...».
Αν το ΕΑΜ, η μοναδική εποποιία του λαϊκού κινήματος και της κομμουνιστικής αριστεράς στον αιώνα που πέρασε για το χώρο της Ελλάδας, προσπερνιέται με τον χαρακτηρισμό «σχήμα πολιτικής συνεργασίας που καταργεί την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια του Κόμματος», τότε μάλλον η κατάσταση έχει ξεφύγει. Έχει μήπως το ΚΚΕ των τελευταίων 5 δεκαετιών (από τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων – του κόμματος ουσιαστικά – το ΄58, μέχρι σήμερα) να αντιπαραβάλλει κάποια λαμπρή σελίδα, αντάξια του ΕΑΜ; Ειδικότερα, το ΚΚΕ των τελευταίων 2 δεκαετιών (της ανασυγκρότησης και της «αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα»), τι έχει να επιδείξει ως έμπρακτη επικύρωση των ισχυρισμών;
4. χαρακτηρίζει λαθεμένη τη – για δεκαετίες – εκτίμηση της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και το ποιοτικό χαρακτηριστικό της εξάρτησης από το ΚΚΕ, την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ χρεώνει στην αντανάκλαση «των ενδοαστικών αντιθέσεων στο πολιτικό σύστημα και της διείσδυσής τους στις επεξεργασίες του Κόμματος». Εδώ η ηγεσία του ΚΚΕ απογειώνεται στη σφαίρα του ιδεαλισμού, εφόσον το κριτήριο της πράξης και της επαλήθευσης των θεωρητικών σχημάτων απουσιάζει πλήρως. Είναι δυνατό, στην εποχή της ΕΕ, της τρόικα, των δανειακών συμβάσεων, των έξωθεν επιβαλλόμενων μνημονίων, που η ελληνική οικονομική φούσκα έχει σκάσει, η επιτήρηση δεν έχει προηγούμενο, η χώρα έχει σχεδόν μετατραπεί σε γερμανική αποικία, σήμερα, να επιλέγει το ΚΚΕ να τελειώνει με τη θέση της εξάρτησης; Αν το επέλεγε στη δεκαετία του ΄90, επί Σημίτη, με την τεράστια οικονομική φούσκα και την πέτσινη ανάπτυξη σε ισχύ, με την «οριακά ισχυρή Ελλάδα», θα μπορούσε κάπως να γίνει πειστικό. Σήμερα, μόνο γέλια (ή κλάματα) μπορεί να προκαλέσει η αναθεώρηση του εξαρτημένου χαρακτήρα της χώρας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τίποτα όμως δε μπορεί να σταθεί εμπόδιο μπροστά στην επιδίωξη του ΠΓ να κόψει κάθε γέφυρα με τις μετωπικές λογικές: ούτε η ίδια η πραγματικότητα, ούτε το αστείο των ισχυρισμών του. Μια πραγματικότητα παραστάσεων είναι αναγκαία “για να σωθεί το κόμμα».
5. Καταγγέλλεται η γραμμή της αλλαγής. «Η πρόταξη της “αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής δημοκρατικής αλλαγής” στηρίχτηκε στην αντίληψη ότι οι υποκειμενικές της προϋποθέσεις μπορούν να ωριμάσουν με γρηγορότερους ρυθμούς από τις υποκειμενικές προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής αλλαγής. Στην προκειμένη περίπτωση ο χαρακτήρας της επανάστασης προσδιορίζεται από τον συσχετισμό των δυνάμεων κι όχι από τον χαρακτήρα της εποχής». Επίσης, καταδικάζονται οι «δύο δρόμοι ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας» (12ο συνέδριο, 1987). «Η συμμετοχή του Κόμματος σε τέτοιες κυβερνήσεις φούντωσε μέσα στο κόμμα τον οπορτουνισμό, που σήκωσε ανοιχτά κεφάλι μ΄επικεφαλής μέλη της ΚΕ και τον τότε ΓΓ της ΚΕ Γρηγόρη Φαράκο».
Είναι καλό να αναγνωρίζονται τα λάθη (ακόμα και τα βαριά), έστω και εκ των υστέρων. Η γραμμή της «αλλαγής» και της «πραγματικής αλλαγής» (11ο συνέδριο, 1982) οδήγησαν σε μεγάλη σύγχυση και σε εκχώρηση στο ΠΑΣΟΚ των ηνίων για την 20ετή ενσωματωτική του δράση. Φυσικά, μεγαλύτερη αξία θα είχε ο πιο έγκαιρος εντοπισμός / παραδοχή του σφάλματος (;), τη στιγμή που τότε επιλέγονταν το ξυλοφόρτωμα των εξ΄άριστερών προερχόμενων κριτικών. Ας είναι.
Και στο σημείο αυτό, όμως, διαφαίνεται πολιτική σκοπιμότητα και μεθόδευση από το ΠΓ: αγωνιά να καταλήξει στη διαπίστωση πως δεν είναι δυνατό η πολιτική υποκειμενική δράση να επιταχύνει τους ρυθμούς ωρίμανσης μιας «αντι-ιμπεριαλιστικής», δηλαδή μιας «αντι – τροϊκανής, αντι – ΕΕ» αλλαγής - ρήξης, ή, αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει, τότε αυτή η ρήξη θα υπηρετεί τις «μεταμφιεσμένες ενδοαστικές αντιθέσεις». Αντίθετα πρέπει να περιμένουμε ως ότου ωριμάσουν οι συνθήκες για το σοσιαλισμό. Πως δεν παίζει ρόλο ο συσχετισμός δύναμης, στον πολιτικό μας προσανατολισμό, αν και μάλλον τελικά παίζει κάποιον ρόλο, αυτόν της παραπομπής του (σοσιαλιστικού) προσανατολισμού στο μακρινό μέλλον.

Τελικά, δεν πολυπείθει το ΠΓ πως η αναθεώρηση της πολιτικής του κόμματος κατά τις δεκαετίες ΄60, ΄70, ΄80 είναι γνήσια και ειλικρινής, φαίνεται κυρίως να είναι όχημα ενίσχυσης της γραμμής της απραξίας στις σημερινές συνθήκες. Η κριτική – αυτοκριτική χρησιμοποιείται ως μοχλός.
6. Κάνει κριτική στη στρατηγική των συμμαχιών του κόμματος στις δεκαετίας ΄70 και ΄80, επειδή «δεν παίρνεται υπόψιν η διεύρυνση των ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων που συνοδεύουν την καπιταλιστική ανάπτυξη που συντελέστηκε τη μεταπολεμική περίοδο». Φυσικά, η κριτική αυτή μεταφέρεται αυτούσια στη σημερινή συγκυρία, παρόλο που σήμερα συντελείται μια αντίστροφη διαδικασία από εκείνη: απολίπανση – εξαφάνιση – προλεταριοποίηση των ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων.Έτσι, η αναθεωρούμενη (και ορθά) γραμμή μετώπου με το ΠΑΣΟΚ που είχε το ΚΚΕ την περίοδο εκείνη, μεταφράζεται σε άρνηση κάθε σκέψης για μέτωπο σήμερα!
Τα πρωήν μικρο – μεσαία στρώματα που σήμερα συμπιέζονται βίαια προς τον πάτο, που φτωχοποιούνται – προλεταριοποιούνται, είναι στρώματα που ενδιαφέρουν την κομμουνιστική αριστερά; Μπορεί υπό προϋποθέσεις να συμμαχήσει μαζί τους; Έχει νόημα να δουλέψει συνειδητά για την οικοδόμηση αυτών των προϋποθέσεων; Ή εκ προοιμίου τα στρώματα αυτά ανήκουν στον οπορτουνισμό; Στη διάλυση του κοινωνικού ιστού που συντελείται σήμερα και αναδιατάσσει τάξεις – ταξικά συμφέροντα – συσχετισμούς δυνάμεων, έχει λόγο και ρόλο η κομμουνιστική αριστερά; Μπορεί να αξιοποιήσει επιθετικά πλευρές αυτών των ανατροπών υπέρ του δικού της ανεξάρτητου σχεδίου, ή το μέγιστο των καθηκόντων της είναι ο σχολιασμός και μάλιστα με στατικό τρόπο, λες και οι κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα είναι κάτι αιώνιο και αμετάβλητο, που ακόμα και σε συνθήκες κρίσης διατηρούνται στη «σταθερή» τους μορφή;
7. Το 14ο συνέδριο χαρακτηρίζεται από το ΠΓ ως «τομή» για το κόμμα. Και πραγματικά έτσι είναι, αφού από το ΄91 το κόμμα μπαίνει σε μια νέα φάση, τελευταίο στάδιο της οποίας αποτελεί η σημερινή ιδεολογικο – πολιτικο – ιστορική αναθεώρηση. Το κόμμα υϊοθετεί πιο αριστερές θέσεις από ότι στο παρελθόν, μόνο που η κίνηση αυτή αντισταθμίζεται από μια πρωτοφανή περιχαράκωση των θέσεων από τη ζωή, το πραγματικό κίνημα, την πολιτική κίνηση. Η διπλή αυτή διαδικασία προχωρά κλιμακωτά, εντείνεται ιδιαίτερα μετά το 2000, ακόμη περισσότερο μετά το 2005 και φτάνει σήμερα στην κορύφωσή της, παράγοντας ως αποτέλεσμα ένα κόμμα τελείως αδιάφορο για τα σημερινά πολιτικά ζητήματα και την υπόθεση της παράμβασής του σε αυτά.
Μετωπικές – συμμαχικές επιβιώσεις εντοπίζονται στο πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου (1996) και το στόχο του ΑΑΔΜ, καθώς και στο 16ο συνέδριο του 2000, όπου παρά τις ασάφειες της λαϊκής εξουσίας – οικονομίας, διατυπώνεται ότι «το Μέτωπο δε θα συγκροτηθεί στη βάση της συμφωνίας για το σοσιαλισμό». Την ίδια στιγμή οι πρακτικές κινήσεις του κόμματος στην υπηρέτηση του προγράμματος και στην προώθηση του μετώπου, είναι από πλημμελείς ως μηδενικές. Το “μεταβατικό” αυτών των προγραμμάτων προς άλλα “καθαρότερα” γίνεται σαφές από τη διευκρινιστική εκτίμηση του 16ου συνεδρίου για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ: «αυτό που μπορεί να γίνει σήμερα είναι να προωθηθούν και αναπτυχθούν επιμέρους μέτωπα, συσπειρώσεις και συνεργασίες...».
Έχουμε δηλαδή πρόγραμμα μέτωπο, επειδή είναι δύσκολο να μην έχουμε τέτοιο σήμερα, αλλά με όρους και εκτιμήσεις μηδενικής προώθησής του... Και όταν ωριμάσουν οι όροι, αποκηρύσσουμε και το μέτωπο. Οι όροι σήμερα μοιάζουν ευνοϊκοί (αν και από μια άποψη είναι κωμικό, με την έννοια της επιτακτικής ανάγκης μετώπου διεξόδου στις μέρες της κρίσης και του μνημονίου, να θεωρείται πως είναι βιώσιμη η αντι-μετωπική γραμμή) και κόβονται μαχαίρι οι όποιες ασάφειες ή αμφισημίες (θετικές ή αρνητικές), κληρονομημένες από το παρελθόν.
8. «Οι εξελίξεις κατά το 2012, συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών, προσφέρουν ισχυρή απόδειξη για το γεγονός ότι η κρίση για μεγάλα αστικά κυβερνητικά κόμματα δεν ταυτίζεται με την πραγματική αστική πολιτική κρίση. Ουσιαστική αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος δεν υπήρξε, όπως προέκυψε και από τις εκλογές του Ιούνη, όπου η παλιά διαχωριστική γραμμή "Δεξιά – αντιΔεξιά" πήρε τη μορφή "Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο"».
Εδώ ο αντίπαλος υπερτιμάται, οι χρεοκοπίες των μορφών του ξεπερνιούνται εύκολα, με το επιχείρημα της «βαθιάς ισχύος του». Είναι καλό να υπάρχει συναίσθηση της ισχύος του αντιπάλου και να αποφεύγονται ελαφρότητες «εύκολης επιτυχίας», όπως του ΄89, είναι κακό να χαρίζονται οι δύσκολες στιγμές του αντιπάλου, να μην αξιοποιούνται για να πιεστεί στο έπακρο, να μην πασχίζει η κομμουνιστική αριστερά να μετατρέπει μια πολιτική κρίση, μερική ή συνολική, σε κρίση ευρύτερη και βαθύτερη, κρίση εξουσίας και συσχετισμού δύναμης, κρίση πολιτικής ηγεμονίας. Τα διδάγματα από το «΄89» είναι μονόπλευρα και φοβικά. Την υπερτίμηση της πολιτικής κρίσης τότε (που σε καμια περίπτωση δεν είχε τις διαστάσεις της σημερινής πολιτικής κρίσης), αιτία εκτιμήσεων επιπόλαιας και εύκολης επιτυχίας για το ΚΚΕ, διαδέχεται η υποτίμηση της σημερινής πολιτικής κρίσης. Και φυσικά απορρίπτονται τα συμμαχικά σχήματα, αφού αυτά χρεοκόπησαν για το ΚΚΕ μια για πάντα με το Συνασπισμό του ΄89. Ισχύει κάποιες φορές πως “άμα καείς από το χυλό, φυσάς και το γιαούρτι», αλλά δε μπορεί να αρθρώσει κανείς αξιόπιστο πολιτικό λόγο με τέτοιους όρους. Ούτε είναι δυνατό να ανταποκριθεί σε στιγμές κρίσιμες και απαιτητικές συνθήκες, όπως οι σημερινές. Για αυτό εξάλλου, το ΚΚΕ μιλώντας ειλικρινά, δηλώνει πως «δεν θα ασχοληθεί», απλά θα προετοιμάσει όρους ώστε να είναι έτοιμο «όταν έρθει η ώρα».
Όμως, από το χυλό δεν καίγεσαι έτσι, από το τίποτα. Συνήθως κάτι προκαλεί το κάψιμο. Αντιλήψεις, επιλογές και πρακτικές. Ο χυλός που έκαψε το ΚΚΕ το ΄89 ήταν αποτέλεσμα όχι των συμμαχιών, των μετώπων κλπ γενικά. Ήταν αποτέλεσμα μιας δεξιόστροφης συμμαχίας, με φιλο – ευρωπαϊκό πρόσημο, ευκαιριακού χαρακτήρα. Καθαρά μέρος της συστημικής διαδικασίας ξεπεράσματος της τότε πολιτικής κρίσης. Λογικό επακόλουθο η μετέπειτα κρίση και καθήλωση της κομμουνιστικής αριστεράς. Σήμερα μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Για μέτωπο διοξόδου της ελληνικής κοινωνίας από την κρίση και τη διάλυση, και όχι για κάποια «κάθαρση» τύπου ΄89. Για ένα μεταβατικό πρόγραμμα σε ρήξη με τις βασικές συστημικές επιλογές, ξένων και ελληνικών αστικών δυνάμεων. Για συμμαχία αντι – ευρωπαϊκή, αντι – ιμπεριαλιστική, όχι για «κοινά φιλο – ευρωπαϊκά πορίσματα». Για μια εφ΄όλης της ύλης σύγκρουση, που θα απαιτήσει οργανωμένο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, και όχι κοινοβουλευτικά παιχνίδια κορυφής. Το πρόβλημα είναι πως για το ΚΚΕ όλα αυτά είναι το ίδιο πράγμα.
Συμπερασματικά, εγκαταλείπονται τα δυο στάδια, ο κρατισμός, ο κυβερνητισμός, η πολιτική ουράς απέναντι στο «κέντρο» και αυτό είναι θετικό. [Εγκαταλείπονται οι εκτιμήσεις για εξάρτηση, η κληρονομιά των μετώπων, η αναμέτρηση με τον συσχετισμό δύναμης και αυτό είναι αρνητικό.] Φυσικά η κατόπον εορτής αυτή εγκατάλειψη δεν είναι δυνατό να αναιρέσει τη ζημιά που έγινε όταν οι πολιτικές αυτές επιλογές καθόρισαν καταστάσεις. Ενώ, στη σημερινή συγκυρία, η σωστή και αναγκαία εγκατάλειψη των θεωρητικών θεμελίων που οδήγησαν σε μεγάλα αμαρτήματα κατά το παρελθόν, δε συνοδεύει μια γραμμή παρέμβασης και ρήξης, αλλά αναχώρησης. Επι της ουσίας λοιπόν, η όποια αξία της ενσωμάτωσης της εξ αριστερών κριτικής άλλων δεκαετιών στο ΚΚΕ (κυρίως από τον μ-λ χώρο), εξανεμίζεται από την υποθάθμισή της σε «υποστήλωμα» της νέας γραμμής της «μηδενικής κεντρικής πολιτικής παρέμβασης, της μηδενικής ανάληψης ευθύνης» από το ΚΚΕ. Με άλλα λόγια, οι οριοθετήσεις αυτές θα είχαν νόημα σε εποχές που το κόμμα ήταν πιο «παρεμβατικό» (αν ήταν), ως κόκκινες γραμμές και καθοδηγητικές αρχές. Αν επιλέγει κανείς να μην κάνει τίποτα, οι οριοθετήσεις είναι περιττές, καθώς δεν κινδυνεύει να υποπέσει σε σφάλματα.
Καταλήγωντας, αναπτύσσεται μια ρητορική γύρω από τη «συντονισμένη επίθεση που δέχεται το Κόμμα», το «Κόμμα που κινδυνεύει», τον εχθρό που υπάρχει «και μέσα στο κόμμα», ως αστική αντανάκλαση κλπ.
«Εδώ και ενάμιση χρόνο, αναπτύσσεται μια επίθεση η οποία, ανεξάρτητα από που προέρχεται, έχει ως στόχο να πετύχει ό,τι δεν κατάφερε ο οπορτουνισμός το 1968 και το 1991: Να μετατραπεί το ΚΚΕ σε συνιστώσα της οπορτουνιστικής και ρεφορμιστικής αριστεράς. Να είναι το κόμμα εγκλωβισμένο σε περίπτωση που ξεσπάσει κάποια μορφή κοινωνικής εξέγερσης»
Δίνεται και «επιστημονική» βαρύτητα στους ισχυρισμούς, κατόπιν βαρυσήμαντων ταξικο – πολιτικών αναλύσεων:
«νέα ενίσχυση του οργανωμένου οπορτουνισμού εκδηλώθηκε από το 2012 λόγω πλήγματος αυτών των στρωμάτων» (δηλ. εργατική αριστοκρατία, μικροαστική διανόηση, κρατική υπαλληλία)
Ενώ δίνεται και το στίγμα των διαθέσεων και τις προθέσεις του Κόμματος σχετικά με το θέμα των διαφωνιών, τις αντιρρήσεις στις διάφορες αναθεωρήσεις:
«Η διαπλάλη με τον οπορτουνισμό στις συγκεκριμένες συνθήκες είναι δυνατό ν΄αφήσει αποτυπώματα μέσα στο κόμμα – ως ένα είδος διαβρωτικής υγρασίας...»
«Σύνθεση διαφορών σε ιδεολογικό και προγραμματικό επίπεδο δε μπορεί να γίνει, και, αν γίνει, τότε το κόμμα μετατρέπεται σε οπορτουνιστικό και μόνο»
Η πυγμή του ΠΓ μεταφράζεται με ευκολία σε «κομματική – κομμουνιστική πυγμή» κόντρα στους διαφωνούντες με το «παντός καιρού κόμμα – κόμμα παρατηρητή». Ο κομματικός πατριωτισμός πάνω από όλα. Είναι η δοκιμασμένη γραμμή για την επιβολή αναθεωρήσεων κάθε λογής από μέρους της ηγεσίας, μέσω του ψεύτικου διλήμματος «με το κόμμα ή ενάντια στο κόμμα;», τη στιγμή που το ερώτημα είναι «με αυτή τη γραμμή ή με την άλλη;». Ιστορικά αυτά τα “σκληρά” κομματικά διλήμματα, αποτέλεσαν το έδαφος για να περάσουν οι πιο δεξιές αναθεωρήσεις, οι πιο πολλές από τις οποίες «ξανα – αναθεωρούνται» σήμερα.
Τέλος, το ΠΓ φροντίζει να τηρηθούν κάποια όρια, διαφορετικά το συμπέρασμα μιας επικίνδυνης συζήτησης, όπως αυτή που ανοίγει γύρω από τα ζητήματα της ιστορίας και της “αποκατάστασης”, μπορεί να βγει εκτός πλαισίων, να ξεφύγει από τα προβλεπόμενα, από τις επιδιώξεις του ΠΓ:
«... παρά τα γλιστρήματα...δεν εξελίχτηκε (το Κόμμα) σε ένα διαμορφωμένο οπορτουνιστικό κόμμα... αν είχε εξελιχθεί σε οπορτουνιστικό κόμμα, θα είχε χάσει τη δυνατότητα της πάλης για την αποκατάσταση του χαρακτήρα και του προγράμματός του»
Το ερώτημα που αβίαστα προβάλλει, κατόπιν όλων των παραπάνω, είναι:
Μήπως τελικά εξελίχτηκε το ΚΚΕ σε οπορτουνιστικό κόμμα;
Ή, αν δεν είναι και πολύ δόκιμος ο όρος, αφού τυπικά η «σταθερή προσήλωση» βρίσκεται στον αντίποδα του «οπορτουνισμού», μήπως αρνείται το ρόλο του ως τμήμα της κομμουνιστικής αριστεράς;
Μήπως έχει αρνηθεί το ρόλο του στο μετασχηματισμό της κοινωνίας και κρύβει αυτή την άρνηση με περίτεχνες διατυπώσεις περί «αποκατάστασης»;
Μήπως έχει πάρει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή;
Το ερώτημα αυτό δε μπορεί παρά να απασχολήσει σοβαρά όλους όσους αναφέρονται και αγωνιούν για το παρόν και το μέλλον της κομμουνιστικής αριστεράς του τόπου, για τη συνεισφορά της υπέρ της λαϊκών συμφερόντων.


*Πηγή: antapocrisis.gr via ISKRA

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου