Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ- 50 χρόνια Έλληνες στη Γερμανία

Μισό αιώνα μετά την υπογραφή του διμερούς συμφώνου προσέλκυσης Ελλήνων «φιλοξενούμενων εργατών» στη γερμανική βιομηχανία και βιοτεχνία, ένα μεγάλο ποσοστό αυτών έχουν εγκατασταθεί και ζουν μόνιμα πια στην πατρίδα επιλογής τους.
Θεωρούνται μια από τις...
πιο καλά ενσωματωμένες εθνικότητες στη Γερμανία. Τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους, από τα οποία δεν είναι λίγα αυτά που έχουν διαλέξει Γερμανούς συντρόφους στη ζωή τους, διακρίνονται για την σχετικά καλή σχολική τους μόρφωση, κατέχουν διευθυντικές θέσεις στη χώρα που ζουν, και γενικά δύσκολα μπορεί να φαντασθεί κανείς αρκετούς τομείς στην τέχνη και τον πολιτισμό χωρίς την παρουσία τους.

«Δεν αναρωτηθήκαμε για την ποιότητα της εργασίας, αν ήταν δύσκολη ή εύκολη, αυτό ήταν δευτερεύουσας σημασίας για μας. Η βασική μας έγνοια ήταν να έχουμε δουλειά για να ζήσουμε εμείς και για να στείλουμε λίγα χρήματα στην οικογένεια, ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να ζήσουν κάπως καλύτερα», έτσι περιγράφει ο Κώστας Αλεξανδρίδης στο Ακουστικό Αρχείο Μετανάστευσης τον λόγο που τον έκανε να ακολουθήσει σε πολύ νεαρή ηλικία τον αδελφό του στη Γερμανία. Ήταν το έτος 1961, ένα χρόνο μετά την υπογραφή του συμφώνου προσέλκυσης εργατών από την Ελλάδα -η τρίτη του είδους της-, μια συμφωνία που είχε συνάψει η Γερμανία στην περίοδο του οικονομικού της θαύματος, όταν έπρεπε να καλύψει τις ανάγκες της σε εργατικό δυναμικό, με την ελληνική κυβέρνηση. Στις 30 Μαρτίου 2010 εορτάσθηκε η πεντηκοστή επέτειος αυτής της συμφωνίας.

Ένας στους δέκα μετανάστευσε


© D. Ott - Fotolia.comΤη δεύτερη κιόλας μέρα μετά την υπογραφή της συμφωνίας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα η αποκαλούμενη Γερμανική Επιτροπή εν Ελλάδι, μια εξωτερική υπηρεσία του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Εργασίας που ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό. Για να ανταπεξέλθουν οι Γερμανοί στην τεράστια ζήτηση χρειάστηκε τον επόμενο κιόλας χρόνο να δημιουργηθούν κι άλλα τμήματα στην Θεσσαλονίκη και στις άλλες πρωτεύουσες των νομών των βόρειων περιφερειών της χώρας. Οι αγροτικές περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης δεν είχαν μόνο δεινοπαθήσει από τις συνέπειες και τις πληγές που είχε προξενήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολούθησε, αλλά παράλληλα βρέθηκαν και αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας, μια και η κρίση στη βιομηχανία καπνού τις είχε καταντήσει «πτωχοκομεία» της Ελλάδας. Ενώ οι περισσότεροι άντρες μετανάστευαν στην ηλικία των 25 έως 34 ετών, οι γυναίκες, οι οποίες στο πρώτο κύμα μετανάστευσης άγγιξαν μέχρι και το ποσοστό 58%, ήταν κατά μέσο όρο δέκα χρόνια νεότερες.
Δεν γίνονταν όμως πάντα δεκτοί με ανοιχτές αγκάλες όλοι εκείνοι που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη στη Γερμανία. Μεγάλο εμπόδιο αποδείχτηκε για πολλούς, στην αρχή ήδη της διαδικασίας, η υποχρεωτική απόκτηση της πράσινης κάρτας που ήταν συνδεδεμένη με την ιατρική εξέταση. Από τη βουβωνοκήλη μέχρι μια θεραπευμένη φυματίωση, η εξέταση αυτή έπρεπε να φέρει στο φως κάθε μικρή ή μεγάλη αναπηρία και πάθηση που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εμποδίσουν τον υποψήφιο εργάτη να φέρει σε πέρας τη σκληρή σωματική εργασία για την οποία τον προόριζαν, στην κυλιόμενη ταινία παραγωγής στο εργοστάσιο, στην υψικάμινο του μεταλλείου ή στην οικοδομή. Αντιθέτως η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων ή η γλωσσική ανεπάρκεια δεν φαίνεται να έπαιζαν κανένα ρόλο. Εκτιμάται ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι, σχεδόν ένας στους δέκα Έλληνες, επιχείρησαν με την πάροδο του χρόνου με τον τρόπο αυτό το ταξίδι προς το άγνωστο, προς μια χώρα με τους κατοίκους της οποίας δεν τους συνέδεε καμιά επαφή και εμπειρία, παρά μόνο ίσως ό,τι είχαν βιώσει ως παιδιά στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας από το γερμανικό στρατό.

Ερημωμένα χωριά

© Colourbox.comΜέχρι την εφαρμογή της γενικής παύσης προσέλκυσης ξένων εργατών, το έτος 1973, η Γερμανική Επιτροπή στην Ελλάδα διαμεσολάβησε για την υπογραφή 382.000 συμβολαίων εργασίας με αποκορύφωμα το έτος 1970, όταν τα συμβόλαια εργασίας άγγιξαν τον αριθμό των 50.000. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν άλλες 60.000 Έλληνες που απέκτησαν τα απαραίτητα έγγραφα μέσω της πρεσβείας και των προξενείων καθώς και ένα υψηλό γκρίζο ποσοστό λαθρομεταναστών οι οποίοι θέλησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στα τυφλά. Στους τελευταίους ανήκε και ο Κώστας Αλεξανδρίδης, οποίος ελλείψει σύμβασης εργασίας «μεταμφιέστηκε» καθ’ οδόν σε φοιτητή μαζί με τους φίλους του. «Είχαμε μαζί μας περιοδικά και εφημερίδες που ήταν στην αγγλική γλώσσα. Δεν ξέραμε αγγλικά αλλά προσποιούμασταν ότι μαθαίναμε την αγγλική γλώσσα.»

Η ελληνική εργατική αποδημία χαρακτηρίζονταν από ισχυρή εθνική συνοχή και αλυσιδωτή μετανάστευση. Δεν ήταν σπάνια περίπτωση οι μετανάστες ολόκληρων πόλεων στη Γερμανία να κατάγονται από την ίδια περιοχή. Υπήρχαν χωριά στην Ελλάδα που έχασαν το μισό τους πληθυσμό. Πίσω παρέμειναν μόνο οι γέροι και οι άρρωστοι ή οι πολύ μικροί σε ηλικία, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να εργασθούν στην ξενιτιά. «Πολλές οικογένειες έχουν διαλυθεί», κατήγγελλε το 1971 ο πρόεδρος κοινότητας Σάββας Δεληγιαννίδης στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ του ειδησεογραφικού περιοδικού Der Spiegel. Η ελληνική εφημερίδα «Το Βήμα» συνέκρινε τις συνέπειες της μαζικής εξόδου με τα χειρότερα δεινά του πολέμου: «Ολόκληρα χωριά έχουν ερημώσει, τα χωράφια εγκαταλείπονται ακαλλιέργητα, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές μένουν ανεκμετάλλευτες.»

Άνω του μέσου όρου καλά ενσωματωμένοι οι Έλληνες μετανάστες


Ελληνικό κατάστημα τροφίμων στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970˙ © Bernadino di Groce, Σύλλογος Μετανάστευση και ΕνσωμάτωσηΗ χουντική κυβέρνηση της Αθήνας, η οποία είχε καταλάβει το 1967 μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα την εξουσία, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργούσε η μετανάστευση των Ελλήνων στην εγχώρια αγορά εργασίας με τα φαινόμενα της έλλειψης εργατικών χεριών, εφαρμόζοντας αυστηρό έλεγχο της αποδημίας. Για κάποια διαστήματα μόνο σε γυναίκες και σε αγρότες δίνονταν άδειες εξόδου από τη χώρα. Αντίθετα, οι πραξικοπηματίες, οι οποίοι διακυβέρνησαν τη χώρα μέχρι το 1974, δεν εκδήλωσαν το παραμικρό ενδιαφέρον για την παλιννόστηση των Ελλήνων. Όχι μόνο γιατί η Γερμανία εκείνη την εποχή είχε μετατραπεί σε κέντρο πολιτικών εξόριστων και πολέμιων της χούντας, αλλά και γιατί ήταν πολύ μεγάλη και άμεση η εξάρτηση από το συνάλλαγμα που συνέρρεε αδιάκοπα στις οικογένειες των Ελλήνων μεταναστών στην πατρίδα.

Με 354.000 άτομα οι ελληνικής καταγωγής πολίτες της Γερμανίας αποτελούν σήμερα την τέταρτη σε μέγεθος μεταναστευτική ομάδα του πληθυσμού. Έχοντας κατά μέσο όρο είκοσι έτη παραμονής στη χώρα, βρίσκονται, αν λάβουμε υπόψη και διεθνείς συγκρίσεις, στην κορυφή. Ένα τρίτο των Ελλήνων ζει στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, πάνω από 107.000 είναι εγκατεστημένοι στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, περίπου 80.000 στη Βαυαρία. Παρά την εξαιρετικά επιτυχημένη ενσωμάτωση και της καινούριας γενιάς, οι παλαιότεροι – 45.000 των Ελλήνων που διαμένουν στη Γερμανία είναι άνω των 60 ετών – προσπαθούν να διατηρήσουν τις αξίες που είχαν φέρει κάποτε μαζί τους από την παλιά τους πατρίδα. Η προσπάθεια αυτή αντανακλάται στην ύπαρξη και λειτουργία μιας ζωντανής παράδοσης εκκλησιαστικών, αθλητικών και πολιτιστικών συλλόγων. Σε όλη τη Γερμανία υπάρχουν 144 ελληνικές κοινότητες με 60.000 μέλη. Αποτελούν απομεινάρια μιας άλλης εποχής, όταν οι Έλληνες μετανάστες άρρωστοι από νοσταλγία για τον τόπο τους και ελλείψει χρημάτων και εναλλακτικών δυνατοτήτων συναντιόντουσαν στον ελεύθερο χρόνο τους στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου βυθίζονταν γλυκά στις αναμνήσεις τους και με καημό παρατηρούσαν τα τρένα που έφευγαν για την πατρίδα.


Ο Roland Detsch
εργάζεται ως ελεύθερος συντάκτης, δημοσιογράφος και συγγραφέας στο Μόναχο και στο Landshut

Copyright: Goethe-Institut e.V., Online-Redaktion
Νοέμβριος 2010

Μετάφραση: Αικατερίνη Στεφανάκη

http://www.goethe.de/ins/gr/lp/kul/dug/gid/el6748690.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου