Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Λ. Μπόλαρης - Κράτος, Κοινοβούλιο και Εργατικά Συμβούλια

Λέανδρος Μπόλαρης

Μπορούμε να μιλάμε σήμερα για συντριβή του αστικού κράτους; Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξετάζει τις εναλλακτικές απαντήσεις από τον Λένιν μέχρι τον Πουλαντζά και αντλεί τα αναγκαία συμπεράσματα.

Οι επαναστάτες μαρξιστές των αρχών του 20ού αιώνα βρέθηκαν αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις, τόσο σε... πρακτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο. Σχεδόν σαράντα χρόνια ειρηνικής ανάπτυξης του καπιταλισμού έδιναν τη θέση τους σε μια περίοδο που σημαδευόταν από την ανάδυση του ιμπεριαλισμού, των στρατιωτικών ανταγωνισμών, της κρίσης και ενός νέου γύρου επαναστάσεων. Οι επαναστάτες χρειάστηκαν να κάνουν τις θεωρητικές επεξεργασίες τους για να μπορέσουν να παρέμβουν σε αυτά τα γεγονότα. Σε μια εποχή «πολέμων και επαναστάσεων» το ζήτημα του κράτους αποκτούσε ζωτική σημασία.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε θέσει όλα τα ζητήματα επί τάπητος. Το 1915 ο Ν. Μπουχάριν έγραψε ένα κείμενο με τίτλο «Για μια θεωρία του ιμπεριαλιστικού κράτους».1 Σ’ αυτό το κείμενο ο θεωρητικός των μπολσεβίκων έκανε γιγάντια βήματα για την αποκατάσταση των απόψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος. Δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο, η ουσία του δεν συνίσταται στον «τεχνικο-διαχειριστικό» του ρόλο, αλλά είναι «η πιο γενική οργάνωση της άρχουσας τάξης», της τάξης που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Προφανώς επιτελεί «κοινωνικά ωφέλιμες λειτουργίες» αλλά πάντα «για την διαιώνιση και προώθηση της πιο έντονης εκμετάλλευσης των σκλαβωμένων τάξεων και πάνω απ’ όλα του προλεταριάτου».

Το βασικό συμπέρασμα του Μπουχάριν ήταν ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει το αστικό κράτος και να συγκροτήσει το δικό της πάνω στα ερείπια του παλιού. Ξεκαθάριζε επίσης ότι το κράτος συνολικά θα «απονεκρωθεί» όταν εξαφανιστούν και οι τάξεις.
Αυτά τα συμπεράσματα τα διατυπώνει με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια ο Λένιν στο βιβλίο του Κράτος και Επανάσταση που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 1917. Γυρίζει πίσω στα συμπεράσματα που είχε βγάλει ο Μαρξ από την Παρισινή Κομμούνα του 1871, για να επιμείνει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να κατακτήσει την πολιτική εξουσία παρά μόνο αν πρώτα συντρίψει την παλιά κρατική μηχανή και την αντικαταστήσει με τη δικιά της εξουσία, το «προλεταριάτο οργανωμένο σε κράτος».

Το παράδειγμα της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 έδειξε τι σημαίνει αυτό. Ο Λένιν ξεθάβει τα συμπεράσματα του Μαρξ και του Ένγκελς από κει που τα ’χε καταχωνιάσει η Δεύτερη Διεθνής. Οι αντιπρόσωποι που εκλέγανε οι εργάτες στη Κομμούνα ήταν άμεσα ανακλητοί και αμείβονταν με τον μέσο μισθό. Η Κομμούνα ήταν ένα «εργαζόμενο σώμα»: συγχώνευε στη λειτουργία της τα καθήκοντα και της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Στα αστικά κοινοβούλια οι βουλευτές ψηφίζουν νόμους (χωρίς να τους διαβάσουν μερικές φορές) και η υλοποίησή τους περνάει σε ένα τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό. Στη Κομμούνα οι εργάτες νομοθετούσαν, εφάρμοζαν τις αποφάσεις τους και επιδοκίμαζαν ή απέρριπταν τους αντιπροσώπους τους ανάλογα με τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους.

Γι’ αυτό ο Λένιν επιμένει στο Κράτος και Επανάσταση ότι σκοπός της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι να μην αφήσει «πέτρα πάνω στην πέτρα» του αστικού κράτους, ακόμα και του πιο δημοκρατικού κι αυτό αφορά και το αστικό κοινοβούλιο.

Εξηγούσε ότι εφόσον οι καπιταλιστές διατηρούν την οικονομική εξουσία που τους εξασφαλίζει με χίλιους δυο τρόπους τον έλεγχο των μηχανισμών του κράτους που δεν εκλέγει κανείς τότε η ανάδειξη του κοινοβούλιου μέσα απ’ τις εκλογές σημαίνει το δικαίωμα: «Ν’ αποφασίζεις μια φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα τσαλαπατά, θα καταπνίγει το λαό στη βουλή – να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές – συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στις πιο δημοκρατικές δημοκρατίες». Και βγάζει το εξής συμπέρασμα:
«Αν όμως θέσουμε το ζήτημα του κράτους, αν δούμε τον κοινοβουλευτισμό σαν ένα από τους θεσμούς του κράτους, από την άποψη των καθηκόντων του προλεταριάτου σ’ αυτό τον τομέα, πού βρίσκεται τότε η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό; Πώς μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτόν;

Ξανά και ξανά πρέπει να πούμε: τα διδάγματα του Μαρξ, που βασίζονται στη μελέτη της Κομμούνας, ξεχάστηκαν τόσο, που για το σημερινό «σοσιαλδημοκράτη» (διάβαζε: το σημερινό προδότη του σοσιαλισμού) είναι κυριολεχτικά ακατανόητη άλλη κριτική του κοινοβουλευτισμού εκτός από την αναρχική ή την αντιδραστική.

Η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δεν βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή, των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπία σε «εργαζόμενα» σώματα. ‘Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα’».2

Τα εργατικά συμβούλια

Η μορφή οργάνωσης που αντιστοιχούσε στην εμπειρία της Κομμούνας ήταν για τον Λένιν τα σοβιέτ, τα συμβούλια εργατών αντιπροσώπων. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην επανάσταση του 1905 στην Ρωσία, και συγκεκριμένα στην Πετρούπολη, την πόλη με την ισχυρότερη συγκέντρωση βιομηχανικού προλεταριάτου στον κόσμο εκείνη την εποχή. Σε αυτή την πόλη ξεκίνησε η επανάσταση, με την «Ματωμένη Κυριακή» της 9 Γενάρη 1905, όταν η φρουρά του Τσάρου άνοιξε πυρ σε μια άοπλη και ειρηνική διαδήλωση χιλιάδων εργατών που ζητούσε από τον «πατέρα», τον Τσάρο, να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους.

Τα μέλη του Σοβιέτ εκλέγονταν από τις συνελεύσεις στα εργοστάσια (1 προς 500) και ήταν άμεσα ανακλητά. Ήταν σώμα που οργάνωνε και τον οικονομικό και τον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης. Τα θεμέλιά του μπήκαν στις αναρίθμητες οικονομικές απεργίες που ακολούθησαν το πρώτο ξέσπασμα της επανάστασης, συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γενικής Απεργίας του Οκτώβρη του 1905 που είχε και οικονομικά και πολιτικά αιτήματα και μετά ρίχτηκε στη μάχη για την επιβολή του 8ωρου. Το Σοβιέτ συζητούσε και αποφάσιζε για τα πάντα: από την στάση απέναντι στις συνταγματικές ψευτομεταρρυθμίσεις του Τσάρου μέχρι την οργάνωση της πάλης ενάντια στα ρατσιστικά πογκρόμ κατά των Εβραίων από τις ακροδεξιές συμμορίες των Μαύρων Εκατονταρχιών.
Η δράση του ήταν απόδειξη ότι σε περιόδους κοινωνικής κρίσης με την εργατική τάξη να μπαίνει ορμητικά στην αρένα της ταξικής πάλης, τα τείχη ανάμεσα σε οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες γκρεμίζονται. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση ενός μέλους της Εκτελεστικής του Επιτροπής για τους σκοπούς του σοβιέτ: «Το οχτάωρο και ένα τουφέκι».

Το 1917 τα σοβιέτ γεννήθηκαν ξανά σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα αμέσως μετά την ανατροπή του Τσάρου στην Επανάσταση του Φλεβάρη. Αυτή τη φορά, διέθεταν κάτι που τους έλειπε το 1905, την ένοπλη δύναμη. Η φρουρά της Πετρούπολης, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, έστειλε τους δικούς της εκπροσώπους στο σοβιέτ και υπάκουε μόνο τις διαταγές του.
Έτσι άνοιξε μια περίοδος “Δυαδικής Εξουσίας”. Τα σοβιέτ είχαν γίνει μια παράλληλη κρατική εξουσία, απέναντι στην αστική Προσωρινή Κυβέρνηση. Μια εξουσία όμως που την ασκούσε σχεδόν το σύνολο της εργατικής τάξης.

Σε αντίθεση με «εθελοντικές οργανώσεις» όπως το κόμμα και τα συνδικάτα, τα συμβούλια ήταν η «φυσική οργάνωση της τάξης» όπως θα επεσήμαινε λίγα χρόνια αργότερα ο Γκράμσι3 όταν ανέλυε την εμπειρία των εργοστασιακών συμβουλίων στη διάρκεια της «κόκκινης διετίας» του 1919-20. Ακόμα και οι πιο μαζικές εργατικές οργανώσεις όπως τα συνδικάτα τείνουν να αναπαράγουν τις διαιρέσεις που φέρνει ο καπιταλισμός μέσα στην εργατική τάξη. Οργανώνουν τα μέλη τους κατά κλάδο ή επάγγελμα. Ολόκληρα τμήματα, κάποιες φορές ακόμα και η πλειοψηφία, των εργατών είναι έξω από τα συνδικάτα στις «ήρεμες» περιόδους.
Αντίθετα, τα συμβούλια γεννιούνται σε περιόδους έντονης ταξικής πάλης και γκρεμίζουν αυτούς τους διαχωρισμούς. Στην Ρωσία, τα σοβιέτ έφτασαν να συσπειρώνουν στις γραμμές τους περίπου 20 εκατομμύρια «μέλη» (πολλαπλάσια από τα συνδικάτα), μέσα από ένα τεράστιο δίκτυο από επιτροπές, τοπικές οργανώσεις κλπ. Όμως, η καρδιά τους χτυπούσε στα μεγάλα εργοστάσια της Πετρούπολης με τους χιλιάδες εργάτες.

Το βήμα από τη «δυαδική εξουσία» στην κατάληψη της εξουσίας δεν ήταν μια αυτόματη διαδικασία ούτε στην Ρωσία, όπου το ζήτημα τέθηκε με την πιο οξεία και καθαρή μορφή. Οι μπολσεβίκοι καταρχήν έπρεπε να ξεκαθαρίσουν το ζήτημα στις ίδιες τις γραμμές τους. Ο Λένιν με τις Θέσεις του Απρίλη έδωσε τη μάχη για να υιοθετήσει το κόμμα την προοπτική του περάσματος «όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ» κόντρα σε απόψεις που υποστήριζαν ότι η επανάσταση δεν μπορεί να ξεπεράσει τα αστικά πλαίσια κι ότι τα σοβιέτ και το κόμμα έπρεπε να στηρίζουν την Προσωρινή Κυβέρνηση «μόνο αν και εφόσον προωθούσε τα συμφέροντα των μαζών». Και μετά, χρειάστηκε να κερδίσουν υπομονετικά την πλειοψηφία στα ίδια τα σοβιέτ, μέσα στις μάχες που εκτυλίχθηκαν τους επόμενους μήνες.

Συνήθως, οι περιγραφές και οι αναλύσεις της επανάστασης σταματάνε στον Οκτώβρη του 1917. Όμως, αν αναζητούμε μια ημερομηνία που να συμβολίζει τυπικά την πέρασμα όλης της εξουσίας στα σοβιέτ, αυτή είναι η 3 Δεκέμβρη, όταν οι μπολσεβίκοι (με τη συνεργασία του κόμματος των αριστερών σοσιαλεπαναστατών «Εσέρων») διέλυσαν την Συντακτική Συνέλευση που μόλις είχε συγκληθεί στην Πετρούπολη, όταν αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη σοβιετική εξουσία και την πολιτική της για το τερματισμό του πολέμου, το μοίρασμα της γης στους αγρότες και τον εργατικό έλεγχο.
Η εξουσία των εργατικών συμβουλίων ήταν ανώτερη μορφή δημοκρατίας από την αστική κοινοβουλευτική. Το ζήτημα δεν ήταν θεωρητικό. Η Συντακτική Συνέλευση είχε γίνει το κέντρο κάθε αντεπαναστατικής δύναμης στην πράξη. Η διάλυσή της ήταν αναγκαία για να επιβιώσει η επανάσταση.

Υπήρχαν ρεύματα στην Αριστερά της εποχής που απέρριψαν το δρόμο των μπολσεβίκων ως καλυμμένο πραξικόπημα που καταστρέφει τις δημοκρατικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Ο Καρλ Κάουτσκι, ο θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ήταν ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές των μπολσεβίκων απ΄’ αυτή την άποψη.

Ο ίδιος όπως και το ρεύμα του «αυστρομαρξισμού» (Ότο Μπάουερ, Καρλ Ρένερ) τάσσονταν υπέρ ενός «δημοκρατικού δρόμου» που θα συνδύαζε και τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας με τα εργατικά συμβούλια. Ήταν η περίφημη φόρμουλα του USPD (του «Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος», μέλος του οποίου ήταν κι ο Κάουτσκι) στην Γερμανική Επανάσταση για «εργατικά συμβούλια αγκυροβολημένα στο Σύνταγμα». Αυτή η στρατηγική σήμαινε το θάνατο των εργατικών συμβουλίων τόσο στην Γερμανία όσο και στην Αυστρία.

Είναι επίκαιρος ο Λένιν;

Ο Μάης του ’68 και το κύμα ριζοσπαστικοποίησης που πυροδότησε σε όλον τον κόσμο, έφερε ξανά στην πρώτη γραμμή της συζήτησης μέσα στην Αριστερά τα ζητήματα του κράτους και της στρατηγικής απέναντί του. Για άλλη μια φορά εμφανίστηκαν θεωρητικοί που απέρριπταν τον Λένιν και το δρόμο των μπολσεβίκων υπέρ ενός συνδυασμού των θεσμών της αστικής δημοκρατίας με όργανα της άμεσης δημοκρατίας από τα κάτω.
Ο Νίκος Πουλαντζάς – και το ρεύμα του «αριστερού ευρωκομμουνισμού» – προσπάθησε να διατυπώσει μια τέτοια κριτική στον Λένιν με σκοπό να χαράξει μια στρατηγική που θα απέρριπτε τόσο τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του αστικού κράτους όσο και την «τριτοδιεθνιστική» παράδοση.

Για τον Πουλαντζά η αντίληψη του Λένιν για το αστικό κράτος ήταν «εργαλειακή» και έπρεπε να απορριφθεί. «Σήμερα, λιγότερο από ποτέ μπορεί να θεωρηθεί το κράτος ως ένας αλαβάστρινος πύργος απομονωμένος από τις μάζες», έγραφε. Αντίθετα, ήταν η «συμπύκνωση των ταξικών δυνάμεων» που διατρέχουν την καπιταλιστική κοινωνία άρα και το ίδιο. Άρα η πάλη για την εξουσία δεν διεξάγεται έξω από το κράτος αλλά και μέσα σ’ αυτό. Ο Πουλαντζάς προσπαθούσε να διαχωρίσει αυτή τη θέση από την κλασσική σοσιαλδημοκρατία, λέγοντας ότι αυτό που προτείνει είναι μια «διαδικασία σαρωτικών μετασχηματισμών», «ρήξεων» με κορύφωση «την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στο στρατηγικό πεδίο του κράτους προς όφελος των λαϊκών μαζών».
Ο «δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό» όπως τον αποκαλούσε, συνίστατο στο πώς «το κράτος θα μεταμορφωθεί ριζικά με τρόπο ώστε η επέκταση και εμβάθυνση των πολιτικών ελευθεριών και θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (οι οποίοι ήταν επίσης μια κατάκτηση των λαϊκών μαζών) θα συνδυάζονται με το ξεδίπλωμα μορφών άμεσης δημοκρατίας και την άνθηση αυτοδιευθυνόμενων σωμάτων».4

Η συγκεκριμένη ανάλυση έπαιρνε ως αφετηρία της μια καρικατούρα της άποψης του Λένιν για το κράτος και της επαναστατικής στρατηγικής της Τρίτης Διεθνούς, που την ταύτιζε με τον σταλινισμό. Παρ’ όλους τους επιθετικούς προσδιορισμούς και τις περίτεχνες διατυπώσεις, ο Πουλαντζάς ποτέ δεν κατόρθωσε να εξηγήσει πειστικά σε τι διέφερε η δικιά του ανάλυση από την κλασσική ρεφορμιστική στρατηγική για Αριστερά «δυνατή στη Βουλή και στον λαό» που έχει αποτύχει ξανά και ξανά.
Το σύγχρονο αστικό κράτος δεν διαφέρει στην ουσία του από αυτό που έβαζε στο στόχαστρο ο Λένιν. Συνεχίζει να είναι η «πιο γενική οργάνωση της άρχουσας τάξης» διαμορφωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζει τα συμφέροντά της, τόσο απέναντι σε άλλες άρχουσες τάξεις, όσο και απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», την εργατική τάξη. Ο ρόλος του αστικού κράτους στους οικονομικούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς ανταγωνισμούς, συμμαχίες και μισο-συμμαχίες, δυναμώνει αντί να αδυνατίζει. Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Η επέκταση μηχανισμών όπως η δημόσια εκπαίδευση, η δημόσια υγεία, γενικά αυτού που έχει ονομασθεί «κράτος πρόνοιας» δεν έχει κάνει το αστικό κράτος ούτε περισσότερο «κοινωνικό» ούτε περισσότερο δημοκρατικό. Τέτοιες «κοινωνικά ωφέλιμες λειτουργίες» είναι προϊόν δυο διαδικασιών: από τη μια της ανάγκης του σύγχρονου καπιταλισμού να αφιερώνει περισσότερους πόρους στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης – να διαθέτει μια εργατική τάξη που να μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Είναι επίσης κατακτήσεις των αγώνων του εργατικού κινήματος. Αυτοί οι αγώνες δεν εκτυλίχτηκαν στο «στρατηγικό πεδίο του κράτους», αλλά στο δρόμο, στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς.
Επίσης, αν στην εποχή του Λένιν το κέντρο της κρατικής εξουσίας δεν ήταν το κοινοβούλιο και οι υπουργικές θέσεις, αλλά τα «ιδιαίτερα σώματα ένοπλων ανδρών» (στρατός, αστυνομία, δικαστές κλπ) σήμερα αυτό ισχύει στο δεκαπλάσιο. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε την Ελλάδα της τρόικας εσωτερικού και εξωτερικού για να δούμε ένα ζωντανό παράδειγμα. Και δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε στη γειτονική Τουρκία για να διαπιστώσουμε το πόσο στρεβλά, περιορισμένα εκφράζει ο αστικός κοινοβουλευτισμός τις ιδέες και τις στάσεις των «από κάτω». Μια κυβέρνηση που κέρδισε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις με μεγάλες πλειοψηφίες, βρίσκεται απομονωμένη από μια εξέγερση που αγκαλιάζει κάθε γωνιά της χώρας.

Οι αριστερές κυβερνήσεις

Η ιστορική εμπειρία έχει να προσφέρει κάμποσα παραδείγματα για το πώς η επιλογή «ριζικών μετασχηματισμών» του κράτους, εγκλωβίζει τα μαζικά κινήματα από τα κάτω και δρα αντιθετικά, όχι συμπληρωματικά, στα νέα όργανα αγώνα και εξουσίας που γεννάει η εργατική τάξη.
Το 1936 η άρχουσα τάξη στην Ισπανία απάντησε στην εκλογή της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου με το πραξικόπημα του στρατηγού Φράνκο και των φασιστών. Το πραξικόπημα πυροδότησε μια κοινωνική επανάσταση. Στις περιοχές της Ισπανίας που οι εργάτες κατέστειλαν τους πραξικοπηματίες, διαμορφώθηκαν όργανα της εξουσίας από τα κάτω: εργοστασιακές επιτροπές στα εργοστάσια που είχαν καταλάβει οι εργάτες όταν έφυγαν τα αφεντικά, αντιφασιστικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά, πολιτοφυλακές, αγροτικές κολεκτίβες στην ύπαιθρο. Ο Τζορτζ Όργουελ στο βιβλίο του «Φόρος Τιμής στην Καταλονία» έχει περιγράψει με αξεπέραστο τρόπο τη Βαρκελώνη υπό τον έλεγχο των εργατών.

Ο αστικός κρατικός μηχανισμός είχε θρυμματιστεί κι η δημοκρατική κυβέρνηση έμοιαζε ανίσχυρη. Όμως, δεν έγινε το βήμα για την ανατροπή της. Αντίθετα, ο Λάργκο Καμπαλέρο, ο ηγέτης της αριστεράς του Σοσιαλιστικού Κόμματος έγινε πρωθυπουργός της, βετεράνοι αναρχικοί αγωνιστές της CNT έγιναν υπουργοί της, ακόμα και το επαναστατικό POUM έστειλε τον ηγέτη του, τον Αντρέου Νιν, στην τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας. Οι δικαιολογίες ήταν πολλές, αλλά έμοιαζε ρεαλιστικό ότι οι εργατικές οργανώσεις θα ήταν αυτές που θα διαμόρφωναν, θα «επαναστατικοποιούσαν» τον διαλυμένο κρατικό μηχανισμό.

Τελικά έγινε το αντίθετο. Η συμμετοχή των επαναστατών και της αριστερής πτέρυγας του κινήματος έδωσε περιθώριο στο κράτος να ανασυγκροτηθεί και να πνίξει τα προπλάσματα της εξουσίας των εργατών. Ο Καμπαλέρο εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση (οι αναρχικοί υπουργοί έμειναν), το POUM εξοντώθηκε από τους σταλινικούς και τους αστούς συμμάχους τους. Η επανάσταση καταπνίχτηκε, και ο πόλεμος ενάντια στο φασισμό χάθηκε.

Η Χιλή του Αλιέντε προσφέρει ένα άλλο παράδειγμα. Είναι αλήθεια ότι η εκλογή του στην προεδρία το 1970 ήρθε ως αποτέλεσμα μιας ανόδου του μαζικού κινήματος και ότι η εργατική τάξη και άλλα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας αντιμετώπισαν την εκλογική νίκη ως σήμα για να δυναμώσουν τους αγώνες τους. Από την άλλη, η άρχουσα τάξη δοκίμασε κάθε μέσο, με πρώτο το οικονομικό σαμποτάζ, για να τσακίσει το κίνημα και να ρίξει τον Αλιέντε.

Σε κάθε κρίσιμη καμπή, οι απόπειρες των αστών αντιμετωπίστηκαν από την κινητοποίηση των εργατών. Σε αυτούς τους αγώνες γεννήθηκαν όργανα αγώνα και προπλάσματα μιας νέας εξουσίας σαν τα σοβιέτ: τα cordones, τα συντονιστικά των εργοστασίων που συνέδεαν τους εργάτες μεταξύ τους αλλά και με τις επιτροπές που είχαν συγκροτηθεί σε επίπεδο κοινότητας για τον έλεγχο της διακίνησης των τροφίμων, των τιμών, για τις κοινωνικές υπηρεσίες.

Το ζήτημα είναι ότι η κυβέρνηση του Αλιέντε στάθηκε απέναντι σε αυτές τις μορφές οργάνωσης και όχι επικεφαλής τους.5 Πριν αναλάβει ακόμα την προεδρία, είχε υπογράψει το μυστικό Σύμφωνο Εγγυήσεων με τη Δεξιά, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνησή του δεν θα ακουμπούσε τον στρατό, την Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ. Ο Αλιέντε ήταν αυτός που σε κάθε κρίσιμη αναμέτρηση αναζητούσε τον συμβιβασμό με την άρχουσα τάξη και καλούσε τον στρατό να «αποκαταστήσει την τάξη».
Υπήρχε αριστερά της αριστεράς, μέσα κι έξω απ’ την Λαϊκή Ενότητα, τον συνασπισμό των κομμάτων της αριστεράς που στήριζε τον Αλιέντε. Αλλά έμεινε εγκλωβισμένη στην προσπάθεια να «πιέσει την κυβέρνηση» να «επιδοκιμάζει τα θετικά και να κριτικάρει τα αρνητικά». Μέχρι τέλους ζητούσε απ’ αυτήν να προχωρήσει σε ριζοσπαστική σύγκρουση με το κεφάλαιο αντί να στηρίζει οργανωτικά, ιδεολογικά, πολιτικά, τα προπλάσματα της νέας εξουσίας, να τα συντονίσει, να τα δυναμώσει έτσι ώστε να είναι σε θέση να παλέψουν και να νικήσουν κάνοντας πέρα τις απόψεις του συμβιβασμού.

Συμπεράσματα

Η καρδιά του αστικού κράτους δεν χτυπά στο αστικό κοινοβούλιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι για την άρχουσα τάξη είναι αδιάφορο ποιος σχηματίζει κυβέρνηση. Πάντα προτιμάει τα δικά της «δοκιμασμένα» κόμματα να διαχειριστούν τις υποθέσεις που δεν μπορεί να διαχειριστεί άμεσα η ίδια και για να εξασφαλίζουν τη λεγόμενη κοινωνική συναίνεση. Έρχονται, όμως, στιγμές που αποδέχεται να παραχωρήσει την κυβερνητική εξουσία σε άλλους. Ακόμα κι όταν το κάνει με βαριά καρδιά, συνεχίζει να διατηρεί τον έλεγχο στον «γραφειοκρατικό - καταπιεστικό μηχανισμό», μαζί με την οικονομική της εξουσία, τον έλεγχο στα ΜΜΕ. Ο έλεγχος των μέσων παραγωγής της δίνει τον έλεγχο του κράτους.

Αυτές οι διαπιστώσεις έχουν σημασία όχι μόνο για το «μετά» αλλά και για το «πριν». Μια πολιτική δύναμη που σκοπεύει στην κυβέρνηση μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο, πρέπει πρώτα να δώσει εγγυήσεις στην άρχουσα τάξη ότι θα λειτουργήσει «συνταγματικά», δηλαδή δεν θα αμφισβητήσει τα ιερά και τα όσια του ελέγχου της άρχουσας τάξης στο κράτος και την κοινωνία. Τέτοιες εγγυήσεις έδωσε ο Αλιέντε, τέτοιες εγγυήσεις δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.

Τα εργατικά συμβούλια είναι η μορφή οργάνωσης που γεννιέται κάθε φορά που η εργατική τάξη μπαίνει μαζικά στο στίβο του αγώνα σε περιόδους έντονης κοινωνικής κρίσης. Δεν είναι αποκλειστικά «ρώσικη εμπειρία». Συμβούλια ή προπλάσματά τους έχουν εμφανισθεί ξανά και ξανά στις μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις του 20ου αιώνα με τα πιο διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα και τις πιο διαφορετικές παραδόσεις στο εργατικό κίνημα. Στην Γερμανία το 1918-19, στην «κόκκινη διετία» της Ιταλίας το 1919-20, στην Ισπανία του 1936, στην Ουγγαρία το 1956, στην Χιλή του Αλιέντε, στην Πορτογαλία της Επανάστασης των Γαρυφάλλων το 1974-75, στο Ιράν το 1978, στην Πολωνία της «Αλληλεγγύης» το 1980.

Στην Ρωσία του 1917 η διαδρομή που οδήγησε από τις απεργιακές επιτροπές στα εργατικά συμβούλια και τη δυαδική εξουσία ήταν σχετικά σύντομη. Η εργατική τάξη της Ρωσίας δεν κουβαλούσε στους ώμους της το βάρος μιας ρεφορμιστικής παράδοσης δεκαετιών. Δεν υπήρχαν μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα δεμένα με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και βάση την οργανωμένη εργατική τάξη.

Στη δυτική Ευρώπη, ακόμα και εκείνη την εποχή τα συμβούλια έπρεπε να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια. Επειδή είναι έκφραση ολόκληρης της εργατικής τάξης, αντανακλούν τις διαφορετικές εμπειρίες, τα διαφορετικά επίπεδα συνείδησης. Το δυστύχημα είναι ότι πουθενά έξω από την Ρωσία του 1917 οι επαναστάτες δεν διέθεταν τις ρίζες μέσα στην τάξη και την ξεκάθαρη πολιτική προοπτική για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτές τις δυσκολίες.

Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού δεν γεννά μόνο δυστυχία βάσανα για εκατομμύρια ανθρώπους αλλά μεγάλους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, μαζική ριζοσπαστικοποίηση όπως αυτή που έχει γεννήσει η εργατική αντίσταση στην Ελλάδα τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Θα γεννήσει και τις «επαναστατικές καταστάσεις» που ανέλυε ο Λένιν στις αρχές του 20ου αιώνα. Το ζήτημα είναι ποια Αριστερά θα καθορίσει την πορεία τους.

Η τάξη μαθαίνει από την εμπειρία της – αυτό που αλλάζει σε περιόδους κρίσης και όξυνσης των αγώνων είναι ότι αυτές οι εμπειρίες συμπυκνώνονται χρονικά. Σε τέτοιες περιόδους κάθε απεργιακή επιτροπή, κάθε εργατική συνέλευση μπορεί να γίνει το βήμα προς τη διαμόρφωση αυτής της δυαδικής εξουσίας.

Αυτά τα όργανα χρειάζονται μια Αριστερά να έχει στραμμένο πάντα το βλέμμα και να αφιερώνει την ικμάδα των δυνάμεών της στην κίνηση της τάξης, στους αγώνες στο «σημείο της παραγωγής», εκεί που κάθε μια από τις δυο βασικές τάξεις της κοινωνίας προσπαθεί να επεκτείνει τα σύνορα του ελέγχου της. Αυτό είναι το μοτέρ που τροφοδοτεί τις επαναστατικές διαδικασίες, που γεννάει τα όργανα αγώνα και εξουσίας των από κάτω. Χρειάζονται επίσης μια Αριστερά που να έχει επιλέξει την στρατηγική της επαναστατικής ανατροπής του αστικού κράτους και να μην προσπαθεί να πατήσει σε δυο βάρκες. Με άλλα λόγια, ένα επαναστατικό κόμμα τον 21ο αιώνα.

1. N. Bukharin, Towards a Theory of the Imperialist State, http://www.marxists.org/archive/bukharin/works/1915/state.htm

2. Β.Ι Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, σελ.46.

3. Τα κείμενα αυτά, γραμμένα στην εφημερίδα L’ Ordine Nuovo, είναι συγκεντρωμένα στην συλλογή: Αντόνιο Γκράμσι, Τα Εργοστασιακά Συμβούλια και το Κράτος της Εργατικής Τάξης, εκδόσεις Στοχαστής.

4. Τα αποσπάσματα προέρχονται από το άρθρο: Νίκος Πουλαντζάς, “Democratic Road to Socialism”, New Left Review 109, May June 1978.

5. Για το εργατικό κίνημα της Χιλής και την στάση που κράτησε απέναντί του η κυβέρνηση Αλιέντε, βλέπε: Luis Angel Fernandez Hermana, Χιλή – Εργατικοί Αγώνες επί Αλιέντε, http://tinyurl.com/oetpafr

πηγή: http://socialismfrombelow.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου