Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Καπιταλιστική κρίση και επικαιρότητα του κομμουνισμού / Θαν. Μανιάτης

του Θανάση Μανιάτη [1]
(παρέμβαση σε εκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ)

Καπιταλιστική κρίση και επικαιρότητα του κομμουνισμού

Γιατί να υιοθετούμε και να επιμένουμε στη σαφή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, στην κομμουνιστική προοπτικήm στη σημερινή συγκυρία και στο προσεχές μέλλον; Τι έχει να πει η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία γι αυτό το ερώτημα γι αυτήν την επιλογή;

Ο Μαρξ έγραψε νωρίς με τον...
Ένγκελς το Κομμουνιστικό Μανιφέστο όπου επισήμανε την εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τις αδικίες και τις ανισότητες που γεννάει αλλά δεν περιορίστηκε στην ηθική καταδίκη του. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να δείξει ότι οι νόμοι κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υπακούουν και συμμορφώνονται με τις αρχές του ιστορικού υλισμού, με την αντίληψη της ιστορίας σαν διαδοχής διαφορετικών τρόπων παραγωγής, και να δείξει το πεπερασμένο και αυτού του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, όπως είχε συμβεί και με αυτά που προηγήθηκαν. Ενός συστήματος που όπως και τα προηγούμενα από ένα ιστορικό σημείο και έπειτα στέκεται εμπόδιο με τις απαρχαιωμένες παραγωγικές σχέσεις του στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δεν μπορεί να ικανοποιήσει δηλαδή την πλειοψηφία της κοινωνίας, υλικά, πνευματικά, συνολικά, και γι αυτό γεννάει το ίδιο συνεχώς τις αντικειμενικές συνθήκες και τις κοινωνικές δυνάμεις εκείνες που θα το αμφισβητήσουν και θα το ανατρέψουν. Αν δεν το κάνει αυτό, όπως αναφέρει η προγραμματική διακήρυξη τότε η εκτίμηση και η πεποίθησή μας ότι «τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς» θα έμοιαζαν θεολογική προφητεία!Έχουμε λοιπόν να αποτιμήσουμε αλλά και να αντιμετωπίσουμε ένα σύστημα με συχνές και θεαματικές μεταβολές στους θεσμούς και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά στη μέχρι τώρα ιστορία του (η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας με υποτιθέμενο ρόλο την «προστασία» της εργατικής τάξης και η μετέπειτα κρίση και υποχώρησή του, ο μεταβαλλόμενος ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη διαμόρφωση των σχέσεων χρηματοπιστωτικού-βιομηχανικού κεφαλαίου, η άνοδος και η πτώση της πίστης στην κρατική κεϋνσιανή μακροοικονομική διαχείριση, η λειτουργία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε σχέση με το σχηματισμό ολιγοπωλίων, μονοπωλίων, περισσότερη ή λιγότερη ρύθμιση στις αγορές). Μεταβολές που όλες έδωσαν λαβή σε επανειλημμένες προφητείες για τέλος των ιδεολογιών, το τέλος της ιστορίας, την αιωνιότητα του καπιταλισμού, προφητείες και διαβεβαιώσεις που βασίζονταν πάντα στη δήθεν ικανότητα του συστήματος να αναπτύσσεται αρμονικά χωρίς αντιθέσεις, αντιφάσεις και κρίσεις. Παρ’ όλες αυτές τις μεταβολές όμως, το καπιταλιστικό σύστημα εξακολουθεί κάθε τόσο να παράγει κρίσεις, πολέμους, ανεργία, φτώχεια, υποσιτισμό, ανισότητα, περιβαλλοντική υποβάθμιση και καταστροφή. Η κατανόηση αυτής της εγγενούς τάσης για κρίση είναι κεντρική για την ανάλυση του καπιταλισμού από τον Μαρξ και τα επιχειρήματά του για την πιθανότητα και την αναγκαιότητα της επαναστατικής αλλαγής.

Το κίνητρο του κέρδους: Αυτή η επανάληψη των κρίσεων δεν είναι και δεν μπορεί λογικά να είναι σύμπτωση. Η αιτία βρίσκεται στην καρδιά, στη λογική του συστήματος που είναι η πραγματοποίηση κέρδους, ένα κίνητρο που καθορίζει και περιορίζει τη συμπεριφορά της άρχουσας τάξης αλλά και του πολιτικού προσωπικού της. Το πρόβλημα είναι ότι η συμπεριφορά αυτή που συνεπάγεται απομύζηση υπεραξίας από τους άμεσους παραγωγούς, αδυσώπητο καπιταλιστικό ανταγωνισμό για μερίδια αγοράς, διαρκή τεχνολογική μεταβολή για αύξηση της παραγωγικότητας και μείωση του κόστους έχει τα όρια της, καθώς η φύση της τεχνολογικής μεταβολής στον καπιταλισμό είναι τέτοια που η ατομική επιτυχία κάθε κεφαλαίου να μειώσει το κόστος του μέσω της κεφαλαιοποίησης της παραγωγής συνεπάγεται αναπόφευκτα τη μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους για το σύνολο της οικονομίας. Αυτή η μείωση, η πτωτική τάση από κάποιο χρονικό σημείο και έπειτα οδηγεί στη μείωση της μάζας των κερδών, στη ραγδαία μείωση της επένδυσης και κατόπιν σε όλα τα κρισιακά φαινόμενα που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά από την πρόσφατη εμπειρία, χρεοκοπίες, αύξηση ανεργίας, μείωση μισθών, παραπέρα μείωση των επενδύσεων, κλπ. Η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, η ρουτίνα του υγιούς καπιταλιστικού συστήματος μετατρέπεται σε κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, το σύστημα ασθενεί και κινδυνεύει. Δεν καταρρέει όμως αυτόματα και από μόνο του αν οι υποτελείς τάξεις δεν δράσουν ανάλογα, αν δεν έλθουν σε πλήρη κοινωνική και πολιτική ρήξη με το σύστημα αν δεν το αντικαταστήσουν συνειδητά με μια ανώτερης μορφής κοινωνικοοικονομική οργάνωση που για μας είναι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός.

Από τον Κεϋνσιανισμό στο νεοφιλελευθερισμό: Έτσι συνέβη και με την προτελευταία κρίση που πρωτοεκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 βάζοντας τέλος στη «χρυσή εποχή» της καπιταλιστικής συσσώρευσης και ανάγκασε το κεφάλαιο και το αστικό κράτος να ενορχηστρώσουν μια σαρωτική επίθεση απέναντι στη συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης, τις συνθήκες εργασίας της, τις αμοιβές και τις κοινωνικές παροχές προς αυτήν εγκαινιάζοντας την περίοδο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού (ολοκληρωτικού καπιταλισμού[2]), κερδίζοντας την ιδεολογική ηγεμονία στην κοινωνία με την υπόσχεση της επιστροφής στην ανάπτυξη της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου.

Με αυτόν τον τρόπο ο Κεϋνσιανισμός ο πρώτος «σωτήρας»/συνταγή για διάσωση του συστήματος μετά (και μαζί με) τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αποδείχθηκε αμφίβολης αποτελεσματικότητας όταν χρειάστηκε πραγματικά, και σίγουρα περιορισμένης διάρκειας καθώς εγκαταλείφθηκε τουλάχιστον στα λόγια ενώ θεωρήθηκε και ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για την κρίση στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970.

Ο Θατσερισμός-Ρεηγκανισμός δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός ήταν η απάντηση (η δεύτερη συνταγή σωτηρίας του συστήματος) στην κρίση στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Όμως, από μόνη της η επίθεση στους μισθούς, τις κοινωνικές παροχές και τις συνθήκες εργασίας δεν άρκεσε για να επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος του κεφαλαίου και του συστήματος, δηλαδή η ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου και η επιστροφή στις οικονομικές και κοινωνικές εκείνες συνθήκες που εξασφάλισαν την ηγεμονική κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος για μεγάλο διάστημα της μεταπολεμικής περιόδου. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δεν επέτρεπαν επανάληψη της εμπειρίας κοινωνικής καταστροφής της Μεγάλης Ύφεσης και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε ούτε η εκκαθάριση μεγάλου και υστερούντος μέρους του παγίου κεφαλαίου, ούτε η σημαντική υποχώρηση του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα, ούτε και η σημαντική μείωση της μη παραγωγικής εργασίας που επιβαρύνει την κερδοφορία του συστήματος. Το υπόδειγμα αυτής της περιόδου παρέτεινε τη ζωή του μέχρι την εκδήλωση της πρόσφατης κρίσης μόνο χάρις στα πλασματικά κέρδη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, στις χρηματοπιστωτικές «φούσκες», στο δανεισμό των νοικοκυριών και την κατανάλωση που χρηματοδοτήθηκε από αυτόν, στα δημόσια ελλείμματα και τη συσσώρευση δημόσιου χρέους σε όλες τις χώρες, και ελάχιστα έως καθόλου στην επένδυση, τη συσσώρευση κεφαλαίου και την αύξηση της παραγωγικότητας. Όταν και η τελευταία «φούσκα» στον τομέα των κατοικιών εξαερώθηκε, τότε φάνηκε το αδιέξοδο αυτής της πορείας που χαρακτηρίστηκε από την ανεπαρκή κερδοφορία του κεφαλαίου και την εξίσου αναιμική συσσώρευση κεφαλαίου.

Ο νεοφιλελευθερισμός της περιόδου 1980-2007 ήταν «καπιταλισμός της ανάγκης» με δεδομένη τη χαμηλή παραγωγικότητα του συστήματος που μπορούσε να ικανοποιήσει εν μέρει το κεφάλαιο αλλά σίγουρα όχι την εργασία. Δεν είχε να κάνει (δεν πήγαζε) από την επιθυμία των πλουτοκρατών να γίνουν πιο πλούσιοι ούτε από κάποια «αντεπανάσταση» της χρηματοπιστωτικής μερίδας της αστικής τάξης (καθώς πάντα έτσι συμπεριφέρονταν η πλουτοκρατία) και σίγουρα δεν ήταν θεωρητικό λάθος στήριξης σε εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές όπως διατείνονταν και εξακολουθούν να υποστηρίζουν τα υπολείμματα της σοσιαλδημοκρατίας και τμήματα της υποψήφιας για κυβερνητικούς θώκους αριστεράς. Σε αυτούς τους κύκλους η λάθος εμμονή στη λιτότητα που πλέον εξηγείται με ψυχολογικούς, ιδιοσυγκρασιακούς όρους θεωρείται η πηγή όλων των δεινών εντελώς αποκομμένη από τις ταξικές ιεραρχικές σχέσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του συστήματος.

Η συγκυρία: Που βρίσκεται λοιπόν σήμερα ο παγκόσμιος και ο ελληνικός καπιταλισμός όταν ιδωθούν κάτω από το πρίσμα αυτής της «μεγάλης εικόνας», του μακροχρόνιου ιστορικού ορίζοντα; Ο Κεϋνσιανισμός απέτυχε, ο νεοφιλελευθερισμός αποδείχθηκε ανεπαρκής και απέτυχε παταγωδώς με τη σειρά του πρόσφατα. Τώρα τί;
Το καθοδικό σπιράλ της κρίσης μπορεί να έχει σταματήσει στις περισσότερες χώρες του καπιταλιστικού κέντρου εκτός της Ευρωζώνης δίνοντας όμως τη θέση του στην πλήρη στασιμότητα με ότι αυτή συνεπάγεται, αύξηση της ανεργίας, μείωση πραγματικών μισθών, δημοσιονομικά προβλήματα, αύξηση του δημόσιου χρέους.

Η διεθνής εμπειρία της αντιμετώπισης της κρίσης δείχνει ότι δεν υπάρχει κάποιο συνεκτικό και αποτελεσματικό στρατηγικό σχέδιο, ένας νέος μετασχηματισμός που να απαντά στο θεμελιακό πρόβλημα του καιρού μας, της βιώσιμης και ικανοποιητικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η απάντηση του συστήματος μέχρι τώρα είναι η κλασικού τύπου επίθεση στους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές στην Ευρώπη και η επεκτατική νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ που κινδυνεύει να δημιουργήσει νέα «φούσκα» ακινήτων όπως προειδοποίησε ήδη η Fed, καθώς και η διόγκωση του δημοσίου χρέους. Επειδή όμως η κρίση δεν έχει να κάνει με την ελλιπή ζήτηση αλλά με τη χαμηλή κερδοφορία, η τυχόν επαναφορά κεϋνσιανών προσεγγίσεων δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Αυτό που περιγράψαμε σαν νεοφιλελευθερισμό είναι πιθανόν να ξεκινά τώρα στην πούρα, στην αμιγή του μορφή. Αυτήν τη φορά όμως χωρίς υποσχέσεις και οραματικές αφηγήσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών που θα εξασφαλίσει ευημερία για όλους, αλλά σαν αμυντική εκβιαστική προσπάθεια συντήρησης του συστήματος σε βάρος του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού.[3] 
Είναι αυτή η αμηχανία και η στασιμότητα από την πλευρά των κυρίαρχων τάξεων αλλά και η εμφανής απουσία διεξόδων, λύσεων που θα ωφελήσουν και την εργατική τάξη και το κεφάλαιο, δηλαδή την ανύπαρκτη ιδεολογική κατασκευή που αποκαλείται «εθνική οικονομία», που κάνει τη σημερινή κατάσταση να είναι ευκαιρία αντικαπιταλιστικής ζύμωσης, αποκάλυψης της πραγματικής φύσης του συστήματος και πάλης για την ανατροπή του. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να είναι καθαρά τα παρακάτω σημεία:

α) Υπάρχουν τέσσερις μακροχρόνιες τάσεις μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: πτωτική τάση στο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, την κερδοφορία του κεφαλαίου, τη συσσώρευση κεφαλαίου και τη μεγέθυνση του προϊόντος. Η κρίση έχει να κάνει με τη βαθύτερη δυναμική πορεία του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και είναι κρίση του πυρήνα του, της διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης, δεν πηγάζει από την ανεπάρκεια της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλισμού, τη στασιμότητα ή μείωση των εργατικών εισοδημάτων και τα προβλήματα που δημιουργεί στη συνολική ζήτηση. Πρόκειται για συνδυασμό της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, της ελληνικής κρίσης που οξύνεται από την ασθενή ανταγωνιστική θέση της εντός της ΕΕ και του ιδιαίτερα μεγάλου δημόσιου χρέους.

β) Όπως γράφουν οι Θέσεις δεν πρόκειται για κρίση του «καπιταλισμού–καζίνο» ή για εμφάνιση της κρίσης αποκλειστικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα,αλλά για έκφραση της βαθιάς κρίσης στην παραγωγή, στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που οδηγεί το κεφάλαιο στο να καταφεύγει στις χρηματοπιστωτικές τοποθετήσεις.

γ) Δεν πηγάζει επίσης από τις δημοσιονομικές ανισορροπίες που δήθεν προκύπτουν από το “σπάταλο κράτος” και τις κοινωνικές παροχές, αντίθετα το δημοσιονομικό ισοζύγιο της εργατικής τάξης ο καθαρός κοινωνικός μισθό της είναι συστηματικά αρνητικός ενώ τα δημόσια ελλείματα σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στη χαμηλή φορολόγηση της πλουτοκρατίας και των συμμαχικών της κοινωνικών στρωμάτων.

δ) θεμελιώδης αιτία της κρίσης για την Ελλάδα ειδικά, δεν είναι η υιοθέτηση του ευρώ και η συμμετοχή στην ευρωζώνη, άποψη που ενοχοποιεί αποκλειστικά το σκληρό νόμισμα (στη συμβατική της εκδοχή) ή την εκμετάλλευση “της χώρας” από τους ισχυρούς της ΕΕ (ριζοσπαστική εκδοχή). Η τρέχουσα κρίση όπως κάθε σοβαρή κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού πηγάζει από τη σφαίρα της παραγωγής και όχι από αυτήν της νομισματικής κυκλοφορίας.

ε) «Κοινωνικά συμβόλαια» είναι αμφίβολο αν υπήρξαν ποτέ, το κεφάλαιο ήταν πάντα επιθετικό και αρπακτικό απέναντι στην εργατική τάξη και εξαρτιόταν από τη δύναμη και τη ριζοσπαστική μαχητικότητα της εργατικής τάξης ποιές παραχωρήσεις θα αποσπούσε στις διάφορες ιστορικές φάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ιδίως όμως στις σημερινές συνθήκες χαμηλού ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας η επιδίωξη κοινωνικών συμφωνιών με το κεφάλαιο είναι μια επικίνδυνη ουτοπία για την εργατική τάξη.

στ) Είναι πλεονασμός η συνηθισμένη διατύπωση ότι η άρχουσα τάξη προσπαθεί να ρίξει τα βάρη της κρίσης στην εργατική τάξη και στο λαό. Είναι ο ορισμός της κρίσης ότι τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, πολλές φορές και τα ανώτερα θα υποφέρουν. Αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι ότι έστω και μέσα στα πλαίσια του συστήματος αυτές οι απώλειες θα είναι τόσο μικρότερες όσο μεγαλύτερη είναι η εργατική και λαϊκή αντίδραση και όσο περισσότερο αισθανθεί η άρχουσα τάξη ότι απειλείται. Τέτοιου είδους απειλές και όχι «συμφωνίες» και «κοινωνικά συμβόλαια» στο παρελθόν απέφεραν τις κατακτήσεις που σταδιακά αφαιρούνται από την εργατική τάξη στις μέρες μας.

ζ) Ένας από τους στόχους του μνημονίου και της ευρύτερης αστικής στρατηγικής είναι η προλεταριοποίηση μεσοστρωμάτων όπως αυτοαπασχολούμενοι, μικροεργοδότες, επιστήμονες ανοίγοντας το δρόμο στο κεφάλαιο σε αυτούς τους κλάδους και δημιουργώντας μεγαλύτερα πλεονάσματα στην αγορά εργασίας, πιέζοντας παραπέρα τους μισθούς αυξάνοντας όμως έτσι αριθμητικά την εργατική τάξη και τα δυνητικά συμμαχικά της κοινωνικά στρώματα στη χώρα.

η) Τα ελληνικά κεφάλαια (χωρίς τα όπλα της συναλλαγματικής πολιτικής και της προσωρινής εμπορικής προστασίας από τον διεθνή ανταγωνισμό) είναι καταδικασμένα να υστερούν μονίμως σε σχέση με τα πιο παραγωγικά των χωρών της Βόρειας Ευρώπης και των περισσότερο αναπτυγμένων οικονομιών με αποτέλεσμα τη συνεχή υποβάθμιση ή και εξαφάνισή τους, περιορίζοντας έτσι αναπόφευκτα την παραγωγική βάση της χώρας στον τουρισμό και τις φθηνές υπηρεσίες. Δεν είναι όμως απίθανο το αίτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη να υιοθετηθεί και από μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό και μάλιστα σύντομα.

θ) Οι ιδιωτικοποιήσεις στην παιδεία την υγεία, την ασφάλιση, τις υποδομές εκφράζουν την προσπάθεια του συστήματος για αύξηση της μάζας της υπεραξίας και άρα και του κέρδους υποδεικνύοντας που βρίσκεται το θεμελιακό πρόβλημα του οικονομικού συστήματος σήμερα αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν, δηλαδή στην ανεπαρκή κερδοφορία του κεφαλαίου.

ι) Κάθε κρίση ξεπερνιέται (εν όλω ή εν μέρει) με κάποιους βαθείς μετασχηματισμούς του συστήματος αφήνοντας όμως τον πυρήνα του, τις εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις ανέπαφες. Αλλάζει το περίβλημα για να προστατέψει πιο αποτελεσματικά την καρδιά του συστήματος, στην τρέχουσα συγκυρία όμως, λύσεις σαν αυτές φαίνονται να έχουν εξαντληθεί. Η μεγέθυνση με κριτήριο και στρατηγική μεταβλητή το κέρδος έχει αποτύχει επανειλημμένα ιστορικά[4] και γίνεται όλο και πιο προβληματική στο μέλλον ακόμη και όταν στηρίζεται στη δραματική χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Με τη διαρκή συσσώρευση κεφαλαίου και τη μεγέθυνση της μέσης μονάδας κεφαλαίου, η εκκαθάριση των πιο αδύνατων μονάδων του γίνεται όλο και λιγότερο εφικτή. Το ίδιο ισχύει και με τη διογκωμένη παρουσία του κράτους αλλά και της μη παραγωγικής εργασίας γενικότερα, που από τη μια αποτρέπουν καταστάσεις Μεγάλης Ύφεσης τουλάχιστον στον υπόλοιπο κόσμο εκτός Ελλάδας και από την άλλη μπλοκάρουν και εξασθενούν τη δυναμική του συστήματος.

ια) Φαίνεται όμως ότι η καπιταλιστική κρίση από μόνη της δεν ριζοσπαστικοποιεί απαραίτητα (και σίγουρα όχι τόσο γρήγορα όσο θα θέλαμε) τον κόσμο. Η τελευταία φορά που το σύστημα αντιμετώπισε κάποιας μορφής μαζική αμφισβήτηση ήταν στην κορύφωση του μεταπολεμικού κύματος ανάπτυξης στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η προηγούμενη όμως φορά ήταν στις εντελώς αντίθετες συνθήκες της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Γενικός κανόνας δεν φαίνεται να υπάρχει. Ίσως να πρέπει και εμείς να κάνουμε κάτι διαφορετικό από ότι κάνουμε μέχρι τώρα.για την ανατροπή της κυρίαρχης ιδεολογίας, που όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας μακράς πορείας ήδη από το 1985 περίπου, ενώ επιταχύνθηκε και εντάθηκε από το 1990 και έπειτα. Στην ελληνική κοινωνία, η επέλαση του ατομικισμού σε βάρος οτιδήποτε συλλογικού, η συκοφάντηση, υποχώρηση, απονομιμοποίηση του συνδικαλισμού, ο κοινωνικός κατακερματισμός, η δυσφήμηση του “σοσιαλισμού” από τις δεκαετίες διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, και του “υπαρκτού σοσιαλισμού” από την εμπειρία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, η πολιτική ασυνέπεια που επέδειξε σε κρίσιμες στιγμές σημαντικό τμήμα της αριστεράς και πλείστα όσα στελέχη της σε ατομικό επίπεδο ακόμη λειτουργούν αρνητικά για τη μαζική στροφή στις ιδέες και τα προτάγματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Τουλάχιστον στις σημερινές συνθήκες και ακόμη περισσότερο όσο διαιωνίζεται η κρίση είναι σχετικά εύκολο να δείξουμε τα αδιέξοδα του καπιταλισμού στις νέες γενιές που αποκτούν τις πρώτες τους εμπειρίες στην τρέχουσα συγκυρία, και το μόνο που έχουν γνωρίσει είναι ένα περιβάλλον ολόπλευρης οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής κρίσης. Είναι ευκαιρία για αποσαφήνιση της ταξικής διάστασης της οικονομίας και της κοινωνίας και του ότι δεν βρισκόμαστε όλοι, εργάτες και αφεντικά στην ίδια βάρκα. Οφείλουμε να δείξουμε ότι η δημιουργία της κρίσης δεν είναι αποτέλεσμα μυωπικής πολιτικής ή ανορθολογικής συμπεριφοράς, και ότι τα μνημόνια ως απάντηση στην κρίση δεν είναι συνωμοσία, ούτε άγνοια της σωστής οικονομικής πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης. Αντίθετα τα μνημόνια είναι η κυρίαρχη θεωρητική οικονομική προσέγγιση και συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τον τρόπο με τον οποίο η μαρξιστική θεωρία βλέπει το τυπικό στρατηγικό σχέδιο του κεφαλαίου και του κράτους για έξοδο από κρίσεις του μεγέθους και του εύρους της Μεγάλης Ύφεσης, δηλαδή εντυπωσιακή αύξηση του ποσοστού υπεραξίας μέσω της δραματικής αύξησης του ποσοστού ανεργίας και απαξίωση και καταστροφή μεγάλου μέρους του αποθέματος του παγίου κεφαλαίου ώστε σε συνδυασμό με κάποιες τεχνολογικές καινοτομίες το σύστημα να επανακτήσει επαρκή κερδοφορία και να ξεκινήσει τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου από πολύ χαμηλότερη αλλά πιο δυναμική βάση. Σε ποιό σημείο όμως κοινωνικής καταστροφής θα ξεκινήσει αυτή διαδικασία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει και να εγγυηθεί.

ιβ) Ο ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή την κρίση και το μνημόνιο αντί να ακολουθήσει πορεία ριζοσπαστικοποίησης εγκατέλειψε τελείως κάθε αναφορά στο σοσιαλισμό ή κάποιο δομικό κοινωνικό μετασχηματισμό, επικεντρώνοντας πρώτα στην «ανακούφιση» από τις μνημονιακές πολιτικές και μακροπρόθεσμα στην επιστροφή στην προ του 2009 περίοδο, κάτι που λειτουργεί πλέον ως όραμα γι αυτόν τον πολιτικό χώρο. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι με τη συμβιβαστική και καιροσκοπική τακτική που ακολούθησε μέχρι τώρα έχουν μειωθεί οι πιθανότητες ακόμη και για σχετικά φιλολαϊκούς θεσμικούς μετασχηματισμούς μέσα στο πλαίσιο του συστήματος κάτι που φέρνει και τον ίδιο σε δύσκολη θέση, όσο μειώνονται δικαιολογημένα οι προσδοκίες από την επικράτησή του. Δεν έχει άποψη για την διεθνή καπιταλιστική κρίση δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποια θεμελιακή αντίφαση στην παγκόσμια και την ελληνική οικονομία και θεωρεί υπεύθυνη για την ελληνική κρίση τη «νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία» της ελληνικής κυβέρνησης και της Μέρκελ. Όμως, οι διάφορες αντινεοφιλελεύθερες συμμαχίες που στοιχίζονται πίσω από νεο-κεϋνσιανές προτάσεις και επικλήσεις μιας φιλολαϊκά προσανατολισμένης ΕΕ είναι είτε βαθύτατα υποκριτικές είτε εθελοτυφλούν στηριζόμενες σε αναδιανεμητικές αυταπάτες. Η αναμονή και προσδοκία ενός αριστερού πολιτικού ηγέτη ή πολιτικού σχηματισμού που θα επαναφέρει σοσιαλδημοκρατικά συμβόλαια, το τέλος της λιτότητας, απασχόληση, ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή είναι ανεδαφικές με βάση κυρίως τις υλικές προϋποθέσεις και όχι τόσο την έλλειψη ηγετικών φυσιογνωμιών στον καιρό μας.

ιγ) Η επανάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας απέναντι στον καπιταλιστικό μονόδρομο χρειάζεται την άμεση και μεσοπρόθεσμη ανάλογη τακτική και πρακτική με απτά παραδείγματα που να δείχνουν την υπεροχή του συλλογικού απέναντι στο ατομικό, τη δυνατότητα των άμεσων παραγωγών να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα μέσα παραγωγής, τη μετατροπή των αμυντικών αγώνων σε επιθετικούς αυτοδιαχειριστικούς, τη χαώδη διαφορά της κοινωνικής οργάνωσης στη βάση των ανθρώπινων αναγκών σε σχέση με αυτήν στη βάση του κέρδους και όχι απλώς μια επίκληση στο ανέφελο κομμουνιστικό μέλλον όταν και αν ο υποκειμενικός παράγοντας ωριμάσει.

Όπως γράφουν οι Θέσεις, το ΚΚΕ υποτιμά τη φύση και το χαρακτήρα της σημερινής κρίσης του καπιταλισμού και την τομή που σηματοδοτούν τα μνημόνια για τον ελληνικό λαό. Θα πρόσθετα ότι επειδή δεν έχει θεωρία κρίσης (τις αντιμετωπίζει πλέον όλες σαν κρίσεις δυσαναλογίας που απλώς εκφράζουν τον άναρχο χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, χωρίς να εντοπίζει κάποιον θεμελιώδη μηχανισμό πίσω από τη γέννηση των συνθηκών για την εκδήλωση της, αν και μέχρι πρόσφατα διατηρούσε ως κυρίαρχα στη ρητορική του στοιχεία από την θεωρία υποκατανάλωσης καταγγέλοντας τα τεράστια κέρδη των μονοπωλίων και αγνοώντας ότι θεμελιώδης αιτία της κρίσης είναι η χαμηλή κερδοφορία του κεφαλαίου γενικά) δεν μπορεί να διαχωρίσει τις υφέσεις από τις κρίσεις σύμφωνα με τη σοβαρότητα και το βάθος τους, και δεν μπορεί να εκτιμήσει τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες διέρχεται η διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Έτσι, δεν έχει και αντίληψη για το εύρος των δυνατοτήτων που έχει το σύστημα κάθε φορά, το πόσο εύκολα ή δύσκολα μπορεί να βρει διέξοδο από την κρίση, τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα που μπορούν να συσπειρωθούν εναντίον της εξουσίας του κεφαλαίου.

Διατήρηση της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας του αστισμού αλλά και διαιώνιση της κρίσης: Συμπερασματικά ενώ οι αντικειμενικές υλικές συνθήκες, δηλαδή η υγεία και οι προοπτικές του συστήματος είναι ευνοϊκές για την αμφισβήτησή και την ανατροπή του η κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα υπολείπεται κατά πολύ από τα καθήκοντα που βάζει ακόμη και η βραχυπρόθεσμη συγκυρία.

Δυο τελευταία σημεία, ένα απαισιόδοξο και ένα αισιόδοξο. Η κατάσταση είναι δύσκολα αναστρέψιμη βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, καθώς η ιδεολογική ηγεμονία του αστισμού είναι εδραιωμένη στέρεα στην ελληνική κοινωνία. Δεν βοήθησε στην ανατροπή αυτής της κυριαρχίας η κατεύθυνση που πήρε μέχρι τώρα η συζήτηση γύρω από τη φύση, τις αιτίες, και το βάθος της κρίσης.

Το αισιόδοξο σημείο είναι ότι η κρίση του συστήματος με τη μια ή την άλλη μορφή θα είναι εδώ για πολύ καιρό δίνοντας τη δυνατότητα της ριζικής ανατροπής της υφιστάμενης κατάστασης. Σήμερα που το καπιταλιστικό σύστημα δεν φαίνεται να μπορεί να επινοήσει καινούργια τρικ για να συντηρηθεί και να επιβιώσει χωρίς κοινωνικές καταστροφές και όλες οι εναλλακτικές εκδοχές μέσα στο πλαίσιο του συστήματος έχουν δοκιμασθεί και αποτύχει είναι πιο επίκαιρη παρά ποτέ η σοσιαλιστική και η κομμουνιστική προοπτική, η αντικατάσταση του κέρδους με τον δημοκρατικό έλεγχο και τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να συσπειρωθούν και να αφιερώσουν τις προσπάθειες τους όλες οι αντικαπιταλιστικές επαναστατικές δυνάμεις.

[1] Ο Θ. Μανιάτης είναι αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών.

[2] Πέρα από τη διαφορά στην ορολογία (νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός – ολοκληρωτικός καπιταλισμός) υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία εδώ. Πρώτον, πόσο πολύ διαφορετικός είναι στην πραγματικότητα από τον προηγούμενο, της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, καθώς υπάρχει κίνδυνος υπερβολής της τομής και υποτίμησης της συνέχειας, και νοσταλγίας ή επιδίωξης της επαναφοράς της «χρυσής εποχής» του (ανύπαρκτου) «κοινωνικού συμβολαίου» και της σοσιαλδημοκρατίας. Δεύτερο, όπως και αν τον ονομάσουμε το σημαντικό στοιχείο είναι ότι οι επιδόσεις του ήταν σημαντικά χαμηλότερες από αυτές της προηγούμενης περιόδου σε όλα τα μέτωπα, παραγωγικότητα, κερδοφορία, συσσώρευση κεφαλαίου, ποσοστό ανεργίας, μισθοί. Πιθανόν ο όρος state capitalism (χωρίς όμως την παρεπόμενη θεωρία αυτού του ρεύματος της μαρξιστικής θεωρίας) να είναι πιο κατάλληλος, καθώς ο ρόλος και το μέγεθος του κράτους παραμένει ποσοτικά μεγάλος και ποιοτικά σημαντικός και σε αυτήν την περίοδο.

[3] Εδώ υπάρχει μια αντίρρηση για το σημείο όπου οι Θέσεις διαβλέπουν να σχηματίζεται ένα νέο στάδιο ποιοτικά διαφορετικό από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Θα ήταν προτιμότερο να είμαστε φειδωλοί στη ανάδειξη νέων σταδίων ιδίως όσο η κρίση που πιθανόν να τα δημιουργήσει ακόμη εξελίσσεται χωρίς προφανή κατάληξη.


[4] Η πρώτη Μεγάλη Ύφεση της περιόδου 1873-1893 έδωσε τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, τον ιμπεριαλισμό και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 έδωσε τον Κεϋνσιανισμό σαν απάντηση και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η κρίση στασιμοπληθωρισμού της περιόδου 1968-1982 με τη σειρά της έδωσε τον νεοφιλελευθερισμό σαν απάντηση, και πολλούς τοπικούς πολέμους. Άσχετα από την αποτελεσματικότητα και τη διάρκειά τους τέτοιου εύρους και βάθους μετασχηματισμούς δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς στην τρέχουσα συγκυρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου