«Στη φιλοσοφία υπάρχουν μη αντιστρέψιμες
καμπές και κατώφλια…» (Ε. Μπαλιμπάρ)
Μόσχα, 25 Ιανουαρίου 1931. Συνεδριάζει η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος για να πάρει αποφάσεις επί φιλοσοφικών ζητημάτων... Και, πράγματι, αφενός καταδικάζει τις θέσεις των «διαλεκτικών» και των «μηχανικιστών», αφετέρου υιοθετεί τις απόψεις των επονομαζόμενων υποστηρικτών της «μπολσεβικοποίησης» στη φιλοσοφία, επικεφαλής των οποίων είναι ο Μίτιν. Μια νέα εποχή αρχίζει (και) στη φιλοσοφία…
Προς μια κρατική φιλοσοφία
Απ’ την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν οι φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης (ουσιαστικά από το 1922, καθότι οι συνθήκες του πολεμικού κομμουνισμού δεν προσφέρονταν για φιλοσοφικές συζητήσεις) το κόμμα παρενέβη αρκετές φορές, είτε μέσω των οργάνων του είτε μέσω οργανισμών που τελούσαν υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να καθορίσει τις εξελίξεις. Η παρέμβαση πάντως του 1931 θα είναι η πιο κρίσιμη αλλά και η πιο ωμή, καθώς ζητούμενο είναι να (δι)οριστεί νέα «φιλοσοφική καθοδήγηση» και να προσδιοριστεί η «επίσημη φιλοσοφία» του κράτους. Βρισκόμαστε άλλωστε στο 1931, η ΝΕΠ έχει πλέον λάβει τέλος, ένα κύμα αλλαγών σαρώνει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η «επανάσταση από τα πάνω» είναι πλέον γεγονός…
Στο επίκεντρο της σχεδόν δεκαετούς φιλοσοφικής αντιπαράθεσης που έχει διχάσει τους διανοούμενους της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκεται η σχέση της (μαρξιστικής) φιλοσοφίας με τις επιστήμες της φύσης, και στην ουσία η σχέση του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους με τους επιστήμονες, και πρωτίστως τους φυσικούς επιστήμονες… Με την απόφαση της ΚΕ δεν κλείνει απλώς μια περίοδος φιλοσοφικής αντιπαράθεσης. Συνάμα, εγκαινιάζεται μια περίοδος φιλοσοφικής ένδειας και αποπτώχευσης, η οποία θα έχει σαν κατάληξη και υπέρτατο σύμβολο το κείμενο του Στάλιν «για τον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό», του 1938, το οποίο αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό ένα κείμενο που είχε γράψει ο Μίτιν το 1935 για τη «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» με θέμα τον «διαλεκτικό υλισμό».
Η ΝΕΠ στη φιλοσοφία, η φιλοσοφία στη ΝΕΠ
Οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής ενασχόλησης με ζητήματα της μαρξιστικής φιλοσοφίας ξεκινούν το 1922, όταν ιδρύεται από διανοούμενους (μέλη του κόμματος ή συμπαθούντες) το περιοδικό Υπό τη σημαία του μαρξισμού. Οι στόχοι του περιοδικού σαφείς και συγκεκριμένοι: να αντιπαρατεθεί στα ρεύματα του ιδεαλισμού και να υπερασπιστεί τον μαχόμενο υλισμό. Καθήκον διόλου θεωρητικό ή αφηρημένο: γιατί στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης εξακολουθούν να υπάρχουν ουκ ολίγοι ιδεαλιστές διανοούμενοι και φιλόσοφοι (όχι για πολύ καιρό ακόμα, αφού η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά ήδη το 1922), οι οποίοι δημοσιεύουν ελεύθερα τα έργα τους και έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν τις θεωρίες τους στα πανεπιστήμια. Από την άλλη, μπορεί μεν η περίοδος του πολεμικού κομμουνισμού να μην προσφερόταν για φιλοσοφικές διαμάχες, αλλά γεγονός είναι ότι τείνει να ηγεμονεύσει στη θεωρητική σκηνή το ρεύμα της «Προλετκούλτ» [1], το οποίο υποστηρίζει θέσεις ξεκάθαρα μηχανιστικές και βολονταριστικές (κατ’ ουσίαν ιδεαλιστικές) οι οποίες κάθε άλλο παρά θα μπορούσαν (συν τοις άλλοις) να συνεισφέρουν στην οικοδόμηση μιας μακρόπνοης συμμαχίας ανάμεσα στη σοβιετική εξουσία και την αγροτιά (άλλωστε το ρεύμα της «Προλετκούλτ» αποτελεί εκείνη τη στιγμή τον κατεξοχήν φορέα της αντιαγροτικής ιδεολογίας η οποία συνοδεύει τον μπολσεβίκικο ιδεολογικό σχηματισμό σε όλες τις φάσεις της ιστορίας του).
Το περιοδικό Υπό τη σημαία του μαρξισμού θα βρεθεί στο επίκεντρο των φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων που θα ξεδιπλωθούν ανάμεσα στο 1922 και στο 1931. Θα αποτελέσει, κατά κάποιον τρόπο, τον τόπο και συνάμα το διακύβευμα αυτών των αντιπαραθέσεων (εξάλλου η απόφαση της ΚΕ τον Γενάρη του 1931 αφορά πρωτίστως τα μέλη της συντακτικής επιτροπής του εν λόγω περιοδικού, και επιπροσθέτως τα επιστημονικά και ερευνητικά ιδρύματα που οφείλουν να συμμορφωθούν με τη νέα «φιλοσοφική γραμμή» αν θέλουν να επιβιώσουν).
Η πρώτη αντιπαράθεση λαμβάνει χώρα όταν εμφανίζεται μια ομάδα (με επικεφαλής τον Μίνιν), που υποστηρίζει ότι το προλεταριάτο δεν έχει ανάγκη ούτε φιλοσοφικά περιοδικά ούτε φιλοσοφικές θεωρίες. Κατά τον Μίνιν, μόνο η επιστήμη θα σώσει το προλεταριάτο και όχι η φιλοσοφία (που δεν είναι κατά τη γνώμη του παρά μια θρησκεία του προλεταριάτου). Η εν λόγω άποψη, όπως είναι φανερό, εκφράζει έναν ακραίο επιστημονισμό: «Ο αστός βλέπει την επιστήμη σαν μια πόρνη που μπορεί να την εξαγοράσει. Μόνον ο προλετάριος βλέπει στην επιστήμη μια παλιά φίλη και συμπολεμίστρια». Πρόκειται λοιπόν για μια ακόμη εκδοχή «τέλους της φιλοσοφίας». Η διαμάχη αυτή δεν θα κρατήσει πολύ (ούτε ο Μίνιν θα επιμείνει ιδιαίτερα), αλλά σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου φιλοσοφικών συγκρούσεων.
Η βασικότερη φιλοσοφική αντιπαράθεση που θα χρωματίσει σε θεωρητικό επίπεδο την περίοδο 1924-1931 ξεδιπλώνεται ανάμεσα στους «διαλεκτικούς» και τους «μηχανικιστές». Πεδίο της αντιπαράθεσης είναι, όπως ειπώθηκε ήδη, η σχέση της (μαρξιστικής) φιλοσοφίας με τις φυσικές επιστήμες. Το ζήτημα αυτό θέτει εξάλλου ο ίδιος ο Λένιν με επιστολή του προς το περιοδικό Υπό τη σημαία του μαρξισμού [2], όπου διαβάζουμε: «Εκτός από τη συμμαχία με τους συνεπείς υλιστές, που δεν ανήκουν στο Κόμμα των κομμουνιστών, την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, σημασία έχει για τη δουλειά που πρέπει να κάνει ο μαχόμενος υλισμός η συμμαχία με τους εκπροσώπους των σύγχρονων φυσικών επιστημών, που τείνουν προς τον υλισμό και δεν φοβούνται να τον υπερασπίζουν και να τον διακηρύσσουν, καταπολεμώντας τις μοντέρνες φιλοσοφικές ταλαντεύσεις οι οποίες επικρατούν στη λεγόμενη ‘μορφωμένη κοινωνία’, ταλαντεύσεις προς την πλευρά του ιδεαλισμού και του σκεπτικισμού».
Πώς αντιλαμβάνονται λοιπόν οι «διαλεκτικοί» και οι «μηχανικιστές» αυτό το θεμελιώδες (για τη συγκυρία) καθήκον; Ο Ντεμπόριν [3], επικεφαλής των «διαλεκτικών» (στους οποίους συγκαταλέγονται επίσης οι Καρέεφ, Ποντβολότσκι κ.ά.), στηρίζεται τυπικά στις υποδείξεις του Λένιν (περί διάδοσης της υλιστικής διαλεκτικής στους φυσικούς επιστήμονες), αλλά ταυτόχρονα τους επιφέρει ορισμένες καίριες τροποποιήσεις: θεωρεί ότι σκοπός του μαρξισμού πρέπει να είναι η «κατάκτηση των φυσικών επιστημών», προκειμένου να τεθούν στην υπηρεσία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σ’ αυτή τη βάση, η ομάδα των «διαλεκτικών», που κρατά τα σκήπτρα του περιοδικού, εξαπολύει μια επίθεση ενάντια στους φυσικούς επιστήμονες. Αυτή η επίθεση εδράζεται σε τρεις διαπιστώσεις του Ντεμπόριν: (α) η «κρίση» των φυσικών επιστημών έχει οξυνθεί σε σχέση με τις αρχές του 20ού αιώνα (διαπίστωση ολότελα λαθεμένη), (β) αυτή η κατάσταση «κρίσης» οδηγεί τους επιστήμονες στο μυστικισμό και τον ιδεαλισμό και κατ’ επέκταση στην υιοθέτηση αντιδραστικών πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων, (γ) η φύση της εν λόγω «κρίσης» έχει μεθοδολογικό χαρακτήρα, και αυτό που επομένως λείπει από τις επιστήμες για να την αντιμετωπίσουν είναι η διαλεκτική.
Είναι προφανές ότι οι «διαλεκτικοί» επαναλαμβάνουν πολλές από τις θέσεις του Λένιν στο Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, με τη διαφορά ότι η συγκυρία (στον χώρο των φυσικών επιστημών) έχει πλέον αλλάξει (καθότι δεν υπάρχει πλέον κρίση στις φυσικές επιστήμες). Πώς θα καταφέρει όμως η διαλεκτική, πάντα κατά τους «διαλεκτικούς», να συμβάλει στην έξοδο της επιστήμης από την «κρίση»; Η απάντηση είναι απλή, και θα χρωματίσει ουσιαστικά τον μαρξισμό του 20ού αιώνα: η διαλεκτική είναι μια γενική μεθοδολογία η οποία οφείλει να προσφέρει στους επιστήμονες τις κατηγορίες και τους νόμους που θα πρέπει εν συνεχεία να εφαρμόσουν στα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα. Μόνο τότε η επιστήμη θα προχωρήσει σε νέες ανακαλύψεις και θα κόψει τους δεσμούς της από κάθε μυστικισμό ή ιδεαλισμό. Η φιλοσοφία προηγείται επομένως της επιστήμης, ή για την ακρίβεια η επιστήμη μετατρέπεται σε υποχείριο της φιλοσοφίας. Η προτροπή του Ένγκελς σύμφωνα με την οποία πρέπει ο υλισμός να αλλάζει μορφή μετά από κάθε μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη έχει πλέον αντιστραφεί: η επιστήμη είναι αυτή που οφείλει να αλλάζει εφαρμόζοντας τούς «νόμους» της διαλεκτικής.
Αν οι «διαλεκτικοί» υιοθετούν μια βολονταριστική άποψη που επιδιώκει να υποτάξει τους επιστήμονες και την επιστημονική δραστηριότητα στις ανάγκες της πολιτικής γραμμής, οι «μηχανικιστές», που κάνουν την εμφάνισή τους το 1924 (με επικεφαλής τους Τιμιριάζεφ, Στεπάνοφ κ.ά.), θα εκφράσουν ακριβώς την αντίθεση του επιστημονικού στρώματος σε αυτήν την ασφυκτική κατάσταση. Υποστηρίζουν, για να απαλλαχτούν από την παρουσία της φιλοσοφίας [4], ότι «η επιστήμη είναι από μόνη της φιλοσοφία» και ότι οι επιστήμες είναι ικανές να επιλύσουν όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα. Για να το αποδείξουν μάλιστα αυτό εφαρμόζουν την αρχή διατήρησης της ενέργειας τόσο στη φύση όσο και στην κοινωνία! Οι «μηχανικιστές» κατακρίνουν τις θέσεις της ομάδας Ντεμπόριν ως ιδεαλιστικές και μεταφυσικές. Αν μεν δικαίως αντιτάσσονται στον επιστημολογικό βολονταρισμό των «διαλεκτικών» (υποστηρίζοντας ότι η διαλεκτική θα προκύψει από τις ίδιες τις επιστήμες και δεν γίνεται να επιβληθεί έξωθεν), καταλήγουν από την άλλη να αντικαθιστούν τον «ντεμπορινισμό» με μια εμπειριστική-θετικιστική φιλοσοφία. Ο υλισμός τους είναι ένας απλοϊκός υλισμός. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Τιμιριάζεφ δημοσίευσε δεκάδες εργασίες τη δεκαετία του 1920 αρνούμενος να αποδεχτεί τη θεωρία της σχετικότητας [5] (θεωρούσε ότι είναι ιδεαλιστική). Ο δε Στεπάνοφ επεξεργάζεται έναν αναγωγιστικό υλισμό ο οποίος προσπαθεί να εξηγήσει τόσο τα κοινωνικά όσο και τα βιολογικά φαινόμενα με φυσικοχημικούς όρους. Η ομάδα των «μηχανικιστών» γίνεται πόλος έλξης για πολλούς επιστήμονες, αλλά τελικώς οι θέσεις της καταδικάζονται τον Απρίλιο του 1929 (από τη δεύτερη συνδιάσκεψη των μαρξιστικών-λενινιστικών ινστιτούτων επιστημονικής έρευνας). Η διδασκαλία τους θα απαγορευτεί, τα εργαστήριά τους θα κλείσουν, και τα κείμενά τους δεν θα μπορούν πλέον να δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες.
Η «μπολσεβικοποίηση» της φιλοσοφίας
Οι εξελίξεις από το 1929 και μετά καθορίζονται από τη γραμμή της «πολιτιστικής επανάστασης» που υιοθετεί το κόμμα, γεγονός που μεταφράζεται σε ένα κύμα σαρωτικών αλλαγών στον πολιτισμό, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία κ.λπ. Η ηγετική ομάδα του Κόμματος εκτιμά ότι η θεωρία έχει μείνει πίσω από τα καθήκοντα που θέτει η συγκυρία (ο ίδιος ο Στάλιν θέτει επίμονα αυτό το θέμα). Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία εμφανίζεται (ως μάνvα εξ ουρανού…) η ομάδα του Μίτιν, η οποία κατηγορεί τους «διαλεκτικούς» ότι διαχωρίζουν τη θεωρία από την πράξη, ότι είναι φορμαλιστές, ότι απέτυχαν στα ζητήματα της πολιτικής που αφορά τους επιστήμονες, ότι δεν κατανοούν τη σημασία του «λενινιστικού σταδίου της φιλοσοφίας» και ότι υποτιμούν τον Λένιν ως φιλόσοφο.
Οι οπαδοί της «μπολσεβικοποίησης» (Μίτιν, Γιουντίν, Ραλτσέβιτς) κερδίζουν την υποστήριξη του Στάλιν, με αποτέλεσμα να υιοθετηθεί τον Γενάρη του 1931 η απόφαση της ΚΕ που καταδίκαζε τόσο τους «μηχανικιστές» όσο και τους «διαλεκτικούς» (τους οποίους κατηγορεί για «μενσεβικίζοντα ιδεαλισμό») [6]. Από το 1931 μέχρι το 1934 εξαπολύεται ένα κύμα εκφοβισμού και εκκαθαρίσεων το οποίο βέβαια δεν είχε απολύτως κανένα αποτέλεσμα σε επίπεδο επιστημονικής δραστηριότητας (ας είμαστε σαφείς: δεν υπάρχει καμία επιστημονική ανακάλυψη ή πρόοδος στην ιστορία της ανθρωπότητας που να οφείλεται στην «εφαρμογή» των «νόμων» της διαλεκτικής). Το μήνυμα που στέλνει πλέον η σοβιετική εξουσία στους επιστήμονες είναι καθαρό: πρέπει να επιλέξουν στρατόπεδο, ή θα είναι με το σοβιετικό κράτος ή θα είναι απέναντί του [7].
Και στο βάθος… Λυσσένκο
Η φιλοσοφική αντιπαράθεση λήγει με την απόφαση της ΚΕ του Κόμματος το 1931. Από το 1932 αρχίζουν να κυκλοφορούν τα πρώτα εγχειρίδια «διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού». Από την άλλη, έχει ίσως περισσότερο ενδιαφέρον να ερευνήσουμε το κοινό θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο βασίζονται οι τρεις προαναφερθείσες φιλοσοφικές τάσεις. Αυτήν ακριβώς την παράμετρο επισημαίνει ο Ντομινίκ Λεκούρ, αναφερόμενος στις φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του ’20: «Η μαρξιστική φιλοσοφία, παραδέχονται όλοι τους, είναι μια επιστημονική φιλοσοφία, η πρώτη αντάξια αυτού του τίτλου. Τούτο το προνόμιο το έχει επειδή κατόρθωσε να διατυπώσει την καθολική μέθοδο όλων των επιστημών. Αυτή η μέθοδος, είναι η υλιστική διαλεκτική.
Ο "διαλεκτικός υλισμός" είναι επομένως η φιλοσοφική θεωρία που προσδιορίζει τις αρχές μιας γενικής μεθοδολογίας των επιστημών, της οποίας οι ‘εφαρμογές’ θα πρέπει να αναζητηθούν καταρχάς στη μελέτη των φαινομένων της φύσης (η οποία προηγήθηκε από ιστορικής απόψεως). Επειδή ακριβώς ο Μαρξ εφάρμοσε στα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής την ίδια μεθοδολογία, ο ιστορικός υλισμός είναι αυτός ο ίδιος επιστήμη. […] Το ουσιώδες βρίσκεται στην ιδέα ότι οι τίτλοι επιστημονικότητας των επιστημών της φύσης μπορούν να μεταβιβαστούν μέσω της διαλεκτικής στη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας. Ότι, επομένως, η "διαλεκτική μέθοδος" προσλαμβάνει μια λειτουργία επιστημολογικής ‘εγγύησης’ για τον ιστορικό υλισμό» [8]. Κοντολογίς, η «διαλεκτική μέθοδος» και οι περίφημοι «νόμοι» της λειτουργούν ως εγγύηση ορθότητας για την πολιτική γραμμή του κόμματος, ως ιδεολογικό τσιμέντο που αποσκοπεί να ενώσει τους κομμουνιστές της βάσης με την ηγετική ομάδα του κόμματος και του κράτους.
Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα: ο ίδιος ο Ένγκελς δεν αναφέρθηκε ήδη στους «νόμους» της διαλεκτικής, όπως θα κάνει εν συνεχεία ο Στάλιν και εν γένει ο σοβιετικός μαρξισμός; Το σχέδιο του Ένγκελς για μια «διαλεκτική της φύσης» δεν είναι εντέλει πρόδρομος του «διαλεκτικού υλισμού»;
Είναι βέβαια σαφές ότι υπάρχουν ουκ ολίγα χωρία της Διαλεκτικής της φύσης του Ένγκελς που θα μπορούσαν να επιστρατευτούν και πράγματι επιστρατεύτηκαν για να στηρίξουν τον «δια-ματ». Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι το εν λόγω σχέδιο του Ένγκελς δεν κατάφερε τελικώς να ολοκληρωθεί (που σημαίνει ότι απέτυχε). Από την άλλη, μιλώντας για την ουσία του, είναι σαφές ότι ταλαντεύεται (ή μάλλον διχάζεται) ανάμεσα σε μια κριτική και επαναστατική διαλεκτική που αντιστρατεύεται κάθε ιδεαλισμό και προσεγγίζει τη φύση ως πολλαπλότητα-απειρότητα διαδικασιών (πλευρά που οφείλουμε τελικώς να κρατήσουμε από τη «διαλεκτική της φύσης») και σε μια ακόμη εκδοχή φιλοσοφίας της φύσης που, όπως κάθε τέτοια φιλοσοφία (που βασίζεται στους καθολικούς νόμους κίνησης) είναι κατά βάθος ιδεαλιστική.
Απ’ αυτήν την άποψη όσο λάθος είναι να χρεώνεται στον Ένγκελς ο «διαλεκτικός υλισμός» και οι παρεκτροπές του, άλλο τόσο λάθος είναι να τάσσεται κανείς κατηγορηματικά «κατά» της «διαλεκτικής της φύσης», στο βαθμό που –υπό προϋποθέσεις– μπορεί πράγματι να είναι κριτική και επαναστατική. Μια τέτοια διαλεκτική, μια πραγματικά υλιστική διαλεκτική, μελετά τη φύση όχι μέσα από αφηρημένα ζεύγη αντιθέσεων, αλλά με βάση την αναγκαία και ορθολογική διαδικασία της αυτοανάπτυξής της, αποκλείοντας έτσι κάθε έννοια υπερβατικότητας [9].
Με αυτήν την έννοια, αν η διαλεκτική έχει πράγματι ως θεμελιώδη αρχή (και όχι «νόμο) την ενότητα των αντιθέτων, είναι σαφές ότι αυτή η αρχή δεν εφαρμόζεται. Όπως λέει ο Πιερ Μασερέ: «[η αρχή της ενότητας των αντιθέτων] συμπίπτει με τη μοναδική και ανεξάντλητη διαφορετικότητα των υλικών διαδικασιών, των οποίων αποτελεί το μόνο κοινό χαρακτηριστικό, δεδομένου ότι το μόνο κοινό στοιχείο αυτών των διαδικασιών έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχουν απολύτως τίποτα το κοινό, αλλά ότι επιτελούνται πάντα και παντού σε συνθήκες που τις καθορίζουν ειδικά» [10]. Εκεί ακριβώς εδράζεται η καθολικότητα της αντίφασης: στο ότι είναι πάντα συγκεκριμένη. «Το Ένα διχάζεται σε δύο: αυτό σημαίνει τελικώς ότι τα πάντα είναι διαδικασίες» [11].
Η κατηγορία της αντίφασης δεν ενοποιεί την πραγματικότητα σε μια Αρμονική Ολότητα, αφού το «παιχνίδι της αντίφασης», όπως επίσης λέει ο Μασερέ, είναι κοινό καθόσον ακριβώς είναι πάντοτε διαφορετικό. Οι επιμέρους διαδικασίες όχι απλώς δεν συγχωνεύονται μέσω της αντίφασης, αλλά μέσα απ’ αυτήν εξειδικεύονται, διαφοροποιούνται και καθορίζονται: «η αντίφαση αναπτύσσεται υπό μορφές που είναι πάντα αναγκαστικά άνισες» [12].
Είναι προφανές ότι ο «διαλεκτικός υλισμός» δεν κινήθηκε στην κατεύθυνση μιας κριτικής και επαναστατικής διαλεκτικής [13]. Μετατράπηκε σε μια οντολογία της ύλης, σε μια δήθεν επιστημονική φιλοσοφία [14] που διατυπώνει a priori τους νόμους όλων των πλευρών της πραγματικότητας (της «φύσης», της «ιστορίας» και της «σκέψης»). Οι βασικές συνέπειες που προκύπτουν είναι δύο: αφενός η Κίνηση της Ύλης μετατρέπεται σε αρχή εξέλιξης ή, όπως λέει ο Στάλιν, σε «νόμο ανάπτυξης». Ο «ιστορικός υλισμός» (ως εφαρμογή της διαλεκτικής στην κοινωνία) μετατρέπεται τότε σε έναν χυδαίο εξελικτικισμό που θεωρεί ότι η ιστορική πορεία είναι προκαθορισμένη βάσει σταδίων και ακολουθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (οικονομισμός). Αφετέρου, προκύπτει μια ξεκάθαρα εμπειριστική θεωρία της γνώσης, η οποία ανάγει τη γνώση σε απλή «αντανάκλαση» της πραγματικότητας.
Αυτή ακριβώς η συλλογιστική δεν θα αργήσει να γεννήσει ή μάλλον να αναγεννήσει [15] αργότερα το τερατούργημα της θεωρίας των δύο επιστημών (της αστικής και της προλεταριακής), ταυτίζοντας αυτή τη φορά την ιδεολογία με την επιστήμη. Τότε πια τα αποτελέσματα δεν θα είναι απλώς μηδαμινά, αλλά ολέθρια, από κάθε άποψη…
[1] Για το ρεύμα της «Προλετκούλτ» και για τον Μπογκντάνοφ, ηγέτη της, βλ. τις παρατηρήσεις του Μπετελέμ (Ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, τόμος ΙΙ, εκδόσεις Ράππα, 1977, σελ. 476-477, 480-481, 490-491, 508-509, 529). Όπως επισημαίνει ο Ντομινίκ Λεκούρ η ουσία της άποψης του Μπογκντάνοφ συνίσταται σε μια «μεταφυσική της εργασίας» (εργασία και οργάνωση: αυτές είναι οι δύο λέξεις-κλειδιά, για αντιφάσεις ούτε λόγος…). Από την άλλη πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε την αμηχανία στην οποία βρίσκεται ο Λένιν όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με τους υποστηρικτές της «Προλετκούλτ», καθώς δεν σταματά να απορρίπτει τα συμπεράσματά τους μολονότι αδυνατεί επί της ουσίας να καταδείξει τις ρίζες των σφαλμάτων τους. Κατά τον Λεκούρ η εν λόγω αμηχανία πηγάζει πρωτίστως από το κοινό έδαφος που μολαταύτα υπάρχει ανάμεσα σε ορισμένες θεωρητικές θέσεις του Λένιν και στο ρεύμα της «Προλετκούλτ» (με σημαντικότερη την αποδοχή της ταιηλορικής «Επιστημονικής Οργάνωσης της Εργασίας», στην εφαρμογή της οποίας πρωτοστατούν τα μέλη της «Προλετκούλτ», και την οποία υποστηρίζει ένθερμα από θεωρητικής απόψεως ο Μπογκντάνοφ).
[2] Βλ. Άπαντα Λένιν, τόμος 45, σ. 23-33, «Για τη σημασία του μαχόμενου υλισμού».
[3] Μαθητής του Πλεχάνοφ.
[4] Από αυτήν την άποψη οι «μηχανικιστές», παρά την εσφαλμένη τους άποψη, δείχνουν να προαισθάνονται τις ακρότητες στις οποίες μπορεί να καταλήξει η θεωρία της ομάδας Ντεμπόριν.
[5] Αντιθέτως, οι ντεμπορινικοί αποδέχονται τελικώς τη σχετικότητα και προσπαθούν βέβαια να αποδείξουν ότι είναι σύμφωνη με την υλιστική διαλεκτική.
[6] Η απόφαση ορίζει νέα συντακτική επιτροπή για το περιοδικό. Στη νέα συντακτική επιτροπή περιλαμβάνονται τόσο ο Ντεμπόριν όσο και ο Τιμιριάζεφ οι οποίοι όμως δεν δημοσιεύουν πρακτικά τίποτα στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Από την άλλη, είναι σαφές ότι η ομάδα του Μίτιν βρίσκεται πολύ πιο κοντά, ουσιαστικά, στους «διαλεκτικούς». Γι’ αυτό εξάλλου τους χρεώνει πρωτίστως ότι διαχωρίζουν τη θεωρία από την πράξη.
[7] Είναι σαφές ότι η φιλοσοφική αντιπαράθεση δεν είναι μια «μάχη ιδεών». Οι ηττημένοι βλέπουν τα ιδρύματα και τους οργανισμούς τους να κλείνουν πάραυτα, δεν μπορούν πλέον να δημοσιεύουν κείμενα κ.λπ.
[8] Στο R. Zapata, luttes philosophiques en URSS (1922-1932), PUF, 1983, σ. 17-19.
[9] Βλ. σχετικά το κείμενο του P. Macherey για τον «Διαλεκτικό υλισμό», Εκτός Γραμμής, τχ. 1.
[10] P. Macherey, Histoires de dinosaure, PUF, 1999, σ. 71-72.
[11] P. Macherey, στο ίδιο, σ. 73
[12] P. Macherey, στο ίδιο, σ. 72.
[13] «Συνοπτικά, αυτό που έκανε ο ‘δια-ματ’ ήταν να επαναστοχαστεί τη διαλεκτική υπό το φως του υλισμού, και κατά βάση ενός χυδαίου υλισμού, ενώ έπρεπε να γίνει το αντίστροφο» (P. Macherey, Histoires de dinosaure, PUF, 1999, σ. 24).
[14] Απ’ αυτήν την άποψη η απόφαση της ΚΕ το 1931 είχε μια λογική: δεν μπορούν να υπάρχουν ταυτοχρόνως τρεις αντιπαρατιθέμενες «επιστημονικές φιλοσοφίες»!
[15] Πρωτίστως να αναγεννήσει γιατί πρώτος εμπνευστής της ήταν ο Μπογκντάνοφ από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνα (ασήμαντη λεπτομέρεια που ξεχνούν οι ελάχιστοι σήμερα εναπομείναντες υποστηρικτές του εν λόγω τερατουργήματος κάθε φορά που ψάχνουν με το φακό ένα σοβαρό κείμενο επί του θέματος…).
ΠΗΓΗ: Εκτός Γραμμής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου