Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Θεσσαλονίκη 1912: Επανάσταση και απελευθέρωση, πόλεμος και ανταλλαγή πληθυσμών

του
Λέανδρου Μπόλαρη
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που γιορτάζεται κάθε 26 Οκτώβρη, ήταν το μεγάλο έπαθλο για τον ελληνικό στρατό στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Φέτος, που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τότε, κάθε λογής εθνικισταράδες ετοιμάζονται να θυμήσουν τη «δόξα» των ελληνικών όπλων, τον «ελληνισμό που μεγαλουργούσε ενωμένος».
Ο A’ Βαλκανικός Πόλεμος είχε...
ξεσπάσει μερικές βδομάδες νωρίτερα. Το κύριο βάρος στις χερσαίες επιχειρήσεις ενάντια στα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το σήκωσε ο βουλγάρικος στρατός και κατά δεύτερο λόγο ο σερβικός. Η βασική ελληνική συνεισφορά ήταν οι επιχειρήσεις του πολεμικού στόλου. Από την αρχή η συμμαχία ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη ήταν εύθραυστη –ο πόλεμος ήταν και ένας αγώνας δρόμου μεταξύ τους για το ποιο θα αποσπάσει περισσότερα εδάφη σε βάρος του άλλου. Κατάληψη σήμαινε την απαρχή μιας διαδικασίας όπου οι πληθυσμοί θα αποκτούσαν τη «σωστή» εθνικότητα, με το ζόρι. Ο Τρότσκι, πολεμικός ανταποκριτής τότε στα πεδία των μαχών, περιγράφει τι σήμαινε πραγματικά πόλεμος:
«Σε όλες αυτές τις περιοχές μαινόταν ένας τρομαχτικός κυκλώνας που ξερίζωσε, γκρέμισε, κατακρεούργησε, μετέτρεψε σε στάχτες οτιδήποτε δημιούργησε η ανθρώπινη εργασία… Οι Τούρκοι καίγανε και μακελεύανε καθώς έφευγαν. Οι ντόπιοι χριστιανοί, όταν βρήκαν την ευκαιρία, καίγανε και σφάζανε καθώς πλησίαζαν οι συμμαχικοί στρατοί. Οι στρατιώτες αποτελειώνανε τους τραυματίες κι άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Οι αντάρτες που ακολουθούσαν κατά πόδας, λεηλατούσαν, βιάζανε, καίγανε. Και στο τέλος, μαζί με τους στρατούς έφτασαν στην ‘απελευθερωμένη’ γη και οι επιδημίες χολέρας και τύφου».
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης πρόσθετε στο ελληνικό κράτος ένα μεγάλο αστικό κέντρο, με πληθυσμό περίπου 160.000 κατοίκων. Ήταν ένα μεγάλο οικονομικό κέντρο, με χιλιάδες εργάτες στα εργοστάσια, τα καταστήματα, το λιμάνι. Όποιος την κατείχε, είχε στη διάθεσή του το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και έβαζε υποψηφιότητα για ακόμα μεγαλύτερες «εθνικές δόξες».
Υπήρχε μοναχά ένα πρόβλημα. Είναι αλήθεια ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού καλωσόρισε τον ελληνικό στρατό ως απελευθερωτή. Όμως, ήταν ένα μόνο κομμάτι του πληθυσμού της πόλης και μάλιστα το τρίτο σε σειρά μεγέθους. Κατά την πρώτη συστηματική απογραφή του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης που έγινε από τις ελληνικές αρχές στις 28 Απριλίου 1913, η πόλη αριθμούσε 157.889 κατοίκους. Η ελληνική κοινότητα βρισκόταν στην τρίτη θέση με 39.965 άτομα (25,3%) έναντι 61.439 Ισραηλιτών (38,9%), 45.867 μουσουλμάνων (29%), 6263 Βουλγάρων (3,9%) και 4.364 (2,7%) άλλων εθνικοτήτων.

Ανταλλαγή

Δεκατρία χρόνια μετά η σύνθεση είχε αλλάξει ριζικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων –και των «Βουλγάρων»- δεν ήταν εκεί. Στη θέση τους είχαν έρθει χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο. Το πώς έγινε αυτό, αποτελεί μια από τις πιο μαύρες και κατάπτυστες πλευρές της διπλωματίας των αρχουσών τάξεων της περιοχής και των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων. Ήταν η «ανταλλαγή πληθυσμών» δηλαδή το βίαιο ξερίζωμα ολόκληρων πληθυσμών που ζούσαν στο τόπο τους για αιώνες αλλά βρέθηκαν στη λάθος πλευρά των συνόρων που διαμορφώθηκαν με τη φωτιά και το σίδερο των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Η Θεσσαλονίκη έγινε έτσι μια «ελληνική πόλη». Σχεδόν, πάλι. Εμειναν περίπου 70.000 Εβραίοι. Το ελληνικό κράτος ποτέ δεν τους είδε με καλό μάτι. Για τους Έλληνες επιχειρηματίες, οι Εβραίοι έμποροι και βιομήχανοι αποτελούσαν ένα ανεπιθύμητο ανταγωνιστή. Για την κυβέρνηση, το εβραϊκό προλεταριάτο ήταν ένας φορέας ανατρεπτικών ιδεών: η Φεντερασιόν, η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία είχε ιδρυθεί από Εβραίους εργάτες με επικεφαλής τον Μπεναρόγια, τον Αρδίτη, τον Γιονά. Το 1914, η απεργία των καπνεργατών της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης, που καθοδήγησε η Φεντερασιόν, ένωσε Εβραίους, Έλληνες και Τούρκους εργάτες. Όταν ο Αρδίτη διαμαρτυρήθηκε στην «Σολιδαρινταντ Ομπραδέρα» (Εργατική Αλληλεγγύη) για την περικοπή μισθών με την αναγκαστική αργία «επί της ονομαστικής εορτής του βασιλέως» σύρθηκε στα δικαστήρια και εξορίστηκε.
Ήταν μια πρόγευση για το τι θα ακολουθούσε τις επόμενες δεκαετίες. Ο αντισημιτισμός έγινε «σημαία» του αντικομμουνισμού και των διώξεων του εργατικού κινήματος. Οι φασιστικές συμμορίες όπως η ΕΕΕ που στην Κατοχή συνεργάστηκαν με τους ναζί, ξεκίνησαν καίγοντας εβραϊκούς συνοικισμούς και χτυπώντας απεργούς. Τέλος, οι ναζί, με την ανοχή και συνεργασία της «καλής κοινωνίας» της πόλης, εξόντωσαν την εβραϊκή κοινότητα στα στρατόπεδα θανάτου.
Τέσσερα περίπου χρόνια πριν τον πόλεμο του 1912 και την αλυσίδα των τραγωδιών που πυροδότησε, η Θεσσαλονίκη παρουσίαζε μια διαφορετική ύψη. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από ενθουσιώδη πλήθη και εκείνη τη φορά στο πανηγύρι συμμετείχαν όλοι, Ελληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Μακεδόνες, Βούλγαροι, Αρμένιοι. Η Θεσσαλονίκη, δηλαδή, είχε την όψη μιας πραγματικά απελευθερωμένης πόλης. Ήταν ο Ιούλης του 1908 και το γεγονός που προκάλεσε αυτή την ανάταση ήταν το «κίνημα» του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» των «Τούρκων φιλελευθέρων» όπως αυτοπροσδιορίζονταν πολιτικά τα μέλη του, των «Νεότουρκων» όπως έγιναν γνωστοί.
Η «Επανάσταση των Νεότουρκων» ξεκίνησε με ένα πραξικόπημα αξιωματικών του στρατού που επέβαλαν στον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ να επαναφέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1876. Στα τέλη του ίδιου χρόνου εκλέχθηκε κοινοβούλιο, στο οποίο οι Νεότουρκοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία με 147 από τις 230 έδρες. Από τις υπόλοιπες 60 τις κατέλαβαν Άραβες, 27 Αλβανοί, 26 Έλληνες, 14 Αρμένιοι, 10 Σλάβοι και 4 Εβραίοι βουλευτές.
Ο Αβράαμ Μπεναρόγια στο βιβλίο του «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου» αποθανατίζει την ατμόσφαιρα στην Θεσσαλονίκη που ήταν το επίκεντρο και το βασικό προπύργιο των Νεότουρκων:

Συναδέλφωση

«Η Θεσσαλονίκη κατέστη πάραυτα το κέντρον εορτών, διαδηλώσεων, πολιτικών ζημώσεων, στρατιωτικών παρελάσεων και συγκινητικών σκηνών αδελφότητας μεταξύ αλλοεθνών. Επί ημέρας και εβδομάδας η νυν οδός Βενιζέλου (τότε Σάμπρι Πασσά) και ο κήπος του Λευκού Πύργου δεν έβλεπον παρά παρελάσεις με σημαίας, μουσικάς, ζητωκραυγάς, ύμνους προς τους σωτήρας της Τουρκίας προς τους ελευθερωτάς και γεύματα με προπόσεις, λόγους και αλλαλαγμούς.
Οι λόγοι είχαν όλοι ένα μοτίβο, ένα τέμπο «...τριάντα τρία χρόνια τώρα», τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι στενάζουν υπό το ζυγόν του δεσπότου σουλτάνου και τριακοσίους του υπηρέτας και χαφιέδες. Τριάντα ήρωες σήκωσαν τη σημαία της επαναστάσεως και η τυραννία έπεσε. Ήλθεν η ελευθερία, δι όλους... Τώρα όλοι είμεθα αδέλφια , Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Εβραίοι, Τούρκοι, Αλβανοί, Αραβες, Ελληνες, Βούλγαροι όλοι είμεθα πολίται της ελεύθερης Οθωμανικής πατρίδος».
Οι ελπίδες για μια νέα, ελεύθερη ζωή, ήταν τόσο δυνατές, που σταμάτησαν και το αιματοκύλισμα ανάμεσα στις διάφορες ένοπλες ομάδες στη Μακεδονία. Είναι εντυπωσιακό για παράδειγμα ότι η «επίσημη» ελληνική ιστοριογραφία μάς λέει ότι ο «Μακεδονικός Αγώνας» σταμάτησε το 1908, αλλά δεν λέει το γιατί. Ο Μπεναρόγια δίνει και σ’ αυτό το ζήτημα μια εικόνα:
«Και αυτοί οι αντάρται και κομιτατζήδες, αρματωμένοι και σημαιοστολισμένοι, εισήρχοντο με τραγούδια και εγένοντο δεκτοί με κραυγάς ενθουσιασμού. Εφημερίδες εξεδίδοντο εις όλας τα γλώσσας. Τούρκοι και ραγιάδες ανέπνεον, δεν εφοβούντο πλέον τους χαφιέδες, ωμίλλουν δι’ όλα και με όλους ελεύθερα, δυνατά».
Κομμάτι αυτών των εξελίξεων ήταν και η πρώτη άνθηση του εργατικού κινήματος και των σοσιαλιστικών ιδεών στη Θεσσαλονίκη. Ο Γάλλος πρόξενος σημείωνε ότι το 1908 «η πόλη κυριαρχείται από τους απεργούς». Η «Εργατική Λέσχη» που γρήγορα θα μετανομαστεί σε Φεντερασιόν, ιδρύεται το 1909 και θα γιορτάσει τη πρώτη επέτειο της Επανάστασης των Νεοτούρκων οργανώνοντας μια μεγάλη εργατική διαδήλωση, χωριστά από τους επίσημους γιορτασμούς του Κομιτάτου.
Οι ελπίδες διαψεύστηκαν όμως. Οι «Νεότουρκοι» έπασχαν από την ίδια ασθένεια που κατέτρωγε τους ομοϊδεάτες τους φιλελεύθερους σε όλα τα Βαλκάνια (όπως και στην Ρωσία εκείνης της εποχής). Ήθελαν να εκσυγχρονίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα πρότυπα της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής Δύσης. Η Αυτοκρατορία, ένας καταπιεστικός απολυταρχικός φεουδαρχικός οργανισμός που σάπιζε, γινόταν ασφυκτική. Όμως, την ίδια στιγμή φοβόντουσταν να στηριχτούν στη βασική κοινωνική δύναμη που στέναζε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, τους αγρότες. Οι περισσότεροι «φιλελεύθεροι» ήταν γόνοι οικογενειών γαιοκτημόνων. Όσο για τους ανερχόμενους καπιταλιστές, η «πρόοδος» ήταν καλό πράγμα, φτάνει να μην σήμαινε απεργίες και συνδικάτα.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η κάθε «εκσυγχρονιστική απόπειρα», όπως το Κίνημα του Γουδιού το 1909 στην Αθήνα, μπλεκόταν με τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων, γινόταν βήμα στη γιγάντωση του μιλιταρισμού, την προετοιμασία του πολέμου, προάγγελος των εθνικών εκκαθαρίσεων που θα βύθιζαν στο αίμα την περιοχή για μια δεκαετία και θα έκαναν τη Θεσσαλονίκη «πόλη των φαντασμάτων».

εφημερίδα ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου