Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

ΑΡΘΡΟ - 19ο Συνέδριο ΚΚΕ: Ο αριστερισμός, γεροντική αρρώστια του ΚΚΕ

του Δημήτρη Κάβουρα
Δόθηκαν στη δημοσιότητα την Κυριακή 9/12/2012 οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριό του. Εντελώς συμπτωματικά, τη Δευτέρα 10/12/2012, γινόταν η παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Μπατίκα Η μαρξιστική θεωρία της επαναστατικής μετάβασης στο Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό (Εκδόσεις Εργατική Πολιτική 2012 και διανομή «Τόπος»).
Ο Κώστας Μπατίκας, στο εξής Κ.Μ., αν και απών, ανέλαβε την ευθύνη να απαντήσει μέσα από τις σελίδες του νέου του βιβλίου, στις... αντιμαρξιστικές-αντιεπιστημονικές θέσεις του ΚΚΕ, με τις οποίες πορεύεται έτσι και αλλιώς εδώ και πολλά χρόνια. Η επικαιρότητα του βιβλίου του Κ.Μ. και των μαρξιστικών θέσεων τις οποίες ανασύρει από τη ναφθαλίνη στην οποία τις εναπόθεσε τόσα χρόνια, στην πλειοψηφία του, το παγκόσμιο αλλά και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, είναι οφθαλμοφανής.
Ο Κ.Μ. αποδεικνύει ότι η κύρια και βασική μέθοδος προσέγγισης και ανάλυσης της επαναστατικής διαδικασίας, της εργατικής εξουσίας, και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού από το ΚΚΕ, αλλά και από πολλά άλλα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα στον κόσμο, είναι η καουτσική θεώρηση του σοσιαλισμού (τα περισσότερα αποσπάσματα που παραθέτουμε στη συνέχεια, προέρχονται από το βιβλίο του Κ.Μ.).
Στο ζήτημα αυτό έχουμε σταθεί αρκετές φορές και ασκήσαμε κριτική σε προηγούμενα άρθρα. Συνοπτικά όμως έχει αξία να ξανασταθούμε, στη βάση των συγκεκριμένων θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ ξεκινώντας από το κεφάλαιο «Ο σοσιαλισμός ως πρώτη, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού» και τη θέση 81, όπου οι Θέσεις μάς λένε πως: «Ο σοσιαλισμός ως πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού δεν είναι αυτόνομος σχηματισμός, είναι ο ανώριμος κομμουνισμός. Ισχύει ο βασικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής: Σχεδιασμένη παραγωγή για τη διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Μέσω του Κεντρικού Σχεδιασμού τίθενται στην υπηρεσία του ανθρώπου και των αναγκών του οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, ό,τι έχει δημιουργήσει η ανθρώπινη δραστηριότητα σε Επιστήμη, Τεχνολογία, Πολιτισμό, που διασφαλίζουν ένα ανώτερο επίπεδο ζωής, πνευματικής ανάπτυξης και καλλιέργειας. Εξαλείφεται η ανεργία, η εργασιακή ανασφάλεια, αυξάνεται ο ελεύθερος χρόνος, ώστε ο εργαζόμενος λαός να έχει δυνατότητα να μετέχει ενεργά και να ασκεί τον εργατικό έλεγχο, να διασφαλίζεται ο χαρακτήρας της εργατικής εξουσίας.»
Και πιο κάτω, στη θέση 82: «Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αρχικά διαμορφώνεται ο νέος τρόπος παραγωγής, ο οποίος επικρατεί βασικά με την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας….».
Αυτό που περιγράφουν οι Θέσεις ως σοσιαλισμό δεν είναι τίποτα άλλο από την εργατική εξουσία, δηλαδή από την περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό κατά την οποία συντελούνται οι αλλαγές τις οποίες περιγράφουν οι Θέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι Θέσεις ταυτίζουν τη μεταβατική περίοδο, την εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου, με το σοσιαλισμό και περιγράφουν την «κοινωνία με δικτατορία του προλεταριάτου» σαν σοσιαλιστική κοινωνία.
Ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός είναι μια ενιαία διαδικασία, και ο σοσιαλισμός ανώριμος κομμουνισμός. Οι ιδρυτές του μαρξισμού τοποθετούσαν ήδη σ’ αυτό το σημείο την «κατάργηση των τάξεων» και την «απονέκρωση του πολιτικού κράτους». Και περιέγραφαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της: «στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας», στη «συντροφική κοινωνία, τη θεμελιωμένη στην κοινοχτημοσύνη των μέσων παραγωγής», στην «κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, μα αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία», «ύστερα από μακρόχρονα κοιλοπονήματα» της μεταβατικής περιόδου, «οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους».
Η περιγραφή της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και των βασικών γνωρισμάτων της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας από τους ιδρυτές του μαρξισμού, παρουσιάζονται και αναλύονται στο βιβλίο του Κ.Μ., το οποίο δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις παρά μόνο σε αυτούς που έχουν διαποτιστεί ως το μεδούλι με την καουτσκική αντίληψη για την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό.
Εφόσον, σύμφωνα με τις Θέσεις, ο σοσιαλισμός «είναι ο ανώριμος κομμουνισμός» και «η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη», τότε μπορούμε να πάμε κατευθείαν από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, έστω ανώριμο αλλά κομμουνισμό! (εκχυδαϊσμένα, ο Ανδρέας Παπανδρέου μια παρόμοια αντίληψη πρέσβευε, λέγοντας πριν τις εκλογές του ’81, με τις οποίες ήρθε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, «στις 18 σοσιαλισμός!»)
Οι Θέσεις δεν προβλέπουν κανέναν τρόπο στην κατεύθυνση απονέκρωσης, αποκοίμισης του κράτους, μιας και ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός αποτελεί αταξική-ακρατική κοινωνία.
Αντίθετα, αυτό που αποπνέουν οι Θέσεις είναι ένας «εξουσιαστικός» αέρας, δηλαδή ένα διαρκώς ενισχυόμενο κράτος του οποίου η απονέκρωση δεν προκύπτει από πουθενά. Σε πλήρη διάσταση με τους κλασικούς, οι Θέσεις διαβεβαιώνουν και πιστοποιούν ότι πάμε στον κομμουνισμό με κράτος, άρα με τάξεις, διότι το κράτος είναι προϊόν ταξικής κυριαρχίας και όργανο καταπίεσης μιας τάξης πάνω σε άλλη ή σε άλλες τάξεις, άρα πάμε σε μια ταξική «κομμουνιστική» κοινωνία, πράγμα που αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις.
Το δεύτερο ζήτημα που θέλουμε να θέσουμε στη συζήτηση είναι το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας της εξουσίας που επαγγέλλεται το ΚΚΕ, η οποία, όπως προκύπτει για πολλοστή φορά από τα γραπτά και τις Θέσεις της ΚΕ, δεν συνιστά τη δικτατορία του προλεταριάτου. Και αυτό επειδή η εξουσία την οποία επαγγέλλεται το ΚΚΕ δεν αντιστοιχεί στο κράτος τύπου κομμούνας, ούτε στο κράτος τύπου Σοβιέτ. Το χαρακτηριστικό στοιχείο που εκλείπει είναι ο χαρακτήρας του εργατικού ελέγχου, ο οποίος δεν συνιστά επαναστατικό εργατικό έλεγχο.
Σύμφωνα με τις Θέσεις: «…Θεμέλιο της εργατικής εξουσίας είναι η παραγωγική μονάδα, η κοινωνική υπηρεσία, η διοικητική μονάδα, ο παραγωγικός συνεταιρισμός, όπου ασκείται το δικαίωμα του εργαζόμενου: Να εκλέγει και να ανακαλεί τους αντιπροσώπους της μονάδας. Να εκλέγεται στην κατώτερη βαθμίδα της εργατικής εξουσίας, το Εργατικό, Εργασιακό ή Συνεταιριστικό Συμβούλιο. Να εκλέγει και να ανακαλεί τους αντιπροσώπους για το αμέσως παραπάνω όργανο εξουσίας. Στη Συνέλευση των εργαζομένων θεμελιώνεται η άμεση και έμμεση εργατική δημοκρατία, η αρχή του ελέγχου, της απόδοσης ευθύνης και της ανακλητότητας, που επεκτείνεται και στα μέλη της διεύθυνσης.»
Με κίνδυνο να γίνουμε βαρετοί θα επαναλάβουμε αυτό που γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο μας σχετικά με την ουσία του εργατικού ελέγχου.
Ο επαναστατικός εργατικός έλεγχος ασκείται σε συνθήκες εργατικής εξουσίας. Για να είναι η παραγωγική μονάδα «θεμέλιο της εργατικής εξουσίας», στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις τις οποίες κατέχουν ακόμα οι καπιταλιστές, ή είναι συγκροτημένες σε συνεταιριστική βάση, ο εργατικός έλεγχος πρέπει να συνίσταται στην υποχρεωτικότητα της εφαρμογής των αποφάσεων της συνέλευσης του εργοστασίου ή της επιχείρησης, από τη διοίκηση, σε μια σειρά ζητήματα που αφορούν την παραγωγή, τις συνθήκες δουλειάς, τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας κλπ.
Για τις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις ο εργατικός έλεγχος, δηλαδή η υποχρεωτικότητα της εφαρμογής των αποφάσεων της συνέλευσης, συνδυάζεται με την εργατική διεύθυνση πράγμα που σημαίνει ότι η διοίκηση εκλέγεται από τη συνέλευση, ελέγχεται και ανακαλείται από αυτή και εναλλάσσεται. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου και των δεξιοτήτων της εργατικής τάξης, η κατοχή τεχνογνωσίας και ικανότητας διοίκησης, επιτρέπει και επιβάλει την κατάργηση της μονοπρόσωπης διοίκησης και τη σχετικά γρήγορη εναλλαγή της.
Ο επαναστατικός εργατικός έλεγχος επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της παραγωγής και της προμήθειας, των συνθηκών εργασίας, του εκσυγχρονισμού της επιχείρησης, τις νέες τεχνολογίες, της διάθεσης των προϊόντων κ.α. Φυσικά όλοι οι αντιπρόσωποι των συνελεύσεων είναι αιρετοί και ανακλητοί, δίνουν λόγο στη Γ.Σ και δεν έχουν ιδιαίτερα προνόμια.
Επιπλέον, ο επαναστατικός εργατικός έλεγχος αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξουσίας, τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην καπιταλιστική και την εργατική εξουσία και το χαρακτήρα της εθνικοποίησης-κρατικοποίησης.
Οι Θέσεις συρρικνώνουν τον εργατικό έλεγχο στην «απόδοση ευθυνών» και στην «ανακλητότητα», ευνουχίζοντας την ουσία του εργατικού ελέγχου η οποία, όπως είπαμε, συνίσταται στην υποχρεωτική εφαρμογή των αποφάσεων των εργατικών συνελεύσεων, οι οποίες συγκροτούνται σε παραγωγική βάση.
Οι Θέσεις επικαλούνται έναν εργατικό έλεγχο σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης και πρακτικής εφαρμογής, χαρακτηριστικό γνώρισμα της καουτσκικής θεωρίας, που καμιά σχέση δεν έχει με τον επαναστατικό εργατικό έλεγχο ο οποίος εφαρμόζεται στην εργατική εξουσία, σύμφωνα με τις αρχές της κομμούνας και της Σοβιετικής δημοκρατίας (ο εργατικός έλεγχος του ΚΚΕ συμπίπτει με πολλές πολιτικές δυνάμεις, οργανώσεις και κόμματα της κομμουνιστικής και ευρύτερης Αριστεράς, η οποία έχει επίσης αναφορά σε ένα γενικό εργατικό και λαϊκό, ή κοινωνικό έλεγχο).
Το ζήτημα του εργατικού ελέγχου μπαίνει από σήμερα, σε καπιταλιστικό καθεστώς, όπως γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο: «Για να είναι ο εργατικός έλεγχος επαναστατικό μέτρο και για να συμβάλει, ως αίτημα σήμερα, στη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης των μελλοντικών της καθηκόντων, πρέπει να διατυπώνεται σαφέστατα και να δείχνει-προβλέπει ότι, όλες οι αποφάσεις των αιρετών και ανακλητών εργατικών επιτροπών είναι υποχρεωτικές για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, (ιδιωτικών και κρατικών) για όλα τα ζητήματα, απ’ τις επενδύσεις μέχρι τη νέα τεχνολογία ώς τις συνθήκες εργασίας. Πρέπει να προβλέπεται επίσης η κατάργηση κάθε μορφής απορρήτου και η δυνατότητα δημοσίευσης των αποτελεσμάτων του εργατικού ελέγχου. Πρέπει δηλαδή ‘να είναι αίτημα που καταργεί το κουμάντο του καπιταλιστή και του γραφειοκράτη και να τονίζει το κουμάντο της εργατικής τάξης’, όπως έγραφε ο σ. Μπατίκας.».
Μόνο αυτού του είδους ο εργατικός έλεγχος διασφαλίζει τον χαρακτήρα της εξουσίας, και μπορεί να συγκινήσει την εργατική τάξη διότι αναλαμβάνει ουσιαστικό και αποφασιστικό ρόλο στα πράγματα και δεν περιορίζεται στην «απόδοση ευθυνών» και στο «να εκλέγει και να ανακαλεί».
Το τρίτο ζήτημα που θέλουμε να θέσουμε είναι το ζήτημα των σταδίων το οποίο το ΚΚΕ δεν έχει απορρίψει, παρά την περί του αντιθέτου φιλολογία.
Εφόσον ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί άλλο κοινωνικό σύστημα, άρα και άλλη εξουσία, σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ, τότε η εργατική-λαϊκή εξουσία και οικονομία σε τι αντιστοιχεί; Γιατί το ΚΚΕ δεν βάζει σαν άμεσο στόχο τη δικτατορία του προλεταριάτου και να την ονοματίσει κιόλας; Γιατί οι Θέσεις υιοθετούν ένα στάδιο πριν τη δικτατορία του προλεταριάτου το οποίο μάλιστα προκύπτει «μετά την έναρξη της επανάστασης»;
Το επόμενο βήμα «μετά την έναρξη της επανάστασης», σημείο στο οποίο τοποθετεί το ΚΚΕ την εργατική-λαϊκή εξουσία, είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, διαφορετικά δεν θα πρόκειται για επανάσταση αλλά για μεταρρύθμιση. Η υιοθέτηση του σταδίου της εργατικής-λαϊκής εξουσίας, το πρόγραμμα της οποίας αντιστοιχεί στο πρόγραμμα και τα καθήκοντα μιας εργατικής κυβέρνησης, όπως έχουμε γράψει σε προηγούμενο άρθρο, αποδείχνει ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έχει απαλλαγεί από την θεωρία των σταδίων, όσο και αν ορκίζεται για το αντίθετο. Και αυτό διότι η εργατική-λαϊκή εξουσία, η οποία σύμφωνα με τις Θέσεις, «ταυτίζεται με την εργατική εξουσία, τη σοσιαλιστική, που ο επιστημονικός σοσιαλισμός την προσδιόρισε ως δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί τον αντίποδα της δικτατορίας της αστικής τάξης, του αστικού κράτους», δεν προέρχεται από το τσάκισμα του αστικού κράτους και άρα δεν συνιστά επανάσταση, αλλά μεταρρύθμιση, δηλαδή στάδιο πριν την επανάσταση.
Η κριτική που δέχονται οι Θέσεις σχετικά με την αμεσότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου που βάζει, δήθεν, το ΚΚΕ σαν άμεσο στόχο, δεν ευσταθούν και αποτελούν βούτυρο στο ψωμί της ηγεσίας του ΚΚΕ, το οποίο θέλει και να αποφύγει τη σύγκρουση και αυτό να γίνει στο όνομα της επανάστασης, με τη δικαιολογία της ανωριμότητας του λαϊκού παράγοντα. Με τον τρόπο της, η ηγεσία του ΚΚΕ εκπορνεύει την επανάσταση και συκοφαντεί τον μαρξισμό-λενινισμό ο οποίος έχει απαντήσει στο ζήτημα της επανάστασης και της πολιτικής ταχτικής των κομμουνιστών σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης της επαναστατικής διαδικασίας. Και βρίσκει άλλοθι, η ηγεσία του ΚΚΕ, στην εκπόρνευση αυτή, στον τρόπο αντιμετώπισης και στην εκπόρνευση που γίνεται και από άλλες αριστερές δυνάμεις οι οποίες, θέλοντας να δικαιολογήσουν τον μεταρρυθμισμό τους, αρνούνται την επανάσταση και την επικαιρότητά της, στο όνομα της ανωριμότητας του λαϊκού παράγοντα, πράγμα που όπως είπαμε κάνει και το ΚΚΕ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το ΚΚΕ απαντάει επιλεκτικά σε τέτοιου είδους κριτικές που του γίνονται.
Οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ απαντάνε κατά το δοκούν στο ζήτημα της συμμετοχής του ΚΚΕ σε κυβέρνηση. Αφού πρώτα απολυτοποιούν το ζήτημα της συμμετοχής σαν το μοναδικό ερώτημα που υπάρχει για να απαντηθεί, το απαντάνε αρνητικά θεωρώντας ότι καθάρισαν.
Στις διπλές εκλογικές αναμετρήσεις, της 6ης Μάη και τις 17ης Ιούνη, δεν τέθηκε μόνο ένα ερώτημα. Σίγουρα ένα ερώτημα ήταν η συγκρότηση κυβέρνησης με βάση το μεταβατικό πρόγραμμα –με αιχμές την διαγραφή του δημόσιου χρέους, την εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, κ.ά.
Η προβολή ενός τέτοιου προγράμματος, ως βάση συμπόρευσης και συγκρότησης μετώπου και κυβέρνησης για την υλοποίησή του, απέναντι στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το σχηματισμό Αριστερής κυβέρνησης, αποτελούσε ένα ζήτημα το οποίο δεν τέθηκε από το ΚΚΕ. (Τέτοια ή παρόμοια πρόταση υπήρξε και από μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, αλλά απορρίφτηκε από την ηγεσία).
Το δεύτερο ερώτημα ήταν: με ποιους όρους θα μπορούσε να δοθεί ψήφος ανοχής σε μια Αριστερή κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή σε αυτή, από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως, θα απέρριπτε την πρώτη πρόταση; Μια τέτοια στάση μπορούσε να υπάρξει, υπό όρους, οι οποίοι θα εκπορεύονταν από το ίδιο το μεταβατικό πρόγραμμα και τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες και θα ήταν συμβατοί με το πρόγραμμα μιας Αριστερής κυβέρνησης.
Και στο δεύτερο ερώτημα το ΚΚΕ απάντησε αρνητικά, πράγμα που αποτέλεσε απόρροια της παντελώς αρνητικής στάσης του απέναντι στο ενδεχόμενο ύπαρξης Αριστερής κυβέρνησης, προκρίνοντας τον στόχο της ακυβερνησίας. Η άρνηση αυτή, καθώς και η άρνηση συνάντησης με τον ΣΥΡΙΖΑ, συνέβαλε στην στροφή ή την επιστροφή ψηφοφόρων προς την ΝΔ, η οποία αποτελούσε πλέον τη μόνη δύναμη η οποία είχε προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Συνέβαλε επίσης στη λεηλασία του ίδιου του ΚΚΕ.
Η ηγεσία του ΚΚΕ και οι Θέσεις τοποθετούνται αρνητικά σε κάθε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού. Άρα, ως εκ τούτου, και στην εργατική κυβέρνηση του 4ου Συνέδριου της 3ης Διεθνούς.
Άραγε, σε πιο έδαφος μπορεί να υπάρξει εργατική κυβέρνηση; Στο σοσιαλιστικό;
Η ηγεσία του ΚΚΕ, στη μόνη πολιτική κριτική στην οποία αποφεύγει επιμελώς να απαντήσει, είναι στην κομμουνιστική κριτική που του γίνεται από την σκοπιά του ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης. Αυτή η αποφυγή δεν έχει να κάνει με τον μικρό όγκο των δυνάμεων που επαγγέλλονται μια τέτοια πολιτική. Η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις της να τα βάλει με μια τέτοια πολιτική διότι πρόκειται για μια επαναστατική-μαρξιστικολενινιστική πολιτική, η οποία άλλωστε βρίσκει απήχηση στις γραμμές του ΚΚΕ, και σε μια αντιπαράθεση μαζί της μόνο αυτή θα βγει ζημιωμένη. Αυτός είναι και ο λόγος που αποφεύγει την κατά μέτωπο αντιπαράθεση.
Μια τέτοια πολιτική, την αποκρυσταλλωμένη μαρξιστική λενινιστική πολιτική στις σημερινές συνθήκες, την μόνη πραγματική επαναστατική πολιτική, η οποία πρεσβεύει την άποψη ότι η προλεταριακή επανάσταση είναι στην ημερήσια διάταξη, είναι επίκαιρη, πολιτικά και οικονομικά δυνατή, θα έπρεπε να υιοθετήσει, να προβάλει και να προωθήσει στην πράξη κάθε προλεταριακό κόμμα και οργάνωση.
Ο δρόμος της επανάστασης σήμερα, ο δρόμος για την εργατική εξουσία, είναι η πολιτική του ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης.
Η αποφυγή της αντιπαράθεσης με την πολιτική η οποία συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση» δείχνει ότι η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει ότι υπάρχει άμεση απάντηση από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, στην παρούσα καπιταλιστική κρίση, και σκόπιμα επιμένει να μην την υιοθετεί και να μην την προβάλει, αλλά να την εξαφανίζει!
Η ισοπέδωση κάθε πρότασης σχετικά με την σύνδεση ή μη της κυβερνητικής με τη συνολική εξουσία και η καταγγελία τους συλλήβδην ως κυβερνητισμός από την ηγεσία του ΚΚΕ συμβάλει στην παραπέρα συσκότιση του ζητήματος και στην διαιώνιση της σύγχυσης.
Παρόλο όμως που η ηγεσία του ΚΚΕ καταγγέλλει σε όλους τους τόνους τον κυβερνητισμό, δεν τόλμησε, 24 χρόνια τώρα, να καταδικάσει τον δικό της κυβερνητισμό και να κάνει την αυτοκριτική της για την συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και κατόπιν και με το ΠΑΣΟΚ και τη συμμετοχή του ΚΚΕ στις αστικές κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, το 1989.
Την ίδια καταδίκη και αυτοκριτική πρέπει να κάνουν φυσικά και οι διαφωνούντες με τη γραμμή της ηγεσίας καθώς και αυτοί που αποχώρησαν ή διαγράφτηκαν εσχάτως από το ΚΚΕ και έχουν αναφορά στο 15ο Συνέδριο, στο Αντι-ιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο και στην κυβέρνησή του.
Το τέταρτο ζήτημα που θέλουμε να επισημάνουμε είναι το γεγονός ότι οι Θέσεις βιάζουν «παρά φύση» την επαναστατική διαδικασία.
Η βαθμιαία απόσπαση των μέσων παραγωγής και του συνολικού κεφαλαίου από την αστική τάξη των Μαρξ και Ένγκελς, στο «σχέδιο προγράμματος» του ΚΚΕ μετατρέπεται και γίνεται πλήρης και ολοκληρωτική απόσπαση όλων των μέσων παραγωγής με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μιας και, σύμφωνα με τις Θέσεις: «…Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ξένης εργασίας, δηλαδή η μίσθωση εργασίας από τους ακόμα κατέχοντες μεμονωμένα μέσα παραγωγής σε κλάδους που δεν υφίστανται υποχρεωτική κοινωνικοποίησή τους, π.χ. στη βιοτεχνία, στην αγροτική παραγωγή, στον τουρισμό επισιτισμό, σε ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες…»
Με αυτή του την προσέγγιση, το ΚΚΕ δείχνει για μια ακόμα φορά τον οπορτουνισμό του: σήμερα προτείνει μέτωπα στα οποία δεν υπερασπίζεται αποφασιστικά τα εργατικά συμφέροντα, μέτωπα τα οποία καταλήγουν να είναι υπό την κυριαρχία των μικροαστικών συμφερόντων και σε βάρος των εργατικών. Όπως για παράδειγμα το μέτωπο το οποίο προτείνει και προσπαθεί να υλοποιήσει στο χώρο των κατασκευών, στο οποίο εκλείπει η δέσμευση των μικροαστών του κλάδου για τήρηση των εργατικών καταχτήσεων και δικαιωμάτων.
Από την άλλη, θέτει σαν άμεσο ζήτημα να «Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ξένης εργασίας». Πρόκειται για οπορτουνισμό του χειρίστου είδους, για μια πολιτική η οποία σε καπιταλιστικό καθεστώς εξυπηρετεί τους μικροαστούς και από την άλλη αποτρέπει την διεύρυνση των συμμαχιών της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού εφόσον η εξαφάνισή των μικροαστών μπαίνει σαν άμεσο ζήτημα.
Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρεία της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, «Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για ν’ αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία της παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου που είναι οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη, και για να αυξήσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων». Κ. ΜarxF. Engels: MEW, τ. 4, Dietz Verlag Berlin 1972, σελ. 42-43 (από το βιβλίο του Κ.Μ.).
Η θέση αυτή, η οποία απηχεί μια αντικειμενική κατάσταση και όχι μια βούληση, είναι προϊόν βαθιάς επιστημονικής ανάλυσης. Η παραβίαση αυτής της αρχής εγκυμονεί κινδύνους ακόμα και μαζικής εξαθλίωσης και λιμοκτονίας. Αν οι αρχές παραβιαστούν «ντε φάκτο» και η ιστορία βιαστεί «παρά φύση» τότε οι συνέπειες μπορεί να είναι τεράστιες και ανυπολόγιστες.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, θέλοντας ίσως να δείξει ότι οι συνθήκες είναι αλλαγμένες σε σχέση με την εποχή των Μαρξ-Ένκγελς, αλλάζει αυθαίρετα και ετσιθελικά την αναγκαία «βαθμιαία απόσπαση» δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τον υπερεπαναστατισμό της, δηλαδή τον αριστερισμό της, τη βιασύνη της να εισάγει τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Ως εκ τούτου δεν της χρειάζεται ούτε το μεταβατικό πρόγραμμα, το οποίο θεμελιώθηκε στο «Μανιφέστο», ούτε η μεταβατική περίοδος, εφόσον ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί τίποτα!
Φυσικά εντελώς διαφορετική είναι η προσέγγιση των κλασικών.
Οι ρυθμοί της πραγματοποίησης των μεταβατικών μέτρων θα είναι ανάλογοι με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, θα μεταβάλλονται «στον ίδιο βαθμό που με την εργασία του προλεταριάτου θα αυξάνονται οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας» (βλ. Κ.Μ., σελ. 432).
Το εργατικό κράτος πρέπει να οργανώσει την παραγωγή σε νέα βάση και να αντιστοιχήσει τις παραγωγικές δυνάμεις σε αυτή τη νέα βάση με πρωταρχικό μέλημα να εξασφαλίσει επάρκεια προϊόντων. Αν προτρέξει, θα βρεθεί μπροστά σε απρόσμενους κινδύνους. Όπως και αν καθυστερήσει. Σίγουρα οι Θέσεις του ΚΚΕ στο συγκεκριμένο σημείο, προτρέχουν.
Το ΚΚΕ «βιάζει» τη διαλεκτική και βαθμιαία μετεξέλιξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οι οποίες δεν αίρονται αυτόματα με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά μετασχηματίζονται βαθμιαία κατά τη διάρκεια της επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Με αποφάσεις και διατάγματα θέλει να επιβάλει τον σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός δεν επιβάλλεται. Οικοδομείται στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι καταρρεύσεις και οι ανατροπές στις χώρες με σοσιαλιστική κατεύθυνση, στις χώρες όπου επιχειρήθηκε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δεν βοήθησαν σε τίποτα τη σκέψη του ΚΚΕ, το οποίο εξακολουθεί να προβάλει αυτό που κατέρρευσε: τον σοσιαλισμό του Κάουτσκι!
Να δούμε όμως και τον ρόλο που επιφυλάσσει η ηγεσία του ΚΚΕ για τα συνδικάτα στην εξουσία που επαγγέλλεται και προβάλει.
Διαβάζοντας κάποιος, οποιοσδήποτε, το κεφάλαιο των Θέσεων με τίτλο «Ο σοσιαλισμός ως πρώτη, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού», θα αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στα συνδικάτα.
Τα συνδικάτα δεν βρίσκουν καμία θέση στην εξουσία την οποία επαγγέλλεται το ΚΚΕ, δεν έχουν απολύτως κανέναν ρόλο, δεν αναφέρονται καν, εξαφανίζονται.
Σε πλήρη αντίθεση με τη θεώρηση του Λένιν και την πρακτική των μπολσεβίκων, οι οποίοι είχαν συγκεκριμένη θέση και ρόλο για τα συνδικάτα:, τα οποία στην εργατική εξουσία θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να λειτουργούν, θα συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων και θα διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους για να προστατεύουν τους εργάτες από το κράτος τους και φυσικά, να προασπίζουν τα συμφέροντα των εργατών για μεροκάματο, ωράριο, ασφάλιση, δωρεάν κατοικία, συγκοινωνία, παιδεία-υγεία-πρόνοια.
Ανάλογες, με το ΚΚΕ, απόψεις, σχετικά με τον αχρείαστο ρόλο των Συνδικάτων κατά την μεταβατική περίοδο, υπήρχαν και στην προεπαναστατική και την μετεπαναστατική Ρωσία. Ο Λένιν, μένοντας πιστός στη μαρξιστική θεωρία και παράδοση, πολέμησε αυτές τις απόψεις. Και έγραφε τότε: «Το σημερινό κράτος είναι τέτοιο, ώστε το καθολικά οργανωμένο προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζεται τον εαυτό του κι εμείς πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις εργατικές αυτές οργανώσεις για να υπερασπίζουμε τους εργάτες από το κράτος τους και να υπερασπίζουμε με τους εργάτες το κράτος μας». «Ο Λένιν για τα Συνδικάτα, την τρέχουσα στιγμή και τα λάθη του σ. Τρότσκυ», Άπαντα, τόμος 42, σελ. 208.
Σίγουρα δεν πρόκειται για παράλειψη των Θέσεων. Πρόκειται για προϊόν της σύγχυσης που προέρχεται από την ταύτιση της εργατικής εξουσίας με τον σοσιαλισμό, της κυριαρχίας δηλαδή της καουτσκικής θεωρίας για τον σοσιαλισμό την οποία εμπέδωσε στην πολιτική του σχεδόν το σύνολο του κομμουνιστικού κινήματος, μηδέ του ΚΚΕ εξαιρουμένου.
Πρόκειται για μείξη του καουτσκικού σοσιαλισμού με απόψεις του Τρότσκι, ο οποίος με τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης στην πρώτη της πράξη, ζήτησε την κρατικοποίηση των συνδικάτων. Πρόκειται για υιοθέτηση αντιμαρξιστικών θέσεων και απόψεων. Στην προκειμένη περίπτωση η ηγεσία του ΚΚΕ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: κατάργησε πλήρως και εξαφάνισε ως δια μαγείας τα συνδικάτα, υιοθετώντας τις απόψεις εκείνες τις οποίες αντιπάλευαν ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι.
Προϊόν της ίδιας αντίληψης είναι το γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν δεσμεύεται για την ικανοποίηση των εργατικών διεκδικήσεων από την εργατική εξουσία. Η πάλη και οι διεκδικήσεις της εργατικής τάξης δεν βρίσκουν την ικανοποίησή τους, στο πρόγραμμα του ΚΚΕ. Οι διεκδικήσεις της εργατικής τάξης για 7ωρο-35ωρο-5μερο, μείωση στα χρόνια για σύνταξη, επιστροφή όλων των κλεμμένων από τους καπιταλιστές και το κράτος τους στα ασφαλιστικά ταμεία, κλπ, δεν απαντιούνται θετικά, δεν απαντιούνται καν.
Και δεν πρόκειται για αυταπόδεικτα πράγματα, ότι δηλαδή η εργατική εξουσία θα ικανοποιήσει όλα τα εργατικά αιτήματα, μιας και αυτή η εξουσία, η εργατική, τότε και μόνο τότε θα είναι αυτό που επαγγέλλεται, όταν ικανοποιήσει τις εργατικές διεκδικήσεις. Όταν δηλαδή ικανοποιήσει τα αιτήματα του μαζικού εργατικού κινήματος, τιμωρήσει τους καταχραστές του δημόσιου χρήματος και της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων και άλλων οργανισμών (ΟΕΚ-ΟΕΕ) κλπ.
Ένα τέτοιο πνεύμα, μη ικανοποίησης των εργατικών διεκδικήσεων και του αιτήματος «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», αποπνέει άλλωστε και το σύνθημα της διαγραφής του χρέους που προβάλει το ΚΚΕ, χωρίς να δεσμεύεται ότι θα εξαιρεθεί από τη διαγραφή το χρέος που κατέχουν σε ομόλογα τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η δέσμευση για την ικανοποίηση των εργατικών διεκδικήσεων αποτελεί εξαιρετικής σημασίας ζήτημα, διότι η εργατική τάξη δεν παλεύει γενικά και αόριστα ενάντια στον καπιταλισμό. Παλεύει ενάντια στον καπιταλισμό διότι οι καπιταλιστές και η εξουσία τους δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις σύγχρονες ανάγκες της και δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν τις καταχτήσεις της. Πράγμα που μόνο η εργατική εξουσία μπορεί να το κάνει.
Πώς θα είναι όμως τέτοια, δηλαδή εξουσία της εργατικής τάξης, αν δεν δεσμευτεί και, κυρίως, αν δεν ικανοποιήσει τις εργατικές διεκδικήσεις και τα ώριμα αιτήματα του κινήματος;
Η εξουσία που επαγγέλλεται το ΚΚΕ, που την ονομάζει εργατική και την ταυτίζει με το σοσιαλισμό, δεν είναι παρά μια εξουσία ως επί το πλείστον γραφειοκρατική στο πλαίσιο ενός σοσιαλισμού του θερμοκηπίου, προϊόν της φαντασίας του ΚΚΕ και της καουτσκικής θεωρίας, πέρα και έξω από την πραγματικότητα, τις αντικειμενικές δυνατότητες και τις ανάγκες της εργατικής τάξης.
Το ΚΚΕ έχει αρνηθεί από χρόνια την πολιτική του ενιαίου εργατικού μετώπου και έχει υιοθετήσει άλλες πολιτικές, ως επί το πλείστον λαϊκό-μετωπικές, με τη διαφορά ότι δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στους συμμάχους. Και φυσικά, κανένα απολύτως μέτωπο και καμιά συμμαχία δεν πρόκειται να οικοδομήσει.
Στο κεφάλαιο «Το ΚΚΕ και η Λαϊκή Συμμαχία» οι Θέσεις περιγράφουν το πώς εννοεί το ΚΚΕ μια τέτοια συμμαχία: «Το ΚΚΕ διατηρεί την αυτοτέλειά του και στις αστικές εκλογές, όμως στα ψηφοδέλτιά του είναι δυνατό να συμμετέχουν και συνεργαζόμενοι. Η Λαϊκή Συμμαχία ως συμμαχία των πιο ριζοσπαστικών πολιτικοποιημένων τμημάτων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και των συμμάχων του, των οργανώσεων της νεολαίας και των γυναικών, ως συμμαχία που δρα στις γραμμές του κινήματος, με στόχο να προσελκύσει την ευρύτερη συσπείρωση νέων μαζών, δεν παίρνει μέρος στις εθνικές και τοπικές εκλογές, στις ευρωεκλογές, σε δημοψηφίσματα.»
Το ΚΚΕ αναγνωρίζει μόνο στον εαυτό του το δικαίωμα να παίρνει μέρος στις εκλογές!
Το μέτωπο δεν έχει τέτοιο δικαίωμα. Πρόκειται και σε αυτή την περίπτωση για γενική σύγχυση. Προκειμένου να απαντήσει το ΚΚΕ, μάλλον, στο γεγονός ότι οι μικροαστοί και οι αγρότες, σε συνθήκες ιμπεριαλισμού δεν μπορούν να έχουν δικό τους ανεξάρτητο κόμμα, άρα δεν χρειάζεται να γίνει κάποια πολιτική συμμαχία του κόμματος της εργατικής τάξης, αλλά μόνο κοινωνικό μέτωπο μπορεί να γίνει υπό την ηγεσία του, η ηγεσία του ΚΚΕ απαντάει με σεχταριστική αντίληψη και τροτσκιστικού τύπου επιρροές και αντίστοιχη σεχταριστική πολιτική πρακτική. Δεν αναγνωρίζει σε κανέναν άλλον το δικαίωμα να κατέλθει στις εκλογές στο πλαίσιο ενός κοινωνικού μετώπου, και αποκλείει εκ των προτέρων κάθε πολιτικό μέτωπο.
Με τον τρόπο αυτό απαντάει και στο παρελθόν του, βγάζοντας λάθος, συλλήβδην, όλες τις παλιότερες πολιτικές του: Το Παλλαϊκό Μέτωπο, το ΕΑΜ, την ΕΔΑ κλπ.
Τελικά, πότε ήταν σωστή η πολιτική του ΚΚΕ; Σύμφωνα με τις Θέσεις για το 19ο Συνέδριο, ποτέ! Παρά μόνο, ίσως, τώρα.
Στο ίδιο κεφάλαιο στη θέση 67, οι Θέσεις μας πληροφορούν ότι: «… Στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού εμφανίζονται με διάφορες μορφές (άμεση απόσχιση από ΚΚ ή με ρίζα σε παλιότερες αποσχίσεις ή δημιουργία νέων ομάδων-κομμάτων κομμουνιστικής αναφοράς) οπορτουνιστικά πολιτικά κόμματα και ομάδες που διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πρώτ’ απ’ όλα στο κύριο πολιτικό ζήτημα, της μεταρρύθμισης ή επανάστασης. Το ΚΚΕ δεν μπορεί να κάνει καμία πολιτική συνεργασία με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις, ούτε σε περίοδο συγκέντρωσης δυνάμεων ούτε σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.»
Η ηγεσία του ΚΚΕ αποκλείει εκ των προτέρων κάθε πολιτική συνεργασία με ομάδες και κόμματα κουκουεδογενή και κομμουνιστικής αναφοράς, όπως και να είναι τα πράγματα, αλλά και κάθε συνεργασία γενικά, εφόσον στην αμέσως προηγούμενη θέση του, η οποία αναφέρεται στη Λαϊκή Συμμαχία, λέει ότι: «…Η συνεργασία αυτή δεν διαμορφώνεται σε ενιαίο όργανο Συμμαχίας με κόμματα-συστατικά μέλη, με συγκροτημένη οργανωτική μορφή και δομές. Αντικειμενικά μια τέτοιας μορφής οργάνωση είναι θνησιγενής, συγκρούεται με την αυτοτέλεια του ΚΚΕ, δε συμβάλλει στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του.»
Πρόκειται για το άκρον άωτον του σεχταρισμού και, μάλλον, για μια παγκόσμια αποκλειστικότητα.
«Είναι εκπληκτικό που η ηγεσία του ΚΚΕ δεν καταγγέλλει και δεν καταδικάζει κατηγορηματικά τον μπολσεβικισμό!», θα φώναζε ξανά ο Λένιν, αν ζούσε. Κι αυτό διότι « η ιστορία του μπολσεβικισμού και πριν και μετά την Οχτωβριανή επανάσταση είναι γεμάτη από περιπτώσεις ελιγμών, συμφωνιών, συμβιβασμών με άλλα κόμματα, χωρίς να εξαιρούνται και τα αστικά κόμματα!». (Ο ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ.56).
Η εν λόγω «θέση» απηχεί και μια μικροψυχία της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία θέλει να «τιμωρήσει» όλους όσους αποσχίστηκαν από το ΚΚΕ, όλους όσους έφυγαν από το μαντρί, και ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους έγινε αυτό. Ανεξάρτητα δηλαδή αν έφυγαν επειδή η ηγεσία του ΚΚΕ, και το ΚΚΕ συνολικά σαν κόμμα, υιοθέτησαν τον κυβερνητισμό και συμμετείχαν στις αστικές κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα, ή έφυγαν επειδή επικροτούσαν, συμφωνούσαν και επαύξαναν αυτόν τον κυβερνητισμό και ήθελαν τη διαιώνισή του. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα κινήθηκε προηγούμενη απόφαση για την πολιτική αλλά όχι και την κομματική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Η ηγεσία του ΚΚΕ αναλαμβάνει τελικά να χτυπήσει ότι κομμουνιστικό υπάρχει, να διαλύσει κάθε προοπτική ενότητας των κομμουνιστών και οικοδόμησης ενιαίου εργατικού μετώπου το οποίο θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αστική εξουσία. Αφού υπονόμευσε όσο μπόρεσε την ενότητα δράσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, τώρα αναλαμβάνει να χτυπήσει ότι έχει κομμουνιστική αναφορά. Ας σκεφτεί κάποιος, ποια θα είναι η πρακτική αντιμετώπιση των «ομάδων και κομμάτων που διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ» σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης;
Από αυτή την αποστολή, την οποία αναλαμβάνει οικιοθελώς η ηγεσία του ΚΚΕ, προκύπτει ο βαθιά αντεπαναστατικός χαρακτήρας της συγκεκριμένης θέσης, η οποία, αν «περάσει», θα προσφέρει θαυμάσια υπηρεσία στην άρχουσα αστική τάξη και άμεση υπηρεσία στη μνημονιακή τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, την οποία οι Θέσεις δεν αμφισβητούν, καθώς δεν προβλέπουν κανένα αγώνα για την ανατροπή της, πράγμα το οποίο αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο για το πού το πάει η ηγεσία του ΚΚΕ. Για το εάν έχει απλά υιοθετήσει υπερεπαναστατικές-αριστερίστικες θέσεις, ή πρόκειται και για κάτι άλλο στο οποίο οδηγείται από την ίδια της την πολιτική.
Το ΚΚΕ, στο ζήτημα της στάσης του απέναντι στην κυβέρνηση, έκανε πίσω ολοταχώς σε σχέση με την προηγούμενη γραμμή του. Έναν χρόνο πριν, οι δυνάμεις του πορεύονταν με το σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση!» (για τον λόγο αυτό άλλωστε οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ δέχθηκαν την επίθεση στο Σύνταγμα στις 20/10/11 με την ενεργό παρέμβαση του κράτους, μιας και το ΚΚΕ για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρόνια έβαλε τέτοιο ζήτημα). Τώρα ο στόχος αυτός πάει περίπατο.
Στο όνομα του «να μην διευκολυνθεί η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία», η ηγεσία του ΚΚΕ διευκολύνει, ή αλλιώς σε κάθε περίπτωση, δεν απειλεί την κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία αποτελεί σήμερα τη μοναδική επιλογή της αστικής τάξης και η πάλη για την ανατροπή της εντάσσεται σήμερα στην επαναστατική πάλη, αφού μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε ολοκληρωτική σύγκρουση τάξης με τάξη. Από αυτό το συμπέρασμα απορρέει η κριτική απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις που έχουν εργατική αναφορά: οι δυνάμεις που έχουν εργατική αναφορά και αρνούνται, με διάφορες δικαιολογίες, να προβάλουν την αναγκαιότητα της ανατροπής της κυβέρνησης, δεν εξυπηρετούν τα εργατικά συμφέροντα.
Αν τα πράγματα είναι αλλιώς, τότε η ηγεσία του ΚΚΕ πρέπει να απαντήσει: τι άλλαξε δραματικά μέσα σε έναν χρόνο, και επέβαλε αλλαγή της γραμμής του;
Οι Θέσεις διαπραγματεύονται το ζήτημα της επαναστατικής κατάστασης, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι: « Δεν είναι δυνατό να προβλεφτούν εκ των προτέρων οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση».
Οι Θέσεις συνδέουν με εξωτερικό και μεταφυσικό τρόπο μια τέτοια κατάσταση μόνο με την περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης: «…Σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί στην αυτοτελή οργάνωση της εργατικής-λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές, ώστε αυτή να συνδεθεί με τον αγώνα για ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας. Με την πρωτοβουλία και καθοδήγηση του Κόμματος να συγκροτηθεί εργατικό -λαϊκό μέτωπο με όλες τις μορφές δράσης, με σύνθημα: Ο λαός θα δώσει την ελευθερία και τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα, που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο.»
Χωρίς να μπουν στον κόπο να περιγράψουν ποιά είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης, εκτός από κάποια «κλασικά» αλλά και γενικά χαρακτηριστικά όπου «…οι πάνω να μην μπορούν» με απότομη άνοδο στις διαθέσεις, στην ενεργοποίηση των λαϊκών μαζών («οι κάτω») να μη θέλουν να ζήσουν με το συνήθη τρόπο υποταγής τους στην εκμεταλλευτική εξουσία, όπως προηγουμένως.»
Η περιγραφή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της επαναστατικής κατάστασης, σύμφωνα με τα λενινιστικά κριτήρια, έχει αξία για να μπορεί κάποιος να κρίνει και να διακρίνει κατά πόσο αυτά τα γνωρίσματα έχουν κάποια σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα, ή με την πραγματικότητα που τείνει να δημιουργήσει η παρούσα καπιταλιστική κρίση.
Με τον τρόπο αυτό οι Θέσεις θολώνουν τα κριτήρια και αποκλείουν την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών στο επόμενο διάστημα, και οδηγούν σε μια επανάπαυση, δηλαδή ότι δεν υπάρχει και δεν επίκειται να δημιουργηθεί στο άμεσο ορατό μέλλον τέτοια κατάσταση, αλλά αυτή θα προκύψει μόνο στην περίπτωση πολεμικής σύρραξης. (Το ξέσπασμα πολέμου για το ξεπέρασμα της έκρηξης του χρέους προβλέπει και ο ιδρυτής της «Hayman Capital Management», ο Kyle Bass, και το δημοσιεύει ο Ριζοσπάστης για να επιβεβαιωθεί η ηγεσία του ΚΚΕ και να πειστούν τα μέλη του για την αμεσότητα μιας τέτοιας προοπτικής.) Τα μέλη του δεν έχουν παρά να περιμένουν το ξέσπασμα του πολέμου για να υπάρξουν συνθήκες κατάλληλες για την ανατροπή του καπιταλισμού. Μια τέτοια αντίληψη καθιστά το κίνημα ανάπηρο μιας και το μόνο το οποίο δεν μπορεί να παλέψει και να διεκδικήσει, τις μόνες συνθήκες που δεν μπορεί να «ωριμάσει» ο υποκειμενικός παράγοντας, είναι το ξέσπασμα του πολέμου.
Οι Θέσεις παραβλέπουν το γεγονός της οξύτητας της καπιταλιστικής κρίσης και ότι σε τέτοιες περιόδους εμφανίζεται «γυμνή στο προσκήνιο» η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, το γεγονός, που και οι ίδιοι αναγνωρίζουν, ότι δηλαδή η Ελλάδα αναδείχθηκε σε αδύνατο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, πράγμα που σημαίνει ότι η αστική εξουσία βρίσκεται σε κίνδυνο. Παραβλέπουν τις αλλαγές που συντελέστηκαν στο πολιτικό-κομματικό σύστημα, όπου η βασική μέθοδος διακυβέρνησης της αστικής εξουσίας, ο δικομματισμός, κατέρρευσε και η αστική τάξη αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλα τα πολιτικά κόμματα του κεφαλαίου και να κάψει όλες της τις εφεδρείες για να σχηματίσει κυβέρνηση, πρόβλημα το οποίο δεν έλυσε ακόμα.
Και ακόμα, παραβλέπουν το γεγονός ότι σε ελάχιστο χρόνο οι αστικές κυβερνήσεις, οι οποίες εναλλάσσονται πολύ γρήγορα –μέσα σε τρία χρόνια έχουμε πέντε κυβερνήσεις–, απονομιμοποιούνται στην εργατική και λαϊκή συνείδηση. Όλες αυτές οι αλλαγές, σε συνδυασμό με την ίδια την κατάσταση της εργατικής τάξης, η οποία θα επιδεινωθεί απότομα με την υλοποίηση του 3ου μνημονίου και του νέου φορομπηχτικού νόμου, δημιουργούν μια εκρηκτική κατάσταση η οποία έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα επαναστατικής κατάστασης.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ξέχασε πολύ γρήγορα τις δικές της επισημάνσεις σχετικά με τη θεωρία του αδύναμου κρίκου, εξέλιξη την οποία απέδιδε στην ύπαρξη δυνατού ΚΚΕ.
Να ποια ήταν η διαπίστωση της Παπαρήγα σχετικά με τον αδύναμο κρίκο, διαπίστωση η οποία επαναλαμβάνεται και στις Θέσεις: «Η Ελλάδα έγινε ο αδύναμος κρίκος του αστικού πολιτικού συστήματος, που δεν έχει γίνει σε καμία χώρα της ΕΕ. Είναι άσχετο ότι υπάρχει ένα ΚΚΕ που σέβεται τον τίτλο Κομμουνιστικό Κόμμα, επί της ουσίας, με αυτό το πρόγραμμα, αυτή τη στρατηγική, με αυτή την τακτική, με αυτή τη στάση;»
Εφόσον η Ελλάδα «έγινε αδύναμος κρίκος», πράγμα που η Παπαρήγα συνέδεσε αυθαίρετα και κομπάζοντας με την ύπαρξη του ΚΚΕ, γιατί η ηγεσία του δεν βάζει τα αντίστοιχα καθήκοντα τα οποία προκύπτουν από αυτή τη διαπίστωση; Δηλαδή το σπάσιμο του αδύναμου κρίκου;
Το ζήτημα των ζητημάτων είναι ακριβώς αυτό!
Από τις Θέσεις όχι μόνο απουσιάζει μια προσπάθεια ουσιαστικής και αναλυτικής προσέγγισης αυτής της διαπίστωσης και καθορισμού των αντίστοιχων καθηκόντων, αλλά και κάθε περίπτωση δημιουργίας συνθηκών επαναστατικής κατάστασης, η οποία είναι μια απαραίτητη συνθήκη για το ξέσπασμα της επανάστασης, παραπέμπεται στο μέλλον και συνδέεται με το ξέσπασμα ενός πολέμου. Ακόμα και ο αγνωστικισμός επιστρατεύεται στην υπηρεσία του αναχωρητισμού από την πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης και των επαναστατικών καθηκόντων που έχουν προκύψει για τους κομμουνιστές: «Δεν είναι δυνατό να προβλεφτούν εκ των προτέρων οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση», λένε οι Θέσεις.
Με άλλοθι την «ανωριμότητα του λαϊκού παράγοντα» και τον αγνωστικισμό, επιχειρείται μια ιστορική αυθαιρεσία, και μάλιστα στο όνομα του μαρξισμού-λενινισμού.
Όπως έλεγε ο Κώστας Μπατίκας: «Η επανάσταση είναι, κατά τον Μαρξ, δυνατή όταν υπάρχει ήδη η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων αλλά και μια σειρά άλλες αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις. Ανάμεσα σε αυτές ο Μαρξ συμπεριλαμβάνει την ύπαρξη οικονομικής κρίσης, τον παροξυσμό της ταξικής πάλης που πήρε συγκρουσιακό χαρακτήρα τάξης εναντίον τάξης, την αγωνιστική ετοιμότητα της εργατικής τάξης που δραστηριοποιείται και παλεύει για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της και μέσα σε αυτή τη πάλη συνειδητοποιεί την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής, την ύπαρξη επαναστατικού εργατικού κινήματος και μιας σταθερής και αξιόπιστης πρωτοπορίας, που επανδρώνεται από αγωνιστές που αποτελούν οργανικό τμήμα του κινήματος και γνωρίζουν τους νόμους κίνησης του καπιταλισμού και τους όρους απελευθέρωσης της τάξης τους και μέσα στην καθημερινή ταξική πάλη συνδέουν τον επιστημονικό σοσιαλισμό με την εργατική τάξη και το κίνημά της, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην συνειδητοποίηση των ιστορικών καθηκόντων και της ιστορικής αποστολής…».
Επάνω σε αυτή την μαρξιστική διαπίστωση η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπήκε στον κόπο να σκύψει έστω για μια γρήγορη ματιά. Αντίθετα, προέτρεξε να καθορίσει τα καθήκοντα των κομμουνιστών σαν να είμαστε σε οποιαδήποτε άλλη εποχή, σε εποχή καπιταλιστικής ανάπτυξης, λέγοντας ότι: «…Η επικαιρότητα των θέσεων της λενινιστικής επεξεργασίας της επαναστατικής πολιτικής συνίσταται στο γεγονός ότι -παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε σχέση με τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα- διανύουμε την ίδια ιστορική εποχή. Ως καθήκον για το ΚΚ μπαίνει αυτό της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου» για τη σοσιαλιστική επανάσταση…»(Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη σε 8 μέρη, στα τέλη του 2008. Το απόσπασμα που παραθέτουμε είναι απ’ το 8ο μέρος).
Με αυτό το «μότο» πορεύεται το ΚΚΕ από την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης και ανεξάρτητα από το εύρος και το βάθος της, ανεξάρτητα από τις αλλαγές που συντελέστηκαν στη συνείδηση του υποκειμενικού παράγοντα. Ανεξάρτητα από το εάν ο Λένιν επισήμανε, μαζί με το καθήκον της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου», ότι: «Η προλεταριακή επανάσταση είναι πέρα για πέρα δυνατή, στο άμεσο μέλλον, γιατί όλη η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι εξαιρετικά πλούσια σε εύφλεκτες ύλες και αφορμές για την ανάφλεξή τους (...)»
Την κατεύθυνση της «γενικής προετοιμασίας» επαναβεβαιώνουν οι Θέσεις στο κεφάλαιο «Τα καθήκοντα του ΚΚΕ για τη σοσιαλιστική επανάσταση» και στη θέση 75 η οποία λέει: «Το ΚΚΕ δρα στην κατεύθυνση της προετοιμασίας του υποκειμενικού παράγοντα για την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, παρόλο που η χρονική περίοδος εκδήλωσής της προσδιορίζεται από αντικειμενικές προϋποθέσεις, την επαναστατική κατάσταση.»
Και για να μην υπάρξει καμιά περίπτωση σύγχυσης, η ηγεσία του ΚΚΕ ξεδιαλύνει τα πράγματα: «στην Ελλάδα έχουν διαμορφωθεί οι υλικοί όροι για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα αν δεν είναι στην ημερήσια διάταξη οι αντικειμενικές συνθήκες της σοσιαλιστικής επανάστασης...» Ριζοσπάστης, Πέμπτη 3 Γενάρη 2013.
Αν η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν συνεπής με το απόφθεγμα των Θέσεών της, ότι δηλαδή «Το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που φτάνουν έως τις πολεμικές αναμετρήσεις, είναι δυνατό να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα», τότε θα έπρεπε να μπει στον κόπο να αναλύσει καλύτερα την πολιτική κατάσταση και την πορεία της καπιταλιστικής κρίσης, την σημασία του συμπεράσματός της περί αδύναμου κρίκου, και θα έβαζε αντίστοιχα καθήκοντα.
Αντίθετα, στις 38.982 λέξεις, από τις οποίες αποτελείται το πρόγραμμα και το καταστατικό του ΚΚΕ, απουσιάζει παντελώς η περιγραφή της πραγματικής κατάστασης που βιώνει η εργατική τάξη και η εκτίμηση για την εξέλιξη της κρίσης και την παραπέρα δραματική επιδείνωση της θέσης της, στο άμεσο μέλλον. Όπως το προηγούμενο, 18ο Συνέδριο, δεν είχε απολύτως καμιά εκτίμηση για το ξέσπασμα και το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης, έτσι και τούτο, το 19ο, δεν έχει εκτίμηση για την εξέλιξή της, ότι αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα είναι η ταχύτατη μετατροπή της χώρας σε μία «ειδική ζώνη» της ΕΕ, στην οποία θα εξασφαλιστούν προνομιακοί όροι για την κερδοφορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, με την περαιτέρω απαξίωση της εργατικής δύναμης, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, την βίαιη αναδιανομή και του ιδιωτικού πλούτου, με πέρασμά του από την εργατική τάξη και τους μικροαστούς στο μεγάλο κεφάλαιο.
Η υλοποίηση των μέτρων του 3ου μνημονίου και του νέου φορομπηχτικού νόμου θα οδηγήσει σε μια κατάσταση παρόμοια με κατάσταση πολέμου. Τα μέτρα αυτά, που δεν είναι τα τελευταία, συνεπάγονται βάθεμα της εκμετάλλευσης, υπερδιόγκωση της ανεργίας, μαζική εξαθλίωση, εξόντωση μέρους του πληθυσμού, στέρηση της σύνταξης για χιλιάδες εργαζόμενους, μαζική μετανάστευση, εγκληματικότητα, εκφασισμό, άγρια κρατική καταστολή κ.λπ.
Πρόκειται δηλαδή για μια εκρηκτική κατάσταση φτώχειας, ανεργίας, εξαθλίωσης, πείνας και ανέχειας. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα βρίσκονται μπροστά στον άμεσο κίνδυνο της λιμοκτονίας.
Η αστική τάξη ξέρει ότι η εξουσία της βρίσκεται σε κίνδυνο. Η πολιτική των μνημονίων για το ξεπέρασμα της κρίσης της αποτελεί για αυτή μονόδρομο, από τον οποίο δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να λοξοδρομήσει. Ο στρατηγικός στόχος της είναι η, με κάθε τρόπο, παραμονή στο ευρώ και στην ΕΕ.
Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αποτελεί την αλυσίδα η οποία «τραβάει» τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Το σύνθημα της μονομερούς διαγραφής του χρέους είναι ο κρίσιμος κρίκος που, αν τον πιάσουμε και τον κρατήσουμε γερά, μας επιτρέπει να ελέγξουμε όλη την αλυσίδα των προβλημάτων της εργατικής τάξης και της χώρας, όπως ακριβώς και τα συνθήματα «ειρήνη, γη, ελευθερία» επέτρεψαν στους μπολσεβίκους να πραγματοποιήσουν την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπερνάει τα ζητήματα αυτά με δύο σειρές στο κεφάλαιο «ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΕΩΣ ΤΟ 20ό ΣΥΝΕΔΡΙΟ», γράφοντας ότι:
«… Οι συγκεκριμένες εξελίξεις θα συνοδευτούν με αύξηση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, καθώς και διατήρηση εκρηκτικού ποσοστού ανεργίας, την προλεταριοποίηση, τη φτώχεια αυτοαπασχολούμενων μικροϊδιοκτητών στην πόλη και στο χωριό…»
Και τα καθήκοντα που βάζει στο κίνημα είναι: «…Το εργατικό κίνημα πρέπει να βρεθεί σε ετοιμότητα, έτσι ώστε να μπορέσει να αξιοποιήσει την προοπτική ανόδου της ταξικής πάλης, την αξιοποίηση συνθηκών σημαντικής αλλαγής στο συσχετισμό δυνάμεων. Το εργατικό κίνημα θα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα και για το ενδεχόμενο αρνητικής εξέλιξης, υποχώρησης της ταξικής πάλης και πισωγυρίσματος, ώστε να μπορέσει με βάση τις νέες συνθήκες να προετοιμαστεί για τη νέα άνοδο που σίγουρα θα προκύψει σε εύλογο χρονικό διάστημα.»
Δηλαδή, να προετοιμαστούμε και για άνοδο και για πτώση!
Πώς όμως θα προκύψουν συνθήκες σημαντικής «αλλαγής στο συσχετισμό δυνάμεων», όταν ο πολιτικός φορέας της εργατικής τάξης δεν βάζει τα ανάλογα και αντίστοιχα της κατάστασης καθήκοντα;
Πρόκειται για συνειδητή πράξη «υπέρβασης», διότι αν εκτιμούσε την υπερεπείγουσα κατάσταση έκτακτης ανάγκης που τείνει να δημιουργηθεί, θα έπρεπε να απαντήσει με ένα άμεσο τρόπο. Το ΚΚΕ όμως επαναπαύεται να μελλοντολογεί και απογειώνεται στο απώτερο μέλλον το οποίο είναι πιο βολικό από το σκληρό παρόν και το ζοφερό άμεσο μέλλον.
Μια τέτοια πολιτική, η οποία αδιαφορεί για τις αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν στην αντικειμενική κατάσταση της εργατικής τάξης και είχαν επίδραση στη ταξική πάλη στο εσωτερικό της χώρας και αδιαφορεί επίσης για τις συνθήκες τις οποίες βιώνει η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός, καμία σχέση δεν έχει με τον επαναστατικό Μαρξισμό, παρά μόνο με δογματικές, θεοκρατικές, οικογενειοκρατικές πολιτικές του τύπου της Βόρειας Κορέας.
Η πολιτική της «γενικής προετοιμασίας του προλεταριάτου» μπορούσε να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε περίοδο: στις δεκαετίες του ’50, του ’60, του ’70, του ’80, του’90, και πάει λέγοντας. Σήμερα όμως που «υπάρχει ήδη η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων» αλλά και μια σειρά άλλες αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις όπως «η ύπαρξη οικονομικής κρίσης» και δείγματα ότι «…οι πάνω να μην μπορούν και οι κάτω να μη θέλουν να ζήσουν με το συνήθη τρόπο υποταγής τους στην εκμεταλλευτική εξουσία όπως προηγουμένως», η «γενική προετοιμασία του προλεταριάτου» μόνο σαν φρένο στην επανάσταση μπορεί να λειτουργήσει.
Ποια είναι όμως η σχέση του υποκειμενικού παράγοντα με την επανάσταση; Σύμφωνα με τον Κ.Μ.«Για την αρχική νίκη της προλεταριακής επανάστασης, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν χρειάζεται και δεν θα ήταν δυνατό να υπάρχει συνειδητοποίηση από το σύνολο της εργατικής τάξης. Αρκούσε και αρκεί και σήμερα η ύπαρξη μια αξιόπιστης και καλά οργανωμένης, συνειδητής πρωτοπορίας, ενός ισχυρού επαναστατικού κόμματος που θα οδηγήσει τις αυθόρμητες, ημιαυθόρμητες και ημισυνειδητές και τις ασυνείδητες εργατικές μάζες στη επίτευξη αυτής της νίκης όπως αυτό έγινε στις προλεταριακές επαναστάσεις του 20ου αιώνα και γίνονταν και στις παλαιότερες επαναστάσεις που πραγματοποιούνταν και νικούσαν από μικρές συνειδητές μειοψηφίες επικεφαλής ασυνείδητων μαζών. Αν όμως πρόκειται να οδηγηθεί η επανάσταση ως τη τελική της νίκη, ως το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, τότε αυτό δεν αρκεί, τότε χρειάζεται η συνειδητή συμμετοχή του συνόλου της εργατικής τάξης.»
Με οδηγό τον επαναστατικό μαρξισμό οι εργατικές οργανώσεις είναι σε θέση να απαντήσουν στην παρούσα καπιταλιστική κρίση, από τη σκοπιά της επανάστασης. Οι εργατικές οργανώσεις οι οποίες έχουν υιοθετήσει τη θεωρία του Κάουτσκι κρατούν την στάση που αυτός κράτησε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα: τη στάση του αποστάτη της προλεταριακής επανάστασης!
Στο κεφάλαιο «Η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα» και στη θέση 5, οι Θέσεις λένε ότι: «Στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης η Ελλάδα, με στοιχεία υποχώρησης, παραμένει σε ενδιάμεση θέση στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα, με εξαρτήσεις απ’ τις ΗΠΑ και την ΕΕ.» Και στο κεφάλαιο «Ο σύγχρονος κόσμος και η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα», στη θέση 72, λέει ότι « Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του, σε ενδιάμεση θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ισχυρές εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.»
Αυτές οι δύο θέσεις ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων σε κομμουνιστές που βρίσκονται μέσα και άλλους οι οποίοι σχετικά πρόσφατα αποχώρησαν ή διαγράφτηκαν από το ΚΚΕ, οι οποίοι υπερασπίζονται ότι η Ελλάδα είναι «χώρα μέσου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», «είναι χώρα εξαρτημένη» και σε καμία δε των περιπτώσεων δεν είναι χώρα ιμπεριαλιστική, δεν έφτασε σε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης (και μάλλον δεν πρόκειται να φτάσει ποτέ, σύμφωνα με τις αναλύσεις τους, συμπληρώνουμε εμείς).
Το ζήτημα αυτό είναι πολύ σοβαρό και απαιτεί ανάλογο θεωρητικό διάλογο και αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Δεν είναι καινούργιο ζήτημα και με κάποιους τρόπους, με άρθρα, με βιβλία, διεξάγεται ένας διάλογος. Αυτό που εμείς θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι, κατά τη γνώμη μας, ο διάλογος για το πολιτικό δια ταύτα, γίνεται σε λάθος βάση.
Γίνεται στη βάση ότι, αν η Ελλάδα είναι χώρα ιμπεριαλιστική, αυτό σημαίνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι το μόνο άμεσο βήμα του κινήματος, ενώ, αν η Ελλάδα είναι εξαρτημένη και μη ιμπεριαλιστική χώρα, τότε μεσολαβεί κάτι άλλο, ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή εξουσία.
Βεβαίως υπάρχουν πολλές παραλλαγές απόψεων, αλλά νομίζουμε ότι η παραλλαγές που κυριαρχούν είναι αυτές που προαναφέραμε.
Δεν θα αποφύγουμε να πάρουμε θέση: θεωρούμε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός έχει φτάσει στο ανώτατο στάδιο ανάπτυξής του, στο μονοπωλιακό του στάδιο, είναι μονοπωλιακός, δηλαδή ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα είναι χώρα του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, είναι χώρα ιμπεριαλιστική.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πέρασε από το μέσο επίπεδο ανάπτυξης, το οποίο εκφράζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, σε ένα άλλο ανώτερο επίπεδο. Παραμένει χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και γι’ αυτό εντάσσεται στην κατώτερη βαθμίδα της κλίμακας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα ήταν, και είναι, χώρα εξαρτημένη. Η εξάρτησή της βάθυνε σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός υποβαθμίστηκε στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Ανεξάρτητα όμως από αυτό, όλες μα όλες οι εργατικές δυνάμεις συμφωνούν ότι η αστική τάξη της χώρας δεν μπορεί με κανένα τρόπο να συμβάλει στην πάλη για εθνική ανεξαρτησία. Ως εκ τούτου, η μόνη τάξη που απομένει για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, είναι η εργατική τάξη και η εξουσία της, σε συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά και τα υπό προλεταριοποίηση μικρομεσαία στρώματα!
Σε αυτό πρέπει να συμφωνήσουν όλοι οι κομμουνιστές. Επιπλέον, αστικοδημοκρατικού τύπου, εκσυγχρονισμοί δεν υπάρχουν πλέον για να γίνουν, εκτός από το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας, εκσυγχρονισμός ο οποίος εναπόκειται πλέον στα καθήκοντα της εργατικής εξουσίας να τον πραγματοποιήσει, μιας και η αστική φάνηκε ανίκανη να το κάνει.
Το ζήτημα είναι: ποιος είναι σήμερα ο δρόμος για την εργατική εξουσία; Και η απάντηση πρέπει να είναι επίσης συγκεκριμένη: η πολιτική του ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης είναι σήμερα η πιο ενδεδειγμένη πολιτική!
Και πώς απαντάμε στο ερώτημα του χαρακτήρα της επανάστασης; Η επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι προλεταριακή-σοσιαλιστική. Αυτό όμως έχει έναν βαθμό ανεξαρτησίας σε σχέση με το πώς θα ξεκινήσει η επανάσταση. Μπορεί η επανάσταση να μην ξεκινήσει ως τέτοια, προλεταριακή-σοσιαλιστική, αλλά μόνο ως τέτοια μπορεί να νικήσει! Αλλιώς δεν θα πρόκειται για επανάσταση, αλλά για μεταρρύθμιση.
Οι κομμουνιστές, έχοντας εμπεδώσει τη διαρκή επανάσταση των Μαρξ-΄Ενγκελς-Λένιν, μπορούν να προσεγγίσουν με επαναστατικό τρόπο τα γεγονότα και τις εξελίξεις και να μετατρέψουν σε προλεταριακή επανάσταση μια εξέγερση, ή μια «επανάσταση» η οποία μπορεί να ξεκινήσει για το ψωμί, τα δικαιώματα ή τη διαγραφή του δημόσιου χρέους.
Μπορούν να κάνουν ζήτημα άμεσης δράσης της εργατικής τάξης την εργατική κυβέρνηση, η οποία, για τους κομμουνιστές, πρέπει να είναι ή να μετατραπεί γρήγορα, σε προλεταριακή-επαναστατική!
Με αυτόν τον διαλεκτικό τρόπο οι κομμουνιστές μπορούν να απαντήσουν στα ερωτήματα που τίθενται, είτε από «δεξιά», από τον ρεφορμισμό, είτε από «αριστερά», από τον σεχταρισμό.
Τελειώνοντας, θα επαναλάβουμε αυτό που γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο μας: «Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι τι θα έκανε κάποιος εχθρός του κινήματος αν ήθελε να το αφοπλίσει σε μια τέτοια περίοδο. Είμαστε όμως βέβαιοι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ κατόρθωσε να πετύχει αυτό που πολύ θα ήθελαν οι εχθροί του.»
Οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριό του επικυρώνουν τη μέχρι σήμερα καταστροφική πολιτική του, η οποία συνίσταται σε ένα μίγμα σεχταρισμού, οπορτουνισμού και ρεφορμισμού, στο οποίο προστέθηκε εσχάτως, με επίσημο τρόπο μέσα από τις Θέσεις, η υπερεπαναστατική βιασύνη για την εισαγωγή του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και ο αριστερισμός, ως γεροντική αρρώστια του ΚΚΕ, η οποία δεν γιατρεύεται, παρά μόνο πεθαίνει μαζί με τον φορέα της. Όπως λέει η λαϊκή παροιμία, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι.
Από τη στιγμή που οι Θέσεις γίνουν αποφάσεις, οι κομμουνιστές που βρίσκονται ακόμα στις γραμμές του ΚΚΕ πρέπει να κατανοήσουν ότι καθίστανται συνυπεύθυνοι και δίνουν άλλοθι σε ένα πολιτικό οργανισμό, ο οποίος έχει υιοθετήσει τον καουτσκισμό, έχει διολισθήσει στον ιδεαλισμό και έχει πάρει διαζύγιο με το μαρξισμό-λενινισμό.
Οι κομμουνιστές αυτοί πρέπει να εγκαταλείψουν άμεσα αυτόν τον οργανισμό και να κινηθούν μαζί με άλλους κομμουνιστές στην κατεύθυνση ενότητάς τους και οικοδόμησης επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος νέου τύπου, το οποίο μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην οικοδόμηση ενιαίου εργατικού μετώπου με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης.
Αυτή η πολιτική αποτελεί την πιο ενδεδειγμένη πολιτική στις συνθήκες που διανύουμε, είναι η πολιτική της επανάστασης, ο δρόμος για την εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί τη μοναδική πόρτα για την είσοδο στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου